Friday, February 15, 2019


"Αύριο θα ξημερώσουν δυο ήλιοι"

της Χριστίνας Κοντούλη







Ο ένας θα είναι μεγαλύτερος και θα χωράει τον άλλο, στις άκρες των χρυσαφένιων του δαχτύλων η απελπισία που έχεις στην καρδιά σου ανθίζει με χάπια για ηρεμία και όνειρα που σε κάνουν να πετάγεσαι στον ύπνο σου, με τις ειρωνείες των lost bodies και έρωτες που σαπίζουν τόσο στο μυαλό όσο και στα ψηλά διαμερίσματα ευρωπαϊκών πόλεων, φορώντας κοστούμια κι αγοράζοντας πρόχειρα σάντουιτς, προσποιούνται πως ζουν άλλη μια μέρα.
-Αλλάζω το τραγούδι στην play list  γιατί θέλω να ακούσω κάτι με μονότονα λόγια, απέναντί μου μια καινούργια ζωγραφιά που έμεινε για απόψε στη μέση, με κρίνει κι ένα τασάκι που ασφυκτιά με φωνάζει σαν πανκ ριφάκι να σηκωθώ και να αλλάξω τον κόσμο του. Κι απόψε.. που δεν είχα διάθεση για μεγάλες αλλαγές, να έτσι που άλλαξα το τραγούδι κι έκοψα τη ροή του τυχαίου, να που νιώθω πιο έτοιμος από ποτέ να λογοδοτήσω.  Δεν ήμουν αυτός που ήθελες εαυτέ μα ούτε κι εσύ ήσουν αυτός που θέλησα,  τι κρίμα που δεν έμαθα ποτέ σκάκι, έτσι δεν μπορώ να σε παίξω μια παρτίδα, να γελάσω πικρόχολα όταν θα χάνεις και να σηκώσω το φρύδι μορφάζοντας με πειραγμένο ύφος όταν θα παίρνεις τη ρεβάνς, τι καλά που δεν έμαθα ποτέ σκάκι, έτσι δεν θα παίξουμε ποτέ και δεν θα έχω τίποτε να χάσω.
-Να δεις τι καλά θα περάσουμε, θα σου γεμίζω το ποτήρι αλκοόλ και θα σου στρίβω μικροσκοπικά τσιγάρα. Κοίτα, όπως ασφυκτιά ο ελάχιστος  καπνός  έτσι θα στρίβω τις ελπίδες σου ανάμεσα στα δάχτυλά μου κι εσύ ανόητος, ρομαντικός και φοβισμένος θα μου δίνεις κουπόνια για τις μέρες που ήτανε να ζήσεις. Θα σου γεμίζω τα μάτια αμφιβολία και απελπισία κι εσύ θα με νανουρίζεις με τις όμορφες λέξεις που σου έμαθαν στο δημοτικό, θα νανουρίζεις κι άλλους μ’ αυτές, κι όσες περισσότερες μαθαίνεις τόσο θα γράφεις παραμύθια για να κοιμηθώ κι εγώ θα ρεύομαι πικρία στα πενιχρά όνειρά σου. Έλα λοιπόν, ας καταστρέψουμε μαζί έναν εαυτό, ας είμαστε και σε κάτι μαζί τέλος πάντων.
Σκέψου όλους εκείνους τους έρωτες, τις πιθανότητες που κράτησα μακριά σου, λούφαξε, σε παρακαλώ, κάθισε, πες άλλη μια φορά πως σου έσωσα το τομάρι, να έτσι ξάπλωσε στον καναπέ, αύριο παρουσιάζεις, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα, κάνε ακόμη μια άχρηστη άψυχη ζωγραφιά, πες μου άλλη μια φορά την ιστορία πως  έτσι έχεις μάθει κι ύστερα τρέξε, εμπρός τρέξε και γράψε μου,  μίλησέ μου, πες μου τα πάθη σου, κι εγώ σου υπόσχομαι να σε κρίνω, σου υπόσχομαι να σου δώσω άλλο ένα άσχημο όνειρο αρκεί να μου δώσεις μια πραγματικότητα γεμάτη ασχήμια. Να να, αγαπητέ μου, βάλε λίγο ακόμη στο ποτήρι σου, αυτό μπορεί να σε κάνει πιο γενναίο, θυμάσαι τον πρώτο σου έρωτα , εκείνος ήταν γενναίος, σου άρεσε που δε φοβόταν , σου άρεσε που είναι νεκρός, τώρα έχεις κάτι να θεοποιήσεις. Εμπρός δάκρυσε, θέλω να σε δω να δακρύζεις σ’ αυτές τις ταινίες που σου θυμίζουν τους γονείς σου κι ύστερα κλείσε τους γρήγορα το τηλέφωνο γιατί βαριέσαι να τους μιλήσεις… Εμπρός σε προκαλώ, άκουσε κι άλλη μουσική, τραγούδα κι άλλα τραγούδια που δεν καταλαβαίνεις, σ’ αρέσει να ακούγεται η φωνή σου έτσι δεν είναι; Από όταν ήσουν μικρός μοιάζει να έχει φτιάξει τώρα μα ακόμα ζηλεύεις όσους γεννήθηκαν για να τραγουδούν, θα’ θελες να έχεις μια δυνατή, μια όμορφη φωνή , έτσι μπορεί οι άνθρωποι να σε άκουγαν, να σε πρόσεχαν.  Εμπρός πες μου κι άλλα για σένα, ποιος είσαι; Λες πως είμαι ο σκοτεινότερος εαυτός σου μα εσύ στέκεσαι στο σκοτάδι, η φωνή μου ήταν πάντα εκεί, καθαρή και δυνατή, ακέραιη, η δική σου έσπαγε με κάθε χτύπημα, πάρε λίγα χάπια να ανέβεις στο αεροπλάνο , πιες λίγο κρασί, ο κόσμος αυτός δεν είναι για σένα, είναι πολύ σκληρός, κάπνισε ένα τσιγάρο να ησυχάσεις, γράψε την εργασία, ξέρω η σχολή αυτή δεν είναι για σένα αλλά είναι δύσκολα εκεί έξω, χρειάζεσαι ένα χαρτί  , συμβιβάσου, δεν ζεις σε παραμύθι, σιγά τα μούτρα σου, ποιος θα αγαπήσει εσένα;  ΤΙ; Θες να μιλήσεις; Θες να γράψεις; Να ζωγραφίσεις ; Ποιος σου είπε ότι μπορείς; Εγώ είμαι για σένα, χωρίς εμένα δεν είσαι τίποτα. Οι καλλιτέχνες πάντα δημιουργούσαν από πόνο, ποιος είσαι εσύ, τι έχεις να πεις με την μικροσκοπική σου χαρά; Μίλα καλύτερα σε μικροσκοπικούς ανθρώπους.... Θα μπορούσα να σε λιώσω με το παπούτσι μου, όμως εγώ είμαι για σένα, εγώ σ’ αγαπώ, εγώ είμαι μαζί σου όταν μένεις μόνος, εγώ είμαι ο άνθρωπός σου.
Ο Γιάν σηκώθηκε όρθιος. Τα πόδια του έτρεμαν, στα χέρια του σαν τρύπιο ρούχο στέκονταν κολλημένα στο κορμί του . Όλα είχαν στερέψει μέσα του, σ’ αυτό το λυπημένο κεφάλι η έρημος είχε βρει πρόσφορο σώμα να φωλιάσει κι ένα ξένο πρόσωπο φορώντας το πρόσωπό του χάιδευε το μπράτσο του καθώς τον σημάδευε για πάντα. Ο Γιαν στράγγιξε το ποτήρι και έγλυψε το τελευταίο δηλητήριο.
-Εγώ ξέρω!   Είπε και γύρισε την πλάτη του φουσκώνοντας από περηφάνια. Ο εαυτός γέλασε.
Ο Μέντες είχε ξετυλιχτεί, το σύνδρομο του πατέρα χτύπησε κόκκινο κι ο Γιαν σαν καλός «σωτήρας» τράβηξε το πάπλωμα και τοποθέτησε τα άκρα του καινούργιου του συγκατοίκου στη μήτρα μιας μαδημένης χήνας ή ενός καμουφλαρισμένου συνθετικού.  Ο Μέντες γρύλισε ευχαριστημένος κι ο Γιαν άναψε το τσιγάρο του κουρασμένος από τον ηρωισμό του. Η κακοφτιαγμένη ζωγραφιά τον κοίταζε με μάτια από φτηνιάρικο λάδι και άρωμα άοσμου νεφτιού , ενώ το ποτήρι του μισοαδιασμένο του θύμιζε πως ήταν ώρα για ύπνο. Ο εαυτός χασκογελούσε ακόμη μα κανείς δεν τον άκουσε. Το paris-dakar  τροποποιημένο να χωράει σε ένα γαλάζιο ακουστικό έκανε τα τύμπανα το αυτιού του να μοιάζουν απόρθητα ωστόσο ακόμη εκείνο το σκληρό γέλιο χάραζε την πορεία του πάνω σε μια ψωνισμένη ύπαρξη που προσποιούνταν πως ήταν κάτι όταν έπεφτε το βράδυ.

No comments:

Post a Comment