"Ο βίος και η πολιτεία του Γκίζο, ενός σκύλου που προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κόσμο"
Τα λιγοστά μας τρόφιμα
είχαν καταφέρει να κρατήσουν για μέρες, ο γέρο Σάντζα ψαχούλευε με τους δέκα
ρόζους του τα στήθια δώδεκα εραστών πάνω στο άκαμπτο μπράτσο της κιθάρας κι η
Ιβέτ ακολουθούσε τη μυσταγωγία έτοιμη να κοιμηθεί. Τα σκούρα βλέφαρά της και οι
υδρόγειοι γοφοί της αποκάλυπταν μια χαμένη νιότη μαζί με τους χιλιάδες δίσκους
όπου φαντάζονταν να φιγουράρει με υπεροπτικό πρόσωπο όμως η δουλειά κι η
επιβίωση είχαν επικρατήσει του ονείρου.
Η Ρακέλ κι η Μάρζω
τίμησαν την μοναχική μας παρέα παράγοντας ήχους απόλαυσης καθώς ρίχνονταν στο
κρύο φαί μετά το ξενύχτι κι εγώ αγκαλιάζοντας σφιχτά την αγαπημένη μου
ηλεκτρική αδερφή ψυχή χάιδευα τα σκούρα, μηχανικά της μάτια προσπαθώντας να εξομολογηθώ
μια εσωστρεφή περιπέτεια.
Τα βυζιά της φαίνονταν
μεγάλα, η Μάρζω γέλασε όταν της το είπα, ωστόσο ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον στα βυζιά… Οι φωνές τους αναμιγνύονταν απόμακρα κι ουδέτερα πίσω από
την μουσική φλόγα κι ο Μπαρίζ κάπου θα πλακώνονταν με τους ναύτες το ξημέρωμα.
Η Ρους κοιμόταν ατενίζοντας μια φωλιά γαλάζιων πουλιών κι ο μικρός μου εαυτός ο
Γκίζο Βένα, αδιάλλακτος, στοργικός μετεωρίτης ονειρεύονταν μια μικρή ανθισμένη
αυλή με τα ξωτικά της. Τα βράδια εγώ κι ο Μικαέλ Ρίβα ταξιδεύαμε εκεί που ο
νους σας δεν θα χωρέσει πριν κλείσουν τα βλέφαρα. Η μάνα Φίντα ξάπλωνε
ανακουφισμένη δίπλα στον πατέρα κι ο παππούς τραγουδούσε ανάμεσα σε ροχαλητά την περασμένη νιότη του μέσα από τραγούδια
ανόητων πολέμων που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Τότε ούτε κι εγώ
καταλάβαινα, μα αργότερα έμαθα να τον αγαπώ ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό, καθώς τώρα
πια ξέρω πως όποιος γνωρίζει την ειρήνη, ποτέ δεν θα καταλάβει έναν πόλεμο.
Μεγαλώνοντας άκουγα τα μανιφέστα των γύρω με προσοχή, όλοι έμοιαζαν να
καταλαβαίνουν κάτι, όλοι έμοιαζαν να έχουν κάποιο τρόπο ή λόγο εξήγησης για την καταστολή της ίδιας
της ύπαρξής τους, όλοι έμοιαζαν να ποθούν τον διαπληκτισμό πιστεύοντας κατάβαθα
πως θα απόφευγαν έτσι και την πλήξη.
Στα νοσταλγικά σούρουπα
στο κτήμα ζουλούσαμε σταφύλια με τα εφηβικά ούλα μας και πνίγαμε ερωτικούς
καημούς με φθηνά τσιγάρα αργότερα κι η νοσταλγία έμοιαζε ακριβή. Όταν πια ήμουν
φοιτητής εκατομμύρια τσιτάτα και μανιφέστα τραβούσαν τα πόδια μου από τον
μεσημεριανό ήλιο, πρόσωπα ηλεκτρονικά, κοστούμια , πούδρες κι ανάκατα
συναισθήματα μου ζητούσαν να προσευχηθώ στον θεό των μέσων μαζικής αποχαύνωσης
και να γελάσω τόσο δυνατά που να πίσω κι άλλους ή τουλάχιστον να τους βοηθήσω
να φανταστούν πως έχριζα ψυχικής βοήθειας έτσι για να με προσπεράσουν αναίμακτα κι η
επανάσταση μου να’ ναι μια στιγμή αδυναμίας έναντι στη δύναμη των πολλών.
Όμορφα λόγια, τα λόγια
τους ήταν τόσο όμορφα, προσεγμένα, αδίστακτα μα καθόλου παραστατικά, τα λόγια
τους μιλούσαν σε όμορφα κέντρα, στολισμένα με τα ακριβότερα λουλούδια, λικέρ
και σκάνδαλα, τα λόγια τους κέρδιζαν άριστα στους ελέγχους και φτωχές
κονσερβοποιημένες σελίδες σε μεταπτυχιακά, τα λόγια τους σαν φωτεινές ρεκλάμες
παρήλαυναν προκλητικά και ανενόχλητα,
άδια και γκρίζα, σμιλεύοντας το τώρα ολόιδιο με το χτες πατρονάροντας
εισηγήσεις πως τάχα είχαν κάτω από τη γλώσσα κάτι νέο.
Τα άκουγα όλα με
προσοχή, τον επαναστάτη του φαστ φούντ, τον αναρχικό που υποκλίνονταν στο
κράτος, τον αντισεξιστή που «κάρφωνε» την γκόμενα, τον αντικαπιταλιστή που
εκθείαζε τον καπιταλισμό με τις πράξεις του, τον χορτοφάγο που κρυφά μπούκωνε
κεφτεδάκια, τον δικτάτορα που καμώνονταν τον αρχηγό, εκείνον που μισούσε την
δική του φάρα, τον καθημερινό ρουφιάνο που πούλαγε την ρουφιανιά, εμένα που
κορόιδευα τον εαυτό μου για την αποδοχή τους, εσένα που κορόιδευες εμένα γι’
αυτήν. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει μια φράση που σαν έφηβος μισούσα. «άκου,
βλέπε, σιώπα» κι ύστερα ρώταγα, τι θα γίνει άμα μιλήσω; Τι θα συμβεί αν αντισταθώ; Κι όλοι μου
απάντησαν, «ποιος θαρρείς πως είσαι;» Κι εγώ φοβήθηκα τον τόνο της φωνής τους
κι εγώ, λυπάμαι που σας το λέω, μα τους πίστεψα.
Έμαθα να μη μιλώ,
έβρισκα τρόπους να πνίγω την φωνή μου όταν δεν ήταν ταιριαστή, έμαθα τρόπους να
καμώνομαι τον αφελή για να γλιτώσω μια άνιση ή μια άχρηστη μάχη. Κι ύστερα
έγραψα τις σκέψεις μου μήπως κι ακούσω την φωνή μου κι όταν την άκουσα, ένας
μικρός εκδοτικός οίκος δούλεψε κάτω από τη γλώσσα μου και τύπωσε κρυφά από μένα
«το εγχειρίδιο του δειλού».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: δεν
πρέπει
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο
λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: δεν
μπορείς
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο
λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: δεν θα
το κάνεις;
Ερώτηση: γιατί;
Απάντηση: γιατί στο
λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: να
φοβάσαι
Ερώτηση : τι;
Απάντηση: αυτό που σου
λέμε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: υπάκουσε
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί
φοβάσαι.
Έμεινα μέρες κλεισμένος
στο δωμάτιο, μια κουζίνα κι ένας καναπές, ένας βαριεστημένος συγκάτοικος που
αναζητούσε την συμφωνία μου για να εδραιώσει τις επιλογές που είχε ήδη κάνει
στο μυαλό του, ένας κύκλος που γύριζε και μου προκαλούσε ζάλη, μια στιγμή που
γινόταν η ζωή μου εδώ και μήνες, ίσως και χρόνια, μια επιβεβαίωση πως η
επιθυμία δεν ήταν μια αποκλίνουσα μορφή της τρελής μας φαντασίας, μια
επιβεβαίωση, ένα χαρτί, μια σφραγίδα πως ήμασταν λογικοί, πως υπήρξαμε δίκαιοι,
μια επιβεβαίωση στο τυραννισμένο παιδί πως επιτέλους έπραξε με τους κανόνες και
τώρα θα εισέπραττε την αμοιβή.
Μα όσο άκουγα, όσο
πρόσεχα, έμαθα να αναγνωρίζω πως η αμοιβή δεν ήταν παρά ένας παραφρασμένος
μύθος, μια ανταλλαγή ευθύνης, μια γονική αποδοχή όπου ο γονιός φορούσε μια
παγωμένη γελαστή συστημική μάσκα κι άψυχα γέμιζε με τα χρώματα της ευτυχίας
καθώς αρνιόμασταν την δική μας και υπογράφαμε την συνέχεια της μιζέριας που
είχαν κι εκείνοι υπογράψει κάποτε.
Όταν αποφάσισα να
μιλήσω, ήμουν πια άρρωστος, το ψέμα μαγείρευε τα κύτταρά μου σαν δεύτερος
εαυτός κι ο φόβος μου’ χε στερήσει την καλύτερη ύπαρξή μου. Τα τόσα αφεντικά
είχαν περιπλέξει πια την αίσθηση της πραγματικότητας κι εγώ ποθούσα μονάχα να
ησυχάσω. Θυμάμαι τη μυρωδιά από τη φρέσκια ρίγανη που φύτρωνε σ’ εκείνη την
μισοπεθαμένη ελιά στο κτήμα κι ίσως να με κατηγορήσετε για βουκολισμό,
γραφικότητα ή ιλιγγιώδη κι άχρηστο ρομαντισμό όμως αυτή ήταν η πιο ελεύθερη
στιγμή μου, στις νύχτες που ονειρεύτηκα παρέα με τον αδερφό μου κι η μόνη μου
ανησυχία ήταν αν τα δέντρα ζωντανεύουν τη νύχτα και χορεύουν ξέφρενα σε ένα
ρυθμό που κανείς δεν είχε την δυνατότητα να ακούσει.
Ύστερα μου φόρεσαν ένα
όμορφο πέτσινο λουρί, από δέρμα σαν το δικό μου, μου είπαν τι να κάνω και πως
κι εγώ υπάκουσα γιατί τόσοι είχαν υπακούσει, ύστερα, μου έδωσαν ένα όνομα και πέρασαν
στο δέρμα μου ένα πομπό για να ξέρουν κάθε κίνησή μου, με στείρωσαν για να
αποφύγουν τάχα τα ορφανά και τώρα με ταΐζουν δυο φορές τη μέρα. Κι αν κάποτε μ’
ακούσατε να λέω πως φοβάμαι τα σκυλιά είναι γιατί όταν κοίταξα στον καθρέφτη
ύστερα από την αναμόρφωσή μου, περπατούσα στα τέσσερα και γρύλιζα γιατί αυτό
ήταν το τίμημα της σιωπής μου, να ακούω τις φωνές των ομοίων μου και να μην τις
αναγνωρίζω, να ακούω τη φωνή του αδερφού μου και να ζητάω βοήθεια γιατί
ποτέ δεν πρόσεξα πως μου ζητούσε βοήθεια
εκείνος. Να βλέπω τα μυτερά τους δόντια και να τρέμω γιατί η αλήθεια μου
έμοιαζε πια με επιδόρπιο της λέσχης, κρύα και ζελεδιασμένη κι η ελευθερία τους
με τρόμαζε.
Εκείνο το βράδυ
κούρνιασα ανακουφισμένος στην αγκαλιά του δυνάστη μου κι ένιωθα ευτυχία στα
ασφυχτικά του χέρια μέχρι που γύρισα το πρόσωπο κι είδα στο πρόσωπό του το δικό
μου, κι είδα στο πρόσωπό του τα δικά σας πρόσωπα. Μα ακόμη και τότε δεν μίλησα.
Του δάγκωσα τα τρυφερά του χέρια κι έφυγα τρέχοντας, ψάχνοντας τους δικούς μου,
μόνο που όταν τους αντίκρισα , με τρόμαζαν πιο πολύ και δεν μπορούσα να
καταλάβω τις φωνές τους.
Το πρωί μάζεψαν τα
χίλια μου κομμάτια από την άσφαλτο, κάποιος είπε πως ένας οδηγός πάτησε ένα
ηλίθιο σκύλο, κι οι δυνάστες μου έκλαψαν μα οι δικοί μου δεν έχυσαν κανένα
δάκρυ γιατί η φωνή μου ήταν πια ξένη γι’ αυτούς κι οι δικές τους ήταν ξένες για
μένα. Ήμουν ο συγγενής που φόρεσε κολάρο κι υποτάχθηκε κι ήμουν το εκνευριστικό
ζώο που γάβγιζε μέσα στη νύχτα, αλλά για μια στιγμή υπήρξα ο επαναστάτης κι
έκανα την δική μου διαδρομή. Δεν θυμάμαι
πια τα χρόνια μου ως άνθρωπος, ούτε τα χρόνια μου ως σκύλος. Θυμάμαι μόνο τη
μυρωδιά της άγριας ρίγανης και το μεσημεριανό ήλιο κι αυτή είναι η πιο ελεύθερη
μου ανάμνηση. Η μόνη στιγμή που κυνήγησα το όνειρο ήταν η στιγμή που δεν το
επιζητούσα και τότε δεν υπήρξα τίποτα από τα δυο, τότε ήμουν ελεύθερος, κανένα
όνομα, κανένα είδος, κανένα πρόσωπο, καμιά λέξη, όλα μου τα εγώ , όλα μου τα
εσείς, δυο φύλλα ρίγανη.
Κοιμήθηκα ήσυχος εκείνο
το βράδυ με μόνη μου απορία, σαν τι θα ξυπνούσα το πρωί, ποιο όνομα τάχα θα
έπρεπε να παλέψω, ποιόν εαυτό θα έπρεπε να αρνηθώ, ποιος εαυτός θα είχε τη φωνή
που πια δε θα σιωπούσε.
No comments:
Post a Comment