"Χωροχρονικά δρομολόγια μηχανών τηλεμεταφοράς στο κομοδίνο"
της Χριστίνας Κοντούλη
Τα επιτεύγματα του Germano Celant κι αυτή η αδιάκοπη προσκόλληση στην traviata είχαν αρχίσει να με πονοκεφαλιάζουν.
Νομίζω χρειαζόμουν ένα ποτό, ένα φαντεζί κοκτέιλ σαν αυτά που έβλεπα στην
ταινία το Σάββατο. Η μητέρα Ρορό και τα εξήντα-κάτι της χρόνια ανέβηκαν την
σκάλα για ύπνο κι εγώ έμεινα ο μόνος ένοικος του σαλονιού, εγώ και η φωτιά που
έκαιγε στη διάφανη σόμπα.
Χτες το βράδυ, είχα φτάσει σε μια εκστατική παρατήρηση,
ξέρετε πάντοτε όταν με ρωτούσαν ποια υπερδύναμη θα προτιμούσα, στο μυαλό μου
έρχονταν αμέσως η τηλεμεταφορά. Φανταστείτε, μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων θα
βρισκόμουν στο Άμστερνταμ, μ’ ένα
χτύπημα των δαχτύλων στο ψηλότερο κτήριο της Νέας Υόρκης-χωρίς να φοβάμαι πια τα
ύψη-ω μα θα βούρτσιζα τα δόντια μου στους καταρράκτες του Νιαγάρα κι έπειτα θα
έβραζα λαμπερούς κόκκους καφέ από την Κολόμπια σε ένα καταφύγιο της Νορβηγίας.
Κι όλα αυτά με ένα «κλίκ» του μέσου και του αντίχειρα. Βασικά για να λέμε την
αλήθεια, μάλλον θα πεταγόμουν στη μάνα Ρορό
για λίγο κανάκεμα με το πρωινό μου, πριν μετρήσω το απαλό χιόνι των
Άλπεων με τα φασκιωμένα μου δάχτυλα.
Κάπου εκεί κι ενώ χαμογελούσα σαν φρεσκοψημένο βατράχι στα
απαλά μαξιλάρια του πατρικού μου σπιτιού
βρήκα στο παιδικό κομοδίνο την ισχυρότερη μηχανή τηλεμεταφοράς που γνώρισε ποτέ
η ανθρωπότητα. Σηκώθηκα ιδρωμένος από το αερόθερμο και σιάζοντας τα μαλλιά μου
έριξα μια ματιά στο χώρο. Το δωμάτιό μου με τους γαλάζιους τοίχους και τα
παιδικά απομεινάρια της εποχής του «Γίς του πρώτου» ήταν ένα συνεργείο
τηλεπλοιάριων που στέκονταν βουβά και
στιβαρά, σκονισμένα και ξεχασμένα, έτοιμα για πλήρη εκτόξευση. Χωρίς να το
πολυσκεφτώ φόρεσα γρήγορα τα μυωπικά γαλιά μου κι άνοιξα την πόρτα ενός
κίτρινου πλοιαρίου.
-Η.G. Wells στο μικρόφωνο, ο καιρός είναι
καλός κι ετοιμαζόμαστε για απογείωση. Παρακαλώ κατά την διάρκεια της πτήσης
φορέστε ζώνη ασφαλείας στις σκέψεις σας κι οποιαδήποτε κρίση προσωπικότητας θα
αντιμετωπιστεί με χάπια αυτογνωσίας. Ευχαριστούμε που μας επιλέξατε για το
ταξίδι σας, ο πιλότος είναι είδη νεκρός οπότε δεν τον νοιάζει, ελπίζουμε να
έχετε μια ευχάριστη μεταφορά και για οποιαδήποτε φιλοσοφική έξαρση
συνιστούμε συζήτηση και κριτική σκέψη.
Η χώρα των τυφλών ήταν η πρώτη μου προσέγγιση τηλεμεταφοράς
και επιτυχώς προσγειώθηκα στην φαντασία.
Στην δεύτερη αποφάσισα
να επιλέξω τις αερογραμμές “Vian”, εκεί
δε, ο πιλότος νομίζω ήταν τελικά
περισσότερο αξιόπιστος απ’ ό,τι φαίνονταν.
Ένα μικροσκοπικό ποντίκι μου μεταβίβασε τις ευχές του σεφ Νικολά
προσφέροντάς μου ένα κοκτέιλ «Χέντριξ» και λίγο πριν την απογείωση ο πιλότος
μας ζήτησε να κλείσουμε οποιοδήποτε μοντέλο νούφαρου κουβαλούσαμε μαζί μας
ιδιαιτέρως εκείνα με τις ταπετσαρίες Πάτρ.
Ο αφρός των ημερών μας απαλός σαν χιόνι και παγωμένος σαν
γήπεδο παγοδρομίου κάλπαζε μαγνητικός κάτω από τα τρυφερά μας ποδαράκια ενώ το
πιανοκτέιλ μας προμήθευε με εκστατικά κοκτέιλ που φάλτσαραν ελαφρώς στο ασπράδι.
Κάπου στο Παρίσι η Νανά μασουλούσε γλυκά ανάμεσα στους
δεκάδες θαυμαστές κλείνοντας μου το μάτι καθώς έχωνε το εισιτήριο μιας
παράστασης στη χούφτα μου. Τα καλοσμηλευμένα της μπούτια μέσα από μια διάφανη
ρόμπα φάνταζαν σαν αγαλμάτινα τοπία αισχρής ξενοιασιάς καθώς το 1868 παρέλαυνε
μπροστά μου ατίθασο, μυστηριώδες κι αποκρουστικά ελκυστικό. Ο κόμης Μυφφά πάντα
με κοιτούσε με καχυποψία…
Κάποια στιγμή ταξίδεψα με τη Μαρίνα και τον Μίτια. Ο Μίτια
ήξερε να κρατά την αγονία μου, «Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα,
φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της.»
Δεν θα πω τίποτε, αυτό
το ταξίδι θα είναι πάντα το μυστικό μας.
Ύστερα ταξίδεψα στις
Βερσαλλίες. Εκεί, στη οδό των χασάπηδων άκουσα το πιο όμορφο πιάνο..
Την πρώτη φορά που πήγα
στην Αμερική βρέθηκα να ψάχνω ροδάκινα ανάμεσα σε Ινδούς σαμάνους παρέα με τον
Πάνα και την τελευταία νύμφη του. Ντυμένη στα ροζ και με εμφανώς γερασμένο
πρόσωπο σταματήσαμε για χάμπουρκερ παρέα με την Μπονάνζα Τζέλιμπιν όπου καταλήξαμε να κάνουμε οτοστόπ για τον
Καναδά. Η Αμάντα μας τάισε βροχερά μανιτάρια και έκρυψε τα βρεγμένα ράσα μας
κάτω από επτά πέπλα. Το τελευταίο μου απόγευμα κάπνισα ένα πακέτο camel βλέποντας τις αγριόπαπιες να
πετούν ανάστροφα στον ουρανό. Ο μηχανοδηγός Ρόμπινς μας έδωσε λίγα
παντζάρια πριν πάρουμε το τραίνο της
επιστροφής.
Στον θαυμαστό
καινούργιο κόσμο ο άγριος έβαζε αυτοκόλλητα νικοτίνης στα μπράτσα του κι ο Orwell
μας παρατηρούσε μέσα από καθρεφτάκια καθώς ο Φραντς τάιζε την οικότροφη
κατσαρίδα του φοβούμενος πως μια μέρα θα της μοιάσει. Στο απέναντι κάθισμα μια τσιγγάνα χάιδευε την
καμπούρα ενός ευγενικού κύριου και μας τάιζε σοκολάτα για να μην χάσουμε τα μυαλά
μας . Αυτό το τραίνο ήταν μια πανδαισία εικόνας…..
Έκανα πολλά ταξίδια
ακόμη , ταξίδεψα ανάμεσα στις κρυφές
παρυφές του χώρου και του χρόνου φορώντας μονάχα τις πιτζάμες μου,
γνώρισα τους νεκρούς σαν να ήταν οι πιο πρόσφατοι φίλοι κι αναρωτήθηκα για το
μέλλον, «ποια ταξίδια θα κάνουμε;» Κι ύστερα, έκλεισα τα βιβλίο και ξάπλωσα ,
κλείνοντας τα μάτια, άφησα τις περιηγήσεις μου στο τυχαίο…
Ένα μικρό αεροπλάνο
κίτρινου χρώματος προσγειώθηκε στα βλέφαρά μου, αύριο θα πρέπει να ταξιδέψω την
αγορά και να κάνω μια εργασία μα απόψε, απόψε μπορώ να ταξιδέψω στη σκέψη ενός
άλλου, απόψε θα είμαι ο χειρότερος κι ο καλύτερος, απόψε ας είμαι ένας ξένος.
Είπε ο Γις κι
αποκοιμήθηκε καθώς το πιλοτήριο έπαιρνε το σχήμα ενός βόα που είχε καταπιεί ένα
ελέφαντα. Στο κάθισμα του πιλότου, το άγνωστο χαμογελούσε ανάμεσα στην
πλανητική τροχιά κι ο Γις σαν ξεροψημένο βατράχι άνοιγε ελαφρώς τα χείλια και
ρέμβαζε με κλειστά μάτια στην πιθανότητα.
No comments:
Post a Comment