Thursday, November 21, 2019


Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι των νέων επαναλαμβανόμενων εποχών.




Της Χριστίνας Κοντούλη








…Κι έβλεπα τον κόσμο να πεθαίνει στα πεζοδρόμια, διάβαζα για συλλήψεις που ο νους μου δε μπορούσε να συλλάβει, κυνηγητά, σε ένα τόπο που διατυμπάνιζαν καθημερινά την ελευθερία του. Μια αιματοβαμμένη ελευθερία, μια ελευθερία που θα έπρεπε να θυμάται να κρατά σφιχτά, μα ήξερε μονάχα να την κοιμίζει… Στους άλλους, τους απ’ έξω είχαμε γίνει γραφικοί , αρκούσαν μερικά πλουμιστά αντίτυπα του Ζορμπά σε κάποιο περίπτερο κι ο Antony Quinn να στρίβει τους γοφούς  και να υψώνει τα χέρια σε ασπρόμαυρα καρέ παράθυρα κι άλλοι νόμιζαν, οι «δικοί μας» νόμιζαν πως μας βλέπουν. Κοψίδια, πανηγύρια με ήχο κακής ποιότητας, χοροί  και παραδόσεις που μιλούσαν πίσω από το τζάμι, κανένας πολιτισμός, καμιά παιδεία, μονάχα μια cultίλα  να σε ψυχαγωγήσει φθηνά πριν να σε κάνει να κλάψεις. Πέτρες που ποτέ δεν αγγίξαμε, ιστορίες που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, επαναστάσεις που αγνοήσαμε κι άγιος ο θεός. Ζορμπάδες που περιπαίξαμε, Ζορμπάδες που στειρώσαμε για μια μεζούρα τάξης. Τα άλλα, εκείνα, τα άσχημα, εκείνα που φώναζαν τα βράδια στον ύπνο, εκείνα που έτρεχαν στις ταράτσες με κομμένη ανάσα να γλυτώσουν από τα μικροσκοπικά κατασκοπικά αεροπλανάκια της νέας γενιάς, εκείνους που εξευτελίζονταν μέσα στη μέση του δρόμου για μια στιγμή αγαλλίασης της εξουσίας, τα μανιασμένα τραγούδια στα μπαλκόνια και τα βασανισμένα βλέμματα, το παιδί που πάτησε το Δεκέμβρη με γυμνά πόδια το χαλί της μεγάλης εκκλησίας και την παπαδιά που έβριζε για τα λασπωμένα χνάρια του, το μακαρόνι που σ’ έκαμε να χέζεις τα άντερά σου από την πολύκαιρη χρήση του  μα ευχόσουν να έφτανε την άλλη μέρα, εκείνα, εκείνα πονούσαν κι έτσι τα αφήναμε απ’ έξω. Πόσα ξυπόλητα πόδια αφήσαμε στο χιόνι φοβούμενοι πως θα λερώσουν την μικροσκοπική “ευτυχία” μας;
Όπως μας έμαθαν οι μανάδες μας ανοίγαμε αργά και σταθερά το κουτί πρώτων βοηθειών μα δεν βάζαμε το τσιρότο στην πληγή, δεν καθαρίζαμε το αίμα, μονάχα το τραβούσαμε και το επεκτείναμε εντέλει κι ύστερα το μοιράζαμε σε φέτες και κλείναμε στόματα, κλείναμε μάτια κι αυτιά και προσποιούμασταν πως βρισκόμασταν σ’ ένα γάμο την ώρα που το φέρετρο έμπαινε στο χώμα.
Αδέρφια από σάρκα και πνεύμα, ολοζώντανα, να αναπνέουν, με μάτια ολοστρόγγυλα, κατατρομαγμένα, αδέρφια από νερό και θειάφι, αδέρφια από πολύβουα χαρτιά, προκηρύξεις της καινούργιας τάξης, αναλώσιμα , τσαλακώσιμα χαρτιά στις χοντρές πνιγηρές παλάμες της εξουσίας. Γνέφαμε το κεφάλι μπροστά τους τάχα με συμπόνια κι ύστερα παίρναμε στο τηλέφωνο να καταγγείλουμε τον γείτονα, τον όμοιο, τον “συμπαθή πολίτη” τώρα που ήταν ευκαιρία κι η ρουφιανιά ήταν της μόδας. Παραδέξου το, πάντοτε βλέπαμε δίπλα στη λέξη Εδέμ τη λέξη ΜΟΝΟΣ. Kαι το παράξενο;  Τη βλέπαμε με ανακούφιση. Εμείς δεν είχαμε κανένα αδερφό, παρά μονάχα αυτόν που μας υποδείκνυε το κράτος, εκείνον που η εξουσία θέλησε, ο μόνος αδερφός μας ήταν μια υπόσχεση για τον ερχομό ενός άδικου, θλιβερού μεσσία που θα επανέφερε μια εξουσία που ποτέ δεν είχαμε. Οι πόλεις βαρούσαν προσοχή όταν βαρούσαν οι μπάτσοι, κι έντιμοι κυρ Παντελίδες, έβγαζαν από την ντουλάπα τον χιτώνα του Νέρωνα καθώς στερέωναν την περούκα του δικαστή στα διαμπερή πληγιασμένα μυαλά τους… Η Ρώμη καίγεται εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τώρα ο Νέρωνας δεν έμοιαζε τόσο κακός αφού είχες την αφελή πίστη πως θα γλίτωνε το δικό σου σπίτι. Τώρα ο δικαστής είχε φιλικό πρόσωπο αφού δε καταδίκαζε το δικό σου παιδί. Τώρα έβρισκες όμορφη την εξουσία αφού κατάλαβες πως εσύ είσαι αυτός που τη συντηρεί.
Πίσω από τα συρματοπλέγματα τα αδέρφια μας κοιτούσαν. Πίσω από τη μοναξιά των ευλογημένων μας τοίχων τους κοιτούσαμε κι εμείς. Εμείς που σκύβαμε το κεφάλι το βράδυ και σούρναμε τα γόνατα στους ναούς το πρωί, εμείς που βάζαμε το χέρι κρυφά κάτω από τη φούστα της σερβιτόρας κι υγραίναμε την πίνα μας μέσα στα δάκρυά της καθώς την φτύναμε και την μισούσαμε που ήμασταν τόσο λίγοι για να μας ποθήσει. Εμείς που μισούσαμε τον εργάτη και τον χλευάζαμε, εμείς που ύστερα μισούσαμε το αφεντικό που δε μας έδωσε την υπερωρία. Εμείς που μισούσαμε τη γυναίκα και την περιγελούσαμε που δεν έκαμε παιδιά, εθνοφρουρούς δήθεν μεγαλείων που μας ανήκαν, κι όταν εκείνα τα παιδιά ζητούσαν το δίκιο τους, το μερίδιό τους στον κόσμο τους είπαμε κοφτά πως είναι μικροί για να θέλουν να υπάρξουνε, μικροί για να θέσουν τους όρους τους για το δικό τους μέλλον, εμείς που μισούσαμε τους πούστιδες γιατί δεν είχαμε τα κότσια είτε να ανοίξουμε την πόρτα της σκληρής ντουλάπας είτε να αποδεχτούμε πως δε θα μας έπλαθαν νέα στρατιωτάκια από μπαγιάτικη ζύμη, εμείς που καταδικάσαμε το ίδιο μας το κορμί  γιατί ακούσαμε ανθρώπους ανέραστους, ανθρώπους που κήρυτταν ευλογία κι η μεγαλύτερη ευλογία δεν ήταν στο πλευρό τους ,η ευλογία του πόθου, του έρωτα. Εμείς που λέγαμε πως ξέρουμε το καλό του ανθρώπου, εμείς που αδυνατούσαμε να δούμε το δικό μας καλό. Εμείς ήμασταν, ακόμη κι αν γεννηθήκαμε τώρα, το παρελθόν μας είχε καταδικάσει στην επανάληψη, τα λάθη των γονέων δεν παίδευαν πλέον τα τέκνα γιατί το μεγαλύτερο λάθος τους ήταν τα ίδια τα τέκνα, νεοσσοί που έμαθαν να μισούν τα φτερά γιατί φοβόνταν να πετάξουν. Τι μικροί που γίναμε, τι τιποτένιοι. Κι εσένα που στα λέω τώρα αυτά, πως είναι τόσο σίγουρο πως δε σε νοιάζει. Το μόνο που έχεις μέσα σου είναι ο κόσμος, έτσι πως με κοιτάς, που ανοίγεις τα όμορφα, τα νεανικά σου μάτια με τόση ευλάβεια και άγνοια… αχ…. Μοιάζεις σαν αποκούμπι, το μόνο σκληρό είναι το κορμί σου, καμιά σκληράδα πάνω σου, πόσο χαίρομαι που δεν ένιωσες ποτέ τη μπότα της κοινωνίας να σου σκληραίνει τα μάτια. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει στον παράδεισο κοντά σου, κίβδηλο πλάσμα που θα κληρονομήσεις τη βασιλεία των ουρανών την στιγμή που τα βασίλεια της γης θα τυλίγονται στο θάνατο και στη φλόγα. Μακάρι να είχα έστω και λίγο λίγη από αυτή την άγνοια, τόση που να μπορέσω να ευτυχίσω… Μα βλέπεις θα ήταν χάρτινη η ευτυχία μου, απαλή, απλή κι άνοστη σαν ένα κομμάτι χαρτί. Ένα κομμάτι χαρτί που κάποτε ήταν δέντρο. Αν θες να δεις η μνήμη πως χάνεται δε χρειάζεται να ανοίξεις το χαζοκούτι ούτε να ταξιδέψεις στα λόγια κάποιου έξυπνου ποιητή, σκέψου μονάχα ένα δέντρο που κατέρρευσε και τώρα η Δρυάδα του σου σκουπίζει των κώλο.  Έτσι είναι κι ο άνθρωπος, ενστερνίζεται το δέντρο για να δημιουργήσει κωλόχαρτο. Να πάρε ένα κομμάτι, τράβα το, σκίσε το, αν θες βάλτο στο όμορφό σου στόμα και μασούλησε το, έτσι χάνεται η μνήμη στον άνθρωπο, έτσι σβήνει το φως πριν τον ύπνο.
Όμορφε άνθρωπε, εσύ με το όμορφο κορμί σου, με τα ολοζώντανα χείλια σου, με μάτια που σπαρταράνε, εσύ που σαν μπιμπελό, σαν ακριβό έργο τέχνης ξαπλώνεις την απλότητά σου στο κρεβάτι μου έχοντας άγνοια κίνδυνου. Αν αύριο σου στηλιτέψουν το μυαλό και γίνεις κι εσύ μια φωνή μέσα στις άνοστες πια τόσες, αν αύριο βεβηλώσουν αυτή σου την άγνοια με σοφιστείες και τεχνάσματα, αν αύριο ο χρόνος παλέψει με την κοινωνία για το πρόσωπό σου κι αν βρεις τις χαρακιές της δεύτερης να σου γερνούν την όψη και να σου στερούν χρόνια που ο χρόνος δε σου στέρησε, να ξέρεις πως υπήρξες μια στιγμή αθάνατος, εκείνη τη στιγμή που πρέσβευες τη μεγαλύτερη ευτυχία για τον άνθρωπο, το μόνο παράδεισο που ποτέ θα γνωρίσει εκείνον που χτίζουν δυο χέρια καλά ενός ανθρώπου γύρω σ’ έναν άλλο.
Μα αυτή είναι μια ευτυχία ουτοπική, μια ευτυχία για λίγους, μια ευτυχία που απαιτεί απόλυτη ελευθερία, μια ουτοπία τέτοια απαιτεί το είναι σου και ποιος αν σε ρωτήσω, θα έδινε τον εαυτό του; Τις άλλες τις εκκωφαντικές, τις περίφημες, τις ευτυχίες που ξεθωριάζουν είναι εύκολο να τις βρεις, πωλούνται στα περίπτερα, πωλούνται στα σούπερ μάρκετ, τις παίρνεις με το κιλό, τις χάνεις ακόμη πιο εύκολα, τις ξεχνάς σαν τη γεύση της τσίχλας μετά από ώρα. Τότε σου μένει μόνο ένα ανιαρό λαστιχένιο φαγώσιμο που κολλάει στα δόντια σου… Χέρια.. πότε σκεφτήκαμε τη δύναμή τους; Μπορούν να τυλιχτούν γύρω σου σα καταφύγιο, μπορούν και να σε πνίξουν. Όταν ήθελα να με αγκαλιάσουν έμαθα να σφίγγονται γύρω από το λαιμό μου και να μου κόβουν τον αέρα, όταν ήθελα να με αγγίξουν, γλώσσες μου έγλυφαν τις χούφτες και σκορπούσαν τα αποτυπώματα μου στερώντας μου τον εαυτό, όταν ήθελα να με καθοδηγήσουν μου έπαιρναν τα μάτια και φορούσαν στο κεφάλι μου τα δικά τους σα φωτοστέφανα, όταν ήθελα να μιλήσω μου έσχιζαν τη γλώσσα .Κι ύστερα μου λέγαν, είσαι ελεύθερος. Κι εγώ σα γνήσιος “επαναστάτης” θα πούλαγα την επανάσταση για λίγη ευτυχία, θα έβγαζα τα μάτια μου να μη βλέπω, να γύμνωνα το σώμα μου και θα έκλεινα το στόμα μου κι ύστερα θα άλλαζα κανάλι. Κι εκεί κάπου στην ακίνδυνη επανάστασή μου κι αφού έχω νιώσει καλύτερα, θα προσπερνούσα τα ολόφρεσκα γεγονότα και θα έβαζα μια μπαγιάτικη σειρά στην οθόνη για να ξεκουραστώ μα ξέρεις κάτι δε με αφήνει τελευταία να χαλαρώσω, κάτι μου στερεί τον ύπνο μου, κι όχι δεν είσαι εσύ, θα’ θελα τόσο να ήσουν, όχι όμως, στις σκοτεινές επάλξεις του καναπέ, στο σύγχρονο κελί μου, κάτω από τον κώλο μου και το βολεμένο μου πνεύμα ένα μικρό μπιζέλι επαναστατεί καλύτερα από μένα. Ένα μικρό μπιζέλι απαιτεί και διεκδικεί την ηρεμία μου, ένα μικρό μπιζέλι μου στερεί τον παράδεισο ουρλιάζοντας  κάθε φορά που το συναντά το σώμα μου κι έχει πάντα την κραυγή του πολέμου. Φοβάμαι πως σε λίγο θα μεγαλώσει και δε θα μπορώ πια να κάθομαι, θα με αναγκάσει να σηκωθώ κι όταν σηκωθώ, τότε θα βρω τον δικό μου παράδεισο, μα αυτός είναι καρπός του φιδιού και του μήλου, αυτός θα μυρίζει βλέμματα καθαρά και θα έχει τη γεύση της φωνής που δε προσκυνά, πολύ φοβάμαι πως μια μέρα αυτό το άτιμο μπιζέλι δε θα με αφήσει να γονατίσω ξανά, θα μου στερήσει όλα τα προνόμια του δούλου και τότε η προσευχή μου θα αποχτήσει ονόματα και σάρκες, τότε ο θεός μου θα περπατά δίπλα μου κι ο μεσσίας του δε θα ταιριάζει σε κανένα υπέρτατο ον, δε θα υπόσχεται ανάσταση νεκρών παππούδων, ούτε θα κάνει θαύματα, ο μεσσίας μου θα είναι μια ανάμνηση ευτυχίας που θα σταυρώνεται με χέρια ανοιχτά και πλευρά αφύλαχτα, θα’ χει όνομα απροφήτευτο και σάρκινο πατέρα, κανένα αστέρι δε θα λάμψει γι’ αυτόν, παρά μονάχα μάτια, άγρια, εξουθενωμένα, εξαγριωμένα μάτια που θα διαπραγματεύονται την ομορφότερη κόλαση, την ελευθερία. Τότε εύχομαι να συναντηθούμε ξανά κι αλήθεια ελπίζω να’ χεις τη γεύση του μήλου ή το γέλιο του ήλιου κάτω από τη γλώσσα.

Sunday, November 17, 2019




Στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος(;)

Της Χριστίνας Κοντούλη









Στον Δημήτρη



















Υπάρχουν 2 είδη ανθρώπων: αυτοί που είναι εύκολο να είσαι μαζί τους, αλλά εξίσου εύκολο να είσαι χωρίς αυτούς και αυτοί που είναι δύσκολο να είσαι μαζί τους, αλλά αδύνατο να ζήσεις χωρίς αυτούς.
— Έρνεστ Χέμινγουεϊ























Υπάρχουν δυο πλευρές . Πάντα είναι ξεκάθαρες, πάντα και δεν ωφελεί να το αρνηθείς, ξέρεις, μέσα σου το ξέρεις είναι πάντα δυο, πολλοί είπαν πως έκαναν λάθος κι άλλοι πως δεν έκαναν, μέσα τους όμως ό,τι και να λέμε ξέρεις καλά πως είχαν επιλέξει. Υπάρχουν λοιπόν δυο πλευρές, η εύκολη κι αυτή που ξέρεις πως είναι αλήθεια.Αυτοί που δέχονται κι αυτοί που ψάχνουν. Κάπου εκεί συσπειρώνονται κι οι αντίστοιχες ομάδες. Η πρώτη να ξέρεις μου θυμίζει εκείνους που στο όνομα της μόδας φοράνε ξαφνικά μυωπικά γυαλιά χωρίς ωστόσο να είχαν ποτέ κανένα θέμα με τα μάτια κι εσύ που στα εννιά σου δεν έβλεπες την τύφλα σου και κόντεψε να σε τυφλώσει ένας μαλάκας γιατρός στο ΙΚΑ που είχε πατερούληδες να δουλεύουν κάτω από την στριφογυριστή καρέκλα του, τους κοιτάζεις με εμφανή απορία κι ακόμη πιο εμφανή ενόχληση αλλά και με κάποια κρυφή ευχαρίστηση που τώρα η στραβωμάρα σου είναι στη μόδα.


Κι ύστερα ας μιλήσουμε για την δεύτερη ομάδα, αυτοί απλά έχουν μυωπία και μπουκώνουν τα μάτια τους με γυαλιά, φακούς κι ό,τι άλλο προσπαθώντας να δούνε μέσα από τη θολούρα στην οποία βρέθηκαν ξαφνικά. Καθώς μεγαλώναμε, κάπου εκεί η κοινωνία άρχισε να μοιάζει με τη μυωπία μας. Τότε το ένιωθες πως είναι κάτι φυσικό, πρέπει να είναι αφού ολόκληρος ο κόσμος προτιμά να καμώνεται τον μύωπα και να την βγάζει καθαρή από τις εκάστοτε “λεπτομέρειες” ωστόσο παραδόξως άρχιζες κάποια στιγμή και να σκέφτεσαι και να παρατηρείς κι έτσι να διαπιστώνεις σιγά σιγά πως στον κόσμο της μυωπίας η μυωπία είχε άλλες κυρώσεις. Κάποιοι αποδέχθηκαν τις θέσεις που τους έχωναν και απολάμβαναν τα “προνόμια’’ μιας κατώτερης κάστας έχοντας ωστόσο ορόσημο και παράσημο την ψευδαίσθηση της ανωτερότητας. Ο διευθυντής του σκατού βλέπεις παρέμενε ακόμη διευθυντής. Κι ο στοχαστής της άνοιξης, ο ερευνητής, ο αθώος δεν ήταν τίποτα άλλο από μια naive πινελιά, μια κουτσουλιά κάτω από τη μπότα του κουραδοδιευθηντή-προφεσόρου. Δεν είχες παρά να αποδεχθείς τη θέση που σου όριζε το εκάστοτε σύστημα κι έπειτα να περάσεις από το Γραφείο Των Υποτακτικών και να παραλάβεις τα παράσημά σου ειδάλλως τα παράσημα που θα έπαιρνες θα ήταν λίγο πιο έντονα, πιο μικρά, μακρουλά και μυτερά κάπως στην άκρη κι εκείνα ίσως να προσγειώνονταν με λίγη παραπάνω ορμή-από αγάπη φυσικά- στο στήθος, στον κρόταφο, στο γόνατο, στο σβέρκο. 


Εγώ να σας πω την αλήθεια δεν είμαι σίγουρος πότε κατάλαβα για πρώτη φορά τη μυωπία μου, χρόνια ολόκληρα βλέπετε αποδεχόμουν αυτή τη θολούρα καθώς και χρόνια ολόκληρα αποδεχόμουν τη θέση που μου όριζαν ως μύωπα. Ωστόσο κάπου κάπου τα παλιά μου γυαλιά με ενοχλούσαν, περνούσα τότε από ελέγχους, μάζευα κουπόνια, γυάλιζα τα τζάμια, υπέβαλα αιτήσεις, κάποιοι υπέγραφαν, κάποιοι μου λέγανε να περιμένω, κάποιοι μου έδειξαν πώς να κολλήσω το στραβό γυαλί στο σιδερένιο σκελετό με διάφορους ευφάνταστους τρόπους μέχρι να έρθουν τα καινούργια γυαλιά, όμως εκείνα αργούσαν κι εγώ πάλι δεν έβλεπα. Τότε ο δάσκαλος με έβαζε στο πρώτο θρανίο κι οι καλύτεροι μαθητές ενοχλούνταν που είχαν κι εμένα τον ηλίθιο ανάμεσα στα πόδια τους αλλά τι να κάνουμε, παιδί είναι κι αυτό, κάπως έπρεπε να το βοηθήσουμε. Μα κι έτσι τίποτα δεν άλλαζε, δεν έβλεπα πάλι, κουνούσα το στόμα μηχανικά κι επαναλάμβανα για να μη στοχοποιηθώ αργότερα στο διάλυμα και με κοροϊδέψουν οι άλλοι κι όσο επαναλάμβανα λέξεις χωρίς κανένα νόημα τόσο έσφιγγα τα μάτια και προσπαθούσα να ξεχωρίσω την εικόνα που κείτονταν μπροστά μου σαν άπιαστο θήραμα. Τι έγραφε επιτέλους σε αυτόν τον πίνακα;


Αυτή η ερώτηση με βασάνιζε χρόνια. Ρωτούσα τους γονείς μου κι εκείνοι μου απαντούσαν πάντα το ίδιο, κάποια στιγμή κατάλαβα πως κι ο δάσκαλος έλεγε πάντα τα ίδια πράγματα, αν έλειπε μια φορά από την τάξη δεν θα το πρόσεχε και κανείς, αρκεί να έπαιζε σε λούπα η φωνή του από το μεγάφωνο κι εσύ συνέχιζες να επαναλαμβάνεις. Μια μέρα που αντιλήφθηκα την απουσία του αποφάσισα να κάνω ένα πείραμα, αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με την εξουσία… Ανέβηκα στην έδρα και άρχισα να λέω με σταθερή φωνή (μιμούμενος τον δάσκαλο) ό,τι βρομόλογο μου έρχονταν στο κεφάλι κι έπειτα έκλεισα αυτόν τον εξαιρετικό λόγο μου λέγοντας «είμαστε όλοι ηλίθιοι» !


-ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ! Ακούστηκαν με μια φωνή όλοι οι συμμαθητές μου. Φανταστείτε την έκπληξή μου λοιπόν όταν κατάλαβα πως ένας από αυτούς που επανέλαβε αυτή την φράση ήταν κι ο δάσκαλος που μόλις είχε μπει!


Το πρώτο μέρος του πειράματός μου είχε στεφθεί με απόλυτη επιτυχία… Το βράδυ γιόρτασα μονάχος μου σκεπτόμενος το επόμενο πείραμα, εκείνο πραγματικά ήταν που μου άνοιξε τα μάτια όχι όμως με τον τρόπο που νομίζετε…


Την επόμενη μέρα, ξύπνησα νωρίς κι έκανα κάτι που δεν το συνήθιζα ως τότε, πήγα πρώτος στο σχολείο, τόσο νωρίς που περίμενα να ανοίξουν οι καγκελόπορτες τουλάχιστον ένα μισάωρο πιο πριν. Όταν μπήκα μέσα ήμουν μόνος, εγώ, ο επιστάτης κι ένα τεράστιο προαύλιο που τώρα έμοιαζε τόσο διαφορετικό. Για πρώτη φορά ένιωσα έξαψη που βρισκόμουν εκεί, η ώρα του πειράματος μου πλησίαζε. Στριμώχτηκα εύκολα , μικροσκοπικός καθώς ήμουν, κάτω από το βάθρο των «ιερών προσώπων» και των επίσημων και περίμενα. Θα μπορούσα να κάνω μια λογοτεχνική παύση εδώ και να σας περιγράψω τις φωνές των παιδιών, τη μυρωδιά του φθινοπώρου, τα παπούτσια των δασκάλων και άλλα τέτοια αλλά θεωρώ πως θα έμοιαζαν κάπως με ταχυδακτυλουργικά τρικ πριν γίνει το θαύμα., έτσι θα μπω κατευθείαν στο ψητό: μόλις άκουσα το πρώτο χτύπημα στο μικρόφωνο και την στριγκλιά του παλιού μεγαφώνου βγήκα γρήγορα από την κρυψώνα μου κι αρπάζοντας την τεχνητή φωνή λίγο πριν τα δάχτυλα των άλλων, ύψωσα την φωνή μου και με ύφος σταθερό και άτονο άρχισα το σόου. Μέσα σε λίγη ώρα μπορούσα να κάνω τους πάντες να επαναλάβουν οτιδήποτε μου έρχονταν στο κεφάλι, να σηκώσουν τα χέρια, να δείρουν ο ένας τον άλλο, να χορέψουν με εκείνον που πριν λίγο έπαιζαν μπουνιές, να κατεβάσουν τα βρακιά τους, να αναφωνήσουν όλοι μαζί, δάσκαλοι, ιεροί κήρυκες, μαθητές και περαστικοί πως είναι όλοι ηλίθιοι! Για μια στιγμή ένιωσα σαν βασιλιάς, σαν υπνωτιστής που συνάρπαζε το κοινό του, όλοι ήταν δικοί μου, όλοι ήταν ένα σκατό στο δικό μου παπούτσι, όλοι ήταν ένα μικρό τίποτα. Ξάφνου πρόσεξα δυο παιδιά στην άκρη του προαυλίου που έτρωγαν το κολατσιό τους . Είπα μια, είπα δυο, είπα τρεις, εκείνα όμως συνέχιζαν να τρώνε χωρίς να εκτελούν καμία από τις εντολές μου. Έτσι διέταξα τους άλλους να τους φέρουν μπροστά μου. Ο ένας τότε έβαλε τα κλάματα κι άρχιζε να φωνάζει ζητώντας τη μαμά του, ο άλλος όμως, εκείνος δεν έκανε τίποτα.


Όταν έφεραν μπροστά μου τον κλαψιάρη ήμουν έτοιμος να λυγίσω μέχρι που άρχισε να κάνει κι εκείνος ό,τι όλοι οι υπόλοιποι και τότε νευρίασα ακόμη πιο πολύ. Μου είχε κάνει τόση εντύπωση! Εκείνος δεν παρασύρονταν από τη φωνή μου, δεν ακολουθούσε αυτά που έλεγα, δεν τον ένοιαζε, ωστόσο ο φόβος του ήταν πιο ισχυρό υπνωτικό. Ακόμη κι έτσι όμως είχε πια παραδοθεί, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μου ανήκε. 


-Δεν βλέπω! Είπα τότε κι όλοι απάντησαν με μια φωνή


-ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ!


-Όμως εσύ βλέπεις, είπα στον κλαψιάρη, δεν έχεις μυωπία!


-ΟΜΩΣ ΕΣΥ ΒΛΕΠΕΙΣ, ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΜΥΩΠΙΑ! Είπαν κι οι άλλοι.


-Δεν βλέπω, όχι δε βλέπω, φώναξε ο κλαψιάρης κι έκλεισε τα μάτια του.


-Τι βλακείες κάνεις; Ακούστηκε μια άλλη φωνή. Γύρισα προς το μέρος του ανυπόταχτου.


-Κάνω ό,τι θέλω, είπα.


-ΚΑΝΩ Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ, είπανε.


-Όχι, κάνεις βλακείες! Είπε το παιδί και συνέχισε να τρώει.


Η φωνή μου έσπασε ξαφνικά. Κοίταξα γύρω μου..


-Που το ξέρεις;


-ΠΟΥ ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ; Είπαν τα εκπαιδευμένα μου ποντίκια.


-Αφού το βλέπω!


Σιωπή. Από όσα λόγια είπα, από όσα λόγια είπαν, αυτή ακούστηκε στα αυτιά μου καλύτερη. Άφησα το μικρόφωνο κάτω, κανείς δεν έσκυψε να το πάρει, όλοι κάθονταν ακούνητοι, αγάλματα σφηνωμένα στο γύψο. Σε λίγο ένα ηχογραφημένο μήνυμα της κυβέρνησης ξεκίνησε με χαλαρή μουσική δωματίου κι απέδωσε εντολές, η ζωή συνεχίστηκε στο προαύλιο. Πήγα κοντά στον αποστάτη και τον κοίταξα καλά καλά, τότε θυμήθηκα πως τον είχα δει κι άλλη μια φορά παλιότερα να αλλάζει το σύστημα, τον είχα δει να υπερασπίζεται μες στους άλλους κι εμένα…


Χρόνια μετά το μεγαλεπήβολο πείραμά μου είχα αποχτήσει ένα ζευγάρι καινούργια γυαλιά κι είχα αρχίσει πια να βλέπω με δική μου ευθύνη.. Ο κλαψιάρης είχε ενταχθεί για τα καλά στα γρανάζια και τις παρασημοφορούσες κάστες του συστήματος κι όσο για τον επαναστάτη πληροφορήθηκα σαν τώρα πριν τρία χρόνια πως είχε πεθάνει. Όχι, όχι από σφαίρες, όχι από σκληρές ιδέες και ηλίθιους δικτάτορες μα από σκληρή τύχη βρίσκονταν τώρα στον κρύο τάφο του. Κι όμως λυπάμαι μερικές φορές που δεν ακούγονται συνθήματα στο όνομά του, γιατί τώρα όπως σας μιλώ θυμήθηκα πότε συνειδητοποίησα την μυωπία μου, ήταν ένα χρόνο πριν μου πει ο οφθαλμίατρος πως έχω στραβομάρα και στα μάτια.


Σαν παιδί, απόχτησα τρία σπουδαία μαθήματα, όχι από τους γονείς μου, σίγουρα όχι από τους δασκάλους κι οπωσδήποτε όχι από κάποια θρησκεία. Σαν παιδί απόχτησα τρία μαθήματα από κάποιον που ποτέ δεν θέλησε να μου επιβληθεί, κάποιον, που δεν με γέμισε ψέματα στο όνομα κανενός, κάποιον που στάθηκε σαν ίσος απέναντί μου. 


Μια μέρα γύρισα λοιπόν στο σχολείο μου κι έχοντας πια ένα ζευγάρι γυαλιά πολύ καλύτερα από εκείνα, τα πρώτα, μπήκα μέσα στην αίθουσα να αντιμετωπίσω κι εγώ το θηρίο που τόσο με είχε βασανίσει. Κι ήταν ίδιο ακριβώς όπως το θυμόμουν. Στάθηκα μπροστά στον πίνακα κι έμοιαζε να μην έχει περάσει καιρός από τότε που έσφιγγα τα μάτια και προσπαθούσα να αποδείξω πως δεν ήμουν ηλίθιος. Προς τραγική μου ειρωνεία, δεν έχω νιώσει πιο ηλίθιος στη ζωή μου από εκείνη τη στιγμή, βλέπετε όλα αυτά τα χρόνια, στον πίνακα δεν έγραφε τίποτε! Το μόνο που μου έμεινε τότε ήταν η ευγνωμοσύνη μου για τον άνθρωπο που μου έδειξε πως το κενό που βρίσκονταν στον πίνακα ήταν ίδιο με εκείνο στο μυαλό μου.