Friday, February 15, 2019

"μια ατελής τέλεια εξίσωση, χωρίς συγκεκριμένο τέλος "

της Χριστίνας Κοντούλη





Ο Τάντυ, ή αλλιώς Τάντεους Βορχες ήταν απίστευτα όμορφος Η προφορά του πρόδιδε την ξενική του καταγωγή σε λεπτεπίλεπτες εκφάνσεις τις γλώσσας κι οι τρόποι του είχαν έναν αέρα ντροπαλότητας και στυγνής αρρενωπής προέλευσης. Σίγουρα η Σανέλ θα μπορούσε να φανταστεί το καλοφτιαγμένο του προσωπάκι να φιγουράρει σε κάποιον κατάλογο μόδας και το δερμάτινο μπουφάν του να πωλείτε σαν τρελό σε εφήβους που μόλις σταμάτησαν να φορούν τις επιλογές της μητέρας... Η φωτιά είχε έναν νορβηγικό αέρα μέσα στα αποκαΐδια της, οι βόρειες χώρες τραγουδούσαν φολκλορικές νουβέλες ανάμεσα σε φθηνά κουτάκια μπύρας και μισοτελειωμένη καροτάδα ενώ οι χαμένες εφηβείες στριμωχνόταν όπως όπως πίσω από στιβαρά βλέμματα.
Ο πατέρας του σχεδίαζε γαλάζιους χαρταετούς αρχίζοντας πάντα τα ξημερώματα κι η μητέρα του διάβαζε Σταντάλ δίπλα στο πιάνο ή μήπως όχι; Ο πατέρας του σίγουρα θα
έφερνε πολύχρωμα ζαχαρωτά στο γιορτινό τραπέζι κι η μητέρα του θα του διάβαζε τον μικρό πρίγκιπα για να κοιμηθεί... Το Βερολίνο προσπαθώντας να συμμαζέψει μια βάναυση διαγωγή, τώρα πρόσφερε μια πλουμιστή ελευθερία. Η Μαρντώ είχε πάει πρόσφατα, τις άρεσε να ταξιδεύει ωστόσο η Λούση δεν ήταν εκεί, τώρα ξαπλωμένη κάτω από ένα μοβ όνειρο στράγγιζε τα όνειρά της με πορτοκάλια. Ένας σκύλος, ένας φίλος, ένα σπίτι κι ένα "αμερικάνικο όνειρο" που μετακόμιζε από τα προάστια της σκέψης στην αγκαλιά μιας απέραντης μοναξιάς.
Η Σανέλ αναρωτιόταν, θα ενέδιδε ποτέ η Λούση στη πραγματικότητα; Ποια είναι άραγε για τον καθένα η τιμή που μπορούσε να πουληθεί; Ποια τιμή έχει η ευτυχία σου; Ποιοι είναι οι όροι του συμβολαίου αποκήρυξης της πραγματικότητας και πιο όνομα διαλέγεις να φοράς στην προσωπική σου ελευθερία; Μικροί γιορτινοί εφήμεροι έρωτες κατέκλυζαν το ατελιέ της, με δυνατά χέρια, μακριά μαλλιά δεμένα επιμελώς ατημέλητα, "σημάδια πολέμου" στα μούτρα, μαστουρωμένα μάτια ευγένειας και απαλά δέρματα, κινηματογραφικά αγκαλιάσματα κι ατέλειωτα τηλεφωνήματα σε ακατάλληλες ώρες. Η ζωή της είχε φερθεί ευγενικά μα η αγριότητά της την τρόμαζε ακόμα. Πάντα κατάφερνε να αφεθεί μόνο μπροστά σε ένα ζεστό κρεβάτι όμως οι μεγάλοι έρωτες δεν άγγιζαν το δέρμα της, οι μεγάλοι έρωτες επιτίθονταν στην πολύ προσωπική της αυτοκρατορία. Με μάτια όλο τρυφερότητα και γλώσσες άπειρες στο παιχνίδι κέρδιζαν την προσοχή της σαν ακατέργαστα αντικείμενα σ' έναν χώρο που όλα έμοιαζα ωραιοποιημένα. Το λάδι γλιστρούσε απαλά, σαν δέκα δάχτυλα πάνω στα δροσερά μάγουλα, μια θεότητα με έξι βρώμικα πινέλα δημιουργούσε την απαρχή του ανθρώπινου στίγματος πάνω στο λευκό κενό την ώρα που οι άγριες “παιδικές” τους γλώσσες κυριαρχούσαν μες στο κεφάλι της.
Κάθε φορά που ήθελε να νιώσει ασφαλής μια φανταστική στρατιά από όμορφους, ανόμοιους πολεμιστές φορούσε τα πρόσωπα των εραστών της και έφτιαχνε γύρω της το αδιαπέραστο ημικύκλιο. Η Σανέλ ήταν ένα καθημερινό κορίτσι με καθόλου καθημερινά όνειρα..! Ως λάτρης της ιστορίας στα πλαίσια της κατανόησης και μεγάλη φαν του Σέρλοκ Χόλμς είχε μάθει να επεξεργάζεται την πληροφορία και να την μεταφράζει, σε μια άγνωστη παράλογη γλώσσα που συνήθως στο τέλος κατακτούσε επιμελώς την λογική όμως αυτό ήταν και το ζητούμενο της, μια καθαρή αμερόληπτη και πολύπλευρη μετάφραση. Η κατανόηση της ανάγκης για την ουτοπία.
Παρόλα αυτά η ουτοπία διέφερε για κάθε προσωπικότητα. Ο κοινός παρονομαστής; Η ευημερία του αυτοπροσιοδρησμένου εγώ, εκείνου του κρυφού βασιλιά που μοναχός του παλεύει να σταθεροποιήσει ένα κόσμο από αναμνήσεις κι επιθυμίες. Τα πρόσωπα έφεραν την διάσταση του εγώ και το εγώ κυριαρχούσε σε μια ονειρική φεουδαρχία πάνω στο δέρμα, ίσως τελικά η σάρκα και το πνεύμα να μη διέφεραν τόσο αφού το ένα οδηγούνταν ακατάπαυστα από το άλλο. Η αρχή λένε πως είναι το ήμισυ του παντός κι η αρχή ήταν άραγε η παρατήρηση, η διδασκαλία ή η φύση; ή μήπως τελικά αυτή η αρχή ήταν η επιλογή; Αυτό έδινε στη σκέψη της το προβάδισμα της ελευθερίας. Ένας κακός γονιός, ένας παρερμηνευμένος θεός κι ένας βαριεστημένος δάσκαλος, τρείς μορφές εξουσίας, τρείς καταλύτες μιας προσωπικής απελευθέρωσης ή τρείς επιβεβαιώσεις μιας προσωπικής σκηνοθεσίας; Είμαστε οι επιλογές μας ή όσα επιλέχτηκαν για εμάς; ή μήπως τελικά είμαστε ένας αδύναμος κι ανόητος κόκκος σκόνης; Μια τυχαία συνάρτηση; Είναι ποτέ δυνατόν μια συνάρτηση να είναι τυχαία; Ίσως η εμμονή μας με μια γνωστοποίηση ταυτότητας να αρκούσε για τη σύνθεση μιας αρρωστημένης εκδοχής κι ίσως στην ουσία να μην είχε καμιά σημασία και κανένα νόημα και να ήμασταν όλοι τυχαία γεγονότα. Κι ίσως η εμμονή μας με την τελειότητα να ήταν άλλη μια ακούσια παραδοχή της ανικανότητάς μας να δεχτούμε πως αυτό είναι το τέλειο για το οποίο ελπίζουμε.
Αν ζούμε σ' έναν κόσμο όπου η ένταξη στο σύνολο γίνεται αυτοσκοπός ίσως θα έπρεπε να σκεφτούμε σαν μηχανικοί και να κατανοήσουμε το γεγονός μιας απαραίτητης διαφορετικότητας, αν δεν υπήρχε το διαφορετικό, ένας κόσμος δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με γρανάζια. Είμαστε μια κοινωνία που βασίζεται στην ομαλοποίηση του διαφορετικού, κάτι που ως τώρα δεν έχει πετύχει, ίσως θα έπρεπε να βασιστούμε για μια φορά στην  διαφοροποίηση του ομαλού και να δούμε ό,τι μας χωρίζει να μας ενώνει.
 Η Σανέλ ξεφύσησε τον καπνό της και βούλιαξε βαθιά στον καναπέ όπως στις σκέψεις της. Μια μέρα θα ήθελε να δει σε ένα περιοδικό να φιγουράρουν όμορφες σκέψεις τότε η ανθρωπότητα θα είχε κάνει ένα βήμα πιο κοντά στην ουτοπία, τη μέρα που δυο όμορφα μάτια θα άφηναν να φανεί η ομορφιά μιας ατελής, εξερευνητικής φύσης.
Ο Τάντυ είχε μια καλλίγραμμη σκέψη κι ένα φωτεινό πρόσωπο, ένα στιβαρό και
καλοδεμένο δέρμα μα το άγγιγμα του είχε κάτι περισσότερο, είχε τη γεύση της
επιλογής κι αυτό πρόσδιδε στα χείλια του μια αναπάντεχη αίσθηση αρμύρας. Καθώς έσβηνε το τσιγάρο πρόσεξε μια αύρα τελειότητας στο δωμάτιο, ήταν ο τρόπος που την είχε κάνει να σκέφτεται για εκείνον. Σε λίγες ώρες το τραίνο θα τον άφηνε νυσταγμένο και κουρασμένο στη διπλανή πόλη μα σίγουρα πιο όμορφο από ποτέ.
Μια στοίβα λερωμένα πιάτα, κάμποσοι μισοτελειωμένοι καμβάδες κι ένας συγκάτοικος που κουλουριάζονταν στον καναπέ αποτελούσαν το σκηνικό ενός
διαστημικού έρωτα. Ενός έρωτα που έτρεχε με την ταχύτητα του φωτός κι ανώνυμος διατηρούσε την ουσία του μέσα στο χρόνο. Ίσως τελικά ο Εξιπερί να είχε άδικο κι ίσως το αγαπημένο να μην ήταν εκείνο που δίνεις τον χρόνο σου, ίσως το αγαπημένο να είναι εκείνο που μοιράζετε τον χρόνο μαζί σου.


"Αύριο θα ξημερώσουν δυο ήλιοι"

της Χριστίνας Κοντούλη







Ο ένας θα είναι μεγαλύτερος και θα χωράει τον άλλο, στις άκρες των χρυσαφένιων του δαχτύλων η απελπισία που έχεις στην καρδιά σου ανθίζει με χάπια για ηρεμία και όνειρα που σε κάνουν να πετάγεσαι στον ύπνο σου, με τις ειρωνείες των lost bodies και έρωτες που σαπίζουν τόσο στο μυαλό όσο και στα ψηλά διαμερίσματα ευρωπαϊκών πόλεων, φορώντας κοστούμια κι αγοράζοντας πρόχειρα σάντουιτς, προσποιούνται πως ζουν άλλη μια μέρα.
-Αλλάζω το τραγούδι στην play list  γιατί θέλω να ακούσω κάτι με μονότονα λόγια, απέναντί μου μια καινούργια ζωγραφιά που έμεινε για απόψε στη μέση, με κρίνει κι ένα τασάκι που ασφυκτιά με φωνάζει σαν πανκ ριφάκι να σηκωθώ και να αλλάξω τον κόσμο του. Κι απόψε.. που δεν είχα διάθεση για μεγάλες αλλαγές, να έτσι που άλλαξα το τραγούδι κι έκοψα τη ροή του τυχαίου, να που νιώθω πιο έτοιμος από ποτέ να λογοδοτήσω.  Δεν ήμουν αυτός που ήθελες εαυτέ μα ούτε κι εσύ ήσουν αυτός που θέλησα,  τι κρίμα που δεν έμαθα ποτέ σκάκι, έτσι δεν μπορώ να σε παίξω μια παρτίδα, να γελάσω πικρόχολα όταν θα χάνεις και να σηκώσω το φρύδι μορφάζοντας με πειραγμένο ύφος όταν θα παίρνεις τη ρεβάνς, τι καλά που δεν έμαθα ποτέ σκάκι, έτσι δεν θα παίξουμε ποτέ και δεν θα έχω τίποτε να χάσω.
-Να δεις τι καλά θα περάσουμε, θα σου γεμίζω το ποτήρι αλκοόλ και θα σου στρίβω μικροσκοπικά τσιγάρα. Κοίτα, όπως ασφυκτιά ο ελάχιστος  καπνός  έτσι θα στρίβω τις ελπίδες σου ανάμεσα στα δάχτυλά μου κι εσύ ανόητος, ρομαντικός και φοβισμένος θα μου δίνεις κουπόνια για τις μέρες που ήτανε να ζήσεις. Θα σου γεμίζω τα μάτια αμφιβολία και απελπισία κι εσύ θα με νανουρίζεις με τις όμορφες λέξεις που σου έμαθαν στο δημοτικό, θα νανουρίζεις κι άλλους μ’ αυτές, κι όσες περισσότερες μαθαίνεις τόσο θα γράφεις παραμύθια για να κοιμηθώ κι εγώ θα ρεύομαι πικρία στα πενιχρά όνειρά σου. Έλα λοιπόν, ας καταστρέψουμε μαζί έναν εαυτό, ας είμαστε και σε κάτι μαζί τέλος πάντων.
Σκέψου όλους εκείνους τους έρωτες, τις πιθανότητες που κράτησα μακριά σου, λούφαξε, σε παρακαλώ, κάθισε, πες άλλη μια φορά πως σου έσωσα το τομάρι, να έτσι ξάπλωσε στον καναπέ, αύριο παρουσιάζεις, δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα, κάνε ακόμη μια άχρηστη άψυχη ζωγραφιά, πες μου άλλη μια φορά την ιστορία πως  έτσι έχεις μάθει κι ύστερα τρέξε, εμπρός τρέξε και γράψε μου,  μίλησέ μου, πες μου τα πάθη σου, κι εγώ σου υπόσχομαι να σε κρίνω, σου υπόσχομαι να σου δώσω άλλο ένα άσχημο όνειρο αρκεί να μου δώσεις μια πραγματικότητα γεμάτη ασχήμια. Να να, αγαπητέ μου, βάλε λίγο ακόμη στο ποτήρι σου, αυτό μπορεί να σε κάνει πιο γενναίο, θυμάσαι τον πρώτο σου έρωτα , εκείνος ήταν γενναίος, σου άρεσε που δε φοβόταν , σου άρεσε που είναι νεκρός, τώρα έχεις κάτι να θεοποιήσεις. Εμπρός δάκρυσε, θέλω να σε δω να δακρύζεις σ’ αυτές τις ταινίες που σου θυμίζουν τους γονείς σου κι ύστερα κλείσε τους γρήγορα το τηλέφωνο γιατί βαριέσαι να τους μιλήσεις… Εμπρός σε προκαλώ, άκουσε κι άλλη μουσική, τραγούδα κι άλλα τραγούδια που δεν καταλαβαίνεις, σ’ αρέσει να ακούγεται η φωνή σου έτσι δεν είναι; Από όταν ήσουν μικρός μοιάζει να έχει φτιάξει τώρα μα ακόμα ζηλεύεις όσους γεννήθηκαν για να τραγουδούν, θα’ θελες να έχεις μια δυνατή, μια όμορφη φωνή , έτσι μπορεί οι άνθρωποι να σε άκουγαν, να σε πρόσεχαν.  Εμπρός πες μου κι άλλα για σένα, ποιος είσαι; Λες πως είμαι ο σκοτεινότερος εαυτός σου μα εσύ στέκεσαι στο σκοτάδι, η φωνή μου ήταν πάντα εκεί, καθαρή και δυνατή, ακέραιη, η δική σου έσπαγε με κάθε χτύπημα, πάρε λίγα χάπια να ανέβεις στο αεροπλάνο , πιες λίγο κρασί, ο κόσμος αυτός δεν είναι για σένα, είναι πολύ σκληρός, κάπνισε ένα τσιγάρο να ησυχάσεις, γράψε την εργασία, ξέρω η σχολή αυτή δεν είναι για σένα αλλά είναι δύσκολα εκεί έξω, χρειάζεσαι ένα χαρτί  , συμβιβάσου, δεν ζεις σε παραμύθι, σιγά τα μούτρα σου, ποιος θα αγαπήσει εσένα;  ΤΙ; Θες να μιλήσεις; Θες να γράψεις; Να ζωγραφίσεις ; Ποιος σου είπε ότι μπορείς; Εγώ είμαι για σένα, χωρίς εμένα δεν είσαι τίποτα. Οι καλλιτέχνες πάντα δημιουργούσαν από πόνο, ποιος είσαι εσύ, τι έχεις να πεις με την μικροσκοπική σου χαρά; Μίλα καλύτερα σε μικροσκοπικούς ανθρώπους.... Θα μπορούσα να σε λιώσω με το παπούτσι μου, όμως εγώ είμαι για σένα, εγώ σ’ αγαπώ, εγώ είμαι μαζί σου όταν μένεις μόνος, εγώ είμαι ο άνθρωπός σου.
Ο Γιάν σηκώθηκε όρθιος. Τα πόδια του έτρεμαν, στα χέρια του σαν τρύπιο ρούχο στέκονταν κολλημένα στο κορμί του . Όλα είχαν στερέψει μέσα του, σ’ αυτό το λυπημένο κεφάλι η έρημος είχε βρει πρόσφορο σώμα να φωλιάσει κι ένα ξένο πρόσωπο φορώντας το πρόσωπό του χάιδευε το μπράτσο του καθώς τον σημάδευε για πάντα. Ο Γιαν στράγγιξε το ποτήρι και έγλυψε το τελευταίο δηλητήριο.
-Εγώ ξέρω!   Είπε και γύρισε την πλάτη του φουσκώνοντας από περηφάνια. Ο εαυτός γέλασε.
Ο Μέντες είχε ξετυλιχτεί, το σύνδρομο του πατέρα χτύπησε κόκκινο κι ο Γιαν σαν καλός «σωτήρας» τράβηξε το πάπλωμα και τοποθέτησε τα άκρα του καινούργιου του συγκατοίκου στη μήτρα μιας μαδημένης χήνας ή ενός καμουφλαρισμένου συνθετικού.  Ο Μέντες γρύλισε ευχαριστημένος κι ο Γιαν άναψε το τσιγάρο του κουρασμένος από τον ηρωισμό του. Η κακοφτιαγμένη ζωγραφιά τον κοίταζε με μάτια από φτηνιάρικο λάδι και άρωμα άοσμου νεφτιού , ενώ το ποτήρι του μισοαδιασμένο του θύμιζε πως ήταν ώρα για ύπνο. Ο εαυτός χασκογελούσε ακόμη μα κανείς δεν τον άκουσε. Το paris-dakar  τροποποιημένο να χωράει σε ένα γαλάζιο ακουστικό έκανε τα τύμπανα το αυτιού του να μοιάζουν απόρθητα ωστόσο ακόμη εκείνο το σκληρό γέλιο χάραζε την πορεία του πάνω σε μια ψωνισμένη ύπαρξη που προσποιούνταν πως ήταν κάτι όταν έπεφτε το βράδυ.



"Χωροχρονικά δρομολόγια μηχανών τηλεμεταφοράς στο κομοδίνο" 

της Χριστίνας Κοντούλη




Τα επιτεύγματα του Germano Celant κι αυτή η αδιάκοπη προσκόλληση στην traviata είχαν αρχίσει να με πονοκεφαλιάζουν. Νομίζω χρειαζόμουν ένα ποτό, ένα φαντεζί κοκτέιλ σαν αυτά που έβλεπα στην ταινία το Σάββατο. Η μητέρα Ρορό και τα εξήντα-κάτι της χρόνια ανέβηκαν την σκάλα για ύπνο κι εγώ έμεινα ο μόνος ένοικος του σαλονιού, εγώ και η φωτιά που έκαιγε στη διάφανη σόμπα.
Χτες το βράδυ, είχα φτάσει σε μια εκστατική παρατήρηση, ξέρετε πάντοτε όταν με ρωτούσαν ποια υπερδύναμη θα προτιμούσα, στο μυαλό μου έρχονταν αμέσως η τηλεμεταφορά. Φανταστείτε, μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων θα βρισκόμουν στο Άμστερνταμ,  μ’ ένα χτύπημα των δαχτύλων στο ψηλότερο κτήριο της Νέας Υόρκης-χωρίς να φοβάμαι πια τα ύψη-ω μα θα βούρτσιζα τα δόντια μου στους καταρράκτες του Νιαγάρα κι έπειτα θα έβραζα λαμπερούς κόκκους καφέ από την Κολόμπια σε ένα καταφύγιο της Νορβηγίας. Κι όλα αυτά με ένα «κλίκ» του μέσου και του αντίχειρα. Βασικά για να λέμε την αλήθεια, μάλλον θα πεταγόμουν στη μάνα Ρορό  για λίγο κανάκεμα με το πρωινό μου, πριν μετρήσω το απαλό χιόνι των Άλπεων με τα φασκιωμένα μου δάχτυλα.
Κάπου εκεί κι ενώ χαμογελούσα σαν φρεσκοψημένο βατράχι στα απαλά μαξιλάρια του πατρικού  μου σπιτιού βρήκα στο παιδικό κομοδίνο την ισχυρότερη μηχανή τηλεμεταφοράς που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Σηκώθηκα ιδρωμένος από το αερόθερμο και σιάζοντας τα μαλλιά μου έριξα μια ματιά στο χώρο. Το δωμάτιό μου με τους γαλάζιους τοίχους και τα παιδικά απομεινάρια της εποχής του «Γίς του πρώτου» ήταν ένα συνεργείο τηλεπλοιάριων  που στέκονταν βουβά και στιβαρά, σκονισμένα και ξεχασμένα, έτοιμα για πλήρη εκτόξευση. Χωρίς να το πολυσκεφτώ φόρεσα γρήγορα τα μυωπικά γαλιά μου κι άνοιξα την πόρτα ενός κίτρινου πλοιαρίου.
-Η.G. Wells  στο μικρόφωνο, ο καιρός είναι καλός κι ετοιμαζόμαστε για απογείωση. Παρακαλώ κατά την διάρκεια της πτήσης φορέστε ζώνη ασφαλείας στις σκέψεις σας κι οποιαδήποτε κρίση προσωπικότητας θα αντιμετωπιστεί με χάπια αυτογνωσίας. Ευχαριστούμε που μας επιλέξατε για το ταξίδι σας, ο πιλότος είναι είδη νεκρός οπότε δεν τον νοιάζει, ελπίζουμε να έχετε μια ευχάριστη μεταφορά και για οποιαδήποτε φιλοσοφική έξαρση συνιστούμε  συζήτηση και κριτική σκέψη.
Η χώρα των τυφλών ήταν η πρώτη μου προσέγγιση τηλεμεταφοράς και επιτυχώς προσγειώθηκα στην φαντασία.
Στην δεύτερη  αποφάσισα να επιλέξω τις αερογραμμές “Vian”,  εκεί δε,  ο πιλότος νομίζω ήταν τελικά περισσότερο αξιόπιστος απ’ ό,τι φαίνονταν.  Ένα μικροσκοπικό ποντίκι μου μεταβίβασε τις ευχές του σεφ Νικολά προσφέροντάς μου ένα κοκτέιλ «Χέντριξ» και λίγο πριν την απογείωση ο πιλότος μας ζήτησε να κλείσουμε οποιοδήποτε μοντέλο νούφαρου κουβαλούσαμε μαζί μας ιδιαιτέρως εκείνα με τις ταπετσαρίες Πάτρ.
Ο αφρός των ημερών μας απαλός σαν χιόνι και παγωμένος σαν γήπεδο παγοδρομίου κάλπαζε μαγνητικός κάτω από τα τρυφερά μας ποδαράκια ενώ το πιανοκτέιλ μας προμήθευε με εκστατικά κοκτέιλ που φάλτσαραν ελαφρώς στο ασπράδι.
Κάπου στο Παρίσι η Νανά μασουλούσε γλυκά ανάμεσα στους δεκάδες θαυμαστές κλείνοντας μου το μάτι καθώς έχωνε το εισιτήριο μιας παράστασης στη χούφτα μου. Τα καλοσμηλευμένα της μπούτια μέσα από μια διάφανη ρόμπα φάνταζαν σαν αγαλμάτινα τοπία αισχρής ξενοιασιάς καθώς το 1868 παρέλαυνε μπροστά μου ατίθασο, μυστηριώδες κι αποκρουστικά ελκυστικό. Ο κόμης Μυφφά πάντα με κοιτούσε με καχυποψία…
Κάποια στιγμή ταξίδεψα με τη Μαρίνα και τον Μίτια. Ο Μίτια ήξερε να κρατά την αγονία μου, «Από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα τ’ αγιάζι σιγοπνέει μέσα στην κάμαρα, φτάνει αδύναμο ως το κρεβάτι και δροσίζει τ΄ ολόγυμνο κορμί της.»
Δεν θα πω τίποτε, αυτό το ταξίδι θα είναι πάντα το μυστικό μας.
Ύστερα ταξίδεψα στις Βερσαλλίες. Εκεί, στη οδό των χασάπηδων άκουσα το πιο όμορφο πιάνο..
Την πρώτη φορά που πήγα στην Αμερική βρέθηκα να ψάχνω ροδάκινα ανάμεσα σε Ινδούς σαμάνους παρέα με τον Πάνα και την τελευταία νύμφη του. Ντυμένη στα ροζ και με εμφανώς γερασμένο πρόσωπο σταματήσαμε για χάμπουρκερ παρέα με την Μπονάνζα Τζέλιμπιν  όπου καταλήξαμε να κάνουμε οτοστόπ για τον Καναδά. Η Αμάντα μας τάισε βροχερά μανιτάρια και έκρυψε τα βρεγμένα ράσα μας κάτω από επτά πέπλα. Το τελευταίο μου απόγευμα κάπνισα ένα πακέτο camel βλέποντας τις αγριόπαπιες να πετούν ανάστροφα στον ουρανό. Ο μηχανοδηγός Ρόμπινς μας έδωσε λίγα παντζάρια  πριν πάρουμε το τραίνο της επιστροφής.
Στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο ο άγριος έβαζε αυτοκόλλητα νικοτίνης στα μπράτσα του κι ο Orwell μας παρατηρούσε μέσα από καθρεφτάκια καθώς ο Φραντς τάιζε την οικότροφη κατσαρίδα του φοβούμενος πως μια μέρα θα της μοιάσει.  Στο απέναντι κάθισμα μια τσιγγάνα χάιδευε την καμπούρα ενός ευγενικού κύριου και μας τάιζε σοκολάτα για να μην χάσουμε τα μυαλά μας . Αυτό το τραίνο ήταν μια πανδαισία εικόνας…..
Έκανα πολλά ταξίδια ακόμη , ταξίδεψα ανάμεσα στις κρυφές  παρυφές του χώρου και του χρόνου φορώντας μονάχα τις πιτζάμες μου, γνώρισα τους νεκρούς σαν να ήταν οι πιο πρόσφατοι φίλοι κι αναρωτήθηκα για το μέλλον, «ποια ταξίδια θα κάνουμε;» Κι ύστερα, έκλεισα τα βιβλίο και ξάπλωσα , κλείνοντας τα μάτια, άφησα τις περιηγήσεις μου στο τυχαίο…
Ένα μικρό αεροπλάνο κίτρινου χρώματος προσγειώθηκε στα βλέφαρά μου, αύριο θα πρέπει να ταξιδέψω την αγορά και να κάνω μια εργασία μα απόψε, απόψε μπορώ να ταξιδέψω στη σκέψη ενός άλλου, απόψε θα είμαι ο χειρότερος κι ο καλύτερος, απόψε ας είμαι ένας ξένος.
Είπε ο Γις κι αποκοιμήθηκε καθώς το πιλοτήριο έπαιρνε το σχήμα ενός βόα που είχε καταπιεί ένα ελέφαντα. Στο κάθισμα του πιλότου, το άγνωστο χαμογελούσε ανάμεσα στην πλανητική τροχιά κι ο Γις σαν ξεροψημένο βατράχι άνοιγε ελαφρώς τα χείλια και ρέμβαζε με κλειστά μάτια στην πιθανότητα.


"Η ζωή και ο θάνατος ενός ρατσιστικού μυρμηγκιού"

της Χριστίνας Κοντούλη 



Ο Θίο το μυρμήγκι είχε γεννηθεί ένα καλοκαιρινό πρωινό όπου ο ήλιος λαμπερός κι ωμός έξυνε βαριεστημένα την ζωηρή του φαλάκρα πίνοντας το λαμπιριζέ του κοκτέιλ κάπου στις μεσογειακές χώρες.
Όταν ο Θίο άνοιξε τα μάτια του, το πρώτο που αντίκρισε ήταν το πολυτελές πάτωμα της θερινής κατοικίας του Σάνι Φούρκο. Απλωμένος κατάχαμα, φορώντας ένα εμπριμέ σώβρακο ο ευχάριστος κύριος Σάνι έλουζε το παχουλό του κορμί με ένα παχύρρευστο διάφανο αντηλιακό σαν σπέρμα κουνώντας τα δάχτυλα των ποδιών του καθώς διάβαζε την εφημερίδα του.
Ένα παλιό πικ απ αντίκα έσπαγε την ηρεμία αυτή της πολυτελούς διάθεσης προβάλλοντας ξανά τα εφηβικά χρόνια του κάτω από τα δάχτυλα του Μόρισον και της Τζόπλιν. Στο βάθος η Σαμπίνα- η καμαριέρα του- κούναγε ευχαριστημένη τα στρουμπουλά ποδαράκια της κόβοντας ένα μακρουλό αγγουράκι, ο Σπαρκς, ο φουντωτός σκύλος του ήταν κι αυτός ξαπλωμένος με το ένα πόδι βουτηγμένο στο νερό της πισίνας καθώς ο ήλιος του ζάλιζε το πρόσωπο κι η μουσική του είχε πάρει τα αυτιά. Ωστόσο ο Θίο τυλιγμένος στα γεννοφάσκια του, μέσα στην τρυφερή αγκαλιά της μητέρας ετοιμάζονταν να δεχτεί το πιο τρανό πλήγμα στην ιστορία των μυρμηγκιών, την αποχώρηση από το βασιλικό του δωματιάκι και την ένταξή του στην καθημερινότητα της εργατικής τάξης.
Καθώς λοιπόν οι αυλικοί τον κουβαλούσαν στην κάτω πτέρυγα της φωλιάς κοίταξε για μια στιγμή τον ήλιο κι αμέσως μια παράξενη ιδέα μεγαλούργησε στο απαίδευτο κι αδέξιο κεφάλι του. Δεν μπορούσε παρά όλη αυτή η λαμπρότητα να προέρχεται από εκείνον κι αυτή η φωτεινή ζεστασιά σίγουρα ήταν μια έκφανση, μια παρουσίαση της προσωπικής του ευγένειας. Ήταν άλλωστε βασιλικός γόνος, όχι όμως σαν τους άλλους, αυτός ήταν μοναδικός, με πόση δόξα και υπερηφάνεια υπερασπίζονταν την «τιμή» του! Όσο περνούσε ο καιρός τόσο έβρισκε λόγους να μειώνει τους άλλους εργάτες και να τους χλευάζει.
-Ε μικρέ, τα πόδια σου είναι πολύ κοντά
- Ε εσύ, γέρο, εσύ θα πεθάνεις τι δουλειά έχεις με τα σπόρια μου, αυτοί οι καρποί είναι αντάξιοι ενός βασιλιά, δεν είναι για σιχαμένους πλαδαρούς μέρμηγκες σαν εσένα!
-Κι εσείς ανόητοι, δεν βλέπετε πόσο μαύροι είστε, ααα, αν είχατε την ομορφάδα και τη σβελτάδα μου, αλίμονο, να γεννιόταν κι άλλος σαν εμένα τότε θα ήμασταν η πιο εκλεκτή φωλιά, μα που; Εγώ θα έπρεπε να είμαι ο αρχηγός σας, να ξέρατε πως θα λαμπύριζα σαν θα καθόμουν στο θρόνο, σαν έφευγα από τα βρωμερά υπόγεια που σκάβεται, εκεί ψηλά γεννήθηκα από χρυσάφι κι ήρθα εδώ να με μολύνεται με τα σκοτάδια και τις δουλειές σας.
-φύγετε άθλιοι, χαλάτε την τελειότητα που σμιλεύεται στα εξαιρετικά μου μάτια! Όμως τι να κάνω, σας συμπονώ, δεν είχατε την τύχη να γεννηθείτε τόσο τέλειοι, μα τώρα που το σκέφτομαι εσείς φταίτε γι’ αυτό, αν ήσασταν ανώτεροι σαν εμένα, αν είχατε μια τέτοια σπουδαία ψυχή ,αν αξίζατε τόσο σίγουρα θα μου μοιάζατε. Καημένοι μου, απορώ τι λόγο έχετε να ζείτε… Θα’ πρεπε μόνος να κυβερνάω τη φωλιά.
Στην αρχή κανείς δεν άκουγε τον Θίο, συνήθως γελούσαν με τις βλακείες του κι οι πιο πολλοί τον έβρισκαν γραφικό και κάπως γελοίο όμως ο καιρός περνούσε κι έπειτα από μια τρομαχτική μάχη με το εντομοκτόνο της Σαμπίνα η φωλιά είχε αρχίσει να γίνεται σχεδόν τρομαχτική. Όλοι κοιτάζονταν με καχυποψία κι όσοι είχαν καταφέρει να επιβιώσουν ήταν τόσο τρομαγμένοι με τα γεγονότα που φοβόντουσαν να βγουν στην επιφάνεια για τροφή. Τα αποθέματα τελείωναν.
 Ο Θίο τότε βρήκε τη «λύση».
-Είμαστε πάρα πολλοί, κάποιοι από σας είναι σπουδαίοι , κάποιοι από σας είναι μοναδικοί ,εσείς πρέπει να επιβιώσετε, οι άλλοι…. Εκείνοι σας κρατούνε πίσω, εκείνοι σας έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση, κοιτάχτε τους, δείτε τις στραπατσαρισμένες κεραίες τους, δείτε τα μικροσκοπικά τους πόδια, τα τυφλά μάτια τους, δείτε τις απελπισμένες τους δαγκάνες, μια μέρα θα στραφούν εναντίον σας, δείτε τη βρωμιά που κολλάει στα άχρηστα κορμιά τους, έτσι θέλετε να ζείτε; Έτσι θα επιβιώσετε; Κοιτάχτε τη βασίλισσά τους, τι έκανε για σας; Κοιτάξτε τι γέννησε, αυτούς του σιχαμερούς  , τους άσχημους κι ασήμαντους κι έπειτα δείτε εσάς, λαμπερούς και δυνατούς , εμπρός, πρώτα θα φάμε αυτούς κι ύστερα θα βγούμε στην επιφάνεια να φάμε και τους άλλους!
Ο Θίο είχε ξεχάσει πως ήταν παιδί της ίδιας βασίλισσας, είχε ξεχάσει πως δεν είχε δουλέψει ούτε μια μέρα στην μικροσκοπική ζωή του, είχε ξεχάσει πως δεν ήξερε τίποτα για τον κόσμο κι ούτε ποτέ είχε τολμήσει να βγει από την φωλιά. Το μόνο που θυμόταν ήταν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της γέννησής του κι ένα άγριο μίσος για όσους δεν παραδέχτηκαν την «αδιαμφισβήτητη ανωτερότητά του».
Πρώτα κέρδισε τους μικρούς, προσφέροντας τους τα «διαπιστευτήρια» της δύναμής τους κι ύστερα κέρδισε τους δασκάλους, τους διοικητές , τους χτίστες. Κι όταν πια είχε γίνει ο βασιλιάς της φωλιάς διέταξε το φάγωμα των αντιφρονούντων.
Ο Λις κι ο Βερνιέ κάθονταν στο κελί τους περιμένοντας τον διαμελισμό.
-          Πως φτάσαμε ως εδώ; Δεν μπορώ να καταλάβω. Είπε ο Λις μασουλώντας το τελευταίο του σιτάρι.  Ο Βερνιέ τον κοίταξε ήρεμα κι έπειτα σταύρωσε τα μπροστινά του πόδια σκεπτικός.
-          Αγαπητέ μου αδερφέ, σε γνωρίζω από τη γέννησή μας, έχεις βγει κι εσύ σαν κι εμένα στον έξω κόσμο κι έχεις δει τον ήλιο, έχεις δει το εντομοκτόνο στα χέρια της Σαμπίνα, έχεις συλλέξει όμορφες ψίχες ψωμιού κι έχεις σκάψει μοναδικούς δρόμους… Εκείνος δεν έχει κάνει τίποτα απ’ όλα αυτά κι εμείς φταίμε για τούτο. Εκείνος δεν έμαθε ποτέ τι ήταν αυτό που έβλεπε, ούτε ένιωσε ποτέ αυτό που υπήρχε, εκείνος μας καταδικάζει τώρα για την αμάθεια στην οποία τον αφήσαμε να ζει, εκείνος μας καταδικάζει σαν αχρεία μονάδα κι εμείς τον καταδικάσαμε πρωτύτερα όταν του αρνηθήκαμε τη γνώση και την αίσθηση τη συλλογικότητας. Εμείς τον καταδικάσαμε στο μίσος γιατί πολύ απλά δεχόμασταν και κοροϊδεύαμε το ψέμα του γεμάτοι αυτοπεποίθηση που γνωρίζαμε την αλήθεια. Γεννήσαμε έναν δικτάτορα και τώρα απορούμε που μας σκοτώνει.
-          -Μονάχοι μείναμε..
-          Μονάχοι ήμασταν πάντα μα κάποτε υπήρξαμε μονάχοι όλοι μαζί κι εκείνοι που είναι μαζί τώρα, να ξέρεις μονάχοι είναι.
-          Φοβάμαι αδερφέ μου
-          Εγώ δεν φοβάμαι πια, τώρα θα φοβηθούν εκείνοι, πες μου αλήθεια τι θα απογίνουν όταν πεθάνουμε κι εμείς οι δυο; Όταν σκοτώσουν και τους τελευταίους; Λυπάμαι για τα αδέρφια μας όταν θα καταλάβουν τι μας έκαναν, πιο πολύ λυπάμαι που τους αφήσαμε να μας σκοτώσουν.
-          Έπρεπε λες να πολεμήσουμε;
-          Εσύ κι εγώ κι όλοι μας, πολεμήσαμε τους δικούς μας αγώνες, πολεμούσαμε ενάντια στην πείνα και τον θάνατο καθημερινά, γιατί, γιατί, δεν πολεμήσαμε την άγνοια πριν καρπίσει;
-          Ήμασταν νέοι, αφελείς βολεμένοι, γαλουχηθήκαμε στην αδιαφορία, δεν γίνονταν αλλιώς.
-          Τώρα ας ενώσουμε τις κεραίες μας κι ας απολαύσουμε το τελευταίο μας πρωινό καθώς θα αναλογιζόμαστε όλες μας τις δικαιολογίες. Αν κάτι κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας δεν ήταν τελικά καμία γνώση, καμιά ανωτερότητα, παρά μονάχα η πικρή τέχνη της δικαιολογίας…  


Όταν ο ήλιος φόρεσε τα μεσημεριανά του γυαλιά κι ο κύριος Σάνι ξεκοκάλιζε τον σολομό του, κάπου σε μια μικροσκοπική μυρμηγκοφωλιά οι τελευταίοι αντισυστημικοί θεμελιωτές του συστήματος έκλειναν για πάντα τα μάτια.
Ο Θίο ευχαριστημένος πια άρχισε να οργανώνει την επίθεση στους «απάνω». Παρ΄όλη όμως τη νίκη του, είχε ξεχάσει κάτι, δεν υπήρχε πια κανείς για να κατηγορήσει, η τέλεια ομάδα του ήταν τόσο τέλεια που είχε αρχίσει να του δίνει στα νεύρα… το ίδιο όμως συνέβαινε κι ανάμεσα σ’ αυτούς. Ένας ένας άρχισαν ξαφνικά να διαπιστώνουν πως κανείς δεν ήταν τόσο άψογος κι αυτό ήταν η αρχή του τέλους. Όλοι επαναστατούσαν κι επαναστάτης δεν υπήρχε, άρχισαν να σκοτώνουν λοιπόν ανεξέλικτα. Στους δαιδαλώδης διαδρόμους της φωλιάς επικρατούσε ο θάνατος και το μίσος, ο Θίο έτρεχε τρελαμένος να τους σταματήσει μα όταν βρίσκονταν μπροστά στο σκηνικό κάτι μέσα του, μια φλογερή δίψα θανάτου τον σταματούσε κι άφηνε τους υπηκόους του να συνεχίσουν την παράνοια.
Ο Θίο στέκονταν με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του και το κορμί του να τρέμει. Δώδεκα βδομάδες είχαν περάσει κι η φωλιά είχε σχεδόν καταστραφεί, παντού επικρατούσε μιζέρια και θλίψη.  Το γερασμένο σώμα του μαρτυρούσε τα τηλεγραφήματα θανάτου που προσπαθούσε να κρύψει επιμελώς κι οι στραπατσαρισμένες δαγκάνες του έζεχναν από τις ιαχές του πολέμου. Στην άγνωστη πλευρά του παλατιού κάποιοι εργάτες, πριν πολύ πολύ καιρό είχαν μαζέψει ένα κομμάτι καθρέφτη.
Ο Θίο μάζεψε τα συντρίμμια της προσωπικότητάς του καθώς και το γερασμένο του κορμί και κατευθύνθηκε προς το μέρος που κανένα ζωντανό μυρμήγκι δεν είχε φτάσει. Όταν είδε για πρώτη φορά την αντανάκλαση του θαμπώθηκε. Όχι όμως με τον τρόπο που θα περίμενε. Το λιγοστό φως του ήλιου έπεφτε πάνω του τονίζοντας κάθε του ατέλεια, τα μικροσκοπικά του πόδια, τις στραβωμένες δαγκάνες του, τον σκονισμένο του κορμό, τα θολωμένα του μάτια, δεν υπήρχε τελικά τίποτε όμορφο, τίποτε μοναδικό κι εξαίσιο πάνω του κι αυτό το υπέροχο φως που θυμόταν από την γέννησή του έρχονταν από μια μικροσκοπική τρύπα στο πάνω μέρος του δωματίου κι όχι από εκείνον.
Γρήγορα άρχισε να σκάβει, με όση δύναμη του είχε απομείνει  έσχιζε το χώμα, ήθελε να δει, έπρεπε να μάθει, ήταν όλα ένα ψέμα τελικά; Όταν βρέθηκε στην επιφάνεια  όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Για πρώτη φορά στη ζωή του αντίκριζε κάτι που δεν είχε καν τολμήσει να φανταστεί, για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε μικροσκοπικός κι αδύναμος. Ένας τεράστιος κόσμος απλώνονταν μπροστά του κι εκείνος ήταν ένα τίποτα.
Όλα είχαν καταρρεύσει κι όμως αυτή η ξαφνική συνειδητοποίηση  της μηδαμινότητάς του για κάποιο λόγο τον έκανε τόσο χαρούμενο. Είχε επιλέξει να γίνει ένας σκλάβος δικτάτορας ενώ θα μπορούσε να γίνει ένας ελεύθερος εξερευνητής.
Ο κόσμος χύνονταν μέσα στα μάτια του με μια άγρια τρυφερότητα, σαν εκείνο το φως που θυμόταν στα γεννοφάσκια ακόμη. Οι οπτικές ίνες του γέμισαν υγρά κι έτρεχαν σαν ποτάμια ενώ ο θάνατος τσουρούφλιζε την ψυχή του σ’ ένα προσωπικό δικαστήριο. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε να γυρίσει πίσω, ένιωθε ικανός, ένιωθε δυνατός, θα έχτιζε ξανά τη φωλιά, με άλλους όρους τώρα, θα γίνονταν ο καλύτερος αρχηγός, αυτά τα δάκρυα θα ήταν η τελευταία πληγή στο βασίλειό του. Πως ήταν δυνατόν, δεν μπορούσε να το χωρέσει το κεφάλι του, όλη του τη ζωή την έζησε τελικά σαν ένα τίποτα και τώρα να, λίγο πριν το θάνατο, λίγο πριν την αδιέξοδη σήψη, να τώρα, τώρα γεννιόταν ,να τώρα, τώρα ήταν κάτι. Ήταν το πιο ευτυχισμένο τίποτα.
-Γιε μου, πως πήγε το σχολείο; Φαντάζομαι ήσουν και πάλι ο καλύτερος, δείξε σ’ αυτά τα ανθρωπάκια ποιος είσαι, κάνε μας περήφανους! Είπε ο κύριος Σάνι ξύνοντας τα αρχίδια του καθώς σηκωνόταν. Ο γιος του χαμογέλασε ευχαριστημένος κι έπειτα γνέφοντας με το κεφάλι του καταφατικά έτρεξε στο δωμάτιό του.
-Και να θυμάσαι αγόρι μου, είσαι ο καλύτερος, οι άλλοι δεν είναι τίποτα μπροστά σου!
Οι επαναστατημένοι συστημικοί σύντροφοι του Θίο  τον είχαν αρπάξει τώρα χειροπόδαρα κι ακόνιζαν την γκιλοτίνα. Τα μικρότερα μυρμήγκια έκρυβαν τα σκονισμένα τους πρόσωπα καθώς ο δικτάτορας  σφάδαζε μπροστά τους. Κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί έκλαιγε, κανείς δεν είχε καταλάβει γιατί έκαναν ότι ήταν να κάνουν, οι επαναστάτες μηχανικά κι αποφασιστικά  ακολουθούσαν την επιλογή χωρίς καμιά γνώση. Κι ο κύριος Σάνι έπλαθε ασυναίσθητα έναν δικό του μικρό δικτάτορα την ώρα που έπεφτε το κεφάλι ενός άλλου.
Όταν η Σαμπίνα τερμάτισε τη φωλιά είχαν μένει μονάχα τρομαγμένα παιδιά και ενήλικες της δικαιολογίας. Οι ελάχιστοι άποικοι που γλύτωσαν διηγούνταν τους καιρούς του μεγάλου εμφυλίου των μυρμηγκιών καθώς οι άνθρωποι ετοιμάζονταν για τον δικό τους πόλεμο χειροκροτώντας την άγνοια που μια μέρα θα τους έστηνε στον τοίχο. Φορώντας σαν μάσκα το πρόσωπο εκείνου που έμαθαν να μισούν ανίδεοι πως μια μέρα το μίσος θα φορούσε το πρόσωπό τους.



"Πειραματικές περιπέτειες πάνω σε μια εκνευριστική τσίχλα"


της Χριστίνας Κοντούλη






Ο Φουργκινιόν δεν επιδέχονταν  διορθώσεις στα αντικομφορμιστικά του πειράματα, γι’ αυτό κλειδώνονταν τις Κυριακές στο υπόγειο της γιαγιάς του, μαζί με όλα του τα συγκράματα και τους κιτρινισμένους του ποιητές με τα σκισμένα μπατζάκια από την πολυκαιρία και αναδεύοντας προσεχτικά τα εγκεφαλικά του κύτταρα προσπαθούσε να εξηγήσει τον κόσμο.
 Όταν βρίσκονταν μπροστά σε κάποιο κοινό προτιμούσε να μην μιλάει κι όταν το έκανε, πάντα μιλούσε απλά, με μια υποψία αργκό κάτω από τη γλώσσα έτσι που σκέφτονταν καμιά φορά πως εύκολα οι άλλοι θα τον περνούσαν για χαζό, στρίβοντας τις αδέξιες πανομοιότυπες γραβάτες τους μαζί με τις πιο βαρύγδουπες υποστάσεις του λόγου όμως ο Φουργκινιόν ήξερε καλά πως οι αγαπητοί συνομιλητές τους δεν ήταν τίποτα άλλο από φερέφωνα ξένων ιδεών που τέντωναν τα νεανικά φτερά τους σαν να προσπαθούσαν να κατακτήσουν μια αφελή και ρηχή γκόμενα Η τσίχλα Φαμφάρα ήταν άλλωστε πολύ συνηθισμένη κι ο καθένας που ήθελε να ξεχωρίσει  αλλά και να ενταχθεί δεν είχε παρά να την ξετυλίξει σιγά σιγά και να αρχίσει να τη μασουλάει.
-Δέκα φούσκες φαμφάρας, δέκα φούσκες η μια μέσα στην άλλη,  δοκιμάστε, εντυπωσιάστε τους φίλους, τους συγκινείς, το αφεντικό σας, το καθηγητή σας, το αναγνωστικό κοινό, την κοινή γνώμη, την πολιτική, το σύμπαν! Δέκα φούσκες φαμφάρας και θα γίνεται περιζήτητος!
Η τσίχλα Φαμφάρα κυκλοφορούσε παντού, κάποιες διαφημίσεις μάλιστα έλεγαν πως μπορούσε να σε κάνει εξυπνότερο ή μάλλον να φαίνεσαι πιο έξυπνος γι’ αυτό πουλιόταν πάντοτε μαζί με ένα αυτοκόλλητο βιβλίο, άλλο κάθε φορά, το οποίο κολλούσες στο μέτωπό σου λίγο πριν τη επικείμενη συνομιλία κι έτσι αν η τσίχλα Φαμφάρα πήγαινε την συζήτηση υπερβολικά μακριά και ξεχνούσες τι ήθελες να πεις στο θύμιζε διακριτικά ο διπλανός σου ή απλά πεταγόσουν μέχρι τις τουαλέτες κι έριχνες μια ματιά στον καθρέφτη.
Ο Φουργκινιόν προτιμούσε σίγουρα την τσίχλα πορτοκάλι, τουλάχιστον αυτή είχε διαφορετική γεύση και άρωμα και κάθε φούσκα ήταν ξεχωριστή. Βλέπετε έπειτα από μια έρευνά του πάνω στην υπέρλαμπρη, την φανταστική, την απίστευτη Φαμφάρα , του είχε επιτρέψει να παρατηρήσει πως όλες οι φούσκες τις ήταν ομοιόμορφες κι όλες οι γεύσεις τις ίδιες έτσι λοιπόν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί να κάνεις δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και δέκατη φούσκα αφού στην τελική η πρώτη ήταν ολοκληρωμένη και είχε πει ότι ήθελε να πει. Το αστείο ήταν όταν και οι δέκα φούσκες έσκαγαν όλες μαζί στο πρόσωπο του ομιλητή κι εκείνος έπαιρνε γρήγορα μια καινούργια τσίχλα από το κουτάκι και συνέχιζε να την μασάει πριν προλάβει να καθαρίσει από τα μούτρα του την προηγούμενη. Τότε έβλεπες παντού πρόσωπα κολλημένα μεταξύ τους, γυαλιά ζουπηγμένα στα μάγουλα, τσιγάρα να καίγονται πάνω στις τρίχες των μαλλιών και τεντωμένα κολάρα να τρυπώνουν στις μύτες καθώς οι φούσκες συνεχίζονταν μέχρι οι συνομιλητές να καταλήξουν μέρη μιας τεράστιας αηδιαστικής μάζας που μύριζε ξινίλα και αποβλάκωση.
-Είδατε την καινούργια Φαμφάρα; Μα είναι απίστευτη, λένε πως μπορείς να συζητήσεις για την κβαντική φυσική μόνο με δυο φούσκες!
-Απίστευτο!
-Ω! θαυμάσιο!
-Εκπληκτικό!
-Εγώ άκουσα πως βγαίνει και σε γεύση Ζίτσε και Τατάν
-Μμμ.. αυτές είναι παλιές εγώ προτιμώ πάντα Φάρξ, νομίζω πως έθεσε τα θεμέλια της εποχής μας, περιμένετε δυο λεπτά να ανοίξω την τσίχλα μου και θα σας εξηγήσω.

Ο Αλ κι ο Μπάζιλ είχαν ξετυλίξει είδη τις τσίχλες τους. Ξαφνικά η πόρτα του μικρού καφέ άνοιξε κι ο Μπελαφόν μπήκε καταϊδρωμένος μ’ ένα μικρό ασημί περιτύλιγμα στο χέρι. Έκανε να κρεμάσει το παλτό του στον καλόγερο κι εκείνο έπεσε στο πάτωμα γεμίζοντας τον τόπο χιόνια καθώς προχωρούσε προς το μέρος τους σκοντάφτοντας πάνω σε τσάντες, μπουφάν, κασκόλ και χιλιάδες περιτυλίγματα τσίχλας.
-Περιμένετέ με! Περιμένετέ με! Είπε λαχανιασμένος και μπουκώνοντας μια κλασική Φαμφάρα με γεύση βιομηχανικής επανάστασης στρώθηκε όπως όπως στο τραπέζι.
Ο Φουργκινόν κάθονταν στο μπαρ. Μερικές ελπίδες είχαν απομείνει ακόμη στοιβαγμένες δεξιά κι αριστερά συζητώντας ήρεμα κάτω από τον απαλό φωτισμό, σαν σκονισμένα αγάλματα, απαρχαιωμένα, άγνωστα και φωτεινά μακριά από τα ασημί χαρτάκια που γυάλιζαν βαριεστημένα ολόγυρά τους. Ο Φουργκινιόν έβγαλε τα σύνεργά του και τα τοποθέτησε ανάμεσα στους θαμώνες. Δυο μακριές βέργες ανίχνευσης επίδειξης και μερικοί φακοί απομάκρυνσης ανοησίας σε μέγεθος ρεβιθιού πήδηξαν από το χέρι του και εγκαταστάθηκαν στον αέρα. Έπειτα άνοιξε έναν παλιό καφετί χαρτοφύλακα από επεξεργασμένο δέρμα γαλάζιου μανιταριού κι έβγαλε ένα περίπλοκο μηχανισμό που ήταν αόρατος σε γυμνό μάτι καθώς και δυο φακούς αναλγητικής δράσης ψεύδους που τοποθέτησε στα μάτια του.  Ωστόσο η ομίχλη μεγαλομανίας μαζί με τα νεκρά κύτταρα επιδερμικής αναζήτησης έκαναν την κατάσταση λίγο πιο δύσκολη έτσι που να χρειαστεί έναν προβολέα παρατήρησης και μερικά ποτήρια κρασί για διατήρηση ηρεμίας. Οι αναθυμιάσεις της τσίχλας Φαμφάρας περιείχαν μερικά εξαιρετικά τοξικά ιχνοστοιχεία που απέτρεπαν την εμβάθυνση στο θέμα οξύνοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση ζάλης που εύκολα μπορούσε να σε παρασύρει  και να βρεθείς μπλεγμένος μέσα σ’ αυτή την ατέρμονη πάλη μπουρδολογίας χάνοντας το σημείο, το ζουμί.
Η τσίχλα Φαμφάρα είχε επεξεργαστεί ανά τους αιώνες και διαμορφωθεί κυρίως από πολιτικά πρόσωπα που είχαν το χάρισμα του βοσκού, την τέχνη της αποβλάκωσης. Ήταν ένα μείγμα σίγουρα εντυπωσιακό ωστόσο άκρος επικίνδυνο όταν αναμίχτηκε με την υψηλή φύση της φιλοσοφίας. Η απορία, η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου, η γνώση του πως έχει άγνοια είχε αντικατασταθεί σιγά σιγά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα από την αίσθηση της αδιέξοδης γνώσης. Τώρα μπορούσες να μασήσεις μια Φαμφάρα και ξαφνικά να γίνεις ο παντογνώστης άνθρωπος, δεν είχε σημασία πλέον γιατί μάθαινες όσο πως ήξερες, η διαδικασία της μάθησης ήταν ένα μέσο αυτοπροβολής  κι η σπίθα της ανακάλυψης είχε την όψη ενός στόματος που μασουλάει.
Ο Φουργκινιόν περιεργάζονταν τα λεπτεπίλεπτα γρανάζια του πίνοντας μια γουλιά κρασί κάθε τόσο, το αλκοόλ πολλές φορές διατηρούσε μια προστατευτική ασπίδα στα αυτιά του, ήταν ένα φίλτρο που άφηνε να περνάει ό,τι χρειάζονταν επιτρέποντάς του να ανατρέχει όποτε ήθελε στο πολύ προσωπικό εργαστήριο του μυαλού του. Ο καινούργιος τους συγκάτοικος ο Μέρι Πιπ έξυνε το πόδι του ρυθμικά στο ξύλινο μπαρ καθώς ονειρεύονταν τρανσόπαρτα και ψυχεδελικά σοκολατένια τοτέμ ενώ η Αλεξάνδρεια άχνιζε από τους ανεκπλήρωτους έρωτες του Βακκάφη. Η Σάρα βρίσκονταν μακριά, τώρα του έλειπε πιο πολύ καθώς θυμόταν πως απέφευγε συστηματικά τις  τσίχλες και προτιμούσε να μασουλάει κάτι πιο ευχάριστο όπως τεχνολογικά φιστίκια και μεγάλους γυάλινους φακούς. Ο Φουργκινιόν χαμογέλασε.
Στο τραπέζι η συζήτηση είχε ανάψει, οι φούσκες έσκαγαν με την ταχύτητα του φωτός και το μόνο που προλάβαινε κανείς να δει ήταν αυτή η καφετί μάζα τσίχλας να μεγαλώνει, το μαγαζί είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Οι αδελφές Βέρνι  συνέχιζαν να συζητούν, ρίχνοντας ανά διαστήματα παιδικά χαμόγελα στους τοίχους. Ο Κάρλ  κι ο Σίντ χοροπηδούσαν μεθυσμένοι πειράζοντας την σόμπα, τραβώντας που και που λίγη Φαμφάρα που είχε κολλήσει στα παπούτσια τους ενώ ο Αλντεμπαράν μετρούσε λυπημένος τα άστρα καθώς από κάπου κυκλοφορούσε μια φήμη πως ο ποιητής του είχε χάσει το μέτρημα. Όχι όχι , ο Νίκος ήξερε να μετράει καλά κι ευτυχώς ο φίλος μας ο Φουργκινιόν είχε καταφέρει να τον ξετρυπώσει μέσα από τα περιτυλίγματα που ήθελαν να αφομοιώσουν το πρόσωπό του. Τον έκλεισε στην αριστερή χούφτα του κι έπειτα τον άφησε σ’ ένα χάρτινο βαρκάκι δίπλα στο ενυδρείο, εκεί είχε τη θέα που χρειάζονταν για να συνεχίσει τον ύπνο του.
Η συζήτηση είχε φτάσει πια σ’ ένα τέλμα, το πείραμα είχε πετύχει, μέσα από όλη αυτή την άμορφη φιγούρα τσίχλας που κατέκλυζε το μαγαζί ο Φουργκινιόν είχε καταφέρει να βγάλει ένα αποτέλεσμα. Γρήγορα μάζεψε τα εργαλεία του ευχαριστημένος και τα τοποθέτησε στις θήκες της τσάντας του. Έκανε να φύγει όταν ξαφνικά ο Μπελαφόν ρώτησε την γνώμη του για το θέμα που συζητούσαν.
-Ε Φρουργκινιόν, δεν είπατε τίποτα όλο το βράδυ, θα ‘θέλαμε να ακούσουμε τη γνώμη σας!
Κάτω από την τεράστια Φαμφάρα ο Φουργκινιόν διέκρινε τα σμιχτά φρύδια του Μπελαφόν να κινούνται σαν εγκλωβισμένα χέλια σε ζελέ μαλλιών για εφήβους. Ο Ντε Μαρά άδικα ακόνιζε το παιδικό του πριονάκι πάνω στα στρώματα τσίχλας ενώ ο Άλ κι ο Μπάζιλ ξετύλιγαν είδη το επόμενο περιτύλιγμα δίπλα στον Αντουάν όπου μισοχωμένος στη Φαμφάρα συλλογίζονταν τις στιγμές πάθους που έζησε το προηγούμενο ξημέρωμα.
Ο Φουργκινιόν κάθισε δίπλα τους, στη μοναδική καρέκλα που δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην ‘’επιδημία’’ και ανοίγοντας την γαλάζια τσάντα τους έδωσε να διαβάσουν την απόδειξη του πειράματος. Στο χαρτί ήταν τυπωμένες τρεις φράσεις.
Για λίγο το τραπέζι βυθίστηκε στη σιωπή, η υφή της τσίχλας μαλάκωσε, είχε πάρει μια διάφανη απόχρωση και σχεδόν άρχισαν να φαίνονται τα πρόσωπα από κάτω… Οι συνομιλητές κοιτάχτηκαν. Καθώς άρχισαν τα πόδια τους να αποδεσμεύονται από την ομιχλώδη πλέον πυκνότητα της Φαμφάρας ένα ύπουλο τρέμουλο σφηνώθηκε στα μάτια τους.
-Γρήγορα, μια τσίχλα, μια τσίχλα! Αναφώνησε έντρομος ο Αλ, πως θα συζητήσουμε τώρα, γρήγορα γρήγορα!
-Ναι, ναι ,γρήγορα, μια τσίχλα! Φώναξαν κι οι υπόλοιποι.
Ο Φουργκινιόν τους κοίταξε παραξενεμένος. Οι συνομιλητές τον κοίταξαν με την ίδια έκπληξη κι έπειτα αφού μπουκώθηκαν με τρεις τσίχλες ο καθένας συνέχισαν να συζητούν. Ο Φρουγκινιόν πήρε την βαλίτσα με τους λεπτεπίλεπτους μηχανισμούς και κατευθύνθηκε προ την μικροσκοπική πόρτα που είχε απομείνει στο μαγαζί . Με δυσκολία έσπρωξε τα πόδια του  κι έπειτα έβγαλε τα χέρια του ένα ένα λίγο πριν η Φαμφάρα κατακτήσει το κτήριο. Τελικά το πείραμα είχε πετύχει, αυτή η τεράστια τσίχλα δεν ήταν ανίκητη ωστόσο οι άνθρωποι είχαν είδη νικηθεί. Όλα έχουν την δύναμη που τους δίνεις, όλα παίρνουν το σχήμα που τους πλάθεις εσύ. Η ζωή παραμένει μυστήριο.


"Ο κύριος  άτυχος "

της Χριστίνας Κοντούλη






Ο κύριος άτυχος φορούσε πάντα καφέ παπούτσια με κορδόνια που έφταναν την έκταση των χεριών του στην ανάταση. Στα μάτια του είχε ένα ζευγάρι τριανταφυλλί γυαλιά ηλίου και γύριζε από σπίτι σε σπίτι πουλώντας εγκυκλοπαίδειες για τραίνα. Ήταν κρίμα θα έλεγε κανείς πως ποτέ δεν είχε κάνει ένα ταξίδι μακρύτερα από την μικρή γειτονιά του. Όμως κάθε φορά που αποφάσιζε να φύγει κάποιο παράδοξο γεγονός του στοίχιζε ακόμη ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο και λίγο βάρος στη διάθεσή του. Σκέφτονταν μερικές φορές πως θα ήταν μέσα στο μικρό βαγονάκι, έχοντας κατεβάσει το παράθυρο για να χτυπάει ο αέρας το πρόσωπό του, καθώς θα άπλωνε τα πόδια του ευχαριστημένος στο απέναντι κάθισμα. Δίπλα του η γυάλα με το χρυσόψαρό του, τον Φέλιξ θα ήταν στερεωμένη στο παλιό σακάκι του και το νερό της θα τρεμούλιαζε πότε
άγρια πότε απαλά ανάλογα με την πορεία τους.
 Ο κύριος Φέλιξ Λεβί, όπως ήταν και το δικό του όνομα, δεν είχε φύγει ποτέ από την πόλη. Πάντοτε λαχταρούσε να δει όλα εκείνα τα μέρη που είχε μάθει στο σχολείο, να γευτεί τους ξενικούς καρπούς και να πιεί μια τεκίλα φραγκοστάφυλο πλάι σε μια ευγενική συντροφιά μιλώντας όχι πια για όνειρα μα για την πολυτάραχη ζωή του. Οι συγγραφείς και οι ζωγράφοι θα των ενημέρωναν για τις τελευταίες εξελίξεις στον κόσμο της τέχνης ενώ οι ηθοποιοί θα πόζαραν με στόμφο και αυταρέσκεια μπροστά στο ειδυλλιακό τοπίο κρατώντας στα χέρια τους τα αυριανά αριστουργήματα που ακόμη δεν είχαν γραφτεί. Το βράδυ θα πήγαινε σε κάποιο τοπικό μπαρ όπου θα τους εντυπωσίαζε όλους με τις άψογες δεξιοτεχνικές του κινήσεις πάνω στα πλήκτρα του παλιού του ακορντεόν. Δεν θα χρειάζονταν πια την βαλίτσα με τις εγκυκλοπαίδειες γιατί θα γέμιζε τα χέρια του με άγριες, ελεύθερες νότες.
Ο κύριος Φέλιξ Λεβί έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι. Ξάφνου ένα ηλίθιο παραθρεμένο περιστέρι πέταξε πάνω από το φρεσκολουσμένο του κεφάλι και μια χοντρή κουτσουλιά μαρκάρισε το ανυποψίαστο κρανίο του βγάζοντάς τον από τα όνειρά του. Γρήγορα έτρεξε στο μπάνιο. Η κουτσουλιά είχε κιόλας διασχίσει το μέτωπό του κάνοντάς τον να
μοιάζει με ξεβαμμένο κλόουν. Πάντα ευγενής και οπτιμιστής κύριος Φέλιξ σκούπισε την "εικαστική παρέμβαση" του περιστεριού από το πρόσωπό του και φόρεσε το πουκάμισό που είχε αφήσει να στεγνώνει από την χτεσινή βροχή.
-"Τι να γίνει.." είπε χαμογελαστά κι ετοιμάστηκε για την δουλειά του.
Κάθε πρωί περνούσε από τον σταθμό των τραίνων σιδερένιες ρόδες τους ηχούσαν σαν τη γλυκύτερη μουσική στα αυτιά του καθώς απομακρύνονταν αφήνοντας πίσω πολύχρωμα ρούχα, χαρούμενα ή νευρικά πρόσωπα, λογιών λογιών λέξεις και φράσεις που απλώνονταν
σε όλη την έκταση του σταθμού πλημμυρίζοντας τον αέρα με κάτι από εξωτικό πανηγύρι. Ύστερα οι "διασκεδαστές" του απομακρύνονταν σιγά σιγά κι έμενε πάλι μόνος.
-"Μια μέρα θα τα καταφέρω" σκέφτηκε, "όμως γιατί να μην είναι σήμερα αυτή η μέρα;"
συνέχισε και έχωσε το χέρι του βαθιά στην τσέπη. Δυστυχώς το μόνο που υπήρχε εκεί ήταν ένα λιωμένο μπισκότο, μια καραμέλα βουτύρου, ένα μεταναστευτικό κουμπί άγνωστης προελεύσεως και μερικά ψηλά που δεν έφταναν παρά για ένα πακέτο τσιγάρα από τα μικρά. Απογοητευμένος ο κύριος Φέλιξ ξεφύσησε ξανά και συνέχισε τον δρόμο του.
-"Τι να γίνει.."
Θα ήταν μεσημέρι όταν ο φίλος μας πήρε το δρόμο του γυρισμού. Οι σκονισμένες εγκυκλοπαίδειες του είχαν κερδίσει άλλη μια μέρα φαγητού κι ίσως μια φθηνή μπύρα. Ξάφνου ένα χαρτί κόλλησε στο παπούτσι του. Τα χρώματά του του τράβηξαν την προσοχή ."αύριο κληρώνει" αναγράφονταν στο μπροστινό μέρος με χοντρά γράμματα. Ωστόσο ο
κύριος Φέλιξ δεν έδωσε σημασία. Προχώρησε μερικά τετράγωνα ως που το χαρτί ξεκόλλησε από την σόλα του. Στάθηκε για ένα λεπτό να ξεκουμπώσει το σακάκι του. Έκανε ζέστη. Μπροστά του, στην βιτρίνα ενός ταξιδιωτικού γραφείου στέκονταν το όνειρο, μερικές διαφημιστικές αφίσες προορισμών φλέρταραν μαζί του επιδυκνείοντας τα κάλλη τους, καλώντας τον σε μέρη εξωτικά, είδη αν τέντωνε τα αυτιά του μπορούσε να ακούσει τις ισπανικές κιθάρες, να μυρίσει τα μπαχαρικά στις αγορές της Αλεξάνδρειας και να γευτεί το τσάι του στις γειτονιές της Πόλης ,ο αέρας στα Χάιλαντς ήταν παγωμένος τέτοια εποχή, τα πόδια του βούλιαζαν στα σοκάκια του Εδιμβούργου και τα ψηλά κάστρα περίμεναν να του φανερώσουν τα μυστικά τους περάσματα.
Ξάφνου ένα χαριτωμένο χέρι ανασκάλεψε τις ονειροπολήσεις του. Μια χαμογελαστή κυρία με κόκκινο φουστάνι του έγνεψε μέσα από το τζάμι.
Ο κύριος Φέλιξ σήκωσε το χέρι του μα πριν προλάβει καλά καλά να επιστρέψει τον χαιρετισμό ένα αμάξι πέρασε δίπλα του και τον γέμισε με τα απομεινάρια της χτεσινής καταιγίδας. Όταν γύρισε το κεφάλι του
το όνειρο στο τζάμι είχε γεμίσει λάσπες και η χαμογελαστή κυρία είχε εξαφανιστεί.
-"Τι να γίνει...¨ είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
Όταν έφτασε σπίτι κρέμασε το χαμόγελό του στην κρεμάστρα κι έβγαλε το σακάκι του. Ο Φέλιξ τον περίμενε μέσα στην ατάραχη γυάλα του, εξερευνώντας ξανά και ξανά το μικροσκοπικό κλουβί της μνήμης του, μέσα στο χρυσαφένιο μυαλό του σίγουρα η έκσταση  ήταν σταθερή αφού κάθε τρία λεπτά αντίκριζε το άγνωστο. Η καρδιά του θα χτυπούσε
κάθε συνεχώς από τη γλυκιά αγωνία της ανακάλυψης αφού μπορεί η σκέψη του να χάνονταν τόσο γρήγορα όμως οι χτύποι του ήταν είδη έτοιμοι να δεχτούν την περιπέτεια.
-"Τι παράξενο συλλογίστηκε" ο κύριος Λεβί, "να έχεις μόλις δει τον κόσμο και να το ξεχνάς όμως η καρδιά να έχει τη δική της μνήμη".
-"3, 12, 22 , 7, 15..." Ο πρώτος αριθμός του λαχείου, "επαναλαμβάνω..." ο κύριος
Λεβί άπλωσε τον αφρό στο πρόσωπό του και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου σφυρίζοντας ένα σκοπό που είχε ακούσει μικρός στα γενέθλια της Σάλι Μπέρκμαν.
Η κυρία Λόλα Μακφάρλαντ αγαπούσε τις μεσημεριανές ώρες, άπλωσε τα τρυφερά χεράκια της και τραβώντας τις τελευταίες πινελιές στο έργο της βγήκε να καπνίσει στο μπαλκόνι. Η δουλειά την είχε κουράσει σήμερα, θα'θελε τόσο να βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, χωμένη στα απαλά σεντόνια που μύριζαν απορρυπαντικό λεμονιού. Η μαμά της
έφτιαχνε πάντοτε τάρτα λεμόνι τα καλοκαίρια... Είχε συνδυάσει την απαλή μυρωδιά, την άγρια γεύση με μια ήρεμη παιδική ανάμνηση. Σαν την ύστατη δοξαριά του ακριβότερου βιολιού της ορχήστρας, στέκονταν στον αέρα διασχίζοντας την τεντωμένη σιωπή ακόμη κι όταν το κονσέρτο είχε τελειώσει. Ξάφνου από το απέναντι παράθυρο
αναδύθηκε μια απαλή νότα της αγαπημένης της μελωδίας. Η κυρία Λόλα άπλωσε το χέρι να χαιρετήσει μα ο κύριος Λεβί είχε κιόλας κλείσει το μπουκαλάκι με την κολόνια. Τι παράξενο που τον έβλεπε για δεύτερη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια. Τον θυμόταν νέο. Είχε περάσει καιρός πια, τα α μαλλιά του αραίωσαν και θάμπωσαν και το
πρόσωπό του είχε σκαφτεί από βαθιές ρυτίδες όμως διατηρούσε πάντα την ίδια ευγενική όψη. Η κυρία Λόλα έτρεξε γρήγορα στην κρεβατοκάμαρά της κι αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν λυτά στους ώμους της, τράβηξε ένα φουστάνι από την ντουλάπα. Το φόρεσε γρήγορα κι ετοιμάστηκε να βγει. Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα όμως έκοψε τα σχέδιά της. Ο κύριος Λεβί κάθισε στο μπαλκόνι. Πήρε στα χέρια του τη σκούρα βαλίτσα κι έβγαλε από μέσα το ακορντεόν.
Η γειτονιά σιώπησε. Το ακορντεόν με τις πράσινες γιρλάντες ζητούσε την ακρόαση του κοινού. O κύριος Φέλιξ ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος, δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο ή αξιοπρόσεχτο, εύκολα τον μπέρδευες με κάποιον άλλο όμως όταν κρατούσε το ακορντεόν, το καλοκαίρι σταματούσε στο μπαλκόνι του και κάθονταν ανάμεσα στους ατροφικούς του πανσέδες, με ματωμένα γόνατα και ιδρωμένο μπλουζάκι, με το παγωτό να τρέχει στα δάχτυλα δίχως να το αγγίζει η γλώσσα και μάτια εκστατικά όπως του εφήβου, το καλοκαίρι φορούσε το πρόσωπο των σκονισμένων φωτογραφιών από τα παιδικά του χρόνια  κι ανέσυρε μέσα από το ασπρόμαυρο σκηνικό εκείνο το ριγέ μπλουζάκι τόσο του άρεσε. Ντύνονταν όλο εκείνον, τόσο που όποιος περνούσε εκείνη την ώρα από την γειτονιά, δεν ήξερε πως να μιλήσει για την εποχή και την φώναζε με το όνομα του κύριου Λεβί. Ο κόσμος ντύνονταν από Φέλιξ. Οι ρυτίδες του έσβηναν και τα μαλλιά του ξανάβρισκαν το νεανικό τους χρώμα, η πλάτη του ίσιωνε και τα δάχτυλά του έτρεχαν σαν καστανά άλογα σε μια ευλαβική κούρσα προς το άγνωστο. Ο κύριος Φέλιξ κατείχε το μυστικό της νεότητας και το φιλούσε ανάμεσα σε σκονισμένα πλήκτρα και σκούρα κουμπιά. Για λίγο ο χρόνος σταματούσε σ'εκείνη τη γειτονιά της Μονμάρτης κι ο Ντόριαν Γκρέυ σφάδαζε μέσα από τις σελίδες του ζηλεύοντας που δεν μπόρεσε να βρει το μυστικό.
Ύστερα ο κύριος Λεβί έκλεινε πάλι το ακορντεόν στη βαλίτσα και το καλοκαίρι ξανάβρισκε το όνομά του .Η κυρία Λόλα άπλωσε και πάλι το χέρι της σαστισμένη. Έκανε να φωνάξει το όνομά του όμως η ζέστη της μπούκωνε το λάρυγγα, αφήνοντας μονάχα έναν αναστεναγμό. Ο κύριος Λεβί γύρισε παραξενεμένος, πρώτη φορά άκουγε κάποια αντίδραση στη μουσική του... ή μάλλον όχι ,δε ήταν η πρώτη φορά, κάποτε, όταν ήταν νέος θυμόταν να είχε ακούσει έναν τέτοιο αναστεναγμό. Έκανε να γυρίσει τους ώμους του όμως σκούντηξε το τραπεζάκι κι έχυσε όλη την κούπα με τον καφέ πάνω του.
-"Τι να γίνει.." συλλογίστηκε χαμογελαστά και σηκώθηκε να φέρει μια πετσέτα.
Όμως η μαγική του φράση δεν ήταν πια και τόσο μαγική, κάτι είχε καθίσει στο κορμί του σαν πυρετός κι έκαιγε λίγο λίγο τις άκρες της."Τι να γίνει..”.Ο κύριος Φέλιξ έτρεξε στο παράθυρο, ήθελε να ξανακούσει αυτόν το αναστεναγμό, τα μάτια του καρφώθηκαν στον έξω κόσμο, ένιωθε τη γυάλα να σπάει. Το σούρουπο χόρευε στα γέλια των περαστικών και τις παλιές κεραίες στις ταράτσες, οι λάμπες του δρόμου είχαν ανάψει και στο απέναντι μπαλκόνι μια κυρία τάιζε την γάτα της φορώντας μια ημιδιάφανη γαλάζια ρόμπα. Ο κύριος Φέλιξ σήκωσε το χέρι του μα
ξαφνικά μια πολύχρωμη διαφήμιση προσγειώθηκε στο πρόσωπό του.
-"3,12,22,7,15... επαναλαμβάνω, ο τυχερός μας ακόμη δεν έχει βρεθεί..."
Ο κύριος Φέλιξ άλλαξε το σταθμό. Τώρα ένα βαλς απλώνονταν χρωματίζοντας πορτοκαλί του τοίχους του σπιτιού του καθώς το φως της λάμπας είχε αποφασίσει να σκηνογραφήσει το σκηνικό μέχρι την τελευταία γωνία των τοίχων. Έσφιξε στα χέρια του το διαφημιστικό φυλλάδιο καθώς η Πράγα τσαλακώνονταν ανάμεσα στα δάχτυλά του και τέντωσε το αυτί του να ακούσει.
Η κυρία με την γαλάζια ρόμπα τραγουδούσε ένα τραγούδι που ήξερε καλά. Εκείνο το βράδυ έμοιαζε με όλα τα άλλα, παρέες ξεπηδούσαν στους δρόμους χαχανίζοντας, πειράγματα και φθηνές μπύρες έστηναν το σκηνικό του, οι μαθήτριες σχολούσαν σε λίγο από το φροντιστήριο κι οι μαγαζάτορες έκλειναν βιαστικά τα ρολά χώνοντας το χέρι στην τσέπη με νωχελικά πρόσωπα, αγχωμένοι υπάλληλοι μιλούσαν στο τηλέφωνο
κλείνοντας σοβαρές δουλειές και ραντεβού κι οι γέροι μονοπωλούσαν το καφενείο από κάτω. Όμως ήξερε εκείνο το τραγούδι κι η σκηνή είχε κιόλας στηθεί .Ο κύριος Φέλιξ άνοιξε την βαλιτσούλα του και παίρνοντας στα χέρια του το ακορντεόν έγνεψε στη δική του γλώσσα. Η κυρία Λόλα σήκωσε το βλέμμα της ανοιγοκλείνοντας τα χείλια. Για πρώτη φορά συναντήθηκαν. Ένα άρωμα λεμονιού χώθηκε επιτακτικά στις
μύτες και η μουσική πλημμύρισε τη σκηνή. Οι περαστικοί σήκωσαν τα μάτια προς τα πάνω και το καλοκαίρι έχασε το όνομά του για τα καλά.
Όταν σταμάτησε η μουσική ήταν είδη τρεις το ξημέρωμα. Ο δάσκαλος έκλεισε το ράδιο και πήγε να κοιμηθεί. Η Σιμόν κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι, είχε τρεις βδομάδες ακόμη προθεσμία να παραδώσει τον πίνακα. Τράβηξε το σεντόνι από το πρόσωπό της και την φίλησε, έπειτα έβγαλε τα ρούχα του κι αφού ξάπλωσε δίπλα της έκλεισε τα μάτια. Αύριο
άνοιγαν τα σχολεία κι αυτή η ζέστη ήταν βασανιστική. Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν αυτή η σπασμένη γυάλα στο δρόμο κι εκείνη η χαζή γάτα που αντί να φάει το ψάρι, το κράταγε αγκαλιά. Καθώς τα μάτια του έκλειναν από τη νύστα, το μόνο που είχε μείνει στο μυαλό του ήταν εκείνο το βαλσάκι, ο ήχος του ακορντεόν και πως θα ήταν αν δεν ήταν άνθρωπος, πόσο ξένοιαστη θα ήταν η ζωή του αν ήταν κάποιο ζώο. Κι ύστερα, τι περίεργη εικόνα! Αυτό το ψάρι θα πρέπει να ήταν πολύ τυχερό, να βρεθεί στην αγκαλιά μιας γάτας που δεν ήθελε να το φάει..Μα να το κρατάει με τόση στοργή.
-Ελπίζω η γαμημένη να βγάλει το σκασμό γιατί νυστάζω.
Είπε κι αποκοιμήθηκε καθώς η γάτα τραγουδούσε αυτό το παράξενο νιαούρισμα. Έμοιαζε λίγο με το τραγούδι του ραδιοφώνου.
-"3,12,22,7,15..., αύριο μπορεί να σταθώ τυχερός όπως αυτό το χαζοψάρι, θα΄πρεπε να το λένε Φέλιξ το ηλίθιο..αλλά τι ξέρει αυτό, αν ήταν άνθρωπος θα είχε σίγουρα κερδίσει το λαχείο!"


"Ο βίος και η πολιτεία του Γκίζο, ενός σκύλου που προσπαθούσε να ανακαλύψει τον κόσμο"


της Χριστίνας Κοντούλη










Τα λιγοστά μας τρόφιμα είχαν καταφέρει να κρατήσουν για μέρες, ο γέρο Σάντζα ψαχούλευε με τους δέκα ρόζους του τα στήθια δώδεκα εραστών πάνω στο άκαμπτο μπράτσο της κιθάρας κι η Ιβέτ ακολουθούσε τη μυσταγωγία έτοιμη να κοιμηθεί. Τα σκούρα βλέφαρά της και οι υδρόγειοι γοφοί της αποκάλυπταν μια χαμένη νιότη μαζί με τους χιλιάδες δίσκους όπου φαντάζονταν να φιγουράρει με υπεροπτικό πρόσωπο όμως η δουλειά κι η επιβίωση είχαν επικρατήσει του ονείρου.
Η Ρακέλ κι η Μάρζω τίμησαν την μοναχική μας παρέα παράγοντας ήχους απόλαυσης καθώς ρίχνονταν στο κρύο φαί μετά το ξενύχτι κι εγώ αγκαλιάζοντας σφιχτά την αγαπημένη μου ηλεκτρική αδερφή ψυχή χάιδευα τα σκούρα, μηχανικά της μάτια προσπαθώντας να εξομολογηθώ μια εσωστρεφή περιπέτεια.
Τα βυζιά της φαίνονταν μεγάλα, η Μάρζω γέλασε όταν της το είπα, ωστόσο ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα βυζιά… Οι φωνές τους αναμιγνύονταν απόμακρα κι ουδέτερα πίσω από την μουσική φλόγα κι ο Μπαρίζ κάπου θα πλακώνονταν με τους ναύτες το ξημέρωμα. Η Ρους κοιμόταν ατενίζοντας μια φωλιά γαλάζιων πουλιών κι ο μικρός μου εαυτός ο Γκίζο Βένα, αδιάλλακτος, στοργικός μετεωρίτης ονειρεύονταν μια μικρή ανθισμένη αυλή με τα ξωτικά της. Τα βράδια εγώ κι ο Μικαέλ Ρίβα ταξιδεύαμε εκεί που ο νους σας δεν θα χωρέσει πριν κλείσουν τα βλέφαρα. Η μάνα Φίντα ξάπλωνε ανακουφισμένη δίπλα στον πατέρα κι ο παππούς τραγουδούσε ανάμεσα σε ροχαλητά  την περασμένη νιότη του μέσα από τραγούδια ανόητων πολέμων που ποτέ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Τότε ούτε κι εγώ καταλάβαινα, μα αργότερα έμαθα να τον αγαπώ ακόμη πιο πολύ γι’ αυτό, καθώς τώρα πια ξέρω πως όποιος γνωρίζει την ειρήνη, ποτέ δεν θα καταλάβει έναν πόλεμο. Μεγαλώνοντας άκουγα τα μανιφέστα των γύρω με προσοχή, όλοι έμοιαζαν να καταλαβαίνουν κάτι, όλοι έμοιαζαν να έχουν κάποιο τρόπο  ή λόγο εξήγησης για την καταστολή της ίδιας της ύπαρξής τους, όλοι έμοιαζαν να ποθούν τον διαπληκτισμό πιστεύοντας κατάβαθα πως θα απόφευγαν έτσι και την πλήξη.
Στα νοσταλγικά σούρουπα στο κτήμα ζουλούσαμε σταφύλια με τα εφηβικά ούλα μας και πνίγαμε ερωτικούς καημούς με φθηνά τσιγάρα αργότερα κι η νοσταλγία έμοιαζε ακριβή. Όταν πια ήμουν φοιτητής εκατομμύρια τσιτάτα και μανιφέστα τραβούσαν τα πόδια μου από τον μεσημεριανό ήλιο, πρόσωπα ηλεκτρονικά, κοστούμια , πούδρες κι ανάκατα συναισθήματα μου ζητούσαν να προσευχηθώ στον θεό των μέσων μαζικής αποχαύνωσης και να γελάσω τόσο δυνατά που να πίσω κι άλλους ή τουλάχιστον να τους βοηθήσω να φανταστούν πως έχριζα ψυχικής βοήθειας  έτσι για να με προσπεράσουν αναίμακτα κι η επανάσταση μου να’ ναι μια στιγμή αδυναμίας έναντι στη δύναμη των πολλών.
Όμορφα λόγια, τα λόγια τους ήταν τόσο όμορφα, προσεγμένα, αδίστακτα μα καθόλου παραστατικά, τα λόγια τους μιλούσαν σε όμορφα κέντρα, στολισμένα με τα ακριβότερα λουλούδια, λικέρ και σκάνδαλα, τα λόγια τους κέρδιζαν άριστα στους ελέγχους και φτωχές κονσερβοποιημένες σελίδες σε μεταπτυχιακά, τα λόγια τους σαν φωτεινές ρεκλάμες παρήλαυναν  προκλητικά και ανενόχλητα, άδια και γκρίζα, σμιλεύοντας το τώρα ολόιδιο με το χτες πατρονάροντας εισηγήσεις πως τάχα είχαν κάτω από τη γλώσσα κάτι νέο.
Τα άκουγα όλα με προσοχή, τον επαναστάτη του φαστ φούντ, τον αναρχικό που υποκλίνονταν στο κράτος, τον αντισεξιστή που «κάρφωνε» την γκόμενα, τον αντικαπιταλιστή που εκθείαζε τον καπιταλισμό με τις πράξεις του, τον χορτοφάγο που κρυφά μπούκωνε κεφτεδάκια, τον δικτάτορα που καμώνονταν τον αρχηγό, εκείνον που μισούσε την δική του φάρα, τον καθημερινό ρουφιάνο που πούλαγε την ρουφιανιά, εμένα που κορόιδευα τον εαυτό μου για την αποδοχή τους, εσένα που κορόιδευες εμένα γι’ αυτήν. Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει μια φράση που σαν έφηβος μισούσα. «άκου, βλέπε, σιώπα» κι ύστερα ρώταγα, τι θα γίνει άμα μιλήσω;  Τι θα συμβεί αν αντισταθώ; Κι όλοι μου απάντησαν, «ποιος θαρρείς πως είσαι;» Κι εγώ φοβήθηκα τον τόνο της φωνής τους κι εγώ, λυπάμαι που σας το λέω, μα τους πίστεψα.
Έμαθα να μη μιλώ, έβρισκα τρόπους να πνίγω την φωνή μου όταν δεν ήταν ταιριαστή, έμαθα τρόπους να καμώνομαι τον αφελή για να γλιτώσω μια άνιση ή μια άχρηστη μάχη. Κι ύστερα έγραψα τις σκέψεις μου μήπως κι ακούσω την φωνή μου κι όταν την άκουσα, ένας μικρός εκδοτικός οίκος δούλεψε κάτω από τη γλώσσα μου και τύπωσε κρυφά από μένα «το εγχειρίδιο του δειλού».
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: δεν πρέπει
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: δεν μπορείς
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: δεν θα το κάνεις;
Ερώτηση: γιατί;
Απάντηση: γιατί στο λέμε
-ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: να φοβάσαι
Ερώτηση : τι;
Απάντηση: αυτό που σου λέμε
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: υπάκουσε
Ερώτηση : γιατί;
Απάντηση: γιατί φοβάσαι.

Έμεινα μέρες κλεισμένος στο δωμάτιο, μια κουζίνα κι ένας καναπές, ένας βαριεστημένος συγκάτοικος που αναζητούσε την συμφωνία μου για να εδραιώσει τις επιλογές που είχε ήδη κάνει στο μυαλό του, ένας κύκλος που γύριζε και μου προκαλούσε ζάλη, μια στιγμή που γινόταν η ζωή μου εδώ και μήνες, ίσως και χρόνια, μια επιβεβαίωση πως η επιθυμία δεν ήταν μια αποκλίνουσα μορφή της τρελής μας φαντασίας, μια επιβεβαίωση, ένα χαρτί, μια σφραγίδα πως ήμασταν λογικοί, πως υπήρξαμε δίκαιοι, μια επιβεβαίωση στο τυραννισμένο παιδί πως επιτέλους έπραξε με τους κανόνες και τώρα θα εισέπραττε την αμοιβή.
Μα όσο άκουγα, όσο πρόσεχα, έμαθα να αναγνωρίζω πως η αμοιβή δεν ήταν παρά ένας παραφρασμένος μύθος, μια ανταλλαγή ευθύνης, μια γονική αποδοχή όπου ο γονιός φορούσε μια παγωμένη γελαστή συστημική μάσκα κι άψυχα γέμιζε με τα χρώματα της ευτυχίας καθώς αρνιόμασταν την δική μας και υπογράφαμε την συνέχεια της μιζέριας που είχαν κι εκείνοι υπογράψει κάποτε.
Όταν αποφάσισα να μιλήσω, ήμουν πια άρρωστος, το ψέμα μαγείρευε τα κύτταρά μου σαν δεύτερος εαυτός κι ο φόβος μου’ χε στερήσει την καλύτερη ύπαρξή μου. Τα τόσα αφεντικά είχαν περιπλέξει πια την αίσθηση της πραγματικότητας κι εγώ ποθούσα μονάχα να ησυχάσω. Θυμάμαι τη μυρωδιά από τη φρέσκια ρίγανη που φύτρωνε σ’ εκείνη την μισοπεθαμένη ελιά στο κτήμα κι ίσως να με κατηγορήσετε για βουκολισμό, γραφικότητα ή ιλιγγιώδη κι άχρηστο ρομαντισμό όμως αυτή ήταν η πιο ελεύθερη στιγμή μου, στις νύχτες που ονειρεύτηκα παρέα με τον αδερφό μου κι η μόνη μου ανησυχία ήταν αν τα δέντρα ζωντανεύουν τη νύχτα και χορεύουν ξέφρενα σε ένα ρυθμό που κανείς δεν είχε την δυνατότητα να ακούσει.
Ύστερα μου φόρεσαν ένα όμορφο πέτσινο λουρί, από δέρμα σαν το δικό μου, μου είπαν τι να κάνω και πως κι εγώ υπάκουσα γιατί τόσοι είχαν υπακούσει, ύστερα, μου έδωσαν ένα όνομα και πέρασαν στο δέρμα μου ένα πομπό για να ξέρουν κάθε κίνησή μου, με στείρωσαν για να αποφύγουν τάχα τα ορφανά και τώρα με ταΐζουν δυο φορές τη μέρα. Κι αν κάποτε μ’ ακούσατε να λέω πως φοβάμαι τα σκυλιά είναι γιατί όταν κοίταξα στον καθρέφτη ύστερα από την αναμόρφωσή μου, περπατούσα στα τέσσερα και γρύλιζα γιατί αυτό ήταν το τίμημα της σιωπής μου, να ακούω τις φωνές των ομοίων μου και να μην τις αναγνωρίζω, να ακούω τη φωνή του αδερφού μου και να ζητάω βοήθεια γιατί ποτέ  δεν πρόσεξα πως μου ζητούσε βοήθεια εκείνος. Να βλέπω τα μυτερά τους δόντια και να τρέμω γιατί η αλήθεια μου έμοιαζε πια με επιδόρπιο της λέσχης, κρύα και ζελεδιασμένη κι η ελευθερία τους με τρόμαζε.
Εκείνο το βράδυ κούρνιασα ανακουφισμένος στην αγκαλιά του δυνάστη μου κι ένιωθα ευτυχία στα ασφυχτικά του χέρια μέχρι που γύρισα το πρόσωπο κι είδα στο πρόσωπό του το δικό μου, κι είδα στο πρόσωπό του τα δικά σας πρόσωπα. Μα ακόμη και τότε δεν μίλησα. Του δάγκωσα τα τρυφερά του χέρια κι έφυγα τρέχοντας, ψάχνοντας τους δικούς μου, μόνο που όταν τους αντίκρισα , με τρόμαζαν πιο πολύ και δεν μπορούσα να καταλάβω τις φωνές τους.
Το πρωί μάζεψαν τα χίλια μου κομμάτια από την άσφαλτο, κάποιος είπε πως ένας οδηγός πάτησε ένα ηλίθιο σκύλο, κι οι δυνάστες μου έκλαψαν μα οι δικοί μου δεν έχυσαν κανένα δάκρυ γιατί η φωνή μου ήταν πια ξένη γι’ αυτούς κι οι δικές τους ήταν ξένες για μένα. Ήμουν ο συγγενής που φόρεσε κολάρο κι υποτάχθηκε κι ήμουν το εκνευριστικό ζώο που γάβγιζε μέσα στη νύχτα, αλλά για μια στιγμή υπήρξα ο επαναστάτης κι έκανα την δική μου διαδρομή.  Δεν θυμάμαι πια τα χρόνια μου ως άνθρωπος, ούτε τα χρόνια μου ως σκύλος. Θυμάμαι μόνο τη μυρωδιά της άγριας ρίγανης και το μεσημεριανό ήλιο κι αυτή είναι η πιο ελεύθερη μου ανάμνηση. Η μόνη στιγμή που κυνήγησα το όνειρο ήταν η στιγμή που δεν το επιζητούσα και τότε δεν υπήρξα τίποτα από τα δυο, τότε ήμουν ελεύθερος, κανένα όνομα, κανένα είδος, κανένα πρόσωπο, καμιά λέξη, όλα μου τα εγώ , όλα μου τα εσείς, δυο φύλλα ρίγανη.
Κοιμήθηκα ήσυχος εκείνο το βράδυ με μόνη μου απορία, σαν τι θα ξυπνούσα το πρωί, ποιο όνομα τάχα θα έπρεπε να παλέψω, ποιόν εαυτό θα έπρεπε να αρνηθώ, ποιος εαυτός θα είχε τη φωνή που πια δε θα σιωπούσε.