Friday, February 15, 2019


"Ο κύριος  άτυχος "

της Χριστίνας Κοντούλη






Ο κύριος άτυχος φορούσε πάντα καφέ παπούτσια με κορδόνια που έφταναν την έκταση των χεριών του στην ανάταση. Στα μάτια του είχε ένα ζευγάρι τριανταφυλλί γυαλιά ηλίου και γύριζε από σπίτι σε σπίτι πουλώντας εγκυκλοπαίδειες για τραίνα. Ήταν κρίμα θα έλεγε κανείς πως ποτέ δεν είχε κάνει ένα ταξίδι μακρύτερα από την μικρή γειτονιά του. Όμως κάθε φορά που αποφάσιζε να φύγει κάποιο παράδοξο γεγονός του στοίχιζε ακόμη ένα αχρησιμοποίητο εισιτήριο και λίγο βάρος στη διάθεσή του. Σκέφτονταν μερικές φορές πως θα ήταν μέσα στο μικρό βαγονάκι, έχοντας κατεβάσει το παράθυρο για να χτυπάει ο αέρας το πρόσωπό του, καθώς θα άπλωνε τα πόδια του ευχαριστημένος στο απέναντι κάθισμα. Δίπλα του η γυάλα με το χρυσόψαρό του, τον Φέλιξ θα ήταν στερεωμένη στο παλιό σακάκι του και το νερό της θα τρεμούλιαζε πότε
άγρια πότε απαλά ανάλογα με την πορεία τους.
 Ο κύριος Φέλιξ Λεβί, όπως ήταν και το δικό του όνομα, δεν είχε φύγει ποτέ από την πόλη. Πάντοτε λαχταρούσε να δει όλα εκείνα τα μέρη που είχε μάθει στο σχολείο, να γευτεί τους ξενικούς καρπούς και να πιεί μια τεκίλα φραγκοστάφυλο πλάι σε μια ευγενική συντροφιά μιλώντας όχι πια για όνειρα μα για την πολυτάραχη ζωή του. Οι συγγραφείς και οι ζωγράφοι θα των ενημέρωναν για τις τελευταίες εξελίξεις στον κόσμο της τέχνης ενώ οι ηθοποιοί θα πόζαραν με στόμφο και αυταρέσκεια μπροστά στο ειδυλλιακό τοπίο κρατώντας στα χέρια τους τα αυριανά αριστουργήματα που ακόμη δεν είχαν γραφτεί. Το βράδυ θα πήγαινε σε κάποιο τοπικό μπαρ όπου θα τους εντυπωσίαζε όλους με τις άψογες δεξιοτεχνικές του κινήσεις πάνω στα πλήκτρα του παλιού του ακορντεόν. Δεν θα χρειάζονταν πια την βαλίτσα με τις εγκυκλοπαίδειες γιατί θα γέμιζε τα χέρια του με άγριες, ελεύθερες νότες.
Ο κύριος Φέλιξ Λεβί έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι. Ξάφνου ένα ηλίθιο παραθρεμένο περιστέρι πέταξε πάνω από το φρεσκολουσμένο του κεφάλι και μια χοντρή κουτσουλιά μαρκάρισε το ανυποψίαστο κρανίο του βγάζοντάς τον από τα όνειρά του. Γρήγορα έτρεξε στο μπάνιο. Η κουτσουλιά είχε κιόλας διασχίσει το μέτωπό του κάνοντάς τον να
μοιάζει με ξεβαμμένο κλόουν. Πάντα ευγενής και οπτιμιστής κύριος Φέλιξ σκούπισε την "εικαστική παρέμβαση" του περιστεριού από το πρόσωπό του και φόρεσε το πουκάμισό που είχε αφήσει να στεγνώνει από την χτεσινή βροχή.
-"Τι να γίνει.." είπε χαμογελαστά κι ετοιμάστηκε για την δουλειά του.
Κάθε πρωί περνούσε από τον σταθμό των τραίνων σιδερένιες ρόδες τους ηχούσαν σαν τη γλυκύτερη μουσική στα αυτιά του καθώς απομακρύνονταν αφήνοντας πίσω πολύχρωμα ρούχα, χαρούμενα ή νευρικά πρόσωπα, λογιών λογιών λέξεις και φράσεις που απλώνονταν
σε όλη την έκταση του σταθμού πλημμυρίζοντας τον αέρα με κάτι από εξωτικό πανηγύρι. Ύστερα οι "διασκεδαστές" του απομακρύνονταν σιγά σιγά κι έμενε πάλι μόνος.
-"Μια μέρα θα τα καταφέρω" σκέφτηκε, "όμως γιατί να μην είναι σήμερα αυτή η μέρα;"
συνέχισε και έχωσε το χέρι του βαθιά στην τσέπη. Δυστυχώς το μόνο που υπήρχε εκεί ήταν ένα λιωμένο μπισκότο, μια καραμέλα βουτύρου, ένα μεταναστευτικό κουμπί άγνωστης προελεύσεως και μερικά ψηλά που δεν έφταναν παρά για ένα πακέτο τσιγάρα από τα μικρά. Απογοητευμένος ο κύριος Φέλιξ ξεφύσησε ξανά και συνέχισε τον δρόμο του.
-"Τι να γίνει.."
Θα ήταν μεσημέρι όταν ο φίλος μας πήρε το δρόμο του γυρισμού. Οι σκονισμένες εγκυκλοπαίδειες του είχαν κερδίσει άλλη μια μέρα φαγητού κι ίσως μια φθηνή μπύρα. Ξάφνου ένα χαρτί κόλλησε στο παπούτσι του. Τα χρώματά του του τράβηξαν την προσοχή ."αύριο κληρώνει" αναγράφονταν στο μπροστινό μέρος με χοντρά γράμματα. Ωστόσο ο
κύριος Φέλιξ δεν έδωσε σημασία. Προχώρησε μερικά τετράγωνα ως που το χαρτί ξεκόλλησε από την σόλα του. Στάθηκε για ένα λεπτό να ξεκουμπώσει το σακάκι του. Έκανε ζέστη. Μπροστά του, στην βιτρίνα ενός ταξιδιωτικού γραφείου στέκονταν το όνειρο, μερικές διαφημιστικές αφίσες προορισμών φλέρταραν μαζί του επιδυκνείοντας τα κάλλη τους, καλώντας τον σε μέρη εξωτικά, είδη αν τέντωνε τα αυτιά του μπορούσε να ακούσει τις ισπανικές κιθάρες, να μυρίσει τα μπαχαρικά στις αγορές της Αλεξάνδρειας και να γευτεί το τσάι του στις γειτονιές της Πόλης ,ο αέρας στα Χάιλαντς ήταν παγωμένος τέτοια εποχή, τα πόδια του βούλιαζαν στα σοκάκια του Εδιμβούργου και τα ψηλά κάστρα περίμεναν να του φανερώσουν τα μυστικά τους περάσματα.
Ξάφνου ένα χαριτωμένο χέρι ανασκάλεψε τις ονειροπολήσεις του. Μια χαμογελαστή κυρία με κόκκινο φουστάνι του έγνεψε μέσα από το τζάμι.
Ο κύριος Φέλιξ σήκωσε το χέρι του μα πριν προλάβει καλά καλά να επιστρέψει τον χαιρετισμό ένα αμάξι πέρασε δίπλα του και τον γέμισε με τα απομεινάρια της χτεσινής καταιγίδας. Όταν γύρισε το κεφάλι του
το όνειρο στο τζάμι είχε γεμίσει λάσπες και η χαμογελαστή κυρία είχε εξαφανιστεί.
-"Τι να γίνει...¨ είπε και συνέχισε τον δρόμο του.
Όταν έφτασε σπίτι κρέμασε το χαμόγελό του στην κρεμάστρα κι έβγαλε το σακάκι του. Ο Φέλιξ τον περίμενε μέσα στην ατάραχη γυάλα του, εξερευνώντας ξανά και ξανά το μικροσκοπικό κλουβί της μνήμης του, μέσα στο χρυσαφένιο μυαλό του σίγουρα η έκσταση  ήταν σταθερή αφού κάθε τρία λεπτά αντίκριζε το άγνωστο. Η καρδιά του θα χτυπούσε
κάθε συνεχώς από τη γλυκιά αγωνία της ανακάλυψης αφού μπορεί η σκέψη του να χάνονταν τόσο γρήγορα όμως οι χτύποι του ήταν είδη έτοιμοι να δεχτούν την περιπέτεια.
-"Τι παράξενο συλλογίστηκε" ο κύριος Λεβί, "να έχεις μόλις δει τον κόσμο και να το ξεχνάς όμως η καρδιά να έχει τη δική της μνήμη".
-"3, 12, 22 , 7, 15..." Ο πρώτος αριθμός του λαχείου, "επαναλαμβάνω..." ο κύριος
Λεβί άπλωσε τον αφρό στο πρόσωπό του και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου σφυρίζοντας ένα σκοπό που είχε ακούσει μικρός στα γενέθλια της Σάλι Μπέρκμαν.
Η κυρία Λόλα Μακφάρλαντ αγαπούσε τις μεσημεριανές ώρες, άπλωσε τα τρυφερά χεράκια της και τραβώντας τις τελευταίες πινελιές στο έργο της βγήκε να καπνίσει στο μπαλκόνι. Η δουλειά την είχε κουράσει σήμερα, θα'θελε τόσο να βρίσκονταν στο πατρικό της σπίτι, χωμένη στα απαλά σεντόνια που μύριζαν απορρυπαντικό λεμονιού. Η μαμά της
έφτιαχνε πάντοτε τάρτα λεμόνι τα καλοκαίρια... Είχε συνδυάσει την απαλή μυρωδιά, την άγρια γεύση με μια ήρεμη παιδική ανάμνηση. Σαν την ύστατη δοξαριά του ακριβότερου βιολιού της ορχήστρας, στέκονταν στον αέρα διασχίζοντας την τεντωμένη σιωπή ακόμη κι όταν το κονσέρτο είχε τελειώσει. Ξάφνου από το απέναντι παράθυρο
αναδύθηκε μια απαλή νότα της αγαπημένης της μελωδίας. Η κυρία Λόλα άπλωσε το χέρι να χαιρετήσει μα ο κύριος Λεβί είχε κιόλας κλείσει το μπουκαλάκι με την κολόνια. Τι παράξενο που τον έβλεπε για δεύτερη φορά σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια. Τον θυμόταν νέο. Είχε περάσει καιρός πια, τα α μαλλιά του αραίωσαν και θάμπωσαν και το
πρόσωπό του είχε σκαφτεί από βαθιές ρυτίδες όμως διατηρούσε πάντα την ίδια ευγενική όψη. Η κυρία Λόλα έτρεξε γρήγορα στην κρεβατοκάμαρά της κι αφήνοντας τα μαλλιά της να πέσουν λυτά στους ώμους της, τράβηξε ένα φουστάνι από την ντουλάπα. Το φόρεσε γρήγορα κι ετοιμάστηκε να βγει. Ένα ξαφνικό τηλεφώνημα όμως έκοψε τα σχέδιά της. Ο κύριος Λεβί κάθισε στο μπαλκόνι. Πήρε στα χέρια του τη σκούρα βαλίτσα κι έβγαλε από μέσα το ακορντεόν.
Η γειτονιά σιώπησε. Το ακορντεόν με τις πράσινες γιρλάντες ζητούσε την ακρόαση του κοινού. O κύριος Φέλιξ ήταν ένας καθημερινός άνθρωπος, δεν είχε τίποτα ιδιαίτερο ή αξιοπρόσεχτο, εύκολα τον μπέρδευες με κάποιον άλλο όμως όταν κρατούσε το ακορντεόν, το καλοκαίρι σταματούσε στο μπαλκόνι του και κάθονταν ανάμεσα στους ατροφικούς του πανσέδες, με ματωμένα γόνατα και ιδρωμένο μπλουζάκι, με το παγωτό να τρέχει στα δάχτυλα δίχως να το αγγίζει η γλώσσα και μάτια εκστατικά όπως του εφήβου, το καλοκαίρι φορούσε το πρόσωπο των σκονισμένων φωτογραφιών από τα παιδικά του χρόνια  κι ανέσυρε μέσα από το ασπρόμαυρο σκηνικό εκείνο το ριγέ μπλουζάκι τόσο του άρεσε. Ντύνονταν όλο εκείνον, τόσο που όποιος περνούσε εκείνη την ώρα από την γειτονιά, δεν ήξερε πως να μιλήσει για την εποχή και την φώναζε με το όνομα του κύριου Λεβί. Ο κόσμος ντύνονταν από Φέλιξ. Οι ρυτίδες του έσβηναν και τα μαλλιά του ξανάβρισκαν το νεανικό τους χρώμα, η πλάτη του ίσιωνε και τα δάχτυλά του έτρεχαν σαν καστανά άλογα σε μια ευλαβική κούρσα προς το άγνωστο. Ο κύριος Φέλιξ κατείχε το μυστικό της νεότητας και το φιλούσε ανάμεσα σε σκονισμένα πλήκτρα και σκούρα κουμπιά. Για λίγο ο χρόνος σταματούσε σ'εκείνη τη γειτονιά της Μονμάρτης κι ο Ντόριαν Γκρέυ σφάδαζε μέσα από τις σελίδες του ζηλεύοντας που δεν μπόρεσε να βρει το μυστικό.
Ύστερα ο κύριος Λεβί έκλεινε πάλι το ακορντεόν στη βαλίτσα και το καλοκαίρι ξανάβρισκε το όνομά του .Η κυρία Λόλα άπλωσε και πάλι το χέρι της σαστισμένη. Έκανε να φωνάξει το όνομά του όμως η ζέστη της μπούκωνε το λάρυγγα, αφήνοντας μονάχα έναν αναστεναγμό. Ο κύριος Λεβί γύρισε παραξενεμένος, πρώτη φορά άκουγε κάποια αντίδραση στη μουσική του... ή μάλλον όχι ,δε ήταν η πρώτη φορά, κάποτε, όταν ήταν νέος θυμόταν να είχε ακούσει έναν τέτοιο αναστεναγμό. Έκανε να γυρίσει τους ώμους του όμως σκούντηξε το τραπεζάκι κι έχυσε όλη την κούπα με τον καφέ πάνω του.
-"Τι να γίνει.." συλλογίστηκε χαμογελαστά και σηκώθηκε να φέρει μια πετσέτα.
Όμως η μαγική του φράση δεν ήταν πια και τόσο μαγική, κάτι είχε καθίσει στο κορμί του σαν πυρετός κι έκαιγε λίγο λίγο τις άκρες της."Τι να γίνει..”.Ο κύριος Φέλιξ έτρεξε στο παράθυρο, ήθελε να ξανακούσει αυτόν το αναστεναγμό, τα μάτια του καρφώθηκαν στον έξω κόσμο, ένιωθε τη γυάλα να σπάει. Το σούρουπο χόρευε στα γέλια των περαστικών και τις παλιές κεραίες στις ταράτσες, οι λάμπες του δρόμου είχαν ανάψει και στο απέναντι μπαλκόνι μια κυρία τάιζε την γάτα της φορώντας μια ημιδιάφανη γαλάζια ρόμπα. Ο κύριος Φέλιξ σήκωσε το χέρι του μα
ξαφνικά μια πολύχρωμη διαφήμιση προσγειώθηκε στο πρόσωπό του.
-"3,12,22,7,15... επαναλαμβάνω, ο τυχερός μας ακόμη δεν έχει βρεθεί..."
Ο κύριος Φέλιξ άλλαξε το σταθμό. Τώρα ένα βαλς απλώνονταν χρωματίζοντας πορτοκαλί του τοίχους του σπιτιού του καθώς το φως της λάμπας είχε αποφασίσει να σκηνογραφήσει το σκηνικό μέχρι την τελευταία γωνία των τοίχων. Έσφιξε στα χέρια του το διαφημιστικό φυλλάδιο καθώς η Πράγα τσαλακώνονταν ανάμεσα στα δάχτυλά του και τέντωσε το αυτί του να ακούσει.
Η κυρία με την γαλάζια ρόμπα τραγουδούσε ένα τραγούδι που ήξερε καλά. Εκείνο το βράδυ έμοιαζε με όλα τα άλλα, παρέες ξεπηδούσαν στους δρόμους χαχανίζοντας, πειράγματα και φθηνές μπύρες έστηναν το σκηνικό του, οι μαθήτριες σχολούσαν σε λίγο από το φροντιστήριο κι οι μαγαζάτορες έκλειναν βιαστικά τα ρολά χώνοντας το χέρι στην τσέπη με νωχελικά πρόσωπα, αγχωμένοι υπάλληλοι μιλούσαν στο τηλέφωνο
κλείνοντας σοβαρές δουλειές και ραντεβού κι οι γέροι μονοπωλούσαν το καφενείο από κάτω. Όμως ήξερε εκείνο το τραγούδι κι η σκηνή είχε κιόλας στηθεί .Ο κύριος Φέλιξ άνοιξε την βαλιτσούλα του και παίρνοντας στα χέρια του το ακορντεόν έγνεψε στη δική του γλώσσα. Η κυρία Λόλα σήκωσε το βλέμμα της ανοιγοκλείνοντας τα χείλια. Για πρώτη φορά συναντήθηκαν. Ένα άρωμα λεμονιού χώθηκε επιτακτικά στις
μύτες και η μουσική πλημμύρισε τη σκηνή. Οι περαστικοί σήκωσαν τα μάτια προς τα πάνω και το καλοκαίρι έχασε το όνομά του για τα καλά.
Όταν σταμάτησε η μουσική ήταν είδη τρεις το ξημέρωμα. Ο δάσκαλος έκλεισε το ράδιο και πήγε να κοιμηθεί. Η Σιμόν κοιμόταν ήσυχα στο κρεβάτι, είχε τρεις βδομάδες ακόμη προθεσμία να παραδώσει τον πίνακα. Τράβηξε το σεντόνι από το πρόσωπό της και την φίλησε, έπειτα έβγαλε τα ρούχα του κι αφού ξάπλωσε δίπλα της έκλεισε τα μάτια. Αύριο
άνοιγαν τα σχολεία κι αυτή η ζέστη ήταν βασανιστική. Το μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν αυτή η σπασμένη γυάλα στο δρόμο κι εκείνη η χαζή γάτα που αντί να φάει το ψάρι, το κράταγε αγκαλιά. Καθώς τα μάτια του έκλειναν από τη νύστα, το μόνο που είχε μείνει στο μυαλό του ήταν εκείνο το βαλσάκι, ο ήχος του ακορντεόν και πως θα ήταν αν δεν ήταν άνθρωπος, πόσο ξένοιαστη θα ήταν η ζωή του αν ήταν κάποιο ζώο. Κι ύστερα, τι περίεργη εικόνα! Αυτό το ψάρι θα πρέπει να ήταν πολύ τυχερό, να βρεθεί στην αγκαλιά μιας γάτας που δεν ήθελε να το φάει..Μα να το κρατάει με τόση στοργή.
-Ελπίζω η γαμημένη να βγάλει το σκασμό γιατί νυστάζω.
Είπε κι αποκοιμήθηκε καθώς η γάτα τραγουδούσε αυτό το παράξενο νιαούρισμα. Έμοιαζε λίγο με το τραγούδι του ραδιοφώνου.
-"3,12,22,7,15..., αύριο μπορεί να σταθώ τυχερός όπως αυτό το χαζοψάρι, θα΄πρεπε να το λένε Φέλιξ το ηλίθιο..αλλά τι ξέρει αυτό, αν ήταν άνθρωπος θα είχε σίγουρα κερδίσει το λαχείο!"

No comments:

Post a Comment