Tuesday, September 29, 2020

 

Οι εκ γενετής νεκροί και το ένα

 

Της Χριστίνας Κοντούλη


 

  

 

-Βαρέθηκα Σιμόν, βαρέθηκα

-Θέλω να σταθείς στα πόδια σου

-Εύκολο νομίζει μου ’ναι;

-Όχι, θέλω όμως να μάθω να μου πεις

-Σιμόν, γεννήθηκα λίγος, ή πολύς δε  ξέρω, αλήθεια κουράζομαι. Μέσα σαυτό το κεφάλι τόσα γιατί, κι ούτε μία, τόσο δα απάντηση..

 

 

 

 

 

Ανοίγει η αυλαία, τα χέρια της σαν προέκταση των καλωδίων πίσω από τα παρασκήνια τεντώνονται στον αέρα φωνάζοντας καθώς η φωνή μικραίνει, απομακρύνεται, λιγοστεύει και τελικά χάνετε.

Δεν μάθαμε να περπατάμε, μόνοι μας, μόνοι μας ήταν πάντοτε αδύνατο, περπατούσαμε πάντα πάνω στα χνάρια των άλλων, στα βήματα που ήδη κάποιος άλλος άφηνε πίσω του, σηκωνόμασταν τινάζοντας λίγο το περίγραμμά μας κι ύστερα βιαστικά και προσεκτικά βάζαμε το ένα πόδι σε κάποιο σκονισμένο καρέ και μπαίναμε μέσα.

Το παλιό θέατρο ανακαινισμένο από τις διάφορες πολεμικές απόψεις τις εποχής μας περιβάλει σαν αγριεμένη μήτρα. Στα σπλάχνα της πονεμένης λύκαινας ξεφυσούσαμε όλοι μαζί κάρβουνο, απελπισία και μια ανεξήγητη τρέλα. Απόψε δεν ήταν η σειρά της, δεν ξέρω τι την έκανε να σηκωθεί.. ίσως έφταιγε που είχε μάθει στα μπουλούκια κι έτσι οι γνώσεις τις ήταν ελλιπείς για το πως λειτουργεί μια παράσταση, ίσως πάλι ακριβώς επειδή έμαθε στα μπουλούκια να μην την ενδιέφεραν καθόλου οι κανόνες μας κι αυτή να μην ήταν μια πράξη άγνοιας ή κακοτροπιάς μα μια πράξη αλήθειας. Ίσως ακόμη να έφταιγε που δεν τρώγαμε πρωινό τον τελευταίο καιρό και να είχε αρχίσει να τα χάνει από την πείνα.

Η Αλίκη στη χώρα των γευμάτων, αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της παράστασης. 3 και τέταρτο δίναμε αίμα, έπειτα περνούσαν οι γιατροί και κοίταζαν τα μάτια μας, στις 5 μάζευαν τους απείθαρχους και στις έξι τους έφερναν να δουν μια τελευταία φορά να ανοίγει η αυλαία. Έπειτα τους απομάκρυναν συνοπτικά κι εμείς μέναμε μόνοι ακούγοντας καλλίγραμμα βαλσάκια στο μεσοδιάστημα του ταΐσματος. Κι έπειτα πάλι για ύπνο. Άλλη μια σκληρή μέρα είχε περάσει ή μήπως ήταν μια ώρα;

Ο ύπνος δεν ήταν εύκολος, άλλοι έπαιρναν χάπια για να κοιμηθούν, άλλοι χτύπαγαν ρυθμικά τα δάχτυλα στα σανίδια των παρασκηνίων, άλλοι κρυφά αγκάλιαζαν κάτι ή κάποιον κι άλλοι έμεναν ξάγρυπνοι γιατί φοβόταν και δεν ήταν σίγουροι πια αν ξύπναγαν ή αν κοιμόταν με τον εφιάλτη.

Ο πομπός μετέδιδε τα ψέματα όσο εύκολα μετέδιδε τα βήματα του βαλς και τα πόδια χόρευαν ασυναίσθητα πια, απογυμνωμένα από την ευχαρίστηση, παραδομένα στο σίγουρο πάτημα, βαριεστημένα.

Δυο περιστέρια το ένα πίσω από το άλλο ακολουθούσαν την μουσική πάνω στο χοντρό σύρμα που χώριζε τον ουρανό από το κτήριο. Ήταν ευχάριστο που και που να βλέπεις και κάτι που είχε άγνοια κινδύνου μα ακόμα κι αυτή η εικόνα όταν γίνονταν συχνά άρχιζε να διαστρεβλώνεται παράξενα και τα αθώα περιστέρια να μοιάζουν πια με ρουφιάνους έτοιμους να χέσουν από ψηλά και να καταδείξουν τον επόμενο. Ήταν κυριολεκτικά οι καταδότες του κώλου.

Τα Σαββατοκύριακα είχαμε ρεπό. Τότε κατεβαίναμε στους δρόμους μόνοι ολομόναχοι, με συντροφιά τα ξένα βήματα των αγνώστων και χορεύαμε πια πάνω σε αόρατες πατημασιές που χορογραφημένες κι εκείνες οδηγούσαν για άλλη μια φορά στη Δευτέρα.

Στους δρόμους λαμπερά φωτάκια και συνεχόμενες μουσικές από τα μεγάφωνα  έμοιαζαν να χλευάζουν τη γκρίζα ανθρώπινη μάζα που περνούσε από κάτω.

«Μόνοι, θα είστε πάντα μόνοι, δεν κάνει ούτε καν να κοιτάζεστε, θα πρέπει να προχωράτε μακριά ο ένας από τον άλλο, μην αγγίζεστε, μην ανοίγετε καν το στόμα, προς το παρόν μπορείτε να αναπνέετε, μην το παρακάνετε όμως»,

έλεγαν και ξαναέλεγαν, τώρα με ακόμη πιο χρωματιστές διαφημίσεις, τόσο ψεύτικα κι άσχημα χρωματιστές που αν είχες συνηθίσει στο γκρίζο σε ζάλιζαν κι έφευγες ακόμη πιο γρήγορα για τη δουλειά. Ααα ναι στη δουλειά δεν υπήρχε πρόβλημα, εκεί δεν ήταν κακό η συναναστροφή -με εγκράτεια φυσικά- αλλά, εκεί μπορούσες να κοιτάξεις, να μιλήσεις, αν χρειάζονταν και να ακουμπήσεις.  Μπορούσες και να πεθαίνεις, βέβαια μόνο όταν αυτό εξυπηρετούσε το σύστημα, όταν δεν αποτελούσες πια εκμεταλλεύσιμη ύλη.

Ο άνθρωπος βλέπεται είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τα πάντα κι έτσι δεν ήταν τόσο δύσκολο να εκμεταλλευτεί και τον άνθρωπο, κι ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτείς κάποιον είναι η απομόνωση, η αποξένωση…. η μοναξιά δημιουργούσε πάντοτε εύκολη λεία. Κι ύστερα τσακισμένος καθώς ήσουν τότε, ήσουν έτοιμος να δουλέψεις και με πόση χαρά θα έκανες αυτή τη δουλειά, ό,τι και να ήταν, αρκούσε που δεν ήσουν για λίγο μόνος κι έτσι δεν έφερνες αντίρρηση, καμιά αντίρρηση, καμιά σκέψη. Κάθε φορά ανάμενα την ώρα της αυλαίας με απίστευτη προσμονή, σαν το παιδί που περιμένει το γλυκό να πέσει για ύπνο. Μόλις άνοιγε τούτη η σκοροφαγωμένη κουρτίνα, το μισογκρεμισμένο θέατρο μεταμορφώνονταν σε υπέρλαμπρο ναό και πως δεν θα ήταν, αφού όλοι, εκεί κάναμε στα αλήθεια τις προσευχές μας.

Κι όταν έλεγε το σενάριο πως πρέπει να αγκαλιαστούμε τότε να δεις, πόση η χαρά, πόση η αγκαλιά, πόση αγάπη, όταν έπρεπε να ξεκολλήσουμε αναμεταξύ μας τότε ήταν δε, που πραγματικά πονούσαμε λες και ξεσκίζονταν ένα κομμάτι από το κορμί μας. Πάνω στη σκηνή, όταν άναβαν τα φώτα, δεν ήμουν, δεν ήσουν, δεν ήταν, είμασταν το κορμί. Ένα, ένα τεράστιο πλατωνικό ανθρωποειδές ,εμπλουτισμένο στις μέρες μας, με περισσότερα χέρια και πόδια, με δεκάδες δάχτυλα και μάτια, και χιλιάδες τρίχες μαλλιών και άπειρα στόματα. Το κορμί ήταν η τροφή μας, η λογική μας, η ψυχραιμία, το θάρρος μας, το κορμί ήταν τα όνειρά μας.

Σιγά σιγά όμως κι ενώ περνούσε ο καιρός το κορμί θέριευε και μεγάλωνε, το κορμί ένιωθε, ζητούσε κι έτσι το κορμί κοίταξε γύρω του και είδε αυτή τη φορά πίσω από τα φώτα…. Μια μέρα είχαν φέρει άλλο ένα τσούρμο απείθαρχους. Ρίξαμε μια ματιά όπως πάντα πίσω από την κουρτίνα όταν ακόμη τα φώτα της σκηνής δεν ήταν ανοιχτά, κάτι παράξενο υπήρχε στην εικόνα απέναντί μας, κάτι παράξενο πλανιόνταν και στον αέρα γύρω μας, το κορμί δεν ένιωθε καλά, κάτι έλειπε, κάποιος έλειπε… Κοιταχτήκαμε όλοι, σχεδόν λες κι είχαμε συνεννοηθεί, οι ματιές μας ανταλλάχτηκαν με τόση γρηγοράδα όπως θα περνούσε μια πληροφορία στο νευρικό σύστημα ενός οργανισμού. Το λάθος είχε εντοπιστεί. Ένας από εμάς καθόταν τώρα απέναντί μας, ένας από εμάς ήταν τώρα στη θέση του θεατή.

Για πρώτη φορά η συνείδηση δεν περιορίστηκε στο πέρασμα άλλης μιας μέρας, για πρώτη φορά δεν ένοιαζε κανέναν αν αυτή η μέρα θα τέλειωνε, αν θα συνεχίζονταν αύριο ή αν δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά. Αποφασίσαμε . Αυτή ίσως θα ήταν η τελευταία μέρα μα σίγουρα θα ήταν και η πρώτη.

 Ο φροντιστής άνοιξε την αυλαία αργά. Τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης φάνηκαν να δυσανασχετούν, δυο αλλαγές, σε λίγο έρχονταν η Τρίτη.

Οι απείθαρχοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, καθώς  προχωρούσαμε μπροστά στην σκηνή ένας ένας, όλοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, φωτιστές, καθαριστές, ταξιθέτες, όλοι όσοι κρύβονταν στο καβούκι των παρασκηνίων τώρα έβγαζαν όλοι μαζί το κεφάλι της χελώνας από το σώμα της. Το κορμί άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε, το κορμί άνοιξε τα μάτια του και είδε. Με ένα βλέμμα ρίξαμε το σύστημα, με ένα βήμα πετάξαμε το λάβαρο τους συστήματος από μέσα μας κι αφού ξεριζώσαμε τα γρανάζια τότε φυτέψαμε τη νάρκη και ετοιμαστήκαμε. Απλώσαμε τα χέρια μιας και πιάνοντας ο ένας του άλλου σφίξαμε με δύναμη, η νάρκη οπλίστηκε ήταν έτοιμη κι αυτή. Το κορμί κοίταξε το κοινό και θαύμασε, το κορμί κατάλαβε, την ατέλειωτη, την ανυπόφορη μέρα, ίδια, απαράλαχτη, επίπεδη, υποδουλωμένη, αυτή τη μέρα που ζούσε βδομάδες, μήνες, χρόνια τώρα κι αποφάσισε να γυρίσει τη κολλημένη σελίδα στο ημερολόγιο και να γνωρίσει την επόμενη μέρα.  Όλοι ξέρουμε όμως πως για να ξημερώσει πρέπει να έρθει πρώτα η νύχτα κι έτσι έσβησε το φως. Το κορμί δεν μπορούσε άλλο να κρατηθεί, όρμισε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε, το κορμί ερωτεύτηκε, το πλήθος ερωτεύτηκε κι εκείνο, το κορμί ξαναβρήκε το κομμάτι που έλειπε μα και κάτι παραπάνω, βρήκε ένα άλλο κορμί.

Η νάρκη εξερράγη.

Τίποτα δεν μπορούσε να μας κρατήσει πια μακριά, ούτε τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης, ούτε το σύστημα, ούτε καν οι εαυτοί μας,

Σπάσαμε τις πόρτες, πηδούσαμε ανάμεσα στα σάπια ντουβάρια με τις ξεσκισμένες ταπετσαρίες κι αφήνοντας πίσω τους ξεπεσμένους μας εαυτούς, γίναμε ένα, ένα ακόμη μεγαλύτερο. Ορμίσαμε στους δρόμους φωνάζοντας, γελώντας, τραγουδώντας κι ουρλιάζοντας. Ανεβήκαμε στους στύλους, στα δέντρα και στα χαλάσματα και γκρεμίσαμε τα ψεύτικα φώτα, ύστερα αρχίσαμε να γκρεμίζουμε και το γκρίζο. Αρπάζαμε αγνώστους και τους αγκαλιάζαμε, τους φιλούσαμε στα χέρια και στα μάγουλα κι εκείνοι άρχισαν να χαμογελούν σαστισμένοι και να μας ακολουθάνε, σε λίγο το ένα ήταν τόσο μεγάλο που απλώνονταν σαν ποτάμι στην γκρίζα πολιτεία.  Απόψε πολεμούσαμε εμείς, απόψε καταστρέφαμε τον φόβο, σπάζαμε τη φυλακή, απόψε θα κάναμε απογραφή θυμάτων του έρωτα κι όχι του θανάτου κι αν ήταν να υπάρξει ένας θάνατος ας ήταν ο υποδουλωμένος μας εαυτός, ας ήταν τα μόνα πτώματα που θα μαζεύαμε από τις πλατείες εκείνα των φόβων μας.

Ξάφνου είδαμε το στρατό να πλησιάζει. Όργανα επιβολής ασφάλειας και αμούστακα στρατιωτάκια οπλισμένα σαν αστακοί, έθεσαν ένα φράγμα στη συζήτηση κι επιχείρησαν κρατικό μονόλογο. Όμως εμείς δεν ακούγαμε τίποτα πια, είχαμε σκοπό να δούμε την επόμενη μέρα. Το ένα έπεσε πάνω τους με ακατανίκητη ορμή κι εκείνοι συγχυσμένοι και απορημένοι δεν κατάφεραν, δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα, το φράγμα άρχιζε να σπάει κι οι τάχα στιβαρές του πέτρες να γίνονται βότσαλα στον ποταμό μας. Κι ύστερα να τρίβονται με το κύμα και να αφομοιώνονται ως που δεν υπήρχε κανείς να μας πολεμήσει πια, κανείς να μας φοβερίσει.

 Όταν ξημέρωσε η μέρα η πολιτεία μας είχε πάψει πια να είναι γκρίζα. Στο απαλό φως της αυγής νιώσαμε την έκσταση του ζωγράφου καθώς ξανθά, πορτοκαλιά, μαύρα μαλλιά, πράσινα , καστανά, λαδιά και γαλάζια μάτια απλώνονταν παντού, χείλια κόκκινα και ροζ, σκούρα κι ανοιχτά δέρματα, για πρώτη φορά είδαμε το χρώμα των ρούχων μας καθώς η ομιχλώδης κατάσταση είχε περάσει. Το χώμα που σήκωναν στον αέρα οι μπότες του συστήματος, τώρα είχε γεμίσει τα υφάσματα που μας έντυναν σαν τα απομεινάρια της μάχης, κι είχε φύγει για τα καλά από τα μάτια μας. Κοίταξα γύρω μου, ήταν όλοι άγνωστοι, είμασταν όλοι μα όλοι άγνωστοι, μα αυτή τη φορά δεν είμασταν μόνοι, κανείς δεν ήταν μόνος του. Γύρω μου απλώνονταν το κορμί, το τεράστιο, το ανίκητο κορμί κι εγώ σαν μικροσκοπικό κύτταρο ξάπλωσα κάτω από τον ήλιο.

Κι αυτή που σας εξιστορώ είναι θαρρώ η μόνη ιστορία που ξέρω, όπου ο άνθρωπος νίκησε και νικήθηκε ταυτόχρονα με μόνη μυρωδιά θανάτου τους φόβους του, που σάπιζαν τώρα γρήγορα κι ήρεμα, ενώ τρώγαμε επιτέλους το πρώτο μας πρωινό στη λιακάδα….! Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό ημερολόγιο κι έσκισα για τα καλά τη Δευτέρα, σήμερα ήταν Τρίτη κι αύριο θα ξημέρωνε Τετάρτη, ο χρόνος κυλούσε ξανά. Κάτι νέο είχε γεννηθεί σήμερα και το όνομά του θα είχε όλα μας τα ονόματα, σήμερα γεννήθηκε το ένα.

 

 

 

Thursday, September 3, 2020

 

Ναυτικό ημερολόγιο- ενδιαμέσως γραμμών, ευθυγράμμιση οριζόντων στον ουρανό των άλλων

 

Της Χριστίνας Κοντούλη

 

 

 

Σε ένα μυστικό βασίλειο, μακρινό και μεγαλειώδες οι άνθρωποι τα κατάφερναν καλά. Σ’ ένα ακόμα πιο μακρινό βασίλειο καθόλου μεγαλειώδες, οι άνθρωποι τα κατάφερναν άσχημα. Τα δυο βασίλεια ωστόσο δεν ήταν τόσο μακριά το ένα από το άλλο, αντίθετα μοιράζονταν μονάχα μια γραμμή όπου ξεχώριζαν τα σύνορά τους. Στο βασίλειο της ευημερίας οι άνθρωποι ήταν μόνοι μα ήταν εντάξει με αυτό, δεν είχαν δική τους γλώσσα μα πάλι δεν παραπονιόταν. Το βασίλειο της ευημερίας έμοιαζε μερικές φορές σαν αποστειρωμένο εργαστήριο και κανείς δεν μπορούσε ούτε να φύγει ούτε να πάει. Ο βασιλιάς του ήταν ένας κύριος. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο βασιλιάς τους, ούτε και άκουσα ποτέ τίποτα γι’ αυτόν μα και οι γνώσεις μου για τους κατοίκους είναι κάπως περιορισμένες. Από κάποιους τολμηρούς που πέρασαν κάποτε τα σύνορα μαθεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα εκεί κι έτσι σιγά σιγά ξεχάστηκε με το χρόνο.

Στο άλλο βασίλειο οι άνθρωποι ήταν παράξενοι, μοιράζονταν κάποια γλώσσα  αλλά ήταν τόσο δύσκολη που ούτε οι ίδιοι καλά καλά δεν κατάφερναν να τη μιλούν. Το βασίλειο αυτό ήταν τόσο δύσκολο να ελεγχθεί που οι βασιλιάδες του τα παρατούσαν και όριζαν νέους στη θέση τους, κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους κι άλλοι άλλους και κάπως έτσι πάει λέγοντας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν τρύπιες, ετοιμόρροπες,  κι οι τοίχοι άσχημοι, σάπιοι, ξεφτισμένοι ωστόσο κάποιοι από τους κατοίκους επέμεναν να τους πλαισιώνουν με μικρούς κήπους που ανέβαιναν ήρεμα στις πέτρες κι αναμιγνύονταν σιγά σιγά με αυτές. έσκαβαν το χώμα ως που να συναντήσουν τις ρίζες του κι είτε τις φρόντιζαν και τις μεγάλωναν είτε τις μασουλούσαν  μα καμιά φορά τις κατάπιναν κιόλας. Από την άσχημη πολιτεία ακούγονταν το βράδυ τραγούδια, άμα ήξερες τα λόγια θα έλεγες πως ήταν πένθιμα ωστόσο τα περισσότερα είχαν χαρούμενο ρυθμό,  άλλα σιωπηλά, άλλα ψιθυριστά άλλα εκκωφαντικά, ζωηρά κι απότομα, φάλτσα, επηρεασμένα. Κι οι άνθρωποι που τα τραγουδούσαν είχαν πάντα έναν καημό, μια αδιόρατη , αμυδρή θλίψη στο βλέμμα, σαν αγκάθι αχινού , μια ενόχληση, στιλπνή, βυθισμένη.

Στην όμορφη πολιτεία στο κέντρο είχαν χτισμένη μια μεγάλη χωματερή, αποκλεισμένη από τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τους περαστικούς αγκαλιασμένη από βαριές αρχιτεκτονικές οπτασίες και μεγαλωμένη από το μεγάλωμα το καθενός, στέκονταν παγερή, ηλιοστάλαχτη και βρωμερή στο κέντρο της πόλης.  Είχε παρόλα αυτά έναν αέρα μεγάρου, μια αίσθηση κομψής αδιάφορης ωραιοποίησης, στιβαρή και ψεκασμένη καθημερινώς από μικροσκοπικούς αρωματοποιούς θύμιζε περισσότερο δημοτική βιβλιοθήκη παρά σκουπιδιάρα. Οι τζαμένιοι υπόνομοι ήταν τόσο καθαροί και λαμπεροί όπου πολύ συχνά διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στους δαιδαλώδεις υποστηρικτικούς διαδρόμους τους με χιλιάδες απαράλλαχτους μύστες να αναρωτιούνται και να χειροκροτούν χορωδιακά και άψυχα το έργο χωρίς να τους νοιάζει ακριβώς τι ήταν κι αν ήταν στο ταβάνι, στο πάτωμα ή μέσα στα νερά. Αρκούσε που κάποιος χτύπαγε τις παλάμες του κι όλοι απολάμβαναν των ήχο των δικών τους.

Τα σπίτια ήταν τετραώροφα. Σε κάθε όροφο έμενε και ένας πολίτης ξεκινώντας φυσικά από την κάστα. Οι χαμηλότερου ενδιαφέροντος κάστες έμεναν πάντα στους τελευταίους ορόφους έτσι ώστε να τους βρίσκεις πιο εύκολα στις σκάλες, ενώ οι υψηλότερες στους πρώτους δυο όπου συνήθως χτίζονταν και μεγαλύτερα διαμερίσματα. Τα ρούχα είχαν κι εκείνα τη δική τους μόδα. Λευκό για τις εξαιρετικές κάστες, γκρίζο για τις μέτριες, ριγέ για τις τελευταίες. Διακοσμητικοί κήποι από γυάλινα λουλούδια και χρυσαφένια ζώα βρίσκονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η παραλιακή άμμος είχε καλυφθεί από ένα φιλντισένιο υγρό που διατηρούσε την αρχική μορφή της πέτρας ωστόσο απέφευγε κάθε είδος φθοράς του «φυσικού περιβάλλοντος» κρατώντας το απομονωμένο από την αψύτητα της πατούσας. Μικροσκοπικοί γυάλινοι σωλήνες με καλλιγραφικές επιγραφές της OXYGEN PROVIDE –μη κερδοσκοπικής εταιρίας κρατικού απολογισμού ωραιότητας- παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο  για την διατήρηση της φυσικότητας αλλά και την αργή (φυσική) μετατροπή της αρχικής εικόνας.

Η ΦΡΕΣ ΛΑΙΤ ΟΞΙΤΖΕΝ ΚΟ(Μ)ΠΡΟΜΕΙΣΟΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ εισήγαγε μάσκες τελευταίας τεχνολογίας όπου προσέφεραν την εμπειρία του καθαρότερου οξυγόνου μαζί με μια στιλιστική άποψη και τα γραφεία της εδρεύανε κάπου ανάμεσα στην θαλάσσια ζώνη της περιοχής και στις παρυφές ενός μικροκαμωμένου λόφου.  Μια τέλεια περιοχή για μια τόσο πολύτιμη εταιρία. Κανείς πια δεν κυκλοφορούσε χωρίς την μάσκα της ΦΛΟΚΙ κι όσοι είχαν παλιότερα μοντέλα περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα είχαν τους αντίστοιχους πόντους ώστε να φορέσουν κι εκείνοι τις τελευταίες ντιζαινάτες δημιουργίες του άκρως καταρτισμένου, και παγκοσμίως αναγνωρισμένου επιστημονικού-καλλιτεχνικού επιτελείου της φιλανθρωπικής αυτής εταιρίας. Οι πιο ψαγμένοι διέθεταν μάσκες ειδικού ντιζάιν βέβαια και πολλές φορές προσωπικών παραγγελιών με ελεγκτές αίματος, φυσικής λειτουργίας, πόντων αξίας αλλά και φυσικά σχεδίων που παρέπεμπαν σε καλτ αναμνήσεις του παρελθόντος.

 Η FOXY TOUCH συμπλήρωνε τις εποχικές εμφανίσεις με γάντια τελευταίας τεχνολογίας που έκαναν ακόμη και πρόβλεψη συνείδησης ενώ η δημοφιλέστατη  «ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ» συμπλήρωνε την χαριτωμένη τετράδα με ταριχευτικές μάσκες αντιγύρανσης όπου φωτογραφίζοντας το κυτταρικό υλικό αναδομούσαν πλήρως σε μερικούς μήνες το χαλασμένο στοκ, ξεσουφρώνοντας ακόμη και τις πιο απαιτητικές περιπτώσεις.

Οι άνθρωποι ήταν όμορφοι (;), οι άνθρωποι ήταν φρέσκοι (;), οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, οι άνθρωποι ήταν γελοίοι (!) .

 

 Στην άσχημη πολιτεία οι άνθρωποι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τα σπίτια τους, ούτε κι από τα ζώα, γκρεμισμένα ερείπια,  ξεπερασμένα μεγαλεία, ψυχολογική αστάθεια, γήρας. Αναξιόπιστη μόδα και πολύχρωμη διαφήμιση φωνακλάδων, απελπισμένων να αγγίξουν το ανέφικτο. Παραβατικότητα, αβεβαιότητα,” Πηγαίνουμε μπρος με σύμβολο την παλάντζα! “ Στην άσχημη πολιτεία ο θρήνος ήταν ο βασιλιάς.

Στις άκρες, στο λιμάνι, πολύχρωμα φώτα περασμένων αιώνων, σκουριασμένα κι απογαλακτισμένα νωρίς από την φαντασία του δημιουργού, ούρλιαζαν σαν πόρνη σε gold digging  οίστρο. Οι ψαράδες με πόδια γυμνά και κουρελιασμένα δίχτυα έψελναν ομοιοκατάληκτα στιχάκια στους βουτηχτές ως που να γυρίσουν συχνά με τα χέρια άδεια πίσω, ξορκίζοντας τον θάνατο και τη σήψη με οπισθοδρομικές μα σίγουρα ιδιαίτερες  τεχνικές. Η άμμος συνθλιμμένη από το κύμα και το οξυγόνο έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλα θυμίζοντας πως ό,τι ζει αλλάζει κι η γνώση γερνά.

«Η γνώση, η σοφία, είναι  ένας σάκος που γεμίζει όσο προχωράμε στον δρόμο μας κι όσο γεμίζει τόσο καμπουριάζουμε και το σώμα κυρτώνει κι όσο προσπαθούμε να τη σηκώσουμε τόσο κάνουμε μορφασμούς κι αυτοί διεκδικούν βίαια μια θέση στο πρόσωπό μας» . Ο καπετάνιος σα γέρικη κουκουβάγια, έσουρνε τα φτερά του σκορπίζοντας σοφιστείες στην πλώρη όταν ένιωθε μόνος του. Ο καπετάνιος είχε γεννηθεί στην όμορφη πόλη. Ο καπετάνιος ένιωθε μόνος συχνά.

Η άσχημη πόλη δεν διέφερε από καμιά πόλη του παρελθόντος κι ούτε ήταν μη αναμενόμενη σαν πόλη του μέλλοντος. Ήταν τραγική, θλιβερή, εκθαμβωτικά μίζερη μα σίγουρα καθόλου στάσιμη, ούτε μια στάλα βαρετή. Ναι μπορεί να είχε μια εσάνς παρελθόντος μα σίγουρα ήταν μια πόλη του μέλλοντος άλλωστε το μέλλον πάντα είναι γεμάτο αβεβαιότητα, προσεχείς κίνδυνους, άγνωστες περιπέτειες κι ίσως γιατί όχι, πιθανή νηνεμία, αποστασιά, «καμιά γαλήνη δεν έχει τη γεύση της ζεστασιάς αν δεν έρχεται από τη γεύση της τρικυμίας….» έλεγε ο καπετάνιος… Στο λιμανάκι είχε ένα μικρό καφέ, εκεί απαγκιάσαμε για το βράδυ και δέσαμε στην προκυμαία το μικρό βαπόρι μας. Η άλλη πλευρά, στο μεγάλο πόρτο ήταν κατάμεστη στις φωνές και τα ξεκατινιάσματα, η πόλη μεγάλωνε κυκλικά μα ο καπετάνιος κι οι δυο ανθυποπλοίαρχοι προτιμούσαν κι εκείνοι όπως κι εγώ να αράξουμε στους αστραγάλους του παράξενου βασιλείου. Έτσι κατεβάσαμε ένα ανιχνευτικό και γυρίσαμε τον κόλπο προς τα πίσω. Το μεγάλο καράβι έδεσε στα ανοιχτά. Οι άλλοι προτίμησαν το μεγάλο λιμάνι.

Κοιτούσα τους ανθρώπους, το πήγαινέ λα τους με ζάλιζε ώρες ώρες  μα με ευχαριστούσε κάπως αυτή η εικόνα αναποφασιστικότητας  , αυτό το μπέρδεμα επιθυμιών ήταν προτιμότερο από την έλλειψη επιθυμίας, την τακτικότητα της απαλλοτρίωσης που θα προσέφερε το διπλανό βασίλειο εφόσον κάναμε εκεί την επίσκεψή μας. Ακόμη κι εκεί κάποια πλοία, όπως τα ανατροφοδοτικά (οξυγόνου,) ήταν αν όχι καλοδεχούμενα σίγουρα οπωσδήποτε ανεκτά.

Εγώ έβγαλα ένα αυτοσχέδιο μπλοκάκι και ξεκίνησα να κλέβω τις όψεις των περαστικών φυλακίζοντας μερικές στιγμές τους σε κλουβάκια από κινέζικο ρυζόχαρτο την ώρα που ήταν πολύ απασχολημένοι για να ζητήσουν πίσω τους εαυτούς που πρόσθετα στη συλλογή μου. Οι ΄σύντροφοι είχαν ριχτεί με χαρά στο φαΐ και κάθε τόσο τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Αυτό το εύθραυστο γυαλί έμοιαζε ξαφνικά τόσο γερό, πως θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε χωρούσε αιώνες τώρα τα βάσανα και την χαρά τόσων και τόσων.

Στη μέση της πόλης ένας τεράστιος φάρος δήλωνε την παρουσία του αναπνέοντας βαριεστημένα και σιγά τη χαρτογράφηση χιλιάδων οριζόντων. Ποτέ δεν υπήρξε ένας ορίζοντας, πάντοτε κοιτούσαμε την κατεύθυνση με νέα μάτια κι ήταν πολλά τα μάτια που κοίταζαν στο ίδιο σημείο χαράζοντας άλλες πορείες παρόλα αυτά…

Το δωμάτιό μου στο πανδοχείο, είχε θέα στα σύνορα. Σύνορα…. Δεν ήταν παρά μια νοητή γραμμή κι όμως τόσα χρόνια ελάχιστοι την είχαν περάσει.

Η όμορφη, η γυάλινη πολιτεία έσβηνε τέτοια ώρα τα φώτα της κι έκανε μπάνιο με αντισηπτικό. Περιηγούνταν σιωπηλά στις ρυθμίσεις του ψυγείου και λοιπών ηλεκτρικών ειδών κι έπειτα βάζοντας στη μοριακή συντήρηση  ένα μπολάκι φαγητού μαγειρεμένο στον ατμό έκλεινε τα μάτια κι αποκοιμιόνταν με κακές παραλλαγές του Truman show.

Εγώ δεν είχα ούτε σαπούνι, τα μαλλιά μου είχαν κοκαλώσει σαν γλιστερά χέλια καπνισμένα στην αλμύρα ενώ κάποια εξελιγμένη μορφή σκόρου είχε αφήσει στο σεντόνι μου τρύπες σε φα μείζονα.  Οι τοίχοι του πανδοχείου ΕΥΤΥΧΙΑ  είχαν την όψη ημιξεπετσιασμένης μπανάνας μα κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Κάτω από το περβάζι και κάθετα της συμβατικής οπτικής πλευράς της «θέας» μου, ένας φροντισμένος μα άγριος κήπος ύψωνε τα φύλλα του προσπαθώντας να μου τραβήξει την προσοχή. Μέσα από ένα μεγάλο πεσμένο πιθάρι μια λεμονιά άπλωνε τις ρίζες της ανάμεσα σε παράσιτα και άλλα παράξενα λουλούδια ενώ στη μέση ελάχιστες πλάκες είχαν παραμείνει, ανασηκωμένες ελαφρώς  από την κλίση του εδάφους και την πολυκαιρία. Η υπόλοιπη αυλή καλύπτονταν από ένα καφεκόκκινο χώμα μισοκρυμμένο από τα χορτάρια. Η μυρωδιά των λουλουδιών κάλυπτε κάπως τη δική μου βρώμα… Ωστόσο η καλοκαιρινή άπνοια δε μ άφηνε να κοιμηθώ κι έτσι σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω να θαυμάσω από κοντά τα σύνορα.

Η παραλία ήταν κάτω από το σπίτι, οι σύντροφοί μου, αποσταμένοι από το ταξίδι και το πιόμα είχαν εξαφανιστεί κι έτσι υπέθεσα πως πήγαν για ύπνο. Στην αυλή δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα γατίσιο μπασταρδάκι που κοιμόταν ανάσκελα. Αυτός ο γάτος, σκέφτηκα για μια στιγμή, πως σίγουρα ζει καλύτερα από όλους μας. Η στάση του κορμιού του έδειχνε μια εμπιστοσύνη, δεν ξέρω ακριβώς σε τι, αλλά  ήμουν σίγουρος πως ένιωθε ασφαλής. Τότε μου ήρθε μια περίεργη έξαψη! Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα πάνω στο πιθάρι. Όταν έμεινα γυμνός πια  ένιωσα ένα παράξενο γαργάλημα στο στήθος, μια αίσθηση που είχα να νιώσω από παιδί, σήμερα είχα όρεξη για σκανδαλιά…

Αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή  έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα και με κρότο ανέμελου καρχαριοειδούς έσκασα με δύναμη διαταράσσοντας την νυχτερινή ζωή της υδάτινης έκτασης. Έκανα μακροβούτια και κολοτούμπες, πλατσούρισα στα ανοιχτά κι ύστερα με εκστατική φάτσα παρατηρούσα τα αστέρια που καθρεφτίζονταν από πάνω μου. Μέχρι που κάποια στιγμή μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Αποφάσισα να κολυμπήσω στα σύνορα και να τα περάσω. Εδώ και χρόνια, αιώνες ίσως, κανένας βουτηχτής δεν είχε περάσει τα σύνορα χωρίς έγκριση τουλάχιστον….κι εγώ ίσως να ήμουν ο πρώτος.

Άρχισαν να κολυμπάω, όσο πλησίαζα η αβεβαιότητά μου γινόταν προσμονή, ο φόβος γίνονταν απαραίτητη ελπίδα, δεν ήξερα για τι ακριβώς, αλλά σίγουρα ήλπιζα, επιθυμούσα! Όσο πλησίαζα τόσο γέμιζα ευχαρίστηση, ένιωθα λες κι οδηγούσα μια επανάσταση, λες κι έκανα κάτι μοιραίο. Όταν έφτασα στην γραμμή σταμάτησα, μα πριν προλάβω να σκεφτώ ή να διστάσω έδωσα μια και βρέθηκα στην άλλη πλευρά.

Κολύμπησα μέχρι την ακτή. Δεν υπήρχε κανείς. Ξάπλωσα στο παγωμένο γυαλί διατήρησης και γελώντας  όσο πιο σιγανά μπορούσα άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί πάνω από τον ορίζοντα. Ο ουρανός ήταν ίδιος όπως πριν. Ο κόσμος φάνηκε τόσο απέραντος μέσα στο μικροσκοπικό του τσόφλι όσο μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του.΄ Όσο ο ουρανός  παρέμενε σταθερός δεν ένιωθα φόβο, παρά μονάχα αυτή την έξαψη της σκανδαλιάς και την ήρεμη συνειδητοποίηση μιας μπαμπούσκας ομοιοτήτων.  Καθώς γυρνούσα στάθηκα για λίγο πάνω στο σύνορο. Η μεγαλύτερη ελευθερία βρίσκονταν στο αδέσποτο, ανάμεσα στα δυο βασίλεια, ανάμεσα στους δυο κόσμους. Μα καθώς ήταν απασχολημένες και οι δυο πλευρές στις γωνίες τους δε θα συναντιόνταν ποτέ στη μέση κι οι δυνατότητες αυτού του ορίζοντα δεν θα ήταν ποτέ εμφανείς. Ξάφνου πρόσεξα πως δεν ήμουν μόνος, κάποιος άλλος στέκονταν στη μέση μα λίγο πιο μπροστά. Το παράξενο πλάσμα κατευθύνθηκε προς το μέρος μου κι αφού έφτασε σε απόσταση 4 μέτρων σήκωσε ελαφρά το χέρι και με χαιρέτησε. Εγώ σαστισμένος του έγνεψα να βγάλει τη μάσκα. Ο άνθρωπος για λίγα λεπτά έμεινε ακούνητος, έπειτα σήκωσε τη μάσκα ως το μέτωπο κι ένα συμπαθέστατο πρόσωπο χαμογέλασε ευγενικά. Εγώ σάστισα για λίγο μα ανταπέδωσα το χαμόγελο, έπειτα ο καθένας πήρε το δικό του δρόμο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιό μου ένα μικρό τσαλακωμένο σαπουνάκι με άρωμα πούδρας βρίσκονταν στην άκρη του κομοδίνου μου, ξέπλυνα ευχαριστημένος τα αλάτια από πάνω μου κι αφού ξάπλωσα μοσχομυριστός και κουρασμένος έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Τα ρούχα μου απλωμένα στις καρέκλες δεξιά κι αριστερά από το κρεβάτι μου ανασηκώνονταν ελαφρώς από ένα απαλό αεράκι ενώ ο ευτυχισμένος μπασταρδάκος κουλουριάζονταν γουργουρίζοντας πάνω σε μια από αυτές. Από το παράθυρο φαίνονταν η γυάλινη πολιτεία , στιβαρή, παγωμένη κι ακλόνητη - μα όχι πια απροσπέλαστη -λαμπύριζε από μακριά. Κοιμήθηκα επιτέλους χωρίς σκέψεις, χωρίς να το καταλάβω, έσβησα.

Την άλλη μέρα, καθώς λιαζόμουν μασουλώντας κουλουράκια βουτύρου και κανέλας , οι σύντροφοί επέστρεφαν από το λιμάνι χαζογελώντας.

-Καλημέρα!

-Καλημέρα, μα τι έγινε γιατί γελάτε;

-Άμα σου πούμε θα γελάσεις κι εσύ…

-Τι πράμα;

-Χτες το βράδυ λένε οι ψαράδες είδανε έναν εξωγήινο να κολυμπά!

-Τι λέτε ρε; Έκανα εγώ φτύνοντας μερικά ψίχουλα στα μούτρα τους. Εκείνοι σκασμένοι από τα γέλια πιάστηκαν από έναν καναπέ μπαμπού και σωριάστηκαν μαζί με αυτόν στο χώμα.

-Έχει και καλύτερο περίμενε!

-Τι άλλο;

- Ακούστηκε στον ασύρματο ότι στο διπλανό βασίλειο είδαν οι θαλασσοφύλακες μια αρσενική γοργόνα!

-Ρε με δουλεύετε;

-ΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, όχι αλήθεια, έτσι λένε, ήταν λέει ξαπλωμένος ένας άντρας γυμνός πάνω στο γυαλί διατήρησης και σίγουρα ήταν μισός ψάρι!

Εκείνη τη στιγμή τα κουλουράκια εκσφενδονίστηκαν από το στόμα μου με τη μορφή τορπίλης καθώς συνειδητοποιούσα σε ποιον αναφέρονταν, σε εμένα!

-Και δε μου λέτε, ο εξωγήινος είχε γυαλιστερό κεφάλι σαν να φόραγε μάσκα θαλάσσης;

-Ναι, εσύ που το ξέρεις;

-Θα το ‘δα στον ύπνο μου…

Είπα και γύρισα το βλέμμα μου προς τα σύνορα, ευχαριστημένος που κάποιος ακόμη, κάπου εκεί απέναντι, τα είχε αψηφήσει, 4 μέτρα πιο μπροστά.

 

Saturday, July 25, 2020


 Ο άνθρωπος και το θηρίο


της Χριστίνας Κοντούλη




Το θηρίο στέκεται μπροστά μου, στέκεται δίπλα μου, κουλουριάζετε μέσα στην βοή της πολιτείας κάτω από το τραπέζι, ζητάει από το ποτήρι μου, πίνει από τα χείλη μου την τελευταία σταγόνα, θα καλοπαντρευτεί. Στάζει από το στόμα του στο δικό μου και βρυχάται πως μου χαρίζει την τύχη μα ξέρω πως με κοροϊδεύει αφού γνωρίζει καλά πως πάμε δυο δυο.
Τόσα χρόνια δε σκέφτηκα να του δώσω ένα όνομα κι έτσι καμιά φορά όταν είμαι πολύ κουρασμένος φοράει το δικό μου και μ’  αφήνει να καθίσω κάτω από το τραπέζι σιωπηλά. Δεν με ξεχνάει όμως, με εφοδιάζει με φρέσκα κόκαλα από ψάρια και μου μαζεύει μπουκιές από το λάδι το πιάτο του, σαν μάνα στοργική μου τις ταΐζει στο στόμα. Μ’ αφήνει να ακούσω τις ιστορίες των άλλων αλλά και τις δικές του όταν συζητά με ξένα θεριά, με πηγαίνει πάντα στο σπίτι. Μου βγάζει με τα νύχια τους φακούς από τα μάτια μου, μου φορά την ξεχειλωμένη φανέλα του πατέρα για πιζάμα και ανάβει τον ανεμιστήρα πριν κοιμηθώ. Καμιά φορά άμα έχει πιει πολύ ξεχνάει τα παντζούρια μισάνοιχτα κι ας ξέρει πως μ’ αρέσει να κοιμάμαι στο σκοτάδι. Του αρέσει όταν βλέπω παράξενα όνειρα, τότε έχει την ευκαιρία του να έρθει πάνω μου και να κουλουριαστεί, τότε ξέρει δε θα το διώξω, θα το αγκαλιάσω πιο σφιχτά για να συνεχίσω τον ύπνο μου.
Το θηρίο μου με πιάνει με τα δόντια από το σβέρκο σαν κουτάβι και με ακινητοποιεί, με πιάνει με τα δόντια του από τα χέρια και μου δείχνει το δρόμο που βρήκε για να περπατήσουμε.. Το θηρίο μου έχει μεγάλα κοφτερά δόντια κι είναι άγριο κι απαιτητικό μα καμιά από τις πληγές μου δεν τις έκαμε εκείνο. Κι όμως εγώ ευθύνομαι για όλες τις δικές του πληγές, για κάθε τραύμα του. Σπάνια έμπαινα μπροστά για να το προστατεύσω, το άφηνα στη μοίρα του από φόβο μα εκείνο δε με άφησε ποτέ. Το θηρίο ήταν σοφότερο από μένα. Το θηρίο ήταν εξυπνότερο.
Κάποτε έμεινε καιρό χωρίς φαί, εγώ δεν είχα χρόνο, δεν είχα όρεξη, δεν είχα τίποτα κι έτσι έμεινα νηστικός κι ούτε που πάλεψα την πείνα μου, ούτε που με ένοιαξαν τα κόκαλα μου που φαινόταν στο δέρμα μου, ήθελα μόνο να περάσει ο χρόνος… να τελειώνει ο χρόνος…. Μια μέρα άκουσα βρυχηθμούς μα δεν έδωσα σημασία, θα ήταν η μάταιη ανάγκη μου σκέφτηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Μια μέρα άκουσα κλάματα μα δεν με ένοιαξε, σκέφτηκα πως είναι η θλίψη μου που προσπαθούσε να επιβεβαιώσει την ύπαρξή της, να εδραιώσει την αυτοκρατορία της στο μικρό μου δωμάτιο. Γύρισα πλευρό. Μια μέρα άκουσα χτύπους μα δεν σκέφτηκα τίποτα, έκλεισα τα μάτια, παραδέχτηκα πως τρελάθηκα και παρακάλεσα το χρόνο να τελειώσει τις δουλειές του και να εξετάσει την περίπτωση μου γρήγορα, να μου δώσει τη λύτρωση από τον άδικο κόσμο.
Κοιμόμουν σε ένα δωμάτιο σκοτεινό, απ’ έξω απ’ το παράθυρο υπήρχε μόνο βροχή, διάττοντες αστέρες τάραζαν τον ύπνο μου που και που μα  ως που να ξαραχνιάσω την ελπίδα από το βλέμμα εξατμίζονταν στα απομακρυσμένα νεφελώματα κι εγώ μονάχος στο σκοτάδι έκλεινα πιο σφιχτά τα μάτια για να μη με ξυπνάει το ανέλπιδό τους φως. Τότε δεν άκουσα τίποτα.
Ξάφνου, ένας κρότος μου τάραξε αυτή τη φορά τον ύπνο, μα πάλι δεν έδωσα καμιά σημασία, άκουγα τα βήματα αλλά και πάλι δεν έκανα τίποτα, ξάπλωσα πίσω και περίμενα χωρίς λαχτάρα, χωρίς θλίψη ή χαρά, το αναπόφευκτο. Τέσσερα βαριά πόδια στάθηκαν δίπλα μου, η ανάσα  του απλώθηκε στο δωμάτιό μου, μια μυρωδιά λησμονιάς, πείνας, μια μυρωδιά θανάτου με σήκωσε για τα καλά. Πέταξα από πάνω μου τα βαριά σκεπάσματα, πήδηξα από το κρεβάτι κι άρχισα να ψάχνω την πόρτα σα μανιασμένος μέσα στο έρεβος. Δεν υπήρχε τίποτα, όσο κι αν άγγιζα κι αν ψηλάφιζα κι αν έψαχνα ένιωθα το μέρος να στενεύει κι ανάσα να με πλησιάζει, τα βήματα ακούγονταν πιο δυνατά κι οι βρυχηθμοί με κύκλωναν ολοένα. Ήμουν σίγουρος πως ήμουν νεκρός, ήμουν νεκρός κι ο θάνατος δεν είχε λευκά φώτα, ούτε ανταμώματα με αγαπημένους, δεν είχε γέλια, ούτε χερουβείμ , μονάχα αγωνία, φόβο, σκοτάδι κι αυτό το άγνωστο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αυτό που ετοιμάζονταν να με ξεσκίσει.  Ξάφνου το χέρι μου έπιασε κάτι στερεό πέρα από τους τοίχους, κάτι σαν υφασμάτινη κορδέλα. Το τράβηξα με μανία, τα μάτια μου ήταν κλειστά, σφιγμένα, γεμάτα δάκρυα, ένας επίμονος αναστεναγμός που έφραζε το λάρυγγα και το κορμί μου έκαιγε, έβραζε από τον φόβο. Μια ζεστή ανάσα προσγειώθηκε στα μούτρα μου,  έσφιξα τα μάτια περισσότερο κι έβαλα τα κλάματα, έκλεψα ώρες, χρόνια, αιώνες, δεν είμαι σίγουρος, ως που στέρεψαν τα δάκρυα κι αυτή η ζέστη που ένιωθα δεν έλεγε να φύγει.
Άνοιξα τα μάτια μου κι ένα παράξενο φως όρμισε κάτω από τα βλέφαρά μου. Πονούσα, μα τα άνοιξα περισσότερο…. Έπειτα από λίγο κι όταν πια συνήθισα κοίταξα γύρω μου σαστισμένος, ήμουν ακόμα στο μικρό μου δωμάτιο, όλα τα πράγματά μου ήταν εκεί, όλα, η πόλη ήταν στη θέση της, εγώ ήμουν. Χάρηκα τόσο πολύ που για λίγο δεν πρόσεχα τίποτα άλλο πέρα από το ύψος που έφταναν τα μάτια μου, μέχρι που μια καυτή ανάσα κι ένας εξασθενημένος βρυχηθμός με έκαναν να  ανατριχιάσω. Κοίταξα μπρος μου, το θηρίο είχε σπάσει το κουτί του, στέκονταν τώρα μπροστά μου, πεινασμένο, εξαθλιωμένο, έτοιμο. Έκλεισα ξανά τα μάτια μου και περίμενα, αυτό τελικά θα ήταν το τέλος, έπειτα από τόσο καιρό χωρίς φαΐ ήταν σίγουρο πια πως θα με κατασπάραζε. Έσφιξα τα άκρα στο κορμί μου και ξέσπασα σε κλάματα.
Ξάφνου ένιωσα μια υγρασία στο πρόσωπό μου, άνοιξα τα βλέφαρα. Μπροστά μου ένα κοκαλιάρικο θηρίο, μικροσκοπικό και μισοπεθαμένο με κοίταζε τρυφερά. Σήκωσε το πόδι του αργά κι ακουμπώντας στο χέρι μου έγνεψε με το κεφάλι προς τα κάτω.  Μπροστά μου βρίσκονταν ακουμπισμένα ένα σμάρι τρυφερά κρέατα, αχνιστά ψωμιά με μαλακή ψίχα κι ένα μπολ με νερό… Το θηρίο μου έγνεψε να φάω. Για πρώτη φορά μετά από καιρό ένιωθα να πεινώ, ένιωθα. Άρπαξα ένα κομμάτι κρέας και το πέρασα στα χείλια μου, η ζουμερή του σάρκα έλιωνε ανάμεσα στα δόντια μου καθώς τα ζουμιά του τρέχαν στο λαιμό μου. Άρπαξα στα χέρια μου το ψωμί. Το καυτό σιτάρι μύριζε ξύλο και στάχτη, τα έβαλα στο στόμα μου κι άρχισα να μασουλάω τόσο δυνατά, τόσο γρήγορα, που να σιγουρευτώ πως είμαι ακόμα ζωντανός λες κι η επιβεβαίωση της ύπαρξής μου εξαρτιόταν από τούτο το καρβέλι. Ύστερα πήρα το μπολ με το νερό και το κατέβασα μονορούφι.
Ανάμεσα στα απαλά κομμάτια του ψωμιού και στα λύπη του κρέατος, ένας λυγμός, μια ταπεινή ανάσα θρυμμάτισε την πείνα μου. Το θηρίο μου με κοίταξε δακρυσμένο κι έκλεισε τα μάτια. Δίχως να σκεφτώ έτρεξα δίπλα του, για μια φορά έτρεξα δίπλα του δίχως να έχω ανάγκη από εκείνο. Όρμισα πάνω του και έσφιξα τη γούνα του στην αγκαλιά μου, φίλησα τα πόδια του, το πρόσωπό του. Καθώς περνούσα τα δάχτυλά μου πάνω στο δέρμα του ένιωσα δέκα λεπτούς μικρούς τοπογράφους να καταγράφουν τα κόκαλά του με περισσή λεπτομέρεια.   Τότε για πρώτη φορά στην εγωιστική μικροσκοπική ζωούλα μου ένιωσα τη μεγαλύτερη θλίψη, την τραγική λύπη της κατανόησης. Άρπαξα το κρέας και του το έφερα στο στόμα μα ήταν πολύ αδύναμο για να μασήσει κι έτσι το μάσησα εγώ και το έβαλα στο στόμα του, πήρα το ψωμί και το έλιωσα στις χούφτες μου προσπαθώντας να το ταΐσω. 
Κάποια στιγμή το θηρίο μου, ζήτησε νερό. Κοίταξα γύρω μα το μόνο νερό που υπήρχε ήταν εκείνο που με μανία είχα καταβροχθίσει εγώ. Τότε άνοιξα το στόμα του κι έβαλα το κεφάλι μου ανάμεσα στα κοφτερά του δόντια μα αυτή τη φορά δεν φοβόμουν, αυτή τη φορά ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Πέρασα γύρω μου το χέρι του και το αγκάλιαζα καθώς τα μάτια μου άρχισαν να τρέχουν. Το θηρίο έγλυψε με ευγνωμοσύνη τα μάτια μου κι όταν πια χόρτασε , γρύλισε ευχαριστημένο και ξάπλωσε να κοιμηθεί. Ύστερα ξάπλωσα δίπλα του κι εγώ κι αποκοιμήθηκα, για πρώτη φορά ονειρεύτηκα ήρεμα με ανοιχτά παντζούρια…. Κι ονειρεύτηκα ένα καλύτερο κόσμο κι ως τώρα που στα λέω αυτά παιδί μου δεν είδα όνειρο κακό ούτε ένιωσα άλλο φόβο.
Ο γέρος σηκώθηκε από το κρεβάτι κι έκανε μερικά δειλά βήματα προς την πόρτα, το θηρίο σηκώθηκε κι εκείνο σιγά σιγά και γέρικο πια δίχως δόντια, με θαμπό τρίχωμα και βαριά περπατησιά κατέβηκε μαζί του τη σκάλα. Ο γέρος ανάσανε ευχαριστημένος που  χρόνος είχε κάποτε ξεχάσει το παράγγελμα του κι ανασκαλεύοντας το χώμα σ’ ένα παρτέρι ντομάτες έσκυψε κι έκοψε ένα ντοματόφυλλο.  Ύστερα το έκοψε στη μέση κι αφού μύρισε τα δυο μισά έβαλε το ένα κομμάτι στο στόμα του και το άλλο στο στόμα του θηρίου. Το θηρίο άπλωσε το πόδι του στο πόδι του γέρου και τον κοίταξε στα μάτια. Ο γέρος κάθισε στο σκαλοπάτι σα μικρό παιδί και το θηρίο σαν κουτάβι ξάπλωσε χαρούμενο δίπλα του.
Ο εγγονός τους κοίταξε χαμογελαστός και χάιδεψε το δικό του θηρίο στη πλάτη.
-Παππού τελικά πως το λένε;
-Άλλοι το λένε Άγγελο, άλλοι Θηρίο, άλλοι το λένε Συνείδηση, άλλοι Ένστικτο παιδί μου
-Κι εσύ πως το λες;
-Εγώ το λέω Εαυτό παιδί μου. Είπε ο γέρος κι ο Εαυτός συμφώνησε ακουμπώντας το κεφάλι του στα γόνατα του ανθρώπου του.
-Τον εμπιστεύεσαι παππού;
Ο γέρος γέλασε. –Το θέμα είναι να με εμπιστεύεται εκείνος. Όλοι ερχόμαστε στον κόσμο με ένα θεριό παιδί μου, κι οι πιο πολλοί αναρωτιούνται αν τελικά το θεριό θα τους πληγώσει, αλλά καλέ μου, αυτό που δε ξέρουν οι πολλοί είναι πως εμείς πληγώνουμε το θεριό. Το θεριό δεν κάμει κακό, ο άνθρωπος κάμει. Το θεριό παιδί μου ξέρει μονάχα να δίνεται. Κι ο άνθρωπος ξέρει να παίρνει, ποιος λες να είναι πιο τρομαχτικός;
Το παιδί αγκάλιασε το θηρίο του, το έσφιξε τόσο δυνατά που το θηρίο δάκρυσε. Το θηρίο έμεινε για πάντα κοντά του, ο άνθρωπος παρέμεινε ασφαλής.

Wednesday, June 24, 2020


Οι ιστορίες του μπλε λαγού:   Στον τρόπο του Αιγόκερω

 της Χριστίνας Κοντούλη



Στα ιερά της Δήμητρας, Ο Νίσος έβγαζε το στέμμα του σκασμένος από την ανυπόφορη καλοκαιρινή υγρασία και χάριζε απλόχερα το σώμα του στο Σαρωνικό. Οι Λέλεγες κι οι Κάρες ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για της θερινές αποδράσεις που είχαν σχεδιάσει πολύ πριν την απομόνωση των πόλεων. Ήρεμοι τώρα πίστευαν πως κάποτε δεν θα εξαφανιστούν κι ο δρόμος χαραγμένος σε ένα πανάρχαιο  gps  με βάση τον ήλιο θα εμφανίζονταν στις οπτικές οθόνες τους λίγο πριν λοξοδρομήσουν.
Ο Μίνωας είχε ανοίξει την πολεμική του κονσόλα και φορώντας τη διχαλωτή ολόχρυση παντούφλα του καλούσε τον αντίπαλο για game.
Άραγε στη Μήλο τρώνε τον καρπό της γνώσης ή μονάχα τον φορούν για όνομα στα βράχια τους;
Στρεσαρισμένος από την αβάσταχτη επίδραση της κοινωνικής σταρχιδιστικής επιτροπής επέτρεψα στον εαυτούλη μου να φανταστεί για λίγο πως όλα θα ήταν όπως πριν, η  γλυκύτατη μίζερη ζωούλα μου, το έπος του Νέμο στις τηλεόψεις, η διαλυμένη σχολή, το πολύ αναμενόμενο μεν πτυχίο κι η φανταστική μου περιήγηση στο τι θα μπορούσε να συμβεί όταν πια θα το κρατούσα στα χέρια μου, οι καθημερινές ειδήσεις κι οι εκφράσεις τις μάνας μου που θαρρείς ξόρκιζαν το κακό σε κάθε φωνήεν που πετιόταν από το στόμα. Οι βόλτες, οι τραγελαφικοί έρωτες, το χέσιμο, τα φασολάκια, φτηνιάρικες μποτίλιες κρασιού από ανακυκλωμένο βιοδιασπώμενο πλαστικό, κρυμμένες κάτω από το κρεβάτι στο πατρικό σπίτι. Μια τυχαία φωτογραφία που βγήκαμε όλοι όμορφοι όταν ήμασταν παιδιά. Γαλάζιες παστίλιες για τα κουνούπια… Ήμασταν πια στην εποχή του Αιγόκερω κι έμοιαζε ακόμη να μας “τοιχώνει” και να μας στοιχειώνει μια μίξη του υδροχόου και των ιχθύων. Οι θρησκείες ήταν νεκρές. Η επιστήμη για λίγους σαν γνώση για όλους σαν διαφήμιση. Κάθε ζωδιακός υπέφερε από τα σημάδια της γέννας του προηγούμενου και της προβλέψης του επόμενου. Μου φαίνονταν αλήθεια πως κανείς άνθρωπος ως τώρα δεν είχε καταφέρει να ζήσει στην εποχή του. Είτε θα αναπολούσαμε νεκρούς είτε θα φανταζόμασταν σπέρματα από πέη που ακόμη δεν φόρεσαν σάρκα.
Ο Σαρωνικός στέκονταν ανελέητος, διεκδικητικός και σκούρος.
Διάβαζα κάποτε για ένα μάθημα ιστορίας: η πάλη των τάξεων, η πάλη των γεννών, η πάλη των φύλων, η πάλη των άδειων ήταν η χειρότερη. Όταν έγινε εκείνη η τελευταία, η πάλη των συναισθημάτων όπως την αποκαλούσε η κυρία Μπλανς Ντιμπουά Τζόνσον, η ανθρωπιά τσακίστηκε, η ανθρωπότητα διχάστηκε. Σκοταδισμός. Η ρουφιανιά στα καλύτερα της, ωστόσο ήρθε η εποχή του “Πουαντιγισμού” κι ο κόσμος ηρέμησε για λίγο. Ο Υδροχόος ήταν ανάδρομος κι η τεχνολογία σιώπησε , με ένα εκκωφαντικά κλειστό στόμα επέτρεψε στην κούραση να γίνει αλληλεγγύη κι έλυσε όλα τα πρότερα δεσμά με ένα τρόπο από όσο γνωρίζω πρωτόγνωρο. Οι τελευταίες θρησκείες πήγαν για ύπνο στις όχθες του Αχέροντα, αφήνοντας μερικούς αμετανόητους, να τους τραβούνε που και που τις τσίμπλες από τα μάτια. Ο κόσμος όπως ήταν το φυσικό παραδόθηκε, διαδόθηκε, άνθισε σαν κήπος γεμάτος διαφορετικά και παράξενα βοτάνια. Το γκρίζο κοστούμι της καταστολής θάφτηκε σαν τσεκούρι πολέμου κι ένα πλουμιστό ύφασμα απλώθηκε ολόγυρα.  Καθώς τα επιτεύγματα των ιχθύων γκρεμίζονταν- όμοια με πανάρχαια κτίσματα που τώρα αφιερώνονταν μονάχα στη λήθη- οι άνθρωποι του επόμενου αστερισμού ανήγειραν και μπάλωσαν το πλοίο της ελευθερίας. Κι ύστερα γυρίσαμε με τα πολλά εκεί που αρχίσαμε.
Κομπλεξαρισμένοι οργανισμοί διεκδικούσαν την εξουσία, οι απελπισμένοι παρακαλούσαν την υποδούλωση να βγει έστω ένα τυφλό ραντεβού μαζί τους κι οι νέοι σπόροι επαναπαυτήκαμε σε σκαμμένα χωράφια αφού ήταν βαρύ το στίγμα της διεκδίκησης. Το καθαρό νερό για άλλη μια φορά έπρεπε να βρέχει τα χείλια μιας νέας ελίτ, τις ρίζες των ζιζανίων. Τα χωράφια στέρεψαν, καλώδια γυμνά και άγνωστα έντυναν τα σπίτια, λογότυπα ανιαρά και πομπώδη μας αφιέρωναν σε άλλους ανθρώπους, όμοιους με εμάς, μα τόσο διαφορετικούς εν τέλει. Η ιστορία παρερμηνεύτηκε για άλλη μια φορά, σήμερα, τώρα, ξανά, ζούμε στα ώρια της μυθολογίας. Κι αυτό το μέλλον που φαντάζονταν οι δραματουργοί κι οι σκηνογράφοι του 1980, άργησε να έρθει δυο ζωδιακούς. Χοντροί πρασινωποί σωλήνες ντύνουν σοκάκια μεικτής αισθητικής, βρώμικα φρούρια-σπίτια παραγεμισμένα με εξαθλιωμένα πρόσωπα, ξεμαλλιασμένα κεφάλια,  κακοφτιαγμένες αφίσες και φτηνιάρικα μα περιβαλλοντικά ελεγμένα κόπρανα που πήραν τη θέση του σταφυλιού, έχουν τυλιγμένο γύρω τους έναν ξεφτισμένο Βάκχο. Άκουσα πως κάποτε έβαφαν τα μαλλιά του περίεργα χρώματα οι αντισυστημικοί, εμείς τα μακραίνουμε τόσο ως που να μπορούμε να τους βάλουμε φωτιά στην πλατεία κι έπειτα να τα κόψουμε πριν φτάσουν το κρανίο μας.
Μα λέω να πάρω άλλη μια μπύρα «Yellow Piss» απ’ το βαρέλι και να πάω στο μπαλκόνι. Να ακούσω για τους έρωτες της ΡΧΤ, την ανεργία του ΦΝΣ και τον ΡΖΝΤ να λέει πόσο άχρηστη είναι η γενιά μας. Να κλείνω το στόμα μου σκύβοντας συγκαταβατικά το κεφάλι στα ακαταλαβίστικα ονόματά τους, στις πνιχτές λέξεις τους καθώς θα πέφτει φευγαλέα η ματιά τους πάνω μου την ώρα που  θα σφίγγω τον εαυτό μου πριν να πετάξει το βάρβαρο κι άγνωστο πια φωνήεν. Κι έπειτα στη διάρκεια της νυχτερινής μας συνάθροισης,  παραπεταμένος σε μια γωνιά να κλαίω που τα χωράφια της Δήμητρας δεν καρπίζουν και να αναπολώ κάθε ιστορία που διάβασα για το Σαρωνικό όταν ακόμα μύριζε θάλασσα καθώς θα αγναντεύω μια πελώρια έρημο από σκουπίδια.
Η ΚΡ μου πρόσφερε ένα τσιγάρο κι εγώ χαμογέλασα προσποιούμενος πως βρισκόμουν πάνω σε ένα πλοίο. Πίσω από το μικροσκοπικό κεφαλάκι της new age Βαλκυρίας ξεχώριζε ένας αστερισμός. Σε όποια χρονική στιγμή φώναξα στον καπετάνιο την θέση μας. Οι απέραντες αφρικάνικες λίμνες ξεκουράζονταν ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση και παρακαρπισμένα  οπωροφόρα καθώς η μεσογειακή έρημος σφάδαζε απορημένη για την άδικη γύμνια της που μύριζε πλαστικό και τσίκνα. Η Δήμητρα κατοικούσε αλλού. Ο Οντιν ετοιμάζονταν για speed date χρησιμοποιώντας το σφυρί του για σίδερο ρούχων πάνω σε πολύχρωμα σώβρακα κι οι θεοί της Αιγύπτου νοίκιαζαν τα bungalows  με την ώρα στα δάση της Ατάρ. Μονάχα ένας Άμμων Ρα πέτρινος και θλιμμένος προσπαθούσε να μετρήσει τα τατουάζ από γκραφίτι στο σώμα καθώς ανάμεσα στις φυλλωσιές ένας μικροαπατεώνας ανθρωπάκος πούλαγε φωτογραφίες του Bowie,  του Delon  και του Mπάρκουλη για ένα πιάτο κεφτέδες.
Όταν έμεινα μόνος, άνοιξα το ψυγείο, κι έφαγα κι εγώ. Ένα πιάτο γεμάτο κεφτέδες από ομιλούντα καναρίνια. Προς υπεράσπισή μου, ήθελα απλώς να σωπάσουνε, αυτές οι μουλωχτές φωνές τους μου μιλούσαν για περίεργες επαναστάσεις…..

Friday, April 3, 2020


Εταιρία Προμηθέας




Της Χριστίνας Κοντούλη














Με μια όψη θανάτου μέσα από το λάρυγγα χαιρετηθήκαμε. Ξέραμε πως δε θα ξαναϊδωθούμε.



Στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα, με μάτια σκούρα, τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα και βρώμικα και τα χέρια της αδυνατισμένα, γεμάτα μελανιές. Κοίταξε γύρω της, άχνα, σιωπή, δεν έβγαινε από τα χείλια ούτε ανάσα.  Η τραγουδίστρια έκανε το πρώτο βήμα κι έπειτα τα πόδια της λύγισαν και σωριάστηκε λιπόθυμη στο χώμα. Οι άλλοι τη μάζεψαν γρήγορα γρήγορα μα οι στρατιώτες τους σταμάτησαν.
-Αφήστε την κάτω. Ούρλιαξε ένας από αυτούς.
Εμείς κοιτάξαμε σαστισμένοι.
-Αφήστε την ξαναφώναξε κι εμείς άυπνοι πεινασμένοι, ξεχασμένοι από το θεό υποκύψαμε στον άνθρωπο.
-Πιάστε τη απ’ τα πόδια, έκανε πάλι καθώς μας παρατηρούσε έναν ένα.  Ακίνητοι. Ένα σμάρι σάρκες , κόκαλα κι ιδέες , κανείς δεν είχε κάτι να πει, κανείς δεν είχε ένα βήμα, λες και τα πέλματα ήταν καρφωμένα στη γη.
-Πιάστε την είπα φώναξε ξανά κι ένας ένας έσκυψε πάνω από το πουλάκι. Δεν είχα ξαναδεί τόσο αδύνατο άνθρωπο, έπιασα τα πόδια της γεμάτος τρόμο. Φοβόμουν πως σε κάθε τύλιγμα τω δαχτύλων μας θα ξεφλουδίζαμε ό,τι είχε μείνει από το κορμί της κι όμως παρόλα αυτά σφίξαμε τις παλάμες γύρω της.
-Τώρα προχωρήστε. Τι κοιτάτε; γέλασε, προχωρήστε, εμπρός!
Τα βλέμματα πάγωσαν. Έξι εξημερωμένα φίδια από το κεφάλι της Μέδουσας κοίταζαν τώρα τους ιχνηλάτες. Η Μέδουσα ποτέ δεν ήταν γυναίκα, η Μέδουσα  ήμασταν εμείς, η κοινωνία μας, μια κοινωνία ασύδοτη, ερωτευμένη με την εξουσία που τιμωρήθηκε να καταστρέφει ό,τι κάποτε τις έμοιαζε μένοντας μόνη και εμείς δεθήκαμε με τη μοίρα της να προσπαθούμε να της κόψουμε το κεφάλι πριν μας κοιτάξουν οι φρουροί της, τα φίδια της, η ίδια η εξουσία που τη μεταμόρφωσε σε τέρας, η ίδια η εξουσία που την έθεσε στον κίνδυνο από την αρχή. Αποτύχαμε κύριοι. Ιδού, γενιές ολόκληρες τρέφαν τα φίδια και τώρα με σαστισμένα μάτια κοιτούσαμε, παγωμένοι, απογυμνωμένοι από κάθε ανθρώπινη αξία και περηφάνια τα ερπετά που κανάκεψαν οι προγόνοι μας και ταΐσαμε κι εμείς, έτοιμα να μας κατασπαράξουν. Το χειρότερο κακό δεν είναι το ίδιο το κακό αλλά  το να μη μπορείς να αντιδράσεις. Το χειρότερο κακό είναι η στιγμή που ο φόβος καθηλώνει και διαγράφει την ύπαρξή σου, την ανθρωπιά, το είναι σου, το χειρότερο κακό είναι η στέρηση του εαυτού σου.
Το οικότροφο φίδι πυροβόλησε στον αέρα κι εμείς σαν να πέσαμε από το κρεβάτι μέσα στον ύπνο μας αρχίσαμε να προχωράμε.
-Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!
Σε κάθε μας βήμα ακούγαμε τα χαλίκια να γδέρνουν το αποδεκατισμένο κορμί, σε κάθε μας βήμα το πουλάκι άφηνε κι ένα πούπουλο πίσω του ως που γέμισε αίματα ο δρόμος και νιώθαμε πια το μικροσκοπικό κεφάλι να κοπανάει πάνω στο τσιμέντο και στα πεσμένα κλαδιά καθώς οι πατούσες μας πλατσούριζαν σε ένα κόκκινο βάλτο.. Για μια στιγμή ένας σταμάτησε, άφησε τα πόδια της κι έτρεξε κατά πάνω στα φίδια. Σε λίγα δευτερόλεπτα το πουλάκι κι ο αποστάτης είχαν γίνει αδέρφια …Πάνω σε ένα κόκκινο ποτάμι δυσωδίας και σήψης  το φίδι πατούσε τα δάχτυλα του χτυπημένου με την αδιάβροχη μπότα του προσπαθώντας να λιώσει μαζί και την ιδέα. Για μια στιγμή γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος τους, τους είδα, τους είδα καλά. Ο γέρος με κοίταξε  και γέλασε δυνατά
-Πουλί μου που ‘ρθες το πρωί και μου φερες μαντάτα
Πουλί μου που μ’ ανέσταινες τη σιωπηλή τη στράτα
Τώρα πουλάκι σιωπηλό τη νύχτα σα σιμώνεις
Φίδι κακό παραμονεί  καθώς με καμαρώνεις
Πέτα πουλάκι μου καλό μη σκιάζεσε για μένα
Και μη ρωτας ο κόσμος δω πως τα χει καμωμένα
Μόνο να πας στα εγγόνια μου να πας να βρεις τσι γιους μου
Και τους πεις δε προσκεινώ ούτ’ σ’τσι ύστερους καιρούς μου.
Αφέντη να μη βάλουνε ποτέ στη κεφαλή τους
Κακό μη συλλογίζονται σαν έρθει κι η στιγμή τους.
Το φίδι γέλασε κι εκείνο και έριξε μια κλοτσιά στο γέρο. Εμείς δεν κάναμε τίποτα.
-Πουλί μου γέλα σαν και πριν
Όπου δεν είχες γνώση
Κι άσε τις στεναχώριες σου
Το φίδι να πλερώσει.
Σταματήσαμε.  Κάτω από τα δάχτυλά μας, ανάμεσα στα χέρια μας το πουλάκι ξύπνησε και σιγοντάριζε το γέρο.
-Σηκώστε τη, φώναξε το φίδι. Κοιταχτήκαμε.
ΣΗΚΩΣΤΕ ΤΗ, ΤΙ ΠΕΡΙΜΈΝΕΤΕ.
Πήραμε το πουλάκι στα χέρια ξανά, το περάσαμε ανάμεσα στους ώμους μας, ο φόβος είχε φύγει. Με χείλια μελάνια και μάτια στεγνά, με σώματα βρώμικα, βασανισμένα και φωνές που είχαν ξεχάσει να ακούγονται σηκώσαμε την τραγουδίστρια κι επαναλάβαμε μαζί της.
-Πέτα πουλάκι ζηλευτό τον ήλιο να φωνάξεις
Πέτα πουλάκι πιο ψηλά, μαντάτο να του τάξεις
Και να του πεις για μένα νε δεν είμαι πλέον μόνος
Ήρθαν οι φίλοι οι καλοί οι φίλοι οι αγαπημένοι
Φίδι πια δε φοβάμαι εγώ ούτε κι αυτοί οι καημένοι.
Στον ουρανό η σκέψη μου στο χώμα το κορμί μου
Και στην αγάπη μου φιλί άϊντε να πας πουλί μου.
Σε κάθε στίχο ακούγονταν κι ένας πυροβολισμός. Σε κάθε στίχο κι ένας από μας έπεφτε κάτω, μέχρι που μείναμε τέσσερις. Το πουλάκι ματωμένο κι ξεπουπουλιασμένο σηκώθηκε από την αγκαλιά μας κι άρχισε να προχωρά σέρνοντας τον αριστερό της γοφό ενώ εμείς ακόμη επαναλαμβάναμε το τραγούδι.
-Πέτα πουλάκι ζηλευτό τον ήλιο να φωνάξεις.
Τα φίδια ετοιμάστηκαν. Το πουλάκι ύψωσε την παλάμη και μας έκανε νόημα να σταματήσουμε.
-Δεν τραγουδώ με τη φωνή ,φίλοι μου
Δεν τραγουδώ με το κορμί, κορμί άλλο δεν έχω
Δεν τραγουδώ με την καρδιά, στο χώμα είναι κι εκείνη
Τη λευτεριά μου τραγουδώ, αυτή δεν θα την πάρουν
Τραγούδα τώρα Πλάτωνα, τραγούδα σαν πεθαίνω.
Τα όπλα απήγγειλαν το ρεφρέν. Τα σώματα έπεσαν. Εγώ κρύφτηκα κάτω από της φτερούγες της, η σφαίρα με είχε βρει στο πόδι.
Έκλεισα τα μάτια μου . Γύρω μου μύριζε θάνατο, δεν μπορώ να περιγράψω τη μυρωδιά με άλλο τρόπο, η μόνη λέξη που μου έρχονταν στο μυαλό ήταν θάνατος. Άφησα τη σκέψη μου και παραδόθηκα στον πόνο βουβά, σαν ένστικτο θες σαν ανάγκη, δεν έβγαλα άχνα. Τα φίδια στέκονταν κοντά μου με τα tablet τους σφυρίζοντας αστειευόμενοι καθώς φύτευαν  σφαίρες σε όσους δεν είχαν πεθάνει ακόμη. Κάποια στιγμή τους άκουσα να πλησιάζουν. Το μόνο που θυμάμαι είναι δυο φωνές, θα’ ταν δε θα’ ταν δεκαοχτώ…
-Έλεγξε ζωτικές λειτουργίες
-Γαμώτο, έκανε ο ένας κοπανώντας την οθόνη του, νομίζω χάλασε, κάνει παράσιτα
-Καλά γάμα το, σίγουρα θα ψόφησαν, θα κάνουμε την αναφορά και μετά θα πάμε στο καφενείο η Μάρτζ και οι άλλοι θα μας περιμένουν.
-Χαχαχα ναι και έχει ένα μουνάκι τρυφερό, σου λέω πρέπει να δοκιμάσεις….
-Καλά καλά θα….
Τα μάτια μου έκλεισαν. Λιποθύμησα. Κάπου κάπου ξυπνούσα μες στη νύχτα μα δεν έκανα να κουνηθώ, θα μπορούσε να είναι ακόμα εκεί, έπρεπε να επιβιώσω. ….
Πέρασαν δυο μέρες. Άνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο που θυμάμαι ήταν η μυρωδιά… Κάτω από τον ανοιξιάτικο  ήλιο η σήψη γίνονταν πιο γρήγορα, μύγες είχαν μαζευτεί γύρω μου σαν τηλεγραφητές έτοιμοι να παραδώσουν το μήνυμα στα κοράκια καθώς η φύση φορούσε τη στολή της αμέριμνης παρθένας σκουπίζοντας από πάνω της τα νεκρά κύτταρα με σαμπουάν διαρκείας κι αρώματα τίγκα στο οινόπνευμα.
Όταν πάτησα στα πόδια μου έριξα γύρω μια ματιά. Οι φίλοι είχαν πια φύγει. Το μόνο που είχε μείνει πίσω ήταν βαριά κόκαλα και κιτρινισμένες σάρκες εκτεθειμένες κι αφύσικες,  σιχαμεροί όγκοι, τρομαχτικά καλούπια που φιλοξένησαν κάποτε τα μεγαλύτερα αριστουργήματα ψυχικού μεγαλείου και τώρα παρατημένα, σάπια και βουβά θύμιζαν την ίδια την ανθρωπότητα. Τα φίδια είχαν σκίσει τα ρούχα τους, έτσι γυμνοί, κείτονταν σαν παιδικές κούκλες στο χώμα.
Έκανα να φύγω. Μα κάτι μέσα μου δε με άφηνε να ησυχάσω, έπρεπε να ησυχάσουν πρώτα αυτοί, έπρεπε να φύγουν από εκεί, δε μπορούσα να τους αφήσω στους λύκους. Έβγαλα τα ρούχα μου. Τα άφησα στη μέση κι ύστερα παίρνοντας έναν ένα στα χέρια μου τους άφησα τον ένα δίπλα στον άλλο. Έπειτα στάθηκα πάνω από το πουλάκι και σφίγγοντας τις πέτρες στα χέρια μου τις χτύπησα ξανά και ξανά μέχρι να βγάλουν σπίθα
Σε λίγο μύριζε πια καμένη σάρκα. Στάθηκα στην άκρη και κοίταζα.. Δεν ξέρω αν ήταν η πείνα μα για λίγο νόμισα πως τους άκουσα να τραγουδούν ξανά κι ύστερα άκουσα το πουλάκι:
-Τραγούδα τώρα Πλάτωνα, τραγούδα σαν πεθαίνω
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ξεκίνησα να περπατώ, γυμνός, πεινασμένος, ολομόναχος …όσο απομακρυνόμουν στα χείλια μου γυρνούσαν τα λόγια του φυλακισμένου αηδονιού, ξανά και ξανά, κάθε λέξη για έναν άνθρωπο, κάθε λέξη για μια σφαίρα, κάθε λέξη για μια σπίθα ,κάθε λέξη για ό,τι άφησε ο καθένας πίσω του, κάθε λέξη για να θυμάμαι πως από το στόμα μου πρώτα θα έβγαινε η ψυχή μου κι ύστερα η ελευθερία μου.
Περπατούσα μέρες, μήνες νομίζω, δεν καταλάβαινα. Στο δρόμο θυμήθηκα τη μάνα μου, τα άγρια χόρτα που έβραζε η γιαγιά στο τσουκάλι. Ο φούρνος ήταν έξω στην αυλή κι όταν άναβε η μάνα μου τη μπαλαντέζα φωτίζονταν ο χώρος κι έμοιαζε τόσο όμορφος. Σαν μικρό φοβόμουν μη ζωντανέψουν τα δέντρα και τρύπωνα κάτω από τα σκεπάσματα ενώ η μάνα μου με τάιζε ψητό καλαμπόκι για να κοιμηθώ. Τώρα φοβάμαι πως τίποτα δε ζωντανεύει…. Στο δρόμο είδα κάτι χορτάρια που έμοιαζαν με εκείνα που τρώγαμε, τα άρπαξα με τις ρίζες και τα χώματα και τα έσφιξα στα χείλια μου κλαίγοντας. Ούτε λάδι , ούτε λεμόνι, ακόμη και το χώμα είχε πια γεύση ευχαρίστησης. Ζώο δε τόλμησα να φάω, το μαδημένο δάσος γύρω μου με γέμιζε περισσότερο τρόμο, δε φοβόμουν τα θηρία, τους λύκους και τα αγριογούρουνα, το μόνο που φοβόμουν ήταν μην τα τρομάξω εγώ καθώς ήμουν πια σίγουρος πως ένιωθαν το ίδιο κυνηγημένα μ’ εμένα κι εκείνα….
Κάποτε το δάσος τελείωσε. Μπροστά μου εκτείνονταν μια χρυσοκόκκινη αμμουδιά περιτριγυρισμένη από αιχμηρά βράχια. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως τρελάθηκα, ώρες ή μέρες δεν είχα δει άνθρωπο, χρόνια δεν είχα δει ούτε και τόση φύση. Κοίταξα γύρω γύρω κι αφού βεβαιώθηκα πως δεν ήταν κανείς όρμισα στη θάλασσα ζητωκραυγάζοντας. Έκατσα όλη τη μέρα στον ήλιο.  Το αρμυρό νερό βοηθούσε της πληγές μου να επουλωθούν, κοίταξα το σώμα μου.
Ήμουν γεμάτος πληγές. Δεν το είχα προσέξει…. Δίπλα μου σε μια αυτοσχέδια γούρνα είχα φτιάξει ένα ενυδρείο τριών. Άρπαξα ένα ψάρι και βάζοντάς το στο στόμα ξέσκισα τις σάρκες του όπως ήταν ζωντανό. Το ένιωθα να σπαρταρά, το ένιωθα, δάκρυα με πλημμύρισαν μα συνέχισα να τρώω , συνέχισα. Δε μπορούσα να περιμένω τη φωτιά, ήθελα να φάω…
Στις άκρες των βράχων βρήκα κάτι ξερές καλαμιές ,έκοψα τα φύλλα τους και προσθέτοντας μισόξερο φύκι κάπνισα. Η ζωή ήταν και πάλι ωραία. Θυμήθηκα τη λευκή κασετίνα του πατέρα μου με τα χιουμοριστικά σκιτσάκια στο τέλος του πακέτου και τον αδερφό μου που περίμενε να του διαβάσω τι έλεγε.  Ύστερα αφού έβγαλα το νερό από το αυτοσχέδιο ενυδρείο με τις χούφτες μου ξάπλωσα στην τρύπα και σκεπάστηκα με την άμμο που περίσσευε. Σκέφτηκα τότε τα καλοκαίρια στα μικράτα μου και τον παππού μου που μου έλεγε για τα αστέρια. Κοίταξα πάνω, οι παλμοί μου έπεσαν, το σύμπαν φάνταζε απέραντο, πιο πολύ εκείνη τη στιγμή παρά στα νεανικά μου χρόνια, απέραντο, μυστηριώδες, γαλήνιο. Ξέχασα την επιστήμη κι όσα είχα μάθει, ξέχασα την ιστορία και τη γεωγραφία, ξέχασα την κοινωνία…. Ξέχασα το τραγούδι και τους νεκρούς, ξέχασα το πουλάκι και τον γέρο, ξέχασα τη γλυκιά ερωμένη που με περίμενε στην Γένοβα με ματωμένα χέρια και μάτια να τσούζουν από τα δακρυγόνα, ξέχασα το θάνατο και την ίδια στιγμή ευχόμουν για εκείνον. Ευχόμουν να πέθαινα ξαφνικά , έτσι απλά να μην χρειαστεί να παλέψω άλλο, να πέθαινα λες κι έζησα έναν αιώνα πριν, άγνωστος, ασήμαντος, ευτυχισμένος. Ποτέ δε θέλησα τον τίτλο του επαναστάτη, του ήρωα, ποτέ δε θέλησα καμία βία, κανένα τσακωμό, το μόνο που ήθελα ήταν γαλήνη.
Έκλαψα για τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ, έκλαψα γεμάτος ευτυχία, τόση που ένιωθα ντροπή, κι ύστερα έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα.
Ξάφνου άκουσα ομιλίες, έσφιξα τα μάτια μου και πριν προλάβω να τα ανοίξω κάτι προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπό μου.
-Τον βρήκαμε! Εδώ είναι! Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Κοίταξα γύρω σαστισμένος.
-Α νόμισες θα γλίτωνες έ; Πάρτε τον! Είπε κάποιος κι ευθύς ένιωσα να με τραβούν από τις μασχάλες. Ένα φίδι μου πάτησε το κεφάλι στην άμμο. Πνιγόμουν! ΠΝΙΓΟΜΟΥΝ! Στο μυαλό μου ήρθε ξάφνου το ψάρι όπως σπαρταρούσε καθώς έσκιζα με τα δόντια μου την πέτσα του. Το πρόσωπό μου έκαιγε, λαστιχένιες μπότες προσγειώνονταν στα μάτια μου, στη μύτη μου, στα αυτιά μου. Κάτι υγρό και καυτό έτρεχε, έφτυνα υγρό και καυτό.
Κάτι προσγειώθηκε με δύναμη στην πλάτη μου, ξανά και ξανά και ξανά, άκουγα ένα ένα τα πλευρά μου να σπάνε, ήθελα να ουρλιάξω, να φωνάξω, να τους δαγκώσω όπως το ψάρι, μα δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Οχτώ άντρες πατούσαν τα άκρα μου, δυο σε κάθε ένα, δυο ζευγάρια λαστιχένιες μπότες πάνω σε κάθε σημείο του ορίζοντα.
-Πουλί μου γέλα σαν και πριν
Όπου δεν είχες γνώση
Κι άσε τις στεναχώριες σου
Το φίδι να πλερώσει
Οι στίχοι ήρθαν στο μυαλό μου καθώς το κορμί μου τσακίζονταν. Άνοιξα τα χείλια μα δε μπορούσα ν βγάλω άχνα από τον πόνο. Τότε είδα πάνω από το κεφάλι μου μια σκιά, το μόνο που πρόλαβα να πω ήταν :
“Τη λευτεριά μου τραγουδώ, αυτή δεν θα την πάρουν”.






……………………………………







-Λοιπόν πως σας φάνηκε;
-Α καταπληκτικό, δεν ξέρω αν έχω ξανανιώσει τόσο ζωντανός!
- Είδες αγάπη μου; Στο είπα, αυτή η «προσομοίωση ανυπότακτου» είναι καταπληκτική!
-Ναι όντως, φιού! Παιδιά είστε απίστευτοι, τι οφείλω;
-444 likes  κύριε και 3 αστέρια.
-Ω μα το αξίζετε και με το παραπάνω. Ορίστε!
-Ευχαριστώ πολύ κύριε η PROMETHEUS VIRTUAL REALITY COMPANY  σας ευχαριστεί για την επιλογή σας.
Θα θέλατε να δηλώσετε κάτι;
-Μμμ ναι, βασικά θα ήθελα να ρωτήσω, όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο με τους ανυπότακτους;
-Κύριε με συγχωρείτε, δεν γνωρίζω να σας απαντήσω, μπορώ να στείλω την ερώτησή σας στα κεντρικά.
-Όχι παιδί μου δε χρειάζεται, έτσι ρώτησα, σε ευχαριστώ πολύ και πάλι
 καλή συνέχεια και ευχαριστούμε για την εμπειρία.
-Μωρό μου σου άρεσε;
-Και βέβαια, όλη αυτή η επαναστατικότητα, οι αισθήσεις στο zenith, αγάπη μου σκέφτομαι πως θα μπορούσαμε σήμερα να προγραμματίσουμε μια συνουσία!
-Αλήθεια; Ω υπέροχα, θα ακυρώσω το milting, εσύ στύλε μήνυμα  στην εφαρμογή.
-Μισό λεπτό, α να, έτοιμοι! Μ… απόψε έχουν στείλει είδη τετρακόσιοι, α ορίστε προλάβαμε λοιπόν, δώδεκα με δύο είμαστε εμείς.
-Ωραία, θα προλάβουμε με αυτή την κίνηση;
-Νομίζω πως ναι, τα παιδιά πρέπει ήδη να έχουν πάρει το υπνωτικό τους άλλωστε.
-Θα πάρω τον Ερμή και την Ουρ, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε ένα  live streaming.
-Τέλεια, καλή συνουσία μωρό μου
-Καλή συνουσία αγάπη μου.







………………………………………









-…..η κυβέρνηση έχει προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τους ανυπότακτους:
-Δεν θα αφήσουμε κανένα ταραχοποιό αναρχικό στοιχείο να καταπατήσει τα θεμέλια της κοινωνίας μας! Στόχος μας είναι η συγκροτημένη κοινωνική δομή και η ασφάλεια του πολίτη, μεριμνούμε καθημερινώς για την πραγματοποίηση της ηρεμίας και τη διατήρηση της τάξεως η οποία δύναται να παρέχει τα αυτονόητα μέσα αυτάρκειας στα πλαίσια των τεσσάρων κυβερνητικών συνταγματικών θέσεων των ηνωμένων γενεών.
Οι παραβάτες θα τιμωρούνται, η διαφύλαξη της «ελευθερίας» είναι ο στόχος μας, οποιαδήποτε αντισυστημική δράση θα καταστέλλεται και θα αποδοκιμάζεται!
Το κράτος μεριμνεί για σας. Το κράτος νιώθει για σας. Το κράτος σκέφτεται για σας. Το κράτος πράττει για σας. Καλώς ήλθατε στην επικράτεια του ελεύθερου πολίτη.