"Πειραματικές περιπέτειες πάνω σε μια εκνευριστική τσίχλα"
Ο Φουργκινιόν δεν
επιδέχονταν διορθώσεις στα
αντικομφορμιστικά του πειράματα, γι’ αυτό κλειδώνονταν τις Κυριακές στο υπόγειο
της γιαγιάς του, μαζί με όλα του τα συγκράματα και τους κιτρινισμένους του
ποιητές με τα σκισμένα μπατζάκια από την πολυκαιρία και αναδεύοντας προσεχτικά
τα εγκεφαλικά του κύτταρα προσπαθούσε να εξηγήσει τον κόσμο.
Όταν βρίσκονταν μπροστά σε κάποιο κοινό
προτιμούσε να μην μιλάει κι όταν το έκανε, πάντα μιλούσε απλά, με μια υποψία
αργκό κάτω από τη γλώσσα έτσι που σκέφτονταν καμιά φορά πως εύκολα οι άλλοι θα
τον περνούσαν για χαζό, στρίβοντας τις αδέξιες πανομοιότυπες γραβάτες τους μαζί
με τις πιο βαρύγδουπες υποστάσεις του λόγου όμως ο Φουργκινιόν ήξερε καλά πως
οι αγαπητοί συνομιλητές τους δεν ήταν τίποτα άλλο από φερέφωνα ξένων ιδεών που
τέντωναν τα νεανικά φτερά τους σαν να προσπαθούσαν να κατακτήσουν μια αφελή και
ρηχή γκόμενα Η τσίχλα Φαμφάρα ήταν άλλωστε πολύ συνηθισμένη κι ο καθένας που
ήθελε να ξεχωρίσει αλλά και να ενταχθεί
δεν είχε παρά να την ξετυλίξει σιγά σιγά και να αρχίσει να τη μασουλάει.
-Δέκα φούσκες φαμφάρας,
δέκα φούσκες η μια μέσα στην άλλη,
δοκιμάστε, εντυπωσιάστε τους φίλους, τους συγκινείς, το αφεντικό σας, το
καθηγητή σας, το αναγνωστικό κοινό, την κοινή γνώμη, την πολιτική, το σύμπαν!
Δέκα φούσκες φαμφάρας και θα γίνεται περιζήτητος!
Η τσίχλα Φαμφάρα
κυκλοφορούσε παντού, κάποιες διαφημίσεις μάλιστα έλεγαν πως μπορούσε να σε
κάνει εξυπνότερο ή μάλλον να φαίνεσαι πιο έξυπνος γι’ αυτό πουλιόταν πάντοτε
μαζί με ένα αυτοκόλλητο βιβλίο, άλλο κάθε φορά, το οποίο κολλούσες στο μέτωπό
σου λίγο πριν τη επικείμενη συνομιλία κι έτσι αν η τσίχλα Φαμφάρα πήγαινε την
συζήτηση υπερβολικά μακριά και ξεχνούσες τι ήθελες να πεις στο θύμιζε
διακριτικά ο διπλανός σου ή απλά πεταγόσουν μέχρι τις τουαλέτες κι έριχνες μια
ματιά στον καθρέφτη.
Ο Φουργκινιόν
προτιμούσε σίγουρα την τσίχλα πορτοκάλι, τουλάχιστον αυτή είχε διαφορετική
γεύση και άρωμα και κάθε φούσκα ήταν ξεχωριστή. Βλέπετε έπειτα από μια έρευνά
του πάνω στην υπέρλαμπρη, την φανταστική, την απίστευτη Φαμφάρα , του είχε
επιτρέψει να παρατηρήσει πως όλες οι φούσκες τις ήταν ομοιόμορφες κι όλες οι
γεύσεις τις ίδιες έτσι λοιπόν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί να κάνεις
δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και δέκατη φούσκα αφού στην τελική η πρώτη ήταν
ολοκληρωμένη και είχε πει ότι ήθελε να πει. Το αστείο ήταν όταν και οι δέκα
φούσκες έσκαγαν όλες μαζί στο πρόσωπο του ομιλητή κι εκείνος έπαιρνε γρήγορα
μια καινούργια τσίχλα από το κουτάκι και συνέχιζε να την μασάει πριν προλάβει
να καθαρίσει από τα μούτρα του την προηγούμενη. Τότε έβλεπες παντού πρόσωπα κολλημένα
μεταξύ τους, γυαλιά ζουπηγμένα στα μάγουλα, τσιγάρα να καίγονται πάνω στις
τρίχες των μαλλιών και τεντωμένα κολάρα να τρυπώνουν στις μύτες καθώς οι
φούσκες συνεχίζονταν μέχρι οι συνομιλητές να καταλήξουν μέρη μιας τεράστιας
αηδιαστικής μάζας που μύριζε ξινίλα και αποβλάκωση.
-Είδατε την καινούργια
Φαμφάρα; Μα είναι απίστευτη, λένε πως μπορείς να συζητήσεις για την κβαντική
φυσική μόνο με δυο φούσκες!
-Απίστευτο!
-Ω! θαυμάσιο!
-Εκπληκτικό!
-Εγώ άκουσα πως βγαίνει
και σε γεύση Ζίτσε και Τατάν
-Μμμ.. αυτές είναι
παλιές εγώ προτιμώ πάντα Φάρξ, νομίζω πως έθεσε τα θεμέλια της εποχής μας,
περιμένετε δυο λεπτά να ανοίξω την τσίχλα μου και θα σας εξηγήσω.
Ο Αλ κι ο Μπάζιλ είχαν
ξετυλίξει είδη τις τσίχλες τους. Ξαφνικά η πόρτα του μικρού καφέ άνοιξε κι ο Μπελαφόν
μπήκε καταϊδρωμένος μ’ ένα μικρό ασημί περιτύλιγμα στο χέρι. Έκανε να κρεμάσει
το παλτό του στον καλόγερο κι εκείνο έπεσε στο πάτωμα γεμίζοντας τον τόπο
χιόνια καθώς προχωρούσε προς το μέρος τους σκοντάφτοντας πάνω σε τσάντες,
μπουφάν, κασκόλ και χιλιάδες περιτυλίγματα τσίχλας.
-Περιμένετέ με!
Περιμένετέ με! Είπε λαχανιασμένος και μπουκώνοντας μια κλασική Φαμφάρα με γεύση
βιομηχανικής επανάστασης στρώθηκε όπως όπως στο τραπέζι.
Ο Φουργκινόν κάθονταν
στο μπαρ. Μερικές ελπίδες είχαν απομείνει ακόμη στοιβαγμένες δεξιά κι αριστερά
συζητώντας ήρεμα κάτω από τον απαλό φωτισμό, σαν σκονισμένα αγάλματα,
απαρχαιωμένα, άγνωστα και φωτεινά μακριά από τα ασημί χαρτάκια που γυάλιζαν
βαριεστημένα ολόγυρά τους. Ο Φουργκινιόν έβγαλε τα σύνεργά του και τα τοποθέτησε
ανάμεσα στους θαμώνες. Δυο μακριές βέργες ανίχνευσης επίδειξης και μερικοί
φακοί απομάκρυνσης ανοησίας σε μέγεθος ρεβιθιού πήδηξαν από το χέρι του και
εγκαταστάθηκαν στον αέρα. Έπειτα άνοιξε έναν παλιό καφετί χαρτοφύλακα από
επεξεργασμένο δέρμα γαλάζιου μανιταριού κι έβγαλε ένα περίπλοκο μηχανισμό που
ήταν αόρατος σε γυμνό μάτι καθώς και δυο φακούς αναλγητικής δράσης ψεύδους που
τοποθέτησε στα μάτια του. Ωστόσο η
ομίχλη μεγαλομανίας μαζί με τα νεκρά κύτταρα επιδερμικής αναζήτησης έκαναν την
κατάσταση λίγο πιο δύσκολη έτσι που να χρειαστεί έναν προβολέα παρατήρησης και
μερικά ποτήρια κρασί για διατήρηση ηρεμίας. Οι αναθυμιάσεις της τσίχλας
Φαμφάρας περιείχαν μερικά εξαιρετικά τοξικά ιχνοστοιχεία που απέτρεπαν την
εμβάθυνση στο θέμα οξύνοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση ζάλης που εύκολα μπορούσε
να σε παρασύρει και να βρεθείς
μπλεγμένος μέσα σ’ αυτή την ατέρμονη πάλη μπουρδολογίας χάνοντας το σημείο, το
ζουμί.
Η τσίχλα Φαμφάρα είχε
επεξεργαστεί ανά τους αιώνες και διαμορφωθεί κυρίως από πολιτικά πρόσωπα που
είχαν το χάρισμα του βοσκού, την τέχνη της αποβλάκωσης. Ήταν ένα μείγμα σίγουρα
εντυπωσιακό ωστόσο άκρος επικίνδυνο όταν αναμίχτηκε με την υψηλή φύση της
φιλοσοφίας. Η απορία, η μεγαλύτερη δύναμη του ανθρώπου, η γνώση του πως έχει
άγνοια είχε αντικατασταθεί σιγά σιγά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα από την
αίσθηση της αδιέξοδης γνώσης. Τώρα μπορούσες να μασήσεις μια Φαμφάρα και
ξαφνικά να γίνεις ο παντογνώστης άνθρωπος, δεν είχε σημασία πλέον γιατί
μάθαινες όσο πως ήξερες, η διαδικασία της μάθησης ήταν ένα μέσο αυτοπροβολής κι η σπίθα της ανακάλυψης είχε την όψη ενός
στόματος που μασουλάει.
Ο Φουργκινιόν
περιεργάζονταν τα λεπτεπίλεπτα γρανάζια του πίνοντας μια γουλιά κρασί κάθε
τόσο, το αλκοόλ πολλές φορές διατηρούσε μια προστατευτική ασπίδα στα αυτιά του,
ήταν ένα φίλτρο που άφηνε να περνάει ό,τι χρειάζονταν επιτρέποντάς του να
ανατρέχει όποτε ήθελε στο πολύ προσωπικό εργαστήριο του μυαλού του. Ο
καινούργιος τους συγκάτοικος ο Μέρι Πιπ έξυνε το πόδι του ρυθμικά στο ξύλινο
μπαρ καθώς ονειρεύονταν τρανσόπαρτα και ψυχεδελικά σοκολατένια τοτέμ ενώ η
Αλεξάνδρεια άχνιζε από τους ανεκπλήρωτους έρωτες του Βακκάφη. Η Σάρα βρίσκονταν
μακριά, τώρα του έλειπε πιο πολύ καθώς θυμόταν πως απέφευγε συστηματικά
τις τσίχλες και προτιμούσε να μασουλάει
κάτι πιο ευχάριστο όπως τεχνολογικά φιστίκια και μεγάλους γυάλινους φακούς. Ο
Φουργκινιόν χαμογέλασε.
Στο τραπέζι η συζήτηση
είχε ανάψει, οι φούσκες έσκαγαν με την ταχύτητα του φωτός και το μόνο που
προλάβαινε κανείς να δει ήταν αυτή η καφετί μάζα τσίχλας να μεγαλώνει, το μαγαζί
είχε αρχίσει να συρρικνώνεται. Οι αδελφές Βέρνι
συνέχιζαν να συζητούν, ρίχνοντας ανά διαστήματα παιδικά χαμόγελα στους
τοίχους. Ο Κάρλ κι ο Σίντ χοροπηδούσαν
μεθυσμένοι πειράζοντας την σόμπα, τραβώντας που και που λίγη Φαμφάρα που είχε
κολλήσει στα παπούτσια τους ενώ ο Αλντεμπαράν μετρούσε λυπημένος τα άστρα καθώς
από κάπου κυκλοφορούσε μια φήμη πως ο ποιητής του είχε χάσει το μέτρημα. Όχι
όχι , ο Νίκος ήξερε να μετράει καλά κι ευτυχώς ο φίλος μας ο Φουργκινιόν είχε
καταφέρει να τον ξετρυπώσει μέσα από τα περιτυλίγματα που ήθελαν να αφομοιώσουν
το πρόσωπό του. Τον έκλεισε στην αριστερή χούφτα του κι έπειτα τον άφησε σ’ ένα
χάρτινο βαρκάκι δίπλα στο ενυδρείο, εκεί είχε τη θέα που χρειάζονταν για να
συνεχίσει τον ύπνο του.
Η συζήτηση είχε φτάσει
πια σ’ ένα τέλμα, το πείραμα είχε πετύχει, μέσα από όλη αυτή την άμορφη φιγούρα
τσίχλας που κατέκλυζε το μαγαζί ο Φουργκινιόν είχε καταφέρει να βγάλει ένα
αποτέλεσμα. Γρήγορα μάζεψε τα εργαλεία του ευχαριστημένος και τα τοποθέτησε
στις θήκες της τσάντας του. Έκανε να φύγει όταν ξαφνικά ο Μπελαφόν ρώτησε την
γνώμη του για το θέμα που συζητούσαν.
-Ε Φρουργκινιόν, δεν
είπατε τίποτα όλο το βράδυ, θα ‘θέλαμε να ακούσουμε τη γνώμη σας!
Κάτω από την τεράστια
Φαμφάρα ο Φουργκινιόν διέκρινε τα σμιχτά φρύδια του Μπελαφόν να κινούνται σαν
εγκλωβισμένα χέλια σε ζελέ μαλλιών για εφήβους. Ο Ντε Μαρά άδικα ακόνιζε το
παιδικό του πριονάκι πάνω στα στρώματα τσίχλας ενώ ο Άλ κι ο Μπάζιλ ξετύλιγαν
είδη το επόμενο περιτύλιγμα δίπλα στον Αντουάν όπου μισοχωμένος στη Φαμφάρα
συλλογίζονταν τις στιγμές πάθους που έζησε το προηγούμενο ξημέρωμα.
Ο Φουργκινιόν κάθισε
δίπλα τους, στη μοναδική καρέκλα που δεν είχε ακόμη ενσωματωθεί στην
‘’επιδημία’’ και ανοίγοντας την γαλάζια τσάντα τους έδωσε να διαβάσουν την
απόδειξη του πειράματος. Στο χαρτί ήταν τυπωμένες τρεις φράσεις.
Για λίγο το τραπέζι
βυθίστηκε στη σιωπή, η υφή της τσίχλας μαλάκωσε, είχε πάρει μια διάφανη
απόχρωση και σχεδόν άρχισαν να φαίνονται τα πρόσωπα από κάτω… Οι συνομιλητές
κοιτάχτηκαν. Καθώς άρχισαν τα πόδια τους να αποδεσμεύονται από την ομιχλώδη
πλέον πυκνότητα της Φαμφάρας ένα ύπουλο τρέμουλο σφηνώθηκε στα μάτια τους.
-Γρήγορα, μια τσίχλα,
μια τσίχλα! Αναφώνησε έντρομος ο Αλ, πως θα συζητήσουμε τώρα, γρήγορα γρήγορα!
-Ναι, ναι ,γρήγορα, μια
τσίχλα! Φώναξαν κι οι υπόλοιποι.
Ο Φουργκινιόν τους
κοίταξε παραξενεμένος. Οι συνομιλητές τον κοίταξαν με την ίδια έκπληξη κι
έπειτα αφού μπουκώθηκαν με τρεις τσίχλες ο καθένας συνέχισαν να συζητούν. Ο
Φρουγκινιόν πήρε την βαλίτσα με τους λεπτεπίλεπτους μηχανισμούς και
κατευθύνθηκε προ την μικροσκοπική πόρτα που είχε απομείνει στο μαγαζί . Με
δυσκολία έσπρωξε τα πόδια του κι έπειτα
έβγαλε τα χέρια του ένα ένα λίγο πριν η Φαμφάρα κατακτήσει το κτήριο. Τελικά το
πείραμα είχε πετύχει, αυτή η τεράστια τσίχλα δεν ήταν ανίκητη ωστόσο οι
άνθρωποι είχαν είδη νικηθεί. Όλα έχουν την δύναμη που τους δίνεις, όλα παίρνουν
το σχήμα που τους πλάθεις εσύ. Η ζωή παραμένει μυστήριο.
No comments:
Post a Comment