Friday, April 3, 2020


Εταιρία Προμηθέας




Της Χριστίνας Κοντούλη














Με μια όψη θανάτου μέσα από το λάρυγγα χαιρετηθήκαμε. Ξέραμε πως δε θα ξαναϊδωθούμε.



Στάθηκε μπροστά στο απόσπασμα, με μάτια σκούρα, τα ρούχα της ήταν κουρελιασμένα και βρώμικα και τα χέρια της αδυνατισμένα, γεμάτα μελανιές. Κοίταξε γύρω της, άχνα, σιωπή, δεν έβγαινε από τα χείλια ούτε ανάσα.  Η τραγουδίστρια έκανε το πρώτο βήμα κι έπειτα τα πόδια της λύγισαν και σωριάστηκε λιπόθυμη στο χώμα. Οι άλλοι τη μάζεψαν γρήγορα γρήγορα μα οι στρατιώτες τους σταμάτησαν.
-Αφήστε την κάτω. Ούρλιαξε ένας από αυτούς.
Εμείς κοιτάξαμε σαστισμένοι.
-Αφήστε την ξαναφώναξε κι εμείς άυπνοι πεινασμένοι, ξεχασμένοι από το θεό υποκύψαμε στον άνθρωπο.
-Πιάστε τη απ’ τα πόδια, έκανε πάλι καθώς μας παρατηρούσε έναν ένα.  Ακίνητοι. Ένα σμάρι σάρκες , κόκαλα κι ιδέες , κανείς δεν είχε κάτι να πει, κανείς δεν είχε ένα βήμα, λες και τα πέλματα ήταν καρφωμένα στη γη.
-Πιάστε την είπα φώναξε ξανά κι ένας ένας έσκυψε πάνω από το πουλάκι. Δεν είχα ξαναδεί τόσο αδύνατο άνθρωπο, έπιασα τα πόδια της γεμάτος τρόμο. Φοβόμουν πως σε κάθε τύλιγμα τω δαχτύλων μας θα ξεφλουδίζαμε ό,τι είχε μείνει από το κορμί της κι όμως παρόλα αυτά σφίξαμε τις παλάμες γύρω της.
-Τώρα προχωρήστε. Τι κοιτάτε; γέλασε, προχωρήστε, εμπρός!
Τα βλέμματα πάγωσαν. Έξι εξημερωμένα φίδια από το κεφάλι της Μέδουσας κοίταζαν τώρα τους ιχνηλάτες. Η Μέδουσα ποτέ δεν ήταν γυναίκα, η Μέδουσα  ήμασταν εμείς, η κοινωνία μας, μια κοινωνία ασύδοτη, ερωτευμένη με την εξουσία που τιμωρήθηκε να καταστρέφει ό,τι κάποτε τις έμοιαζε μένοντας μόνη και εμείς δεθήκαμε με τη μοίρα της να προσπαθούμε να της κόψουμε το κεφάλι πριν μας κοιτάξουν οι φρουροί της, τα φίδια της, η ίδια η εξουσία που τη μεταμόρφωσε σε τέρας, η ίδια η εξουσία που την έθεσε στον κίνδυνο από την αρχή. Αποτύχαμε κύριοι. Ιδού, γενιές ολόκληρες τρέφαν τα φίδια και τώρα με σαστισμένα μάτια κοιτούσαμε, παγωμένοι, απογυμνωμένοι από κάθε ανθρώπινη αξία και περηφάνια τα ερπετά που κανάκεψαν οι προγόνοι μας και ταΐσαμε κι εμείς, έτοιμα να μας κατασπαράξουν. Το χειρότερο κακό δεν είναι το ίδιο το κακό αλλά  το να μη μπορείς να αντιδράσεις. Το χειρότερο κακό είναι η στιγμή που ο φόβος καθηλώνει και διαγράφει την ύπαρξή σου, την ανθρωπιά, το είναι σου, το χειρότερο κακό είναι η στέρηση του εαυτού σου.
Το οικότροφο φίδι πυροβόλησε στον αέρα κι εμείς σαν να πέσαμε από το κρεβάτι μέσα στον ύπνο μας αρχίσαμε να προχωράμε.
-Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!
Σε κάθε μας βήμα ακούγαμε τα χαλίκια να γδέρνουν το αποδεκατισμένο κορμί, σε κάθε μας βήμα το πουλάκι άφηνε κι ένα πούπουλο πίσω του ως που γέμισε αίματα ο δρόμος και νιώθαμε πια το μικροσκοπικό κεφάλι να κοπανάει πάνω στο τσιμέντο και στα πεσμένα κλαδιά καθώς οι πατούσες μας πλατσούριζαν σε ένα κόκκινο βάλτο.. Για μια στιγμή ένας σταμάτησε, άφησε τα πόδια της κι έτρεξε κατά πάνω στα φίδια. Σε λίγα δευτερόλεπτα το πουλάκι κι ο αποστάτης είχαν γίνει αδέρφια …Πάνω σε ένα κόκκινο ποτάμι δυσωδίας και σήψης  το φίδι πατούσε τα δάχτυλα του χτυπημένου με την αδιάβροχη μπότα του προσπαθώντας να λιώσει μαζί και την ιδέα. Για μια στιγμή γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος τους, τους είδα, τους είδα καλά. Ο γέρος με κοίταξε  και γέλασε δυνατά
-Πουλί μου που ‘ρθες το πρωί και μου φερες μαντάτα
Πουλί μου που μ’ ανέσταινες τη σιωπηλή τη στράτα
Τώρα πουλάκι σιωπηλό τη νύχτα σα σιμώνεις
Φίδι κακό παραμονεί  καθώς με καμαρώνεις
Πέτα πουλάκι μου καλό μη σκιάζεσε για μένα
Και μη ρωτας ο κόσμος δω πως τα χει καμωμένα
Μόνο να πας στα εγγόνια μου να πας να βρεις τσι γιους μου
Και τους πεις δε προσκεινώ ούτ’ σ’τσι ύστερους καιρούς μου.
Αφέντη να μη βάλουνε ποτέ στη κεφαλή τους
Κακό μη συλλογίζονται σαν έρθει κι η στιγμή τους.
Το φίδι γέλασε κι εκείνο και έριξε μια κλοτσιά στο γέρο. Εμείς δεν κάναμε τίποτα.
-Πουλί μου γέλα σαν και πριν
Όπου δεν είχες γνώση
Κι άσε τις στεναχώριες σου
Το φίδι να πλερώσει.
Σταματήσαμε.  Κάτω από τα δάχτυλά μας, ανάμεσα στα χέρια μας το πουλάκι ξύπνησε και σιγοντάριζε το γέρο.
-Σηκώστε τη, φώναξε το φίδι. Κοιταχτήκαμε.
ΣΗΚΩΣΤΕ ΤΗ, ΤΙ ΠΕΡΙΜΈΝΕΤΕ.
Πήραμε το πουλάκι στα χέρια ξανά, το περάσαμε ανάμεσα στους ώμους μας, ο φόβος είχε φύγει. Με χείλια μελάνια και μάτια στεγνά, με σώματα βρώμικα, βασανισμένα και φωνές που είχαν ξεχάσει να ακούγονται σηκώσαμε την τραγουδίστρια κι επαναλάβαμε μαζί της.
-Πέτα πουλάκι ζηλευτό τον ήλιο να φωνάξεις
Πέτα πουλάκι πιο ψηλά, μαντάτο να του τάξεις
Και να του πεις για μένα νε δεν είμαι πλέον μόνος
Ήρθαν οι φίλοι οι καλοί οι φίλοι οι αγαπημένοι
Φίδι πια δε φοβάμαι εγώ ούτε κι αυτοί οι καημένοι.
Στον ουρανό η σκέψη μου στο χώμα το κορμί μου
Και στην αγάπη μου φιλί άϊντε να πας πουλί μου.
Σε κάθε στίχο ακούγονταν κι ένας πυροβολισμός. Σε κάθε στίχο κι ένας από μας έπεφτε κάτω, μέχρι που μείναμε τέσσερις. Το πουλάκι ματωμένο κι ξεπουπουλιασμένο σηκώθηκε από την αγκαλιά μας κι άρχισε να προχωρά σέρνοντας τον αριστερό της γοφό ενώ εμείς ακόμη επαναλαμβάναμε το τραγούδι.
-Πέτα πουλάκι ζηλευτό τον ήλιο να φωνάξεις.
Τα φίδια ετοιμάστηκαν. Το πουλάκι ύψωσε την παλάμη και μας έκανε νόημα να σταματήσουμε.
-Δεν τραγουδώ με τη φωνή ,φίλοι μου
Δεν τραγουδώ με το κορμί, κορμί άλλο δεν έχω
Δεν τραγουδώ με την καρδιά, στο χώμα είναι κι εκείνη
Τη λευτεριά μου τραγουδώ, αυτή δεν θα την πάρουν
Τραγούδα τώρα Πλάτωνα, τραγούδα σαν πεθαίνω.
Τα όπλα απήγγειλαν το ρεφρέν. Τα σώματα έπεσαν. Εγώ κρύφτηκα κάτω από της φτερούγες της, η σφαίρα με είχε βρει στο πόδι.
Έκλεισα τα μάτια μου . Γύρω μου μύριζε θάνατο, δεν μπορώ να περιγράψω τη μυρωδιά με άλλο τρόπο, η μόνη λέξη που μου έρχονταν στο μυαλό ήταν θάνατος. Άφησα τη σκέψη μου και παραδόθηκα στον πόνο βουβά, σαν ένστικτο θες σαν ανάγκη, δεν έβγαλα άχνα. Τα φίδια στέκονταν κοντά μου με τα tablet τους σφυρίζοντας αστειευόμενοι καθώς φύτευαν  σφαίρες σε όσους δεν είχαν πεθάνει ακόμη. Κάποια στιγμή τους άκουσα να πλησιάζουν. Το μόνο που θυμάμαι είναι δυο φωνές, θα’ ταν δε θα’ ταν δεκαοχτώ…
-Έλεγξε ζωτικές λειτουργίες
-Γαμώτο, έκανε ο ένας κοπανώντας την οθόνη του, νομίζω χάλασε, κάνει παράσιτα
-Καλά γάμα το, σίγουρα θα ψόφησαν, θα κάνουμε την αναφορά και μετά θα πάμε στο καφενείο η Μάρτζ και οι άλλοι θα μας περιμένουν.
-Χαχαχα ναι και έχει ένα μουνάκι τρυφερό, σου λέω πρέπει να δοκιμάσεις….
-Καλά καλά θα….
Τα μάτια μου έκλεισαν. Λιποθύμησα. Κάπου κάπου ξυπνούσα μες στη νύχτα μα δεν έκανα να κουνηθώ, θα μπορούσε να είναι ακόμα εκεί, έπρεπε να επιβιώσω. ….
Πέρασαν δυο μέρες. Άνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο που θυμάμαι ήταν η μυρωδιά… Κάτω από τον ανοιξιάτικο  ήλιο η σήψη γίνονταν πιο γρήγορα, μύγες είχαν μαζευτεί γύρω μου σαν τηλεγραφητές έτοιμοι να παραδώσουν το μήνυμα στα κοράκια καθώς η φύση φορούσε τη στολή της αμέριμνης παρθένας σκουπίζοντας από πάνω της τα νεκρά κύτταρα με σαμπουάν διαρκείας κι αρώματα τίγκα στο οινόπνευμα.
Όταν πάτησα στα πόδια μου έριξα γύρω μια ματιά. Οι φίλοι είχαν πια φύγει. Το μόνο που είχε μείνει πίσω ήταν βαριά κόκαλα και κιτρινισμένες σάρκες εκτεθειμένες κι αφύσικες,  σιχαμεροί όγκοι, τρομαχτικά καλούπια που φιλοξένησαν κάποτε τα μεγαλύτερα αριστουργήματα ψυχικού μεγαλείου και τώρα παρατημένα, σάπια και βουβά θύμιζαν την ίδια την ανθρωπότητα. Τα φίδια είχαν σκίσει τα ρούχα τους, έτσι γυμνοί, κείτονταν σαν παιδικές κούκλες στο χώμα.
Έκανα να φύγω. Μα κάτι μέσα μου δε με άφηνε να ησυχάσω, έπρεπε να ησυχάσουν πρώτα αυτοί, έπρεπε να φύγουν από εκεί, δε μπορούσα να τους αφήσω στους λύκους. Έβγαλα τα ρούχα μου. Τα άφησα στη μέση κι ύστερα παίρνοντας έναν ένα στα χέρια μου τους άφησα τον ένα δίπλα στον άλλο. Έπειτα στάθηκα πάνω από το πουλάκι και σφίγγοντας τις πέτρες στα χέρια μου τις χτύπησα ξανά και ξανά μέχρι να βγάλουν σπίθα
Σε λίγο μύριζε πια καμένη σάρκα. Στάθηκα στην άκρη και κοίταζα.. Δεν ξέρω αν ήταν η πείνα μα για λίγο νόμισα πως τους άκουσα να τραγουδούν ξανά κι ύστερα άκουσα το πουλάκι:
-Τραγούδα τώρα Πλάτωνα, τραγούδα σαν πεθαίνω
Η καρδιά μου σφίχτηκε. Ξεκίνησα να περπατώ, γυμνός, πεινασμένος, ολομόναχος …όσο απομακρυνόμουν στα χείλια μου γυρνούσαν τα λόγια του φυλακισμένου αηδονιού, ξανά και ξανά, κάθε λέξη για έναν άνθρωπο, κάθε λέξη για μια σφαίρα, κάθε λέξη για μια σπίθα ,κάθε λέξη για ό,τι άφησε ο καθένας πίσω του, κάθε λέξη για να θυμάμαι πως από το στόμα μου πρώτα θα έβγαινε η ψυχή μου κι ύστερα η ελευθερία μου.
Περπατούσα μέρες, μήνες νομίζω, δεν καταλάβαινα. Στο δρόμο θυμήθηκα τη μάνα μου, τα άγρια χόρτα που έβραζε η γιαγιά στο τσουκάλι. Ο φούρνος ήταν έξω στην αυλή κι όταν άναβε η μάνα μου τη μπαλαντέζα φωτίζονταν ο χώρος κι έμοιαζε τόσο όμορφος. Σαν μικρό φοβόμουν μη ζωντανέψουν τα δέντρα και τρύπωνα κάτω από τα σκεπάσματα ενώ η μάνα μου με τάιζε ψητό καλαμπόκι για να κοιμηθώ. Τώρα φοβάμαι πως τίποτα δε ζωντανεύει…. Στο δρόμο είδα κάτι χορτάρια που έμοιαζαν με εκείνα που τρώγαμε, τα άρπαξα με τις ρίζες και τα χώματα και τα έσφιξα στα χείλια μου κλαίγοντας. Ούτε λάδι , ούτε λεμόνι, ακόμη και το χώμα είχε πια γεύση ευχαρίστησης. Ζώο δε τόλμησα να φάω, το μαδημένο δάσος γύρω μου με γέμιζε περισσότερο τρόμο, δε φοβόμουν τα θηρία, τους λύκους και τα αγριογούρουνα, το μόνο που φοβόμουν ήταν μην τα τρομάξω εγώ καθώς ήμουν πια σίγουρος πως ένιωθαν το ίδιο κυνηγημένα μ’ εμένα κι εκείνα….
Κάποτε το δάσος τελείωσε. Μπροστά μου εκτείνονταν μια χρυσοκόκκινη αμμουδιά περιτριγυρισμένη από αιχμηρά βράχια. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως τρελάθηκα, ώρες ή μέρες δεν είχα δει άνθρωπο, χρόνια δεν είχα δει ούτε και τόση φύση. Κοίταξα γύρω γύρω κι αφού βεβαιώθηκα πως δεν ήταν κανείς όρμισα στη θάλασσα ζητωκραυγάζοντας. Έκατσα όλη τη μέρα στον ήλιο.  Το αρμυρό νερό βοηθούσε της πληγές μου να επουλωθούν, κοίταξα το σώμα μου.
Ήμουν γεμάτος πληγές. Δεν το είχα προσέξει…. Δίπλα μου σε μια αυτοσχέδια γούρνα είχα φτιάξει ένα ενυδρείο τριών. Άρπαξα ένα ψάρι και βάζοντάς το στο στόμα ξέσκισα τις σάρκες του όπως ήταν ζωντανό. Το ένιωθα να σπαρταρά, το ένιωθα, δάκρυα με πλημμύρισαν μα συνέχισα να τρώω , συνέχισα. Δε μπορούσα να περιμένω τη φωτιά, ήθελα να φάω…
Στις άκρες των βράχων βρήκα κάτι ξερές καλαμιές ,έκοψα τα φύλλα τους και προσθέτοντας μισόξερο φύκι κάπνισα. Η ζωή ήταν και πάλι ωραία. Θυμήθηκα τη λευκή κασετίνα του πατέρα μου με τα χιουμοριστικά σκιτσάκια στο τέλος του πακέτου και τον αδερφό μου που περίμενε να του διαβάσω τι έλεγε.  Ύστερα αφού έβγαλα το νερό από το αυτοσχέδιο ενυδρείο με τις χούφτες μου ξάπλωσα στην τρύπα και σκεπάστηκα με την άμμο που περίσσευε. Σκέφτηκα τότε τα καλοκαίρια στα μικράτα μου και τον παππού μου που μου έλεγε για τα αστέρια. Κοίταξα πάνω, οι παλμοί μου έπεσαν, το σύμπαν φάνταζε απέραντο, πιο πολύ εκείνη τη στιγμή παρά στα νεανικά μου χρόνια, απέραντο, μυστηριώδες, γαλήνιο. Ξέχασα την επιστήμη κι όσα είχα μάθει, ξέχασα την ιστορία και τη γεωγραφία, ξέχασα την κοινωνία…. Ξέχασα το τραγούδι και τους νεκρούς, ξέχασα το πουλάκι και τον γέρο, ξέχασα τη γλυκιά ερωμένη που με περίμενε στην Γένοβα με ματωμένα χέρια και μάτια να τσούζουν από τα δακρυγόνα, ξέχασα το θάνατο και την ίδια στιγμή ευχόμουν για εκείνον. Ευχόμουν να πέθαινα ξαφνικά , έτσι απλά να μην χρειαστεί να παλέψω άλλο, να πέθαινα λες κι έζησα έναν αιώνα πριν, άγνωστος, ασήμαντος, ευτυχισμένος. Ποτέ δε θέλησα τον τίτλο του επαναστάτη, του ήρωα, ποτέ δε θέλησα καμία βία, κανένα τσακωμό, το μόνο που ήθελα ήταν γαλήνη.
Έκλαψα για τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ, έκλαψα γεμάτος ευτυχία, τόση που ένιωθα ντροπή, κι ύστερα έκλεισα τα μάτια μου και κοιμήθηκα.
Ξάφνου άκουσα ομιλίες, έσφιξα τα μάτια μου και πριν προλάβω να τα ανοίξω κάτι προσγειώθηκε με δύναμη στο πρόσωπό μου.
-Τον βρήκαμε! Εδώ είναι! Ακούστηκε μια γνώριμη φωνή. Κοίταξα γύρω σαστισμένος.
-Α νόμισες θα γλίτωνες έ; Πάρτε τον! Είπε κάποιος κι ευθύς ένιωσα να με τραβούν από τις μασχάλες. Ένα φίδι μου πάτησε το κεφάλι στην άμμο. Πνιγόμουν! ΠΝΙΓΟΜΟΥΝ! Στο μυαλό μου ήρθε ξάφνου το ψάρι όπως σπαρταρούσε καθώς έσκιζα με τα δόντια μου την πέτσα του. Το πρόσωπό μου έκαιγε, λαστιχένιες μπότες προσγειώνονταν στα μάτια μου, στη μύτη μου, στα αυτιά μου. Κάτι υγρό και καυτό έτρεχε, έφτυνα υγρό και καυτό.
Κάτι προσγειώθηκε με δύναμη στην πλάτη μου, ξανά και ξανά και ξανά, άκουγα ένα ένα τα πλευρά μου να σπάνε, ήθελα να ουρλιάξω, να φωνάξω, να τους δαγκώσω όπως το ψάρι, μα δε μπορούσα να κάνω τίποτα. Οχτώ άντρες πατούσαν τα άκρα μου, δυο σε κάθε ένα, δυο ζευγάρια λαστιχένιες μπότες πάνω σε κάθε σημείο του ορίζοντα.
-Πουλί μου γέλα σαν και πριν
Όπου δεν είχες γνώση
Κι άσε τις στεναχώριες σου
Το φίδι να πλερώσει
Οι στίχοι ήρθαν στο μυαλό μου καθώς το κορμί μου τσακίζονταν. Άνοιξα τα χείλια μα δε μπορούσα ν βγάλω άχνα από τον πόνο. Τότε είδα πάνω από το κεφάλι μου μια σκιά, το μόνο που πρόλαβα να πω ήταν :
“Τη λευτεριά μου τραγουδώ, αυτή δεν θα την πάρουν”.






……………………………………







-Λοιπόν πως σας φάνηκε;
-Α καταπληκτικό, δεν ξέρω αν έχω ξανανιώσει τόσο ζωντανός!
- Είδες αγάπη μου; Στο είπα, αυτή η «προσομοίωση ανυπότακτου» είναι καταπληκτική!
-Ναι όντως, φιού! Παιδιά είστε απίστευτοι, τι οφείλω;
-444 likes  κύριε και 3 αστέρια.
-Ω μα το αξίζετε και με το παραπάνω. Ορίστε!
-Ευχαριστώ πολύ κύριε η PROMETHEUS VIRTUAL REALITY COMPANY  σας ευχαριστεί για την επιλογή σας.
Θα θέλατε να δηλώσετε κάτι;
-Μμμ ναι, βασικά θα ήθελα να ρωτήσω, όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο με τους ανυπότακτους;
-Κύριε με συγχωρείτε, δεν γνωρίζω να σας απαντήσω, μπορώ να στείλω την ερώτησή σας στα κεντρικά.
-Όχι παιδί μου δε χρειάζεται, έτσι ρώτησα, σε ευχαριστώ πολύ και πάλι
 καλή συνέχεια και ευχαριστούμε για την εμπειρία.
-Μωρό μου σου άρεσε;
-Και βέβαια, όλη αυτή η επαναστατικότητα, οι αισθήσεις στο zenith, αγάπη μου σκέφτομαι πως θα μπορούσαμε σήμερα να προγραμματίσουμε μια συνουσία!
-Αλήθεια; Ω υπέροχα, θα ακυρώσω το milting, εσύ στύλε μήνυμα  στην εφαρμογή.
-Μισό λεπτό, α να, έτοιμοι! Μ… απόψε έχουν στείλει είδη τετρακόσιοι, α ορίστε προλάβαμε λοιπόν, δώδεκα με δύο είμαστε εμείς.
-Ωραία, θα προλάβουμε με αυτή την κίνηση;
-Νομίζω πως ναι, τα παιδιά πρέπει ήδη να έχουν πάρει το υπνωτικό τους άλλωστε.
-Θα πάρω τον Ερμή και την Ουρ, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε ένα  live streaming.
-Τέλεια, καλή συνουσία μωρό μου
-Καλή συνουσία αγάπη μου.







………………………………………









-…..η κυβέρνηση έχει προβεί σε δηλώσεις σχετικά με τους ανυπότακτους:
-Δεν θα αφήσουμε κανένα ταραχοποιό αναρχικό στοιχείο να καταπατήσει τα θεμέλια της κοινωνίας μας! Στόχος μας είναι η συγκροτημένη κοινωνική δομή και η ασφάλεια του πολίτη, μεριμνούμε καθημερινώς για την πραγματοποίηση της ηρεμίας και τη διατήρηση της τάξεως η οποία δύναται να παρέχει τα αυτονόητα μέσα αυτάρκειας στα πλαίσια των τεσσάρων κυβερνητικών συνταγματικών θέσεων των ηνωμένων γενεών.
Οι παραβάτες θα τιμωρούνται, η διαφύλαξη της «ελευθερίας» είναι ο στόχος μας, οποιαδήποτε αντισυστημική δράση θα καταστέλλεται και θα αποδοκιμάζεται!
Το κράτος μεριμνεί για σας. Το κράτος νιώθει για σας. Το κράτος σκέφτεται για σας. Το κράτος πράττει για σας. Καλώς ήλθατε στην επικράτεια του ελεύθερου πολίτη.

No comments:

Post a Comment