Οι εκ γενετής νεκροί και το ένα
Της Χριστίνας Κοντούλη
-Βαρέθηκα
Σιμόν, βαρέθηκα
-Θέλω
να σταθείς στα πόδια σου
-Εύκολο
νομίζει μου ’ναι;
-Όχι,
θέλω όμως να μάθω να μου πεις
-Σιμόν,
γεννήθηκα λίγος, ή πολύς δε ξέρω, αλήθεια
κουράζομαι. Μέσα σαυτό το κεφάλι τόσα γιατί, κι ούτε μία, τόσο δα απάντηση..
Ανοίγει
η αυλαία, τα χέρια της σαν προέκταση των καλωδίων πίσω από τα παρασκήνια
τεντώνονται στον αέρα φωνάζοντας καθώς η φωνή μικραίνει, απομακρύνεται, λιγοστεύει
και τελικά χάνετε.
Δεν
μάθαμε να περπατάμε, μόνοι μας, μόνοι μας ήταν πάντοτε αδύνατο, περπατούσαμε
πάντα πάνω στα χνάρια των άλλων, στα βήματα που ήδη κάποιος άλλος άφηνε πίσω
του, σηκωνόμασταν τινάζοντας λίγο το περίγραμμά μας κι ύστερα βιαστικά και
προσεκτικά βάζαμε το ένα πόδι σε κάποιο σκονισμένο καρέ και μπαίναμε μέσα.
Το
παλιό θέατρο ανακαινισμένο από τις διάφορες πολεμικές απόψεις τις εποχής μας περιβάλει
σαν αγριεμένη μήτρα. Στα σπλάχνα της πονεμένης λύκαινας ξεφυσούσαμε όλοι μαζί
κάρβουνο, απελπισία και μια ανεξήγητη τρέλα. Απόψε δεν ήταν η σειρά της, δεν
ξέρω τι την έκανε να σηκωθεί.. ίσως έφταιγε που είχε μάθει στα μπουλούκια κι
έτσι οι γνώσεις τις ήταν ελλιπείς για το πως λειτουργεί μια παράσταση, ίσως
πάλι ακριβώς επειδή έμαθε στα μπουλούκια να μην την ενδιέφεραν καθόλου οι
κανόνες μας κι αυτή να μην ήταν μια πράξη άγνοιας ή κακοτροπιάς μα μια πράξη
αλήθειας. Ίσως ακόμη να έφταιγε που δεν τρώγαμε πρωινό τον τελευταίο καιρό και
να είχε αρχίσει να τα χάνει από την πείνα.
Η
Αλίκη στη χώρα των γευμάτων, αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της παράστασης. 3
και τέταρτο δίναμε αίμα, έπειτα περνούσαν οι γιατροί και κοίταζαν τα μάτια μας,
στις 5 μάζευαν τους απείθαρχους και στις έξι τους έφερναν να δουν μια τελευταία
φορά να ανοίγει η αυλαία. Έπειτα τους απομάκρυναν συνοπτικά κι εμείς μέναμε
μόνοι ακούγοντας καλλίγραμμα βαλσάκια στο μεσοδιάστημα του ταΐσματος. Κι έπειτα
πάλι για ύπνο. Άλλη μια σκληρή μέρα είχε περάσει ή μήπως ήταν μια ώρα;
Ο
ύπνος δεν ήταν εύκολος, άλλοι έπαιρναν χάπια για να κοιμηθούν, άλλοι χτύπαγαν
ρυθμικά τα δάχτυλα στα σανίδια των παρασκηνίων, άλλοι κρυφά αγκάλιαζαν κάτι ή
κάποιον κι άλλοι έμεναν ξάγρυπνοι γιατί φοβόταν και δεν ήταν σίγουροι πια αν
ξύπναγαν ή αν κοιμόταν με τον εφιάλτη.
Ο
πομπός μετέδιδε τα ψέματα όσο εύκολα μετέδιδε τα βήματα του βαλς και τα πόδια
χόρευαν ασυναίσθητα πια, απογυμνωμένα από την ευχαρίστηση, παραδομένα στο
σίγουρο πάτημα, βαριεστημένα.
Δυο
περιστέρια το ένα πίσω από το άλλο ακολουθούσαν την μουσική πάνω στο χοντρό
σύρμα που χώριζε τον ουρανό από το κτήριο. Ήταν ευχάριστο που και που να
βλέπεις και κάτι που είχε άγνοια κινδύνου μα ακόμα κι αυτή η εικόνα όταν γίνονταν
συχνά άρχιζε να διαστρεβλώνεται παράξενα και τα αθώα περιστέρια να μοιάζουν πια
με ρουφιάνους έτοιμους να χέσουν από ψηλά και να καταδείξουν τον επόμενο. Ήταν
κυριολεκτικά οι καταδότες του κώλου.
Τα
Σαββατοκύριακα είχαμε ρεπό. Τότε κατεβαίναμε στους δρόμους μόνοι ολομόναχοι, με
συντροφιά τα ξένα βήματα των αγνώστων και χορεύαμε πια πάνω σε αόρατες
πατημασιές που χορογραφημένες κι εκείνες οδηγούσαν για άλλη μια φορά στη
Δευτέρα.
Στους
δρόμους λαμπερά φωτάκια και συνεχόμενες μουσικές από τα μεγάφωνα έμοιαζαν να χλευάζουν τη γκρίζα ανθρώπινη μάζα
που περνούσε από κάτω.
«Μόνοι,
θα είστε πάντα μόνοι, δεν κάνει ούτε καν να κοιτάζεστε, θα πρέπει να προχωράτε μακριά
ο ένας από τον άλλο, μην αγγίζεστε, μην ανοίγετε καν το στόμα, προς το παρόν
μπορείτε να αναπνέετε, μην το παρακάνετε όμως»,
έλεγαν
και ξαναέλεγαν, τώρα με ακόμη πιο χρωματιστές διαφημίσεις, τόσο ψεύτικα κι
άσχημα χρωματιστές που αν είχες συνηθίσει στο γκρίζο σε ζάλιζαν κι έφευγες
ακόμη πιο γρήγορα για τη δουλειά. Ααα ναι στη δουλειά δεν υπήρχε πρόβλημα, εκεί
δεν ήταν κακό η συναναστροφή -με εγκράτεια φυσικά- αλλά, εκεί μπορούσες να
κοιτάξεις, να μιλήσεις, αν χρειάζονταν και να ακουμπήσεις. Μπορούσες και να πεθαίνεις, βέβαια μόνο όταν
αυτό εξυπηρετούσε το σύστημα, όταν δεν αποτελούσες πια εκμεταλλεύσιμη ύλη.
Ο
άνθρωπος βλέπεται είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τα πάντα κι έτσι δεν ήταν τόσο
δύσκολο να εκμεταλλευτεί και τον άνθρωπο, κι ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτείς
κάποιον είναι η απομόνωση, η αποξένωση…. η μοναξιά δημιουργούσε πάντοτε εύκολη λεία.
Κι ύστερα τσακισμένος καθώς ήσουν τότε, ήσουν έτοιμος να δουλέψεις και με πόση
χαρά θα έκανες αυτή τη δουλειά, ό,τι και να ήταν, αρκούσε που δεν ήσουν για
λίγο μόνος κι έτσι δεν έφερνες αντίρρηση, καμιά αντίρρηση, καμιά σκέψη. Κάθε
φορά ανάμενα την ώρα της αυλαίας με απίστευτη προσμονή, σαν το παιδί που
περιμένει το γλυκό να πέσει για ύπνο. Μόλις άνοιγε τούτη η σκοροφαγωμένη
κουρτίνα, το μισογκρεμισμένο θέατρο μεταμορφώνονταν σε υπέρλαμπρο ναό και πως
δεν θα ήταν, αφού όλοι, εκεί κάναμε στα αλήθεια τις προσευχές μας.
Κι
όταν έλεγε το σενάριο πως πρέπει να αγκαλιαστούμε τότε να δεις, πόση η χαρά,
πόση η αγκαλιά, πόση αγάπη, όταν έπρεπε να ξεκολλήσουμε αναμεταξύ μας τότε ήταν
δε, που πραγματικά πονούσαμε λες και ξεσκίζονταν ένα κομμάτι από το κορμί μας.
Πάνω στη σκηνή, όταν άναβαν τα φώτα, δεν ήμουν, δεν ήσουν, δεν ήταν, είμασταν
το κορμί. Ένα, ένα τεράστιο πλατωνικό ανθρωποειδές ,εμπλουτισμένο στις μέρες μας,
με περισσότερα χέρια και πόδια, με δεκάδες δάχτυλα και μάτια, και χιλιάδες τρίχες
μαλλιών και άπειρα στόματα. Το κορμί ήταν η τροφή μας, η λογική μας, η
ψυχραιμία, το θάρρος μας, το κορμί ήταν τα όνειρά μας.
Σιγά
σιγά όμως κι ενώ περνούσε ο καιρός το κορμί θέριευε και μεγάλωνε, το κορμί ένιωθε,
ζητούσε κι έτσι το κορμί κοίταξε γύρω του και είδε αυτή τη φορά πίσω από τα
φώτα…. Μια μέρα είχαν φέρει άλλο ένα τσούρμο απείθαρχους. Ρίξαμε μια ματιά όπως
πάντα πίσω από την κουρτίνα όταν ακόμη τα φώτα της σκηνής δεν ήταν ανοιχτά,
κάτι παράξενο υπήρχε στην εικόνα απέναντί μας, κάτι παράξενο πλανιόνταν και
στον αέρα γύρω μας, το κορμί δεν ένιωθε καλά, κάτι έλειπε, κάποιος έλειπε…
Κοιταχτήκαμε όλοι, σχεδόν λες κι είχαμε συνεννοηθεί, οι ματιές μας ανταλλάχτηκαν
με τόση γρηγοράδα όπως θα περνούσε μια πληροφορία στο νευρικό σύστημα ενός οργανισμού.
Το λάθος είχε εντοπιστεί. Ένας από εμάς καθόταν τώρα απέναντί μας, ένας από
εμάς ήταν τώρα στη θέση του θεατή.
Για
πρώτη φορά η συνείδηση δεν περιορίστηκε στο πέρασμα άλλης μιας μέρας, για πρώτη
φορά δεν ένοιαζε κανέναν αν αυτή η μέρα θα τέλειωνε, αν θα συνεχίζονταν αύριο ή
αν δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά. Αποφασίσαμε . Αυτή ίσως θα ήταν η τελευταία μέρα
μα σίγουρα θα ήταν και η πρώτη.
Ο φροντιστής άνοιξε την αυλαία αργά. Τα όργανα
της αποτροπής και πρόληψης φάνηκαν να δυσανασχετούν, δυο αλλαγές, σε λίγο
έρχονταν η Τρίτη.
Οι
απείθαρχοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, καθώς
προχωρούσαμε μπροστά στην σκηνή ένας ένας, όλοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, φωτιστές,
καθαριστές, ταξιθέτες, όλοι όσοι κρύβονταν στο καβούκι των παρασκηνίων τώρα
έβγαζαν όλοι μαζί το κεφάλι της χελώνας από το σώμα της. Το κορμί άνοιξε τα
μάτια του και κοίταξε, το κορμί άνοιξε τα μάτια του και είδε. Με ένα βλέμμα
ρίξαμε το σύστημα, με ένα βήμα πετάξαμε το λάβαρο τους συστήματος από μέσα μας κι
αφού ξεριζώσαμε τα γρανάζια τότε φυτέψαμε τη νάρκη και ετοιμαστήκαμε. Απλώσαμε
τα χέρια μιας και πιάνοντας ο ένας του άλλου σφίξαμε με δύναμη, η νάρκη οπλίστηκε
ήταν έτοιμη κι αυτή. Το κορμί κοίταξε το κοινό και θαύμασε, το κορμί κατάλαβε,
την ατέλειωτη, την ανυπόφορη μέρα, ίδια, απαράλαχτη, επίπεδη, υποδουλωμένη, αυτή
τη μέρα που ζούσε βδομάδες, μήνες, χρόνια τώρα κι αποφάσισε να γυρίσει τη κολλημένη
σελίδα στο ημερολόγιο και να γνωρίσει την επόμενη μέρα. Όλοι ξέρουμε όμως πως για να ξημερώσει πρέπει
να έρθει πρώτα η νύχτα κι έτσι έσβησε το φως. Το κορμί δεν μπορούσε άλλο να
κρατηθεί, όρμισε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε, το κορμί ερωτεύτηκε, το πλήθος ερωτεύτηκε
κι εκείνο, το κορμί ξαναβρήκε το κομμάτι που έλειπε μα και κάτι παραπάνω, βρήκε
ένα άλλο κορμί.
Η
νάρκη εξερράγη.
Τίποτα
δεν μπορούσε να μας κρατήσει πια μακριά, ούτε τα όργανα της αποτροπής και
πρόληψης, ούτε το σύστημα, ούτε καν οι εαυτοί μας,
Σπάσαμε
τις πόρτες, πηδούσαμε ανάμεσα στα σάπια ντουβάρια με τις ξεσκισμένες
ταπετσαρίες κι αφήνοντας πίσω τους ξεπεσμένους μας εαυτούς, γίναμε ένα, ένα
ακόμη μεγαλύτερο. Ορμίσαμε στους δρόμους φωνάζοντας, γελώντας, τραγουδώντας κι
ουρλιάζοντας. Ανεβήκαμε στους στύλους, στα δέντρα και στα χαλάσματα και
γκρεμίσαμε τα ψεύτικα φώτα, ύστερα αρχίσαμε να γκρεμίζουμε και το γκρίζο.
Αρπάζαμε αγνώστους και τους αγκαλιάζαμε, τους φιλούσαμε στα χέρια και στα μάγουλα
κι εκείνοι άρχισαν να χαμογελούν σαστισμένοι και να μας ακολουθάνε, σε λίγο το
ένα ήταν τόσο μεγάλο που απλώνονταν σαν ποτάμι στην γκρίζα πολιτεία. Απόψε πολεμούσαμε εμείς, απόψε καταστρέφαμε
τον φόβο, σπάζαμε τη φυλακή, απόψε θα κάναμε απογραφή θυμάτων του έρωτα κι όχι
του θανάτου κι αν ήταν να υπάρξει ένας θάνατος ας ήταν ο υποδουλωμένος μας εαυτός,
ας ήταν τα μόνα πτώματα που θα μαζεύαμε από τις πλατείες εκείνα των φόβων μας.
Ξάφνου
είδαμε το στρατό να πλησιάζει. Όργανα επιβολής ασφάλειας και αμούστακα
στρατιωτάκια οπλισμένα σαν αστακοί, έθεσαν ένα φράγμα στη συζήτηση κι επιχείρησαν
κρατικό μονόλογο. Όμως εμείς δεν ακούγαμε τίποτα πια, είχαμε σκοπό να δούμε την
επόμενη μέρα. Το ένα έπεσε πάνω τους με ακατανίκητη ορμή κι εκείνοι συγχυσμένοι
και απορημένοι δεν κατάφεραν, δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα, το φράγμα άρχιζε
να σπάει κι οι τάχα στιβαρές του πέτρες να γίνονται βότσαλα στον ποταμό μας. Κι
ύστερα να τρίβονται με το κύμα και να αφομοιώνονται ως που δεν υπήρχε κανείς να
μας πολεμήσει πια, κανείς να μας φοβερίσει.
Όταν ξημέρωσε η μέρα η πολιτεία μας είχε πάψει
πια να είναι γκρίζα. Στο απαλό φως της αυγής νιώσαμε την έκσταση του ζωγράφου
καθώς ξανθά, πορτοκαλιά, μαύρα μαλλιά, πράσινα , καστανά, λαδιά και γαλάζια
μάτια απλώνονταν παντού, χείλια κόκκινα και ροζ, σκούρα κι ανοιχτά δέρματα, για
πρώτη φορά είδαμε το χρώμα των ρούχων μας καθώς η ομιχλώδης κατάσταση είχε
περάσει. Το χώμα που σήκωναν στον αέρα οι μπότες του συστήματος, τώρα είχε
γεμίσει τα υφάσματα που μας έντυναν σαν τα απομεινάρια της μάχης, κι είχε φύγει
για τα καλά από τα μάτια μας. Κοίταξα γύρω μου, ήταν όλοι άγνωστοι, είμασταν
όλοι μα όλοι άγνωστοι, μα αυτή τη φορά δεν είμασταν μόνοι, κανείς δεν ήταν
μόνος του. Γύρω μου απλώνονταν το κορμί, το τεράστιο, το ανίκητο κορμί κι εγώ
σαν μικροσκοπικό κύτταρο ξάπλωσα κάτω από τον ήλιο.
Κι
αυτή που σας εξιστορώ είναι θαρρώ η μόνη ιστορία που ξέρω, όπου ο άνθρωπος
νίκησε και νικήθηκε ταυτόχρονα με μόνη μυρωδιά θανάτου τους φόβους του, που
σάπιζαν τώρα γρήγορα κι ήρεμα, ενώ τρώγαμε επιτέλους το πρώτο μας πρωινό στη
λιακάδα….! Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό ημερολόγιο κι έσκισα για τα καλά
τη Δευτέρα, σήμερα ήταν Τρίτη κι αύριο θα ξημέρωνε Τετάρτη, ο χρόνος κυλούσε
ξανά. Κάτι νέο είχε γεννηθεί σήμερα και το όνομά του θα είχε όλα μας τα
ονόματα, σήμερα γεννήθηκε το ένα.
No comments:
Post a Comment