Wednesday, June 24, 2020


Οι ιστορίες του μπλε λαγού:   Στον τρόπο του Αιγόκερω

 της Χριστίνας Κοντούλη



Στα ιερά της Δήμητρας, Ο Νίσος έβγαζε το στέμμα του σκασμένος από την ανυπόφορη καλοκαιρινή υγρασία και χάριζε απλόχερα το σώμα του στο Σαρωνικό. Οι Λέλεγες κι οι Κάρες ετοίμαζαν τις βαλίτσες τους για της θερινές αποδράσεις που είχαν σχεδιάσει πολύ πριν την απομόνωση των πόλεων. Ήρεμοι τώρα πίστευαν πως κάποτε δεν θα εξαφανιστούν κι ο δρόμος χαραγμένος σε ένα πανάρχαιο  gps  με βάση τον ήλιο θα εμφανίζονταν στις οπτικές οθόνες τους λίγο πριν λοξοδρομήσουν.
Ο Μίνωας είχε ανοίξει την πολεμική του κονσόλα και φορώντας τη διχαλωτή ολόχρυση παντούφλα του καλούσε τον αντίπαλο για game.
Άραγε στη Μήλο τρώνε τον καρπό της γνώσης ή μονάχα τον φορούν για όνομα στα βράχια τους;
Στρεσαρισμένος από την αβάσταχτη επίδραση της κοινωνικής σταρχιδιστικής επιτροπής επέτρεψα στον εαυτούλη μου να φανταστεί για λίγο πως όλα θα ήταν όπως πριν, η  γλυκύτατη μίζερη ζωούλα μου, το έπος του Νέμο στις τηλεόψεις, η διαλυμένη σχολή, το πολύ αναμενόμενο μεν πτυχίο κι η φανταστική μου περιήγηση στο τι θα μπορούσε να συμβεί όταν πια θα το κρατούσα στα χέρια μου, οι καθημερινές ειδήσεις κι οι εκφράσεις τις μάνας μου που θαρρείς ξόρκιζαν το κακό σε κάθε φωνήεν που πετιόταν από το στόμα. Οι βόλτες, οι τραγελαφικοί έρωτες, το χέσιμο, τα φασολάκια, φτηνιάρικες μποτίλιες κρασιού από ανακυκλωμένο βιοδιασπώμενο πλαστικό, κρυμμένες κάτω από το κρεβάτι στο πατρικό σπίτι. Μια τυχαία φωτογραφία που βγήκαμε όλοι όμορφοι όταν ήμασταν παιδιά. Γαλάζιες παστίλιες για τα κουνούπια… Ήμασταν πια στην εποχή του Αιγόκερω κι έμοιαζε ακόμη να μας “τοιχώνει” και να μας στοιχειώνει μια μίξη του υδροχόου και των ιχθύων. Οι θρησκείες ήταν νεκρές. Η επιστήμη για λίγους σαν γνώση για όλους σαν διαφήμιση. Κάθε ζωδιακός υπέφερε από τα σημάδια της γέννας του προηγούμενου και της προβλέψης του επόμενου. Μου φαίνονταν αλήθεια πως κανείς άνθρωπος ως τώρα δεν είχε καταφέρει να ζήσει στην εποχή του. Είτε θα αναπολούσαμε νεκρούς είτε θα φανταζόμασταν σπέρματα από πέη που ακόμη δεν φόρεσαν σάρκα.
Ο Σαρωνικός στέκονταν ανελέητος, διεκδικητικός και σκούρος.
Διάβαζα κάποτε για ένα μάθημα ιστορίας: η πάλη των τάξεων, η πάλη των γεννών, η πάλη των φύλων, η πάλη των άδειων ήταν η χειρότερη. Όταν έγινε εκείνη η τελευταία, η πάλη των συναισθημάτων όπως την αποκαλούσε η κυρία Μπλανς Ντιμπουά Τζόνσον, η ανθρωπιά τσακίστηκε, η ανθρωπότητα διχάστηκε. Σκοταδισμός. Η ρουφιανιά στα καλύτερα της, ωστόσο ήρθε η εποχή του “Πουαντιγισμού” κι ο κόσμος ηρέμησε για λίγο. Ο Υδροχόος ήταν ανάδρομος κι η τεχνολογία σιώπησε , με ένα εκκωφαντικά κλειστό στόμα επέτρεψε στην κούραση να γίνει αλληλεγγύη κι έλυσε όλα τα πρότερα δεσμά με ένα τρόπο από όσο γνωρίζω πρωτόγνωρο. Οι τελευταίες θρησκείες πήγαν για ύπνο στις όχθες του Αχέροντα, αφήνοντας μερικούς αμετανόητους, να τους τραβούνε που και που τις τσίμπλες από τα μάτια. Ο κόσμος όπως ήταν το φυσικό παραδόθηκε, διαδόθηκε, άνθισε σαν κήπος γεμάτος διαφορετικά και παράξενα βοτάνια. Το γκρίζο κοστούμι της καταστολής θάφτηκε σαν τσεκούρι πολέμου κι ένα πλουμιστό ύφασμα απλώθηκε ολόγυρα.  Καθώς τα επιτεύγματα των ιχθύων γκρεμίζονταν- όμοια με πανάρχαια κτίσματα που τώρα αφιερώνονταν μονάχα στη λήθη- οι άνθρωποι του επόμενου αστερισμού ανήγειραν και μπάλωσαν το πλοίο της ελευθερίας. Κι ύστερα γυρίσαμε με τα πολλά εκεί που αρχίσαμε.
Κομπλεξαρισμένοι οργανισμοί διεκδικούσαν την εξουσία, οι απελπισμένοι παρακαλούσαν την υποδούλωση να βγει έστω ένα τυφλό ραντεβού μαζί τους κι οι νέοι σπόροι επαναπαυτήκαμε σε σκαμμένα χωράφια αφού ήταν βαρύ το στίγμα της διεκδίκησης. Το καθαρό νερό για άλλη μια φορά έπρεπε να βρέχει τα χείλια μιας νέας ελίτ, τις ρίζες των ζιζανίων. Τα χωράφια στέρεψαν, καλώδια γυμνά και άγνωστα έντυναν τα σπίτια, λογότυπα ανιαρά και πομπώδη μας αφιέρωναν σε άλλους ανθρώπους, όμοιους με εμάς, μα τόσο διαφορετικούς εν τέλει. Η ιστορία παρερμηνεύτηκε για άλλη μια φορά, σήμερα, τώρα, ξανά, ζούμε στα ώρια της μυθολογίας. Κι αυτό το μέλλον που φαντάζονταν οι δραματουργοί κι οι σκηνογράφοι του 1980, άργησε να έρθει δυο ζωδιακούς. Χοντροί πρασινωποί σωλήνες ντύνουν σοκάκια μεικτής αισθητικής, βρώμικα φρούρια-σπίτια παραγεμισμένα με εξαθλιωμένα πρόσωπα, ξεμαλλιασμένα κεφάλια,  κακοφτιαγμένες αφίσες και φτηνιάρικα μα περιβαλλοντικά ελεγμένα κόπρανα που πήραν τη θέση του σταφυλιού, έχουν τυλιγμένο γύρω τους έναν ξεφτισμένο Βάκχο. Άκουσα πως κάποτε έβαφαν τα μαλλιά του περίεργα χρώματα οι αντισυστημικοί, εμείς τα μακραίνουμε τόσο ως που να μπορούμε να τους βάλουμε φωτιά στην πλατεία κι έπειτα να τα κόψουμε πριν φτάσουν το κρανίο μας.
Μα λέω να πάρω άλλη μια μπύρα «Yellow Piss» απ’ το βαρέλι και να πάω στο μπαλκόνι. Να ακούσω για τους έρωτες της ΡΧΤ, την ανεργία του ΦΝΣ και τον ΡΖΝΤ να λέει πόσο άχρηστη είναι η γενιά μας. Να κλείνω το στόμα μου σκύβοντας συγκαταβατικά το κεφάλι στα ακαταλαβίστικα ονόματά τους, στις πνιχτές λέξεις τους καθώς θα πέφτει φευγαλέα η ματιά τους πάνω μου την ώρα που  θα σφίγγω τον εαυτό μου πριν να πετάξει το βάρβαρο κι άγνωστο πια φωνήεν. Κι έπειτα στη διάρκεια της νυχτερινής μας συνάθροισης,  παραπεταμένος σε μια γωνιά να κλαίω που τα χωράφια της Δήμητρας δεν καρπίζουν και να αναπολώ κάθε ιστορία που διάβασα για το Σαρωνικό όταν ακόμα μύριζε θάλασσα καθώς θα αγναντεύω μια πελώρια έρημο από σκουπίδια.
Η ΚΡ μου πρόσφερε ένα τσιγάρο κι εγώ χαμογέλασα προσποιούμενος πως βρισκόμουν πάνω σε ένα πλοίο. Πίσω από το μικροσκοπικό κεφαλάκι της new age Βαλκυρίας ξεχώριζε ένας αστερισμός. Σε όποια χρονική στιγμή φώναξα στον καπετάνιο την θέση μας. Οι απέραντες αφρικάνικες λίμνες ξεκουράζονταν ανάμεσα σε πυκνή βλάστηση και παρακαρπισμένα  οπωροφόρα καθώς η μεσογειακή έρημος σφάδαζε απορημένη για την άδικη γύμνια της που μύριζε πλαστικό και τσίκνα. Η Δήμητρα κατοικούσε αλλού. Ο Οντιν ετοιμάζονταν για speed date χρησιμοποιώντας το σφυρί του για σίδερο ρούχων πάνω σε πολύχρωμα σώβρακα κι οι θεοί της Αιγύπτου νοίκιαζαν τα bungalows  με την ώρα στα δάση της Ατάρ. Μονάχα ένας Άμμων Ρα πέτρινος και θλιμμένος προσπαθούσε να μετρήσει τα τατουάζ από γκραφίτι στο σώμα καθώς ανάμεσα στις φυλλωσιές ένας μικροαπατεώνας ανθρωπάκος πούλαγε φωτογραφίες του Bowie,  του Delon  και του Mπάρκουλη για ένα πιάτο κεφτέδες.
Όταν έμεινα μόνος, άνοιξα το ψυγείο, κι έφαγα κι εγώ. Ένα πιάτο γεμάτο κεφτέδες από ομιλούντα καναρίνια. Προς υπεράσπισή μου, ήθελα απλώς να σωπάσουνε, αυτές οι μουλωχτές φωνές τους μου μιλούσαν για περίεργες επαναστάσεις…..

No comments:

Post a Comment