Thursday, September 3, 2020

 

Ναυτικό ημερολόγιο- ενδιαμέσως γραμμών, ευθυγράμμιση οριζόντων στον ουρανό των άλλων

 

Της Χριστίνας Κοντούλη

 

 

 

Σε ένα μυστικό βασίλειο, μακρινό και μεγαλειώδες οι άνθρωποι τα κατάφερναν καλά. Σ’ ένα ακόμα πιο μακρινό βασίλειο καθόλου μεγαλειώδες, οι άνθρωποι τα κατάφερναν άσχημα. Τα δυο βασίλεια ωστόσο δεν ήταν τόσο μακριά το ένα από το άλλο, αντίθετα μοιράζονταν μονάχα μια γραμμή όπου ξεχώριζαν τα σύνορά τους. Στο βασίλειο της ευημερίας οι άνθρωποι ήταν μόνοι μα ήταν εντάξει με αυτό, δεν είχαν δική τους γλώσσα μα πάλι δεν παραπονιόταν. Το βασίλειο της ευημερίας έμοιαζε μερικές φορές σαν αποστειρωμένο εργαστήριο και κανείς δεν μπορούσε ούτε να φύγει ούτε να πάει. Ο βασιλιάς του ήταν ένας κύριος. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο βασιλιάς τους, ούτε και άκουσα ποτέ τίποτα γι’ αυτόν μα και οι γνώσεις μου για τους κατοίκους είναι κάπως περιορισμένες. Από κάποιους τολμηρούς που πέρασαν κάποτε τα σύνορα μαθεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα εκεί κι έτσι σιγά σιγά ξεχάστηκε με το χρόνο.

Στο άλλο βασίλειο οι άνθρωποι ήταν παράξενοι, μοιράζονταν κάποια γλώσσα  αλλά ήταν τόσο δύσκολη που ούτε οι ίδιοι καλά καλά δεν κατάφερναν να τη μιλούν. Το βασίλειο αυτό ήταν τόσο δύσκολο να ελεγχθεί που οι βασιλιάδες του τα παρατούσαν και όριζαν νέους στη θέση τους, κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους κι άλλοι άλλους και κάπως έτσι πάει λέγοντας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν τρύπιες, ετοιμόρροπες,  κι οι τοίχοι άσχημοι, σάπιοι, ξεφτισμένοι ωστόσο κάποιοι από τους κατοίκους επέμεναν να τους πλαισιώνουν με μικρούς κήπους που ανέβαιναν ήρεμα στις πέτρες κι αναμιγνύονταν σιγά σιγά με αυτές. έσκαβαν το χώμα ως που να συναντήσουν τις ρίζες του κι είτε τις φρόντιζαν και τις μεγάλωναν είτε τις μασουλούσαν  μα καμιά φορά τις κατάπιναν κιόλας. Από την άσχημη πολιτεία ακούγονταν το βράδυ τραγούδια, άμα ήξερες τα λόγια θα έλεγες πως ήταν πένθιμα ωστόσο τα περισσότερα είχαν χαρούμενο ρυθμό,  άλλα σιωπηλά, άλλα ψιθυριστά άλλα εκκωφαντικά, ζωηρά κι απότομα, φάλτσα, επηρεασμένα. Κι οι άνθρωποι που τα τραγουδούσαν είχαν πάντα έναν καημό, μια αδιόρατη , αμυδρή θλίψη στο βλέμμα, σαν αγκάθι αχινού , μια ενόχληση, στιλπνή, βυθισμένη.

Στην όμορφη πολιτεία στο κέντρο είχαν χτισμένη μια μεγάλη χωματερή, αποκλεισμένη από τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τους περαστικούς αγκαλιασμένη από βαριές αρχιτεκτονικές οπτασίες και μεγαλωμένη από το μεγάλωμα το καθενός, στέκονταν παγερή, ηλιοστάλαχτη και βρωμερή στο κέντρο της πόλης.  Είχε παρόλα αυτά έναν αέρα μεγάρου, μια αίσθηση κομψής αδιάφορης ωραιοποίησης, στιβαρή και ψεκασμένη καθημερινώς από μικροσκοπικούς αρωματοποιούς θύμιζε περισσότερο δημοτική βιβλιοθήκη παρά σκουπιδιάρα. Οι τζαμένιοι υπόνομοι ήταν τόσο καθαροί και λαμπεροί όπου πολύ συχνά διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στους δαιδαλώδεις υποστηρικτικούς διαδρόμους τους με χιλιάδες απαράλλαχτους μύστες να αναρωτιούνται και να χειροκροτούν χορωδιακά και άψυχα το έργο χωρίς να τους νοιάζει ακριβώς τι ήταν κι αν ήταν στο ταβάνι, στο πάτωμα ή μέσα στα νερά. Αρκούσε που κάποιος χτύπαγε τις παλάμες του κι όλοι απολάμβαναν των ήχο των δικών τους.

Τα σπίτια ήταν τετραώροφα. Σε κάθε όροφο έμενε και ένας πολίτης ξεκινώντας φυσικά από την κάστα. Οι χαμηλότερου ενδιαφέροντος κάστες έμεναν πάντα στους τελευταίους ορόφους έτσι ώστε να τους βρίσκεις πιο εύκολα στις σκάλες, ενώ οι υψηλότερες στους πρώτους δυο όπου συνήθως χτίζονταν και μεγαλύτερα διαμερίσματα. Τα ρούχα είχαν κι εκείνα τη δική τους μόδα. Λευκό για τις εξαιρετικές κάστες, γκρίζο για τις μέτριες, ριγέ για τις τελευταίες. Διακοσμητικοί κήποι από γυάλινα λουλούδια και χρυσαφένια ζώα βρίσκονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η παραλιακή άμμος είχε καλυφθεί από ένα φιλντισένιο υγρό που διατηρούσε την αρχική μορφή της πέτρας ωστόσο απέφευγε κάθε είδος φθοράς του «φυσικού περιβάλλοντος» κρατώντας το απομονωμένο από την αψύτητα της πατούσας. Μικροσκοπικοί γυάλινοι σωλήνες με καλλιγραφικές επιγραφές της OXYGEN PROVIDE –μη κερδοσκοπικής εταιρίας κρατικού απολογισμού ωραιότητας- παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο  για την διατήρηση της φυσικότητας αλλά και την αργή (φυσική) μετατροπή της αρχικής εικόνας.

Η ΦΡΕΣ ΛΑΙΤ ΟΞΙΤΖΕΝ ΚΟ(Μ)ΠΡΟΜΕΙΣΟΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ εισήγαγε μάσκες τελευταίας τεχνολογίας όπου προσέφεραν την εμπειρία του καθαρότερου οξυγόνου μαζί με μια στιλιστική άποψη και τα γραφεία της εδρεύανε κάπου ανάμεσα στην θαλάσσια ζώνη της περιοχής και στις παρυφές ενός μικροκαμωμένου λόφου.  Μια τέλεια περιοχή για μια τόσο πολύτιμη εταιρία. Κανείς πια δεν κυκλοφορούσε χωρίς την μάσκα της ΦΛΟΚΙ κι όσοι είχαν παλιότερα μοντέλα περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα είχαν τους αντίστοιχους πόντους ώστε να φορέσουν κι εκείνοι τις τελευταίες ντιζαινάτες δημιουργίες του άκρως καταρτισμένου, και παγκοσμίως αναγνωρισμένου επιστημονικού-καλλιτεχνικού επιτελείου της φιλανθρωπικής αυτής εταιρίας. Οι πιο ψαγμένοι διέθεταν μάσκες ειδικού ντιζάιν βέβαια και πολλές φορές προσωπικών παραγγελιών με ελεγκτές αίματος, φυσικής λειτουργίας, πόντων αξίας αλλά και φυσικά σχεδίων που παρέπεμπαν σε καλτ αναμνήσεις του παρελθόντος.

 Η FOXY TOUCH συμπλήρωνε τις εποχικές εμφανίσεις με γάντια τελευταίας τεχνολογίας που έκαναν ακόμη και πρόβλεψη συνείδησης ενώ η δημοφιλέστατη  «ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ» συμπλήρωνε την χαριτωμένη τετράδα με ταριχευτικές μάσκες αντιγύρανσης όπου φωτογραφίζοντας το κυτταρικό υλικό αναδομούσαν πλήρως σε μερικούς μήνες το χαλασμένο στοκ, ξεσουφρώνοντας ακόμη και τις πιο απαιτητικές περιπτώσεις.

Οι άνθρωποι ήταν όμορφοι (;), οι άνθρωποι ήταν φρέσκοι (;), οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, οι άνθρωποι ήταν γελοίοι (!) .

 

 Στην άσχημη πολιτεία οι άνθρωποι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τα σπίτια τους, ούτε κι από τα ζώα, γκρεμισμένα ερείπια,  ξεπερασμένα μεγαλεία, ψυχολογική αστάθεια, γήρας. Αναξιόπιστη μόδα και πολύχρωμη διαφήμιση φωνακλάδων, απελπισμένων να αγγίξουν το ανέφικτο. Παραβατικότητα, αβεβαιότητα,” Πηγαίνουμε μπρος με σύμβολο την παλάντζα! “ Στην άσχημη πολιτεία ο θρήνος ήταν ο βασιλιάς.

Στις άκρες, στο λιμάνι, πολύχρωμα φώτα περασμένων αιώνων, σκουριασμένα κι απογαλακτισμένα νωρίς από την φαντασία του δημιουργού, ούρλιαζαν σαν πόρνη σε gold digging  οίστρο. Οι ψαράδες με πόδια γυμνά και κουρελιασμένα δίχτυα έψελναν ομοιοκατάληκτα στιχάκια στους βουτηχτές ως που να γυρίσουν συχνά με τα χέρια άδεια πίσω, ξορκίζοντας τον θάνατο και τη σήψη με οπισθοδρομικές μα σίγουρα ιδιαίτερες  τεχνικές. Η άμμος συνθλιμμένη από το κύμα και το οξυγόνο έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλα θυμίζοντας πως ό,τι ζει αλλάζει κι η γνώση γερνά.

«Η γνώση, η σοφία, είναι  ένας σάκος που γεμίζει όσο προχωράμε στον δρόμο μας κι όσο γεμίζει τόσο καμπουριάζουμε και το σώμα κυρτώνει κι όσο προσπαθούμε να τη σηκώσουμε τόσο κάνουμε μορφασμούς κι αυτοί διεκδικούν βίαια μια θέση στο πρόσωπό μας» . Ο καπετάνιος σα γέρικη κουκουβάγια, έσουρνε τα φτερά του σκορπίζοντας σοφιστείες στην πλώρη όταν ένιωθε μόνος του. Ο καπετάνιος είχε γεννηθεί στην όμορφη πόλη. Ο καπετάνιος ένιωθε μόνος συχνά.

Η άσχημη πόλη δεν διέφερε από καμιά πόλη του παρελθόντος κι ούτε ήταν μη αναμενόμενη σαν πόλη του μέλλοντος. Ήταν τραγική, θλιβερή, εκθαμβωτικά μίζερη μα σίγουρα καθόλου στάσιμη, ούτε μια στάλα βαρετή. Ναι μπορεί να είχε μια εσάνς παρελθόντος μα σίγουρα ήταν μια πόλη του μέλλοντος άλλωστε το μέλλον πάντα είναι γεμάτο αβεβαιότητα, προσεχείς κίνδυνους, άγνωστες περιπέτειες κι ίσως γιατί όχι, πιθανή νηνεμία, αποστασιά, «καμιά γαλήνη δεν έχει τη γεύση της ζεστασιάς αν δεν έρχεται από τη γεύση της τρικυμίας….» έλεγε ο καπετάνιος… Στο λιμανάκι είχε ένα μικρό καφέ, εκεί απαγκιάσαμε για το βράδυ και δέσαμε στην προκυμαία το μικρό βαπόρι μας. Η άλλη πλευρά, στο μεγάλο πόρτο ήταν κατάμεστη στις φωνές και τα ξεκατινιάσματα, η πόλη μεγάλωνε κυκλικά μα ο καπετάνιος κι οι δυο ανθυποπλοίαρχοι προτιμούσαν κι εκείνοι όπως κι εγώ να αράξουμε στους αστραγάλους του παράξενου βασιλείου. Έτσι κατεβάσαμε ένα ανιχνευτικό και γυρίσαμε τον κόλπο προς τα πίσω. Το μεγάλο καράβι έδεσε στα ανοιχτά. Οι άλλοι προτίμησαν το μεγάλο λιμάνι.

Κοιτούσα τους ανθρώπους, το πήγαινέ λα τους με ζάλιζε ώρες ώρες  μα με ευχαριστούσε κάπως αυτή η εικόνα αναποφασιστικότητας  , αυτό το μπέρδεμα επιθυμιών ήταν προτιμότερο από την έλλειψη επιθυμίας, την τακτικότητα της απαλλοτρίωσης που θα προσέφερε το διπλανό βασίλειο εφόσον κάναμε εκεί την επίσκεψή μας. Ακόμη κι εκεί κάποια πλοία, όπως τα ανατροφοδοτικά (οξυγόνου,) ήταν αν όχι καλοδεχούμενα σίγουρα οπωσδήποτε ανεκτά.

Εγώ έβγαλα ένα αυτοσχέδιο μπλοκάκι και ξεκίνησα να κλέβω τις όψεις των περαστικών φυλακίζοντας μερικές στιγμές τους σε κλουβάκια από κινέζικο ρυζόχαρτο την ώρα που ήταν πολύ απασχολημένοι για να ζητήσουν πίσω τους εαυτούς που πρόσθετα στη συλλογή μου. Οι ΄σύντροφοι είχαν ριχτεί με χαρά στο φαΐ και κάθε τόσο τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Αυτό το εύθραυστο γυαλί έμοιαζε ξαφνικά τόσο γερό, πως θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε χωρούσε αιώνες τώρα τα βάσανα και την χαρά τόσων και τόσων.

Στη μέση της πόλης ένας τεράστιος φάρος δήλωνε την παρουσία του αναπνέοντας βαριεστημένα και σιγά τη χαρτογράφηση χιλιάδων οριζόντων. Ποτέ δεν υπήρξε ένας ορίζοντας, πάντοτε κοιτούσαμε την κατεύθυνση με νέα μάτια κι ήταν πολλά τα μάτια που κοίταζαν στο ίδιο σημείο χαράζοντας άλλες πορείες παρόλα αυτά…

Το δωμάτιό μου στο πανδοχείο, είχε θέα στα σύνορα. Σύνορα…. Δεν ήταν παρά μια νοητή γραμμή κι όμως τόσα χρόνια ελάχιστοι την είχαν περάσει.

Η όμορφη, η γυάλινη πολιτεία έσβηνε τέτοια ώρα τα φώτα της κι έκανε μπάνιο με αντισηπτικό. Περιηγούνταν σιωπηλά στις ρυθμίσεις του ψυγείου και λοιπών ηλεκτρικών ειδών κι έπειτα βάζοντας στη μοριακή συντήρηση  ένα μπολάκι φαγητού μαγειρεμένο στον ατμό έκλεινε τα μάτια κι αποκοιμιόνταν με κακές παραλλαγές του Truman show.

Εγώ δεν είχα ούτε σαπούνι, τα μαλλιά μου είχαν κοκαλώσει σαν γλιστερά χέλια καπνισμένα στην αλμύρα ενώ κάποια εξελιγμένη μορφή σκόρου είχε αφήσει στο σεντόνι μου τρύπες σε φα μείζονα.  Οι τοίχοι του πανδοχείου ΕΥΤΥΧΙΑ  είχαν την όψη ημιξεπετσιασμένης μπανάνας μα κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Κάτω από το περβάζι και κάθετα της συμβατικής οπτικής πλευράς της «θέας» μου, ένας φροντισμένος μα άγριος κήπος ύψωνε τα φύλλα του προσπαθώντας να μου τραβήξει την προσοχή. Μέσα από ένα μεγάλο πεσμένο πιθάρι μια λεμονιά άπλωνε τις ρίζες της ανάμεσα σε παράσιτα και άλλα παράξενα λουλούδια ενώ στη μέση ελάχιστες πλάκες είχαν παραμείνει, ανασηκωμένες ελαφρώς  από την κλίση του εδάφους και την πολυκαιρία. Η υπόλοιπη αυλή καλύπτονταν από ένα καφεκόκκινο χώμα μισοκρυμμένο από τα χορτάρια. Η μυρωδιά των λουλουδιών κάλυπτε κάπως τη δική μου βρώμα… Ωστόσο η καλοκαιρινή άπνοια δε μ άφηνε να κοιμηθώ κι έτσι σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω να θαυμάσω από κοντά τα σύνορα.

Η παραλία ήταν κάτω από το σπίτι, οι σύντροφοί μου, αποσταμένοι από το ταξίδι και το πιόμα είχαν εξαφανιστεί κι έτσι υπέθεσα πως πήγαν για ύπνο. Στην αυλή δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα γατίσιο μπασταρδάκι που κοιμόταν ανάσκελα. Αυτός ο γάτος, σκέφτηκα για μια στιγμή, πως σίγουρα ζει καλύτερα από όλους μας. Η στάση του κορμιού του έδειχνε μια εμπιστοσύνη, δεν ξέρω ακριβώς σε τι, αλλά  ήμουν σίγουρος πως ένιωθε ασφαλής. Τότε μου ήρθε μια περίεργη έξαψη! Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα πάνω στο πιθάρι. Όταν έμεινα γυμνός πια  ένιωσα ένα παράξενο γαργάλημα στο στήθος, μια αίσθηση που είχα να νιώσω από παιδί, σήμερα είχα όρεξη για σκανδαλιά…

Αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή  έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα και με κρότο ανέμελου καρχαριοειδούς έσκασα με δύναμη διαταράσσοντας την νυχτερινή ζωή της υδάτινης έκτασης. Έκανα μακροβούτια και κολοτούμπες, πλατσούρισα στα ανοιχτά κι ύστερα με εκστατική φάτσα παρατηρούσα τα αστέρια που καθρεφτίζονταν από πάνω μου. Μέχρι που κάποια στιγμή μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Αποφάσισα να κολυμπήσω στα σύνορα και να τα περάσω. Εδώ και χρόνια, αιώνες ίσως, κανένας βουτηχτής δεν είχε περάσει τα σύνορα χωρίς έγκριση τουλάχιστον….κι εγώ ίσως να ήμουν ο πρώτος.

Άρχισαν να κολυμπάω, όσο πλησίαζα η αβεβαιότητά μου γινόταν προσμονή, ο φόβος γίνονταν απαραίτητη ελπίδα, δεν ήξερα για τι ακριβώς, αλλά σίγουρα ήλπιζα, επιθυμούσα! Όσο πλησίαζα τόσο γέμιζα ευχαρίστηση, ένιωθα λες κι οδηγούσα μια επανάσταση, λες κι έκανα κάτι μοιραίο. Όταν έφτασα στην γραμμή σταμάτησα, μα πριν προλάβω να σκεφτώ ή να διστάσω έδωσα μια και βρέθηκα στην άλλη πλευρά.

Κολύμπησα μέχρι την ακτή. Δεν υπήρχε κανείς. Ξάπλωσα στο παγωμένο γυαλί διατήρησης και γελώντας  όσο πιο σιγανά μπορούσα άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί πάνω από τον ορίζοντα. Ο ουρανός ήταν ίδιος όπως πριν. Ο κόσμος φάνηκε τόσο απέραντος μέσα στο μικροσκοπικό του τσόφλι όσο μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του.΄ Όσο ο ουρανός  παρέμενε σταθερός δεν ένιωθα φόβο, παρά μονάχα αυτή την έξαψη της σκανδαλιάς και την ήρεμη συνειδητοποίηση μιας μπαμπούσκας ομοιοτήτων.  Καθώς γυρνούσα στάθηκα για λίγο πάνω στο σύνορο. Η μεγαλύτερη ελευθερία βρίσκονταν στο αδέσποτο, ανάμεσα στα δυο βασίλεια, ανάμεσα στους δυο κόσμους. Μα καθώς ήταν απασχολημένες και οι δυο πλευρές στις γωνίες τους δε θα συναντιόνταν ποτέ στη μέση κι οι δυνατότητες αυτού του ορίζοντα δεν θα ήταν ποτέ εμφανείς. Ξάφνου πρόσεξα πως δεν ήμουν μόνος, κάποιος άλλος στέκονταν στη μέση μα λίγο πιο μπροστά. Το παράξενο πλάσμα κατευθύνθηκε προς το μέρος μου κι αφού έφτασε σε απόσταση 4 μέτρων σήκωσε ελαφρά το χέρι και με χαιρέτησε. Εγώ σαστισμένος του έγνεψα να βγάλει τη μάσκα. Ο άνθρωπος για λίγα λεπτά έμεινε ακούνητος, έπειτα σήκωσε τη μάσκα ως το μέτωπο κι ένα συμπαθέστατο πρόσωπο χαμογέλασε ευγενικά. Εγώ σάστισα για λίγο μα ανταπέδωσα το χαμόγελο, έπειτα ο καθένας πήρε το δικό του δρόμο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιό μου ένα μικρό τσαλακωμένο σαπουνάκι με άρωμα πούδρας βρίσκονταν στην άκρη του κομοδίνου μου, ξέπλυνα ευχαριστημένος τα αλάτια από πάνω μου κι αφού ξάπλωσα μοσχομυριστός και κουρασμένος έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Τα ρούχα μου απλωμένα στις καρέκλες δεξιά κι αριστερά από το κρεβάτι μου ανασηκώνονταν ελαφρώς από ένα απαλό αεράκι ενώ ο ευτυχισμένος μπασταρδάκος κουλουριάζονταν γουργουρίζοντας πάνω σε μια από αυτές. Από το παράθυρο φαίνονταν η γυάλινη πολιτεία , στιβαρή, παγωμένη κι ακλόνητη - μα όχι πια απροσπέλαστη -λαμπύριζε από μακριά. Κοιμήθηκα επιτέλους χωρίς σκέψεις, χωρίς να το καταλάβω, έσβησα.

Την άλλη μέρα, καθώς λιαζόμουν μασουλώντας κουλουράκια βουτύρου και κανέλας , οι σύντροφοί επέστρεφαν από το λιμάνι χαζογελώντας.

-Καλημέρα!

-Καλημέρα, μα τι έγινε γιατί γελάτε;

-Άμα σου πούμε θα γελάσεις κι εσύ…

-Τι πράμα;

-Χτες το βράδυ λένε οι ψαράδες είδανε έναν εξωγήινο να κολυμπά!

-Τι λέτε ρε; Έκανα εγώ φτύνοντας μερικά ψίχουλα στα μούτρα τους. Εκείνοι σκασμένοι από τα γέλια πιάστηκαν από έναν καναπέ μπαμπού και σωριάστηκαν μαζί με αυτόν στο χώμα.

-Έχει και καλύτερο περίμενε!

-Τι άλλο;

- Ακούστηκε στον ασύρματο ότι στο διπλανό βασίλειο είδαν οι θαλασσοφύλακες μια αρσενική γοργόνα!

-Ρε με δουλεύετε;

-ΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, όχι αλήθεια, έτσι λένε, ήταν λέει ξαπλωμένος ένας άντρας γυμνός πάνω στο γυαλί διατήρησης και σίγουρα ήταν μισός ψάρι!

Εκείνη τη στιγμή τα κουλουράκια εκσφενδονίστηκαν από το στόμα μου με τη μορφή τορπίλης καθώς συνειδητοποιούσα σε ποιον αναφέρονταν, σε εμένα!

-Και δε μου λέτε, ο εξωγήινος είχε γυαλιστερό κεφάλι σαν να φόραγε μάσκα θαλάσσης;

-Ναι, εσύ που το ξέρεις;

-Θα το ‘δα στον ύπνο μου…

Είπα και γύρισα το βλέμμα μου προς τα σύνορα, ευχαριστημένος που κάποιος ακόμη, κάπου εκεί απέναντι, τα είχε αψηφήσει, 4 μέτρα πιο μπροστά.

 

No comments:

Post a Comment