Tuesday, May 3, 2022

 Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο-συνέχεια....


"Όταν διηγούνταν του ήταν εύκολη η δημιουργία από το μηδέν, μα στη ζωή δεν είχε ιδέα πως να κάνει το λεμόνι πέτρα κι ούτε ήταν σίγουρος πως η φόδρα θα έλαμπε το ίδιο με το μετάξι, κι αν το έκανε, θα ήταν τάχα καλό;" 

της Χριστίνας Κοντούλη



Οι επτά αδερφές έκλεισαν τα μάτια και χαμογέλασαν ορίζοντας την αυγή κι ύστερα φώναξαν την βροχή για ένα κρασί, σε μια ταβέρνα χωμένη στα βάθη του σύμπαντος. Μέσα από τα κόκκινα μαλλιά του Διονύσου, μικρά τσιγκελωτά αμπέλια ξεπηδούσαν φτάνοντας μέχρι τα τραπέζια των διασκεδαστών που σερβιρίζονταν  με self service πρωτόκολλά, τραγουδώντας καντάδες στις Ατλαντίδες. Η Άρτεμης έπαιρνε το απογευματινό  beauty sleep  της κάπου στον αστερισμό του ταύρου καθώς η Αλκυόνη άφηνε πίσω της του ταραγμένους χειμώνες κι ακολουθούσε την ουράνια άνοιξη. 233 μοίρες κάτω από το στραφτάλισμα της πέτρας.

Η Σωτηρία τράβηξε το γαλάζιο μαντίλι από τους ώμους της και μιμήθηκε το ρυθμό των κυμάτων. Καθώς το έφερνε στο πρόσωπό της, μια απαλή διάφανη ομίχλη σχηματίζονταν μπροστά της συνοψίζοντας το τώρα, το χτες κι ίσως το αύριο σε έναν ονειρικό παροξυσμό, πλαισιωμένο από αραβικές μελωδίες και πολυπολιτισμικούς διαδρόμους ξεχασμένων καλλιτεχνών που χαιρετούσαν με το καλέμι στα χέρια και υποκλίνονταν φορώντας λευκά, αφήνοντας πια την εικόνα να μεσουρανήσει τις απορίες των μεταγενέστερων καθώς μετουσιώνονταν σε διάφανα αστέρια.

-Ξέρεις ποιος είναι ο μεγάλος έρωτας Χριστόφορε; έκανε  γέρνοντας πίσω από τα αγάλματα σαν να δημιουργούσε το άνοιγμα και την αδιέξοδο… Ποτέ άλλοτε ο λαβύρινθος δεν είχε τη χροιά του παραδείσου.

-Όχι Σωτηρία…δεν ξέρω, έκανε ήρεμα. Η φωνή του ήταν σταθερή. Τα μάτια του όμως κάλπαζαν στην έρημο αναζητώντας να ξεδιψάσουν. Τα μάτια της γυάλιζαν, παγωμένο νερό, υπόγειο, στο γέννημα του νέου πλανήτη.

- Ο ήρεμος Χριστόφορε… ο αφανής...οι μικροί έρωτες φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν στο ανοιγόκλειμα των ματιών κι ύστερα χάνονται. Κάποτε οι έρημοι ήταν οάσεις. Θέλεις να μάθεις πως διατηρείτε ο ωκεανός; Τα χέρια της πλησίασαν το πρόσωπό του και του έκλεισαν τα μάτια. Μια αίσθηση ανακούφισης πλημμύρισε το κορμί του.

- Πως;

-Κυλάει… ανακυκλώνεται… ρέει.. υπάρχει. Δέχεται, είναι

-Τόσα ρήματα….κάνει επιτέλους κάτι;

-Δέχεται,  κι έτσι…συνεχίζει… να είναι…έκανε φιλώντας το λαιμό του κι ύστερα το σαγόνι του. Δέχεται όλες τις προσφορές κι εκείνος προσφέρει πίσω. Ο Χριστόφορος γύρισε με τα μάτια κλειστά και τραβώντας την κοντά του , σβάρνισε τα μάγουλά του στα καρβουνένια μαλλιά της κι ύστερα χαμήλωσε τα χείλια του στα χείλια της. Η γλώσσα της άγγιξε την δική του κι ύστερα χάθηκε στο παρελθόν. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του, μπρος του δεν υπήρχε τίποτα.

-Έρημος, ψιθύρισε… τόσα πρόσωπα κι εμείς είμαστε μόνοι.. έκανε στρέφοντας το κορμί της στα καμπυλώματα των πέτρινων χεριών και των άκαμπτων βημάτων.

Κλείσε τα μάτια σου ξανά ! είπε κι ακολουθώντας τη δημιουργία της στάθηκε πάλι πίσω του απλώνοντας τα δάχτυλά της μέσα τα υφάσματα που σκέπαζαν όμορφα το κορμί του. Ένας πνιχτός αναστεναγμός ανέβηκε από τα δάχτυλά των ποδιών του, στους μηρούς, στην κοιλιά στο στήθος του, στο λαιμό του, στο σαγόνι κι ύστερα έφτασε στη γλώσσα.

Τώρα πες μου, πως νιώθεις…

-Χαμένος, έκανε γέρνοντας πίσω το κεφάλι του καθώς τα χείλια της κυλούσαν στο λαιμό του, είθε να μη βρεθώ ποτέ…!

- Εγώ πάντα θα σε βρίσκω

-Μόνο εσύ

-Μόνο εσύ έκανε απλώνοντας τα χέρια της γύρω του. Ο Χριστόφορος φίλησε το λαιμό της και άφησε την αρμύρα να μπει στα ρουθούνια του κάνοντας τη θεωρητική φυσική πράξη καθώς ο χρόνος επιβραδύνονταν επικίνδυνα μέσα σε μια απλή, ανθρώπινη αποθήκη. Το χτες, το παρόν και το μέλλον εξερευνούσε για λίγο την καμπυλότητα κι αφήνονταν στην διάθεση του κύκλου ορίζοντας τον χώρο σύμφωνα με μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Ο περιεχόμενος μεταλάβαινε το δικαίωμα του βαφτιστή  και τα ονόματα τεντώνονταν ως που να χωρέσουν τον ξενιστή που θα αλλοίωνε ευτυχώς και επιτυχώς το σώμα που είχε ξεχάσει την εξελικτική του πορεία. Ήταν στα αλήθεια παράξενο πως ένα άγγιγμα μπορούσε να διευρύνει και να καταρρίψει ό,τι περίμενε να χάσει τα όρια κι ό,τι εκλιπαρούσε να καταστραφεί.  Τα φύλλα , οι ορισμοί και οι προορισμοί μίκραιναν μέχρι που χάνονταν σε ένα δυνατό παφ, σκορπίζοντας πούδρα με το μπόλιασμα κι αφήνοντας το ακατόρθωτο να γίνει για τη συνέχεια της πορείας. Εκεί που η λεμονιά άρχιζε να βγάζει μήλα, ο Χριστόφορος ξάπλωσε στον ίσκιο και γέννησε το βασιλικό μπάσταρδο που έσπειρε η γυναίκα, την απορία. Κι ύστερα κολύμπησε στην θάλασσα γυμνός καθώς το παιδί γεννούσε τα αυγά του στο κύμα . Η μάνα, πάνω στο βράχο, συνηγορούσε για την ομαλή αποκοπή, την μετάβαση και το μοίραμα που θα άφηναν τα αστέρια. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωθε τόσο ρευστός, τόσο ακαθόριστος κι αόριστος που θα μπορούσε να γλιστρήσει από την χαραμάδα της πόρτας στο αύριο το ίδιο ευκολά όσο γλιστρούσε στις χαραμάδες των ρωγμών του χτες,  πίσω από τους πληγωμένους αγκώνες των παλαιών ευρημάτων.  Δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο παρά ένα μπόλιασμα, μια συνάντηση, για πρώτη φορά επιθυμούσε να είχε άδικο, να ήταν ανόητος, κι όλα όσα αναζητούσε να βρίσκονταν κάτω από την γλώσσα εκεί που δεν τόλμησε να ψάξει ποτέ. Οι φιλόσοφοι του έκλειναν το μάτι κι εκείνος τραβώντας το πέπλο από τα μαλλιά της τους άφηνε για άλλη μια φορά στην υπόθεση , καθώς η ιστορία, υπόγεια, παλλόμενη και πληγωμένη έγλυφε τις πληγές τις για άλλη μια φορά, διατηρώντας τα αυλάκια σαν απόδειξη για εκείνο που δε μπόρεσε να κατανοήσει κι όχι εκείνο που έζησε.

O Χριστόφορος έκλεισε τα μάτια κι άπλωσε τα χέρια του στο σκοτάδι, την ώρα που η αιωνιότητα τον αγκάλιαζε, μέσα από τα μεγάλα παράθυρα με τις καμάρες ο ήλιος απλώνονταν πρώτα στις φτέρνες κι ύστερα στο πρόσωπο, μην αφήνοντας κανένα σημείο έξω από την αθανασία. Ο Αχιλλέας νικημένος χαμήλωσε την ασπίδα και καθώς υποκλίνονταν μετατράπηκε σε πέτρα, σκαλισμένος από τα γεγονότα, τις οπτικές και την παράδοση, χάθηκε μέσα στον χρόνο αφήνοντας μονάχα το σκληρό χνάρι του στον ορίζοντα.  Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε πουλί και το σκασε από τα χείλια του Ομήρου, προσδοκώντας κάτι καλύτερο… ένα τηλέφωνο ίσως, το άγχος ενός ραντεβού, την αγαπημένη του εκπομπή στο ραδιόφωνο, ένα ζεστό ντους, μια πολύχρωμη συνθετική πιζάμα…αφήνοντας τα βάρη της αιωνιότητας στους επόμενους ανόητους όταν εκείνος θα απολάμβανε την θνητότητα στην πληρότητά της. Λίγες μέρες φθηνών διακοπών, αναπάντεχων ευτράπελων  και φθηνών αλκοολούχων σε κάποια άσημη παραλία. Φοιτητής των Erasmus πιά, θα ξαναπάταγε τα χώματα της Τροίας, όχι ως πολιορκητής μα πολιτισμικά πολιορκημένος, από εικόνες, χρώματα και μυρωδιές που θα απήγαγε στον φωτογραφικό φακό του. Αυτή τη φορά θα κρατούσε  low profile. Ο Πάτροκλος σαν μια τρανς πεταλούδα θα χαμογελούσε πίσω από ένα παγωτό με γεύση φράουλα, φορώντας τα σμιχτά φρύδια της Βρισηίδας και βάφοντας τα νύχια του στο χρώμα του λωτού.  Η Σωτηρία άφησε το μαντίλι της να πέσει, να καλύψει σαν πέπλο την πραγματικότητα κι η μετέωρη ιστορία, τράβηξε τα παράταιρα γυαλιά της, αποδέχτηκε την μυωπία της για λίγο… Ο Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα της αυλής. Σε λίγο όλα θα ήταν ένα όνειρο, όπως πάντα, ένα όνειρο που διαρκούσε λίγο ή που προλάβαινε όλα τα σημεία της ύπαρξης κι άφηνε το σενάριο στο μαξιλάρι.

Από παιδί λάτρευε την τηλεμεταφορά, αν θα μπορούσε να έχει μια ανεξήγητη ικανότητα θα ήταν ο τρόπος να προφταίνει την στατικότατα της εικόνας την ώρα που εκείνη συνέχιζε να βρίσκεται σε κίνηση. Μισούσε την διάρκεια των ταξιδιών αλλά ανυπομονούσε πάντοτε για τον προορισμό, νόμιζε βλέπετε πως οι απαντήσεις έρχονταν στο τέλος. Πως η απάντηση απαιτούσε τη σταθερότητα. Με μεγάλη του απογοήτευση διαπίστωνε σιγά σιγά πως η απάντηση ήταν  η ουρά της ερώτησης και σαν γάτα διέθετε πολλές ζωές κι άλλες τόσες ουρές να την συντροφεύουν. Κι αφού δε η ανθρωπότητα δεν προσέφερε αυτή την δυνατότητα, την έβρισκε στα βιβλία, τον κινηματογράφο, στην μουσική, στην ποίηση και σε ό,τι μπορούσε να του προσφέρει προορισμούς χωρίς το βασανιστήριο του ταξιδιού και των παρελκόμενών του. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο φίλος μας λάτρευε την εναλλαγή, αντιπαθούσε ωστόσο την γραφειοκρατία.  Για εκείνον οι εικόνες έπρεπε να βρίσκονται πίσω από πόρτες κι όχι στο βάθος μακρινών διαδρόμων. Άλλωστε ένας αχνώδης χαρακτήρας προτιμά την κατάσταση και όχι την κλιμάκωση, ακόμη κι αν η μια ήταν αλληλένδετη με την άλλη.

Η λύση ενός γρίφου, ενός μυστηρίου, ήταν άλλη υπόθεση, εκεί απολάμβανε την διαδικασία της σκέψης, τι κρίμα όμως που ακόμη τον διακατείχε η προληπτικότητα του διαχωρισμού κι η αποστροφή τόσο από το γενικό όσο και από το μετεωρισμό του ειδικού. Οι λέξεις εφευρέθηκαν για την χάρη της επικοινωνίας όμως κάποιες λέξεις πυροδοτούσαν ατυχείς εικόνες και πολυδάπανα συναισθηματικές αξιώσεις που δεν ήταν σε θέση να δεχτεί ούτε καν να αναιρέσει. Κι εκεί, όταν βρίσκονταν μπροστά στο αδιέξοδο, έκλεινε τα μάτια προσδοκώντας μια κάποια κερκόπορτα, μια διαφυγή, αρκετά δυνατή ώστε να τον επαναφέρει στον κόσμο που επιθυμούσε. Χιλιάδες κόσμοι στο κεφάλι του, χιλιάδες νησιά, νέα, ανεξερεύνητα, χτισμένα με το βήμα κι όχι με πέτρα, τόποι απαράμιλλής ομορφιάς κι ασχήμιας και στη μέση ένας κόσμος ευτυχώς χειρότερος , ευτυχώς ομορφότερος από ό,τι προβλέψει, μα οι δυνατότητές του ήταν μικρές. Το τοπίο πάντοτε άψογο, οι πρωταγωνιστές κι οι κομπάρσοι στην τύχη… Κατά βάθος η μάστιγα δεν ήταν παρά ο φόβος της απώλειας του ελέγχου. Στους κόσμους του ο πρώτος λόγος ήταν δικός του ακόμη κι όταν επέμενε να τον παραχωρήσει σε εξωτερικούς παράγοντες, στην πραγματικότητα ωστόσο, οι εξωτερικοί παράγοντες είχαν πάντα αυτό τον πρώτο, τον δυνατότερο λόγο, θέτοντας σε διαθεσιμότητα, ένα εξαιρετικό μα όχι παντοδύναμο σκηνοθέτη. Όταν διηγούνταν του ήταν εύκολη η δημιουργία από το μηδέν, μα στη ζωή δεν είχε ιδέα πως να κάνει το λεμόνι πέτρα κι ούτε ήταν σίγουρος πως η φόδρα θα έλαμπε το ίδιο με το μετάξι, κι αν το έκανε, θα ήταν τάχα καλό; Δεν είχε παρά να αφήσει τα ρούχα του, να βγάλει το καπέλο και καθώς θα άγγιζε το πάτωμα, να δηλώσει παλιάτσος, να αποκηρύξει κάθε όνομα και κάθε εικόνα και να δεχθεί πως δεν ήταν παρά ένας διασκεδαστής, να αφήσει πίσω του όλες τις συνεπείς διαστάσεις και να χρηστεί βασιλιάς των τρελών ζωγραφίζοντας στο πρόσωπό του δάκρυα και ντύνοντας το κορμί του με κουρέλια, έτσι που κάτω από το φως να μοιάζει πιο ανθρώπινος από την έννοια που φόραγαν οι περισσότεροι άνθρωποι στο δικό τους κορμί τους. Κι ύστερα να απολαύσει την επιδοκιμασία αφού σε ένα ψεύτικο δάκρυ η ανθρωπότητα έτεινε να αποδέχεται κάπως και το πραγματικό. Αν κάτι του είχε διδάξει η επιστροφή ήταν εκείνο το άτιμο “τα πάντα ρέει” όταν τα πάντα ρέουν. Κι ό,τι ρέει δεν μπορεί να παραμένει όμοιο κι ό,τι ρέει δεν μπορεί να περιοριστεί κι ούτε να προχωρεί μέσα σε όρια…

Άλλωστε η μόνη σοφία της ανθρωπότητάς βρίσκονταν στην αποστροφή της απέναντι στους κήρυκες και στην ταύτιση, έστω κι αν γίνονταν μυστικά, με τους παλιάτσους… Οι κήρυκες της καθημερινότητας αποποιούνταν κι αποδοκίμαζαν τους συνονόματους όταν καταλάβαιναν πως οι ίδιοι, δεν ήξεραν στην πραγματικότητα καμία αλήθεια και δεν κατείχαν κανένα προσωπικό έστω βίωμα τόσο δυνατό και ορόσημο, ώστε να θεμελιώσει τα αισθήματα της ανθρωπότητας πάνω σε κοινά ή κενά δοκάρια. Ήταν στ’ αλήθεια παράξενο πως βρίσκαμε κι εφευρίσκαμε τόσους κανόνες να δαμάζουμε, να κατευθύνουμε και να παρουσιάζουμε την υποτιθέμενη λογική κι ο μόνος πραγματικός κανόνας, να παραγκωνίζονταν σε μια θεατρική παράσταση για την ελίτ και μια περφόρμανς του δρόμου για τον λαουτζίκο. Ναι… τον λαουτζίκο….. μια λέξη που απόπνεε μια εσάνς αστείου όταν ποτέ δεν μπορέσαμε να χριστούμε λαός… Κι η τέχνη, η υψηλή γοητεία της επεξήγησης, έσκυβε χρόνια τώρα το κεφάλι στον ήχο του νομίσματος και τις αξιώσεις των gallery, των μεγάλων μουσείων και των λαμπερών ωδείων ξεχνώντας να ημερώσει το θηρίο και να κριτικάρει τον “πολιτισμό», συμβαδίζοντας μαζί του ακόμη κι όταν στέφονταν με το στερητικό άλφα. Η μόνη ανάσα, η μόνη στιγμή του συναισθήματος, πόσα, ω πόσα, πόσα χρόνια τούρλωνε τον κώλο και προσεύχονταν με τα μάτια κλειστά σε ό,τι δημιουργήθηκε να αμφισβητήσει; Άκουσε, είδε, σώπασε, κι ο κόσμος πόνεσε κρυφά από την δύναμη της σιωπή της, ή μήπως μίλησε με τα λάθος λόγια τη λάθος στιγμή και την πήραν για σύμφωνο μέλος αφήνοντάς της το πεδίο ελεύθερο; Όπως και να ’χει, ο Χριστόφορος κατέβασε το καπέλο, κατεβάζοντας όλα τα λάθη του κι αφού τα άφησε στο πάτωμα,  τα κοίταξε από ψηλά και γέλασε μαζί τους. Ύστερα σήκωσε το καπέλο του και φόρεσε το άδειο ύφασμα στο άδειο του κεφάλι, ενημερώνοντάς το για τις αλλαγές. Τα μάτια του περπάτησαν τον χρόνο κι όπως περπατούσε μαζί τους, άφησε πίσω ό,τι τον βάραινε και ξεχνώντας εκείνη την αίσθηση της αθανασίας, άφησε τα πόδια του να σύρουν το βήμα και να το παν εκεί που ήταν η φύση τους να ταξιδέψουν. Με φόβο κι ανυπομονησία έκανε το πρώτο δρασκέλισμα και σαν αρχαίος και μικροσκοπικός οργανισμός, έκοβε τις πλάτες του από την πέτρα και βγήκε έξω από το νερό αφήνοντας τον ήλιο να λούσει τα βλέφαρά του και να στεγνώσει τα πόδια του.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Thursday, April 28, 2022

 Τι είναι τέχνη; Ποια ταξίδια μπορεί να μας προσφέρει η ερώτηση αυτή; Κάθε πότε διεκδικεί από εμάς, από πριν, από μετά μας, την απάντησή της; Ας σκεφτούμε τον ορισμό της ως την εικόνα μια παραλίας, κι ας τρέξουμε, ας παίξουμε κι ας εξερευνήσουμε , αφήνοντας την φαντασία μας να κάνει το σκουπίδι αστρόπλοιο και τη μορφοποίηση , συνέντευξή μας, αναίρεση, σκοπό και καταφύγιο μιας άψογα ατελούς φύσης.

της Χριστίνας Κοντούλη




Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο

 

 

Οι ώρες ταξίδευαν με την ταχύτητα του φωτός, οι μέρες... στην αγκαλιά της Ανατολής ο χρόνος έμοιαζε να διαστέλλεται κι εκείνος μαζί με την διάρκεια της ηλιακής επικράτειας. Συζητήσεις, ιστορίες, αγκαλιές κι απορίες, έστρωναν το κρεβάτι της μέρας του, μυστήρια έστρωναν τον καναπέ της ξάγρυπνης νύχτας και μια γλυκιά αναλαμπή σαν δροσερό νερό, ταράζονταν από ένα κουτάλι με βανίλια. Οι φιλόσοφοι στέκονταν βαρετά επιχρωματισμένοι και παράξενα επίχριστοι κι επιχρισμένοι ανάμεσα σε οδηγίες για την δημιουργία δαντελωτών μαντάλων και χειμερινών μπουφάν. Χαρούμενα πρόσωπα πόζαραν με χάρη στο φακό δίνοντας την εντύπωση πως ο παράδεισος βρίσκονταν σε μια κούπα με την επωνυμία ενός καφέ, γραμμένη σε άπταιστους καλλιγραφικούς χαρακτήρες σε μια εκ δυτικοποιημένη βόρεια γη, με γλαφυρό φόντο της προηγούμενης δεκαετίας. Η Νορβηγία ήταν το ίδιο μακριά όσο και το απέναντι νησί, η Πάφος και η Γουαδελούπη, το Μαρρακές, η Κωστάντζα και η Γαλλική Πολυνησία, η Ινδία των αποικιοκρατών, το Βυζάντιο, οι Κρήτες και η σφηνοειδής Β’. Κι οι φιλόσοφοι, δεν ήταν παρά κουρσάροι των εποχών και χρονοταξιδιώτες της αβέβαιης συνέχειας των εικόνων. Προφήτες με σιωπηλή συμφωνία αντί για σύμφωνο, εν δυνάμει φερέφωνα μιας ευρύτατης εποχής κι αλήτες του καλού κόσμου….

Τα αγάλματα του μουσείου στέκονταν άψογα τοποθετημένα σε μια αλληλουχία εποχών, ορίζοντας στην ιστορία περιόδους, θέτοντας αρχή, μέση και τέλος.. Ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε και έφυγε από την αίθουσα, οι ατέρμονες ερμηνείες τον κούραζαν πάντοτε, οι αυθεντίες δεν μπορούσε να είναι φυσικές παρά μόνο αφήνοντας την υπόνοια της κατάρρευσής τους. Καμιά πραγματική αυθεντία δεν θα επιθυμούσε να ερμηνευτεί  ως πραγματικότητα παρά μόνο ως πιθανότητα κι έτσι διατηρούσε αποστάσεις από την σχολαστικότητα, παραδεχόμενη μονάχα τον στοχασμό.

-Βαρέθηκα, θα βγω για ένα τσιγάρο στην αυλή… ψιθύρισε στον κύριο Φωτεινό και στην μεσαία αδερφή του. Ο μικρόκοσμος, ο μεσόκοσμος και ο μακρόκοσμος, ενσαρκωμένοι από τρείς θηλυκότητες στέκονταν με σηκωμένα φρύδια- βιολογική κληρονομιά; ,εξελικτική ανάγκη; Ποιος ξέρει;- σαν ευφάνταστοι μύκητες, προσφέροντας την αμφισβήτηση του τοπίου ήρεμα και σταθερά ενώ εκείνος πότιζε τις κατευθύνσεις τους με την απαξίωσή του στο υποτιθέμενο γεγονός κι απομακρύνονταν από την αίθουσα αφήνοντας τους αρχαίους να ησυχάσουν. Καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του μουσείου προσπαθώντας να βρει την έξοδο ή έστω την αρχή της πομπώδους αυτής έκθεσης ένα χέρι τον τράβηξε από το μανίκι.

Οι αποθήκες των μουσείων, θυμίζουν τρομερά τις κουζίνες των σπιτιών και τα παρασκήνια των θεάτρων. Όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα, οι καλύτερες συζητήσεις, οι πιο σπουδαίες απορίες κι οι μετέωρες απαντήσεις τους ΄κυλούσαν πάντοτε μακριά από την κοινή θέα, προτιμούσαν τους μικρούς χώρους, εκεί που η κοινωνικοποίηση γίνονταν με την ευλάβεια της κοινωνίας και καλωσόριζε τους πιστούς στο λαβύρινθο του λαγού. Η Αλίκη κατέβασε μονορούφι το μπουκάλι, η ετικέτα στο πλάι μεγάλωσε ξαφνικά καθώς εκείνη μετατρέπονταν σε αρχείο zip και μπορούσε να χωρέσει πίσω από τις μελανιές των γραμμάτων.

-Bonjour Christophe! Rapproce toi mon ami!  Έκανε ο φιλόσοφος τραβώντας μια γρήγορη ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Ο Χριστόφορος έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε. Καθώς περνούσε το σκαλοπάτι ένας μικρός λαβύρινθος απλώνονταν μπροστά του. Τα όρια του χρόνου συναντούσαν εκείνα της τέχνης και σαν πυροτέχνημα έσβηναν στο αέρα δημιουργώντας μια ομιχλώδη εικόνα που διατηρούσε το μυστήριο σε μια πολυπολιτισμική αίσθηση απλωμένη σαν άλλο φρεσκοπλυμένο σεντόνι στο χάος. Το φως του ήλιου γλιστρούσε από τα παράθυρα γεννώντας μια ανθρωποκεντρική νότα στην ιστορία, ονομάζοντας για πρώτη φορά το υλικό ανάγοντάς το σε άυλο, διατηρώντας εκείνη την λεπτομέρεια πέρα από το μύθο, την ζωή. Η τέχνη διεκδικούσε το χρωματικό φάσμα και επέστρεφε στον χώρο και στον χρόνο ακέραιη, αποκτώντας σάρκα και οστά καθώς οι Πυγμαλίωνες κλείνοντας το μάτι στην νέα αποχή κι αποδεχόμενοι το ταξίδι αφήνονταν σε γήινες απολαύσεις και περιορισμούς που στέκονταν πίσω από την πλάτη του. Η μισάνοιχτη πόρτα χτύπησε… μια άγνωστη αραβική διάλεκτος έκανε τον καθηγητή να σχολάσει νωρίς το μάθημα κι ένα κρυφό τσούρμο ανθρώπων άφησε την αίθουσα το ίδιο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί κι εκείνος. Μικρές Αφροδίτες με εξωτικά χαρακτηριστικά πολλαπλών διαστάσεων και νεαροί δανδήδες πολλαπλών παραστάσεων, ποικίλοι και κάπως οικείοι άδειαζαν την αίθουσα, παίρνοντας μαζί τους μορφές που δεν υπήρξαν ποτέ, ξεσηκώνοντας πρόσωπα που μετρούσαν χιλιάδες χρόνια….

Για λίγο ένιωσε κι εκείνος σαν ταξιδιώτης του χρόνου. Τα βήματά του ακούσθηκαν εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία… Έκλεισε τα μάτια του κι οι σκέψεις του «πέταξαν σαν πουλιά». Ύστερα έριξε μια ματιά στις φωλιές τους και στα αυγά από πέτρα που αντικατόπτριζαν το χτες. Ο χρόνος σταμάτησε.  Ο χρόνος επιβραδύνονταν μέσα από την τέχνη. Επιβραδύνονταν όσο είχε τη δυνατότητα της συνέχειας…. Ξάφνου δυο απαλά χέρια πλησίασαν το πρόσωπό του και έκλεισαν τα μάτια του.

-Άραγε το βράδυ… όταν όλοι λείπουν….Ξυπνά η ιστορία; Η τέχνη ξυπνά; Ψιθύρισε χαϊδεύοντας το δέρμα της.

-Γλεντούν; Κάνουν έρωτα; Σπάνε τα δεσμά της πέτρας….

-Ο χρόνος…σταματάει…ο χρόνος;

Τα χέρια της ..κυλούσαν σαν απάντηση, σαν παράδοξο στο κορμί του, κυλούσαν,  ορίζοντας και τοποθετώντας την διττότητα του χώρου σε συνάρτηση με τον χρόνο. Καθώς οι πραγματικότητες ξεχώριζαν και νέοι εφήμεροι πλανήτες δημιουργούνταν και τοποθετούνταν σε μια παράλληλη τροχιά, η φωνή της καλούσε σαν μυστηριακός αστρολάβος την πορεία να εισέλθει σε ένα προγραμματισμένο σχέδιο, να θέσει σε εφαρμογή την διαδρομή και να ζωντανέψει μυστικά και ταυτόχρονα, όλες εκείνες τις εποχές και τις ώρες που ο έρωτας αποκτούσε τη χροιά των θνητών και τη γεύση του νέκταρ. Χιλιάδες μυριάδες χείλια ενώνονταν κι άλλα τόσα αστέρια συγκρούονταν δημιουργώντας το δικό τους σύμπαν σε ένα πεδίο βολής που κανείς δεν έβγαινε αλώβητος και κανείς αλώβητος δεν ήθελε να φύγει. Ο χώρος παρέμενε σταθερός καθώς ο χρόνος καμπυλώνονταν κι ο χώρος καμπυλωμένος πια κι εκείνος διατηρούσε την σταθερότητα του χρόνου ορίζοντας την ως σχετικότητα κι ως ανάλογη την ώρα που τα αγάλματα χόρευαν απαξιώνοντας την σταθερή τους φύση μέσα σε μια άρρυθμη διάσταση συγκοινωνούντων, απροσπέλαστων δοχείων , ελαφρώς ταλαιπωρημένων από τον καιρό κι ανυπόφορα γεμάτων.

Sunday, April 24, 2022

 Η συνέχεια του κεφαλαίου 13 και το τέλος του.

 Οι πρωινές σκέψεις άλλοτε περιορίζονται σε ένα μυρωδάτο πρωινό κι άλλοτε σε μια αλληλουχία σκέψεων όπου η μια οδηγεί την άλλη, σκουντουφλώντας στο αρχέγονο ερώτημα, "τι συμβαίνει;" Κι ύστερα χάνεται στο πρώτο κρακ της φρυγανιάς...

της Χριστίνας Κοντούλη


Ένα θολό πλάνο της κάμερας σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε φτάσει, κακά μπάσα και πουαντιγιστική εικόνα, υπερβολές στα κοστούμια και σκηνοθετημένα βλέμματα, λάθος γλώσσες σε λάθος χείλια, παραδώσεις που έσπαζαν και μια λαμπύριζέ τσάκιση, που γύριζε την σελίδα…; Ίσως πάλι να ήταν και μια θολή ανάμνηση, μια φωνή που πέταγε μέσα στο φάσμα του χρόνου με την ταχύτητα του φωτός και καθιστούσε το αντικείμενο ακίνητο, ακλόνητο κι αγέραστο σύμφωνα με την γωνία που στέκονταν ο παρατηρητής ή σύμφωνα με εκείνη που στέκονταν η σκέψη του. Η αντίληψη, θα μπορούσε να είναι κι ο πρώτος αντιρατσιστικός κανόνας, όποιος την έχει ξέρει πως υπάρχουν κι άλλες ακριβώς απέναντι, ξέρει πως δεν είναι ο μόνος και δεν μπορεί παρά να δεχτεί πως είναι ένας από τους πολλούς, καθώς βαδίζει μέσα στην προσωπική του αγωνία αναγάγωντας εκείνη των ξένων σαν πιθανή λύση στη δική του εξίσωση.

-Άτιμε Καββαδία, συλλογίστηκε καθώς ο μπούσουλας και το καράβι παραπέαν ανάμεσα στις πορείες σηκώνοντας μπαϊράκι ταυτόχρονα, έτσι που να ξορκίζουν τον δρόμο αφήνοντας στην τρέλα του, εκείνον που ξεστόμιζε την ερώτηση και θαρρούσε πως είχε τη δύναμη να χαράξει τον χάρτη.  Όχι, όχι δεν ήταν όνειρο τα γέλια της, η υπόσταση που μας όριζε και μας γεννούσε, η τύχη που είχε φερθεί καλά στη σύσταση της της ενσάρκωσης κι οι πενιχρές φιλοσοφίες που κατέρρεαν και ξαναχτίζονταν μπροστά της. Μπροστά σε τι; Σε ένα πλάσμα όπως όλα τα άλλα, σε μια τυχαία συνάρτηση που έμοιαζε να ορίζει το σύμπαν.

Οι δικοί του , καλοδέχτηκαν την Νηνεμία κι ο άνεμος κόπασε για λίγο στα ανατολικά. Όπως είχε προβλέψει, η αιτία ήταν ένα ψέμα μα άξιζε τον κόπο εκείνο το πρωινό κατάστρωμα, η βόλτα στην παραλία όπως και το ταπεινό άγγιγμα του σεντονιού πάνω στο πρόσωπο. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα , μόνο που έβλεπε τώρα στον καθρέφτη ένα καινούργιο στοιχείο. Ανήσυχο, γεμάτο απορίες  και σκαμπανεβάσματα, απομακρυσμένο από την πρώτη νιότη, ένα στοιχείο που έδινε μια τάση ασυνάρτητου χορού στο φρύδι του και μια μικρή ρυτίδα στο μάγουλό του, που σκιαγραφούσε τον χώρο. Μα ο χρόνος, παγωμένος σε ένα διαγαλξιακό ταξίδι,  στεγνός από άνεμο, αφαιρούσε από την εξίσωση τον ίδιο αριθμό που είχε προσθέσει, φέροντας ξανά το παιδικό είδωλο στην αντανάκλαση  οραματιζόμενος μονάχα μια υγρή εφηβεία και μια έξαψη που ξεπερνούσε ατάραχη ,τις φοβίες των άλλων ανθρώπων. Το ζενίθ της δόξας του απρόσκλητου, του παλιού, ορίζονταν με τις φλέβες του ήλιου. Εκεί που ο Νείλος, μυστηριώδης κι απροσάρμοστα πραγματικός, διηγούνταν τις λεπτομέρειες, προσθέτοντας ό,τι έλειπε, με το αλάτι. Κι ήταν παράξενο τούτη τη φορά οι αφηγήσεις της μέρα, οι εντροπίες του μεσημεριού να ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες της ονειρικής νύχτας , που έμοιαζε  τώρα με κουρασμένο δημόσιο υπάλληλο που είχε έρθει η ώρα της σύνταξής του.

-«Εμείς τη νύχτα κοιμόμαστε, τη μέρα φτιάχνουμε έργα…»* ψιθύρισε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού, ξεχνώντας εκείνη την παράφραση με την εναλλαγή της ώρας, που έκανε στα μικράτα του.  Η Σωτηρία τράβηξε το σάλι του καναπέ μέχρι τους ώμους του κι αφήνοντάς τον στο μεταίχμιο της αναπόλησης πήρε το βιβλίο από τα χέρια του και ρίχνοντας γύρω μια ματιά, κάθισε στην πολυθρόνα απλώνοντας τα πόδια της προς το μέρος του. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκε κι εκείνη. Στα όνειρά της οι ψαράδες του ποταμού τραγουδούσαν σε υπέροχες άριες το ταξίδι καθώς πελώρια γυαλιστερά ψάρια έβγαιναν από τα κύματα σαν πουλιά και κούρνιαζαν ανάμεσα στα απομεινάρια αρχαίων ναών και μελλοντικών ήλιων που ακόμη δεν είχαν γεννηθεί για να ανατείλουν το βράδυ τους. Τα τείχη της Αρράντης χαμήλωναν αφήνοντας μονάχα τους μενεξέδες να φυτρώνουν στην άμμο, καθώς γύρω τους υψώνονταν οι Αλεξανδρινοί ήρωες που κάποτε ,κοιμόταν σαν όλους τους άλλους κι όλους τους επόμενους…. Ίσως να ροχάλιζαν σε πρίμο σεκόντο, ίσως να σφύριζαν απαλά με την ακολουθία του φλοίσβου , ίσως να έξυναν τη μύτη τους και να αλλάζαν κάθε τόσο πλευρό , ίσως και να μην κινήθηκαν καθόλου, όμοιοι με αγάλματα του παρελθόντος να άφησαν το μέλλον τους, να καλπάσει μέσα στο όνειρο, ορίζοντας με κόκκινες κλωστές τα επίπεδα της φυσικής ακολουθίας. Ίσως πάλι να έγιναν ξανά παιδιά και να έπαιξαν αμέριμνα με την άμμο, επιτρέποντάς  της να τρέξει στα γόνατα και να λασπώσει στα χέρια καθώς εκείνοι ενήλικες πια προσπερνούσαν χαμογελώντας, το παράδοξο. Το όνειρο έρεε ανάμεσα στα δάχτυλα, συνοψίζονταν κι αφιερώνονταν  στην επιθυμία, χτίζοντας το νέο σινικό εκεί που θα κατέρρεαν γερές πέτρες αιώνων, αφομοιώνοντας την πραγματικότητα ως άλλη επιδρομή, ως λαίλαπα κι ως νέα γη κι αρχέγονη κουλτούρα.

*Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

 

 

Η πραγματικότητα ταυτίζονταν με την συνοχή, την αλληλουχία ή μήπως τελικά με ένα παζλ αμφίρροπων ισορροπιών όπου η επιλογή ήταν μονόδρομος κι ο έρωτας ως καθρέφτης των ταλαντεύσεων η μόνη σύνδεση με την αντίληψη κι εν τέλη την ανέλπιστη ισορροπία; Ήταν ο έρωτας η θέση που ορίζει την ταχύτητα της χρονική διαδρομής άρα και τη λύση της εξίσωσης ή έστω την πορεία; Ή μήπως μια τυχαία συνιστώσα που δημιουργούσε το νέο πρόβλημα ; Ερώτηση ή απάντηση  και γιατί όχι και τα δυο; Πάντα ανάλογα , οπωσδήποτε σχετικά, Ωστόσο ήταν σίγουρα αστείο, η ανυπαρξία της τέλειας εξίσωσης κι όμως η μόνη στιγμή τελειότητας μας, είναι εκείνη που είμαστε πιο ατελείς από ποτέ, η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, η στιγμή που είμαστε τέλειοι…. Χημικές ενώσεις, απελευθερώσεις και επεξεργασίες, επανεκκίνηση. Κι ένα βαρύγδουπο «γνώθι σαυτόν» που άρχιζε πια να μοιάζει με γνέθω εαυτόν…καθώς νομίζοντας πως γνωρίζουμε ξεκινούσαμε να πλέκουμε εκείνο που τελικά πιστεύαμε πως είμασταν, μια αυτοεκπληρώμενη προφητεία έκλεβε τα φώτα της γέννησής μας κι άκουγε το τραγουδάκι των γενέθλιων της διακόπτοντας την πιθανότητα στη μέση. Η απάτη της αυτογνωσίας, ήταν κι εκείνη μια εκδοχή ή μια τυποποιημένη κατεύθυνση που χρόνια τώρα οριοθετούσε την εξελικτική πορεία; Πόσες φορές συνεχίζαμε να επαναλαμβάνουμε ή να διατηρούμε μια κατάσταση απλά και μόνο επειδή υπήρξε αρχικά ή επειδή συγκρατούσαμε την θεωρία της επιβεβαίωσης εαυτού; Θέλαμε απλά να έχουμε δίκαιο; Ακόμη κι αν γινόμασταν άδικοι απέναντί σε εμάς τους ίδιους; Η ανακαλούσαμε τάχα μια τυχαία αυθεντία που κατάφερε να τσαλακώσει ή να εξυψώσει το εγώ μας τόσο ώστε να θέσει εκ νέου τις ταλαντευόμενες βάσεις μας; Μήπως εν τέλη το σύστημα ήταν γερά θεμέλια ναι, πάνω σε ευπροσάρμοστες βάσεις δε; Το μυστικό βρίσκονταν άραγε στην διατήρηση μιας ανοιχτής πόρτας και όχι μιας σταθερής πορείας; Μπορεί ποτέ η πορεία να διατηρηθεί σταθερή τη στιγμή που ο κόσμος παραμένει εύπλαστος κι αν ναι, , τι χάνεις προσπερνώντας τις γωνίες; Με την παραδοχή της άγνοιας διατηρούμε την πιθανότητα της γνώσης; Με την αποδοχή του μετέωρου ισορροπούμε στον ανισόρροπο κόσμο; Κάπου ο Σωκράτης έκλεινε το μάτι μασουλώντας χουρμάδες στον ήλιο καθώς ένας νέος πλανήτης αποκτούσε την πρώτη του μορφή μέσω της επανάστασης. Ο κολυμβητής βγήκε στη στεριά κι έχτισε την κοινωνία. Η κοινωνία λάτρεψε ετεροχρονισμένα τον κολυμβητή και φορώντας του το στέμμα του ανόητου πορεύτηκε αυτοφυής κι ανόητη γιορτάζοντας μέσα στο τσόφλι την πνευματική της προσέλευση που απομάκρυνε τον φόβο του τέλους. Όμως το λάθος στον κώδικα δεν βρίσκονταν εκεί , όχι, όχι, το λάθος ήταν η αποκοπή από την ανακυκλωτική πορεία της φύσης  κι η αναγωγή της ανθρώπινης στασιμότητας σε κέντρο του σύμπαντος και εξελικτική πορεία. Αν ο κόσμος άλλαζε συνεχώς τότε πως ήταν δυνατή η στάση σε μια γενική αλήθεια; Θα μπορούσε εκείνος ο μικροοργανισμός που βγήκε από το νερό πριν εκατομμύρια χρόνια να μας είχε νικήσει με μια απλή κίνηση, η ανθρώπινη ευφυία ανταγωνίζονταν υπογείως την επαναστατικότητα μιας αμοιβάδας , αγνοώντας μια εκπληκτική κίνηση μάτ πάνω στο στρόγγυλο ταμπλό; Είχαμε είδη νικηθεί όταν σταματήσαμε να εξελισσόμαστε; Κι αν ναι, τότε αυτά τα λίγα λεπτά ύπαρξής μας στον κόσμο, δεν ήταν παρά ο απόηχος ενός κακού αστείου που κανένας δεν γέλασε. Είχαμε γίνει παρελθόν τη στιγμή που εγκατασταθήκαμε στην υπόνοια του μέλλοντος;

Οι αναστάσιμες καμπάνες περιορίστηκαν σε μια προσδοκία, μια ανάγκη που βασίστηκε στον βίαιο σχισμό των ματιών μας από την εικόνα, στον βίαιο σχισμό των αυτιών μας από τον ήχο, στην βίαιη αποκοπή μας από την απάντηση, αφήνοντάς μας με μια ερώτηση μετέωρη, μια παρουσίαση δίχως κοινό που τελικά ανακυκλώναμε τις λέξεις στον εαυτό μας.  Προσδοκούσαμε την επιστροφή, την απάντηση που θα έκανε τον μονόλογο , διάλογο, την παγωμένη ηρεμία γλυκιά φασαρία. Μα περιοριζόμασταν στην εικόνα, σε ένα σύνολο αναμνήσεων που θα έπαιζαν σε ένα τοπικό θερινό σινεμά, μια φορά στις 8 και μια στις 10 κι εσύ με ένα εισιτήριο, αν περίμενες λίγο, θα έβλεπες το έργο ξανά, ελπίζοντας να απολαύσεις μαζί με τα γλυκά και τα pop corn  σου και την αίσθηση, αδιαφορώντας για την μοναδικότητα, αχ τι ωραία που θα ήταν ακόμη και μια φθηνή κόπια! Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για το ταξίδι κι ούτε μπορέσαμε να σκεφτούμε αυτή τη λέξη δίπλα στο θάνατο, έρχονταν άσχημος, θλιβερός, σκληρός δάσκαλος τσίριζε στα μεγάφωνα, «εδώ που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα’ρθεις» κι έτσι πάτησες παύση. Το ταξίδι περιορίστηκε σε συγκράματα ιδεαλιστών αλκοολικών και βασανισμένων σωμάτων. Το ταξίδι τελείωνε για την ανθρωπότητα κι έτσι τέλειωσε η ανθρωπότητα μαζί του. Κι εκεί νέοι κόσμοι δημιουργήθηκαν σε περιορισμένους κρεάτινους δρόμους. Το σώμα σταμάτησε, το πνεύμα άνθισε. Η ζυγαριά έγειρε κάνοντας κρότο.

Ο Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του και μύρισε τις πασχαλιές  δίχως να τις αγγίξει με την μύτη. Η άτιμη θνητότητα παραμόνευε διαταράσσοντας τις σκέψεις του στις ώρες της υποτιθέμενης ηρεμίας. Η ανάσταση σωμάτων έμοιαζε πάντα παράξενη, κρατούσε όμως την ανάσταση των σκέψεων και σε εκείνη είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες. Μικρές αναλαμπές διαττόντων αστέρων που έπεφταν γρήγορα μέσα στη σιωπή κρατώντας μας για λίγο συντροφιά, λάμποντας μαζί με την ανθρωπότητα και χαμηλώνοντας μαζί της. Τι όμορφα παράξενο να μοιάζουμε τόσο με τα αστέρια, κι ίσως αδιάφορα και λυπητερά ρομαντικό μέσα στο πέρασμα του χρόνου να μην έχουμε καταφέρει να ζήσουμε όσο ζει ένας ήλιος..

-.. φτιαγμένοι από αστερόσκονη κι όμως ποτέ δε γίναμε πλανήτες…. Συλλογίστηκε χαμογελαστά και γύρισε πλευρό. Λαμπεροί διάδρομοι σκόνης εκτελώνιζαν σωματίδια και νεκρά κύτταρα αφήνοντας πίσω μια αίσθηση δυνατού θορύβου που χάνονταν σιωπηλός στην αιωνιότητα. Καμιά φορά τα μάτια άκουγαν καλύτερα και τα αυτιά έβλεπαν πιο μακριά, τα λόγια ένιωθαν περισσότερο και το σώμα μιλούσε με άγνωστους διφθόγγους….

Η μέρα προβλέπονταν ηλιόλουστη, ανέφελη και ανώφελη , ζεστή, παραδεισένια.. Γεμάτη εαυτούς που νόμιζαν πως ήξεραν τα πρόσωπά τους και πρόσωπα που γνώριζαν την τέχνη του μακιγιάζ κι ως καμουφλάζ χρησιμοποιούσαν τις ολοκαίνουργιες μέρες των νέοσυσταθέντων  γενέθλιων τους  για να μαγέψουν ένα κοινό που θα ζούσε μόνο για απόψε. Οι μικροσκοπικές κι ασήμαντες μέρες μας είχαν την τάση να μοιάζουν αιώνες ατέλειωτοι, έτσι που να αντιλαμβανόμαστε την πρόσκαιρη συμβολή μας στο ευρύτερο “ψηφιδωτό” μονάχα από παλιά φιλμ και εικόνες που διατηρούνταν στο άσπρο-μαύρο. Το χρώμα άλλωστε είχε τη συνήθεια να ξεφτίζει γρήγορα, αλλά στην ώρα της ακμής του, ήταν πάντοτε έντονο.

Saturday, April 9, 2022

Επόμενο κεφάλαιο. Οι φίλοι μας βρίσκονται πια στην Αλεξάνδρεια. Ο Χριστόφορος  πρόκειται να επισκεφτεί το πατρικό του σπίτι καθώς το όνειρο ανασυντίθεται και αναπλάθετε. Δεν πειράζει αν δεν καταλαμβάνεται ή αν δυσκολεύστε με την ροή, άλλωστε οι μισές ιστορίες, η μισή αλήθεια δηλαδή, δημιουργεί την υπόλοιπη μέσα μας. Το νερό πάντα ρέει με τον τρόπο του μα και με εκείνον που νομίσαμε ήδη.......


Κεφάλαιο δέκατο τρίτο

 

Οι μηχανές τους τραίνου έσερναν ρυθμικά τις πόλεις της Ανατολής, χτυπώντας τα ονόματά τους στην επιφάνεια των χωμάτων ορίζοντας την διαδρομή πρώτα με σίδερο κι ύστερα νοητά, ανακατασκευάζοντας τους χάρτες των αιώνων καθώς άφηναν πίσω μυστικές κατοικίες θαμμένες στην έρημο. Στο χαρτί υψώνονταν σκέψεις κι εκείνες που θαρρούσαν πως θα έμεναν με χοντρή στάμπα μέσα στα σχήματα των λέξεων, τώρα τραβούσαν πίσω κι έπεφταν στο κενό, έτοιμες να αγκαλιάσουν τον ήλιο. Ο κύριος Φωτεινός έκλεισε επιτέλους το βιβλίο και άλλαξε πόδι. Η Φθία της Μαρμαρικής εξαϋλώνονταν αφήνοντας τον Ηρόδοτο, incognito  να μασουλά σταφίδες στο κουπέ, αναπολώντας κάποια παλαιότερη εποχή που δεν είχε προφτάσει, ως ρομαντικότερη ή ατυχώς ανακριβή στην περιγραφή της. Η Αφροδίτης της Ναύκρατης και του Flainders Petrie ξάνοιγε τις λαμπερές αχτίδες κάτω από τα υδάτινα μάτια της, προσκαλώντας τους ξένους , τους άγνωστους κι εκείνους τους γνωστούς που δε έμαθαν να αφήνουν την εικόνα ανεξερεύνητη, απαθή μέσα στον χρόνο. Ο Χριστόφορος χτυπούσε το δάχτυλο στο τζάμι σκεφτικός ενώ η Σωτηρία κοιμόταν δίπλα του ταξιδεύοντας με στο ταξίδι.. Ίσως να μπορούσε να βγει από το στενό βαγόνι και να περπατούσε στις όχθες του Νείλου βουτώντας τα πόδια της ανάμεσα στα καλάμια, τη λάσπη και τα αρχαία χρυσόψαρα που λαμπύριζαν τα βράδια. Τα χέρια τους πλεγμένα και ριγμένα ανάμεσα στα πόδια τους μαρτυρούσαν μια ανάγκη συνεχούς επαφής ή μια ενδόμυχη φοβία ξαφνικής αποχώρισης, σφίγγοντας το ένα το άλλο κάθε φορά περισσότερο  όταν τραντάζονταν οι ρόδες στη γραμμή. Κι απέναντι ο ξένος, ο άγνωστος, πιθανός ο ίδιος ο Ηρόδοτος που ασπάστηκε την αθανασία θυσιάζοντας την ηρεμία του για την έξαψη της παρατήρησης και της καταγραφής του στενού κι ατέλειωτου χώρου… ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε.

-Pardonnez moi monsieur, avez vous une cigarette? Είπε ο άνδρας χαμογελώντας ευγενικά. Ο Χριστόφορος και ο κύριος Φωτεινός γύρισαν προς το μέρος του.

-Mais bien sur, bien sur, ici! Αποκρίθηκε ο φίλος μας και βγάζοντας την ταμπακέρα του από το σακάκι, του πρόσφερε τσιγάρο. Ο “ Hρόδοτος” χαμογέλασε ξανά και τραβώντας ένα κούνησε το κεφάλι ευχαριστώντας τον. Ο κύριος Φωτεινός του πρόσφερε φωτιά. Πίσω από την φλόγα ένα καλοδεμένο πρόσωπο ξεχώριζε ανάμεσα σε μακριά μούσια και χρυσαφένια μυωπικά γυαλιά. Τα μάτια του είχαν ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα , η μύτη του ήταν μακριά και τα γκρίζα μαλλιά του πλούσια και χωρισμένα στην μέση, σταματούσαν πάνω από τα αυτιά του αφήνοντας μια ελαφριά στρώση πιτυρίδας στους ώμους του. Φορούσε ένα σακάκι στο χρώμα της καρύδας κι ένα καρό πουκάμισο, πρόχειρα κουμπωμένο με μερικά κουμπιά να έχουν χάσει τον δρόμο τους και να έχουν ενωθεί με λάθος τρύπες. Το παντελόνι του κρύβονταν κάτω από μια σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα και τα παπούτσια του θαμπά και γδαρμένα μαρτυρούσαν τα πολλά τους βήματα.

-Est- ce votre premiere fois en Egypte?

-Νοn, je suis ne ici. Ma famille vit a Alexandrie..

-Je ne suis qu’un touriste.. έκανε ο κύριος Φωτεινός στρίβοντας ένα τσιγάρο.

Vous aussi?

-Je vais a Alexandrie pour une conference, je suis professeur d’ archeology. Notre nom est Romano Vassili Pond.

-Vous aves dit archeologue?

-Oui bien sur.

-Mon parents sont archeologues, Kriezis est le nom de ma famille

-Oui bien sur bien sur! Je les connais.. Je suppοse que tu es le petit fils, pas mais si petit d’ apres ce que je vois.

-Oui je le suis Christophe. Avons nous recontre dans le passe?

-Oui alors tu es trop jeune pour t’ien souvenir

-Je suis heureux que on se revoit

-Moi aussi mon ami! Vous etes venu pour la conference? Est u aussi archeologue?

Ο Χριστόφορος γέλασε ρίχνοντας μια ματιά στον κύριο Φωτεινό. Ο κύριος Φωτεινός ανταπέδωσε το βλέμμα του .

-Mais non, je viesde voir le mien.

-Σε αυτή την περίπτωση υποθέτω πως θα τα ξαναπούμε φίλε μου! Έκανε ο άντρας και χαμογελώντας πήρε το καπέλο του κάνοντας μια θεατρική κίνηση χαιρετισμού.

- Μιλάτε ελληνικά..

- Bien sur μιλώ, η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα. Μα αυτά θα έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε. Άλλωστε είμαι καλεσμένος σας.

-Καλεσμένος μας;

-Μα ναι, όπως καταλαβαίνω δεν ήξερες.  Μαζί όπως φαίνεται θα κάνουμε ακόμη ένα ταξίδι.

-Monsieur Ρομάνο!

-Ναι

-Μπορώ να ρωτήσω κάτι;

-Μα βέβαια, μα βέβαια φίλε μου.

-Είστε φίλος μου; Έκανε ο Χριστόφορος σηκώνοντας το φρύδι του. Ο άντρας κοντοστάθηκε. Ύστερα γύρισε προς το μέρος του με αινιγματικό ύφος. Ο κύριος Φωτεινός σήκωσε τα μάτια.

- Στο «μάτι» βρίσκεται η απάντησή μου, αν μπορείτε να διακρίνεται. Άλλωστε, μονάχα ένας εξαιρετικά τρελός ή παράξενα γνωστικός θα έκανε μια τέτοια ερώτηση κι εκείνος που απαντά δε θα μπορούσε να είναι, παρά θεότρελος. Είπε και σηκώνοντας την βαλίτσα του βγήκε από το κουπέ την στιγμή που το τραίνο σφύριζε το τέρμα. Καθώς έφευγε , ένα μικρό γαλάζιο πουλί ξεκινούσε το πέταγμά του από την άκρη του λαδιού καπέλου. Οι δυο φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο με έκπληξη.

- Μμμ φτάσαμε; Τι έγινε; Έκανε η Σωτηρία τεντώνοντας το κορμί της.

- Όχι Σωτηρία, μόλις πετάξαμε.

-Τι εννοείς, φτάσαμε ή όχι; Είπε και αναδεύοντας τα μαλλιά της τράβηξε το κίτρινο παλτό από πάνω της.

- Μπορεί να φύγαμε από την Αρράντη αλλά η Αρράντη δεν φαίνεται να έφυγε από μας… Η θάλασσα δεν ήταν αρκετή για να απομακρυνθούμε….μέσα στα κύματα έκρυβε τα γαλάζια φτερά της… είπε σκεπτικός. Η Σωτηρία σηκώθηκε απρόθυμα και τον κοίταξε παραξενευμένη καθώς ο κύριος Φωτεινός της έκλεινε το μάτι και έβγαινε από το κουπέ.

Ο παλιός σταθμός,οι κήποι του Al Montazah με τα παράξενα λουλούδια, ο στύλος του Πομπήιου  από γρανίτη του Ασσουάν κι αιγυπτιακό μονόλιθο, οι ψηλές πολυκατοικίες που αντανακλούσαν το χρώμα της άμμου και της θάλασσας, με τους γυρτούς φοίνικες και τα στενά πεζοδρόμια, με τις ρεκλάμες και τις διαφημίσεις πάνω από τις τέντες των μικρών μαγαζιών και τα καφέ με θέα τη θάλασσα. Τα σπίτια των παλιών λογίων και τα βήματα των ποιητών χαραγμένα στις πέτρες, ελεύθερα και στιβαρά έτσι όπως τα θέλησαν κι όχι όπως τα ζήσαν, να επεξηγούν την ποίηση σαν την ταχύτερη πτήση, την πιο διακριτική, εκείνη που ξεκινά από τα μάτια, κατεβαίνει στη γλώσσα και ταξιδεύει στα αυτιά. Κάνει κρότο μονάχα στην προσγείωσή, όταν βρίσκει την καρδιά σου. Οι αεροδιάδρομοι σκαμμένοι στα σύννεφα, τυφλοί, ψάχνουνε πάντα τον φάρο…

-*Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα, ακούσθει

Αόρατος θίασος να περνά

Οι μουσικές εξαίσιες, με φωνές

Την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

Που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

Που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φέυγει.

Προ πάντων μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

Ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,

 μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό , σα θαρραλέος

Σαν που σου ταιριάζει, σε που αξιώθηκες, μια τέτοια πόλη

Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

Κι ‘ακουσε με συγκίνησην, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

 

Συλλογίστηκε ο Χριστόφορος .

-Σαν έτοιμος από καιρό….σα θαρραλέος…. Ψιθύρισε κι έκανε το πρώτο βήμα στον σταθμό. Κι ύστερα αντιστρέφοντας τον Καβάφη, αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια που ήξερε και ξεκίνησε να την γνωρίσει και πάλι, σκεπτόμενος πια πως η Ιθάκη είναι μια κατάσταση, η ικανότητα να κρατάς σφιχτά το σπίτι σου όπου και να’ σαι και όπου είσαι να φτιάχνεις το καταφύγιό σου δίχως να σε περιορίζει η γεωγραφία. Αν μέσα σου έφερνες το αραξοβόλι, δεν χρειάζονταν ποτέ να ρίξεις άγκυρα. Ο ποιητής είχε δίκιο, μας ίσως και να έκανε λάθος… Κι ο Χριστόφορος μετρούσε στα μπαγκάζια του τον έρωτα κι ίσως τώρα να μπορούσε να διπλώσει και χωρέσει το σπίτι, έμενε μόνο να ρωτήσει τον ποιητή, μα αυτό θα έμελλε να το ρωτήσει στον χρόνο. Η Μίσρ υγρή κι άνυδρη ταυτόχρονα, γεμάτη αντιφάσεις και μυστήρια θεμελίωνε τον δρόμο μεταξύ του ονείρου και της κυνικής  πραγματικότητας., ανάγοντας αιώνες τώρα το σώμα σε πνεύμα και το πνεύμα σε σώμα, αφήνοντας τους θνητούς να αναρωτιούνται αν ήταν ένας ξένος κι αφιλόξενος πλανήτης εν πλανήτει ή ένας κηπουρός που κρυφά φύτευε σπάνιους σπόρους σε ένα μπαξέ από φίλντισι και λάσπη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν τελικά στην Ρώμη κι ανάμεσα στα μονοπάτια της παλιάς πόλης, οι αυτοκράτορες έμοιαζε να ξυπνούν για λίγο και να αποτίνουν χαιρετισμό τους διασκεδαστές που αρνιούνταν τον πόλεμο ως κακόβουλο αστείο και κρατούσαν μονάχα την εβένινη βαρκάδα σαν σύμπραξη της μέρας και της νύχτας. Κι εκεί… στο τελείωμα άφηναν έναν κατακόκκινο δρόμο, αστραφτερό, χρωματισμένο από το ρόδι, να τρέχει τα δευτερόλεπτα της πολύτιμης θνητής ώρας. Διαγράφοντας στο στρώμα μονάχα την πορεία του ήλιου και τις υφές του μεταξιού. Η Σωτηρία προχωρούσε μπροστά καθώς εκείνος κι ο κύριος Φωτεινός ακολουθούσαν, λες κ ήξερε τον δρόμο χάνονταν κι εμφανίζονταν μέσα στα διακλαδιζόμενα  στενάκια, αφήνοντας μονάχα τα καρβουνένια μαλλιά της να ξεχωρίζουν στον αέρα. Το σώμα της συγχωνεύονταν με τον κόσμο του λιμανιού σκορπίζοντας αυτή την αίσθηση της αρμύρας, να οδηγεί τα μετόπισθεν.  Δίπλα στις εντοιχισμένες καφετέριες με τις ξύλινες καρέκλες και τα κρεμαστά γιασεμιά, σε ένα μικρό στενό απέναντι από την θάλασσα, το σπίτι με τους φοίνικες και τις λεμονιές ορθώνονταν παμπάλαιο, μεγάλο, βαμμένο με τα χρώματα του ιριδίζοντα ωκεανού στα παραθυρόφυλλα, τις κορνίζες και τις κολώνες  και το υπόλοιπο κίτρινο, παιδί της ερήμου.

Ο Χριστόφορος κόμπιασε για μια στιγμή, άλλος βγήκε κι άλλος τώρα θα έμπαινε από την πόρτα. Ύστερα η αρμύρα παρέσυρε τα νεοφερμένα χνώτα του μακριά και χάιδεψε τα μαλλιά του, τεντώνοντας τους λαιμούς των νεραντζιών σαν τις χορδές μια τεράστιας

 

*(Κ.Π. Καβάφης, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον )

άρπας που λύγιζαν με την θύμηση και δέχονταν την νέα επιθυμία. Ο κύριος Φωτεινός έβγαλε το καπέλο, κι  ασυναίσθητα τον ακολούθησε κι εκείνος στην πράξη.

 

H θύμηση της γοργόνας πλημμύρισε την σκέψη του φτιάχνοντας μια γέφυρα με λέξεις κρυμμένες κάτω από τα διάφανα λέπια της ουράς της καθώς τίναζε τα νερά κι αναμόχλευε το υπάρχον σύμπαν συντάσσοντας ένα άλλο, ξένο, θολό, ανεξερεύνητο μα οικείο. Η γυναίκα άγγιξε το μάνταλο με το λιοντάρι εν κινήσει και ρίχνοντάς το στο έδαφος προχώρησε. Πρωτόπλαστη, καμωμένη από το ίδιο ταπεινό και απέραντο καμίνι της γης, αδιόρατη, η στιγμή της ευτυχίας του ανθρώπου ευνοούνταν με τον ήχο μιας μονταρισμένης σκηνής στο βλέμμα της. Την ώρα που πετάριζε τα βλέφαρά της χιλιάδες πουλιά φτερούγιζαν πίσω από το πρόσωπό της κι εκείνος το μόνο που έβλεπε ήταν η μαύρες φτερούγες να ξεκολλούν από τις μακριές τρίχες πάνω από τα μάτια της και σαν μια συνέχεια της εικόνας να αποκαλούνται σε άγνωστες γλώσσες, αποκομμένες και να χάνονται στον ουρανό που μιμούνταν το χρώμα των ματιών της. Ο κόσμος να χάνονταν κι εκείνος γύρω της κι εμφανίζονταν σαν την μύτη, την πρώτη παραλία του ΝΕΟΥ κόσμου.

Ενώ προχωρούσαν στον κήπο, ένιωθε σαν να έβλεπε για πρώτη φορά τα πάντα. Όλα μύριζαν όπως τα  χάρτινα κομμάτια ενός πάζλ που άλλοτε ένωνε φωτιές κι άλλοτε έσκαβε εναέρια τούνελ ανάμεσα στα αστέρια. Άλλωστε η Ανατολή του είχε μάθει να βλέπει πολυδιάστατα και να δέχεται τη σταθερά, τη στιγμή που πάλευε να την καταρρίψει. Το όνειρο, διατηρούσε ρίζες στις χώρες του Ήλιου, ρίζες που κατάφερναν να επικοινωνούν ακόμη και τον κενό χώρο τη στιγμή που ένας άλλος καινός εμφανίζονταν. Το κενό και το καινό μπορεί να γράφονταν διαφορετικά μα το ένα χτίζονταν εκεί που το άλλο διευρύνονταν και διερευνώνταν Στους θύλακες της ρίζας που χάνονταν, ο σπόρος ξεκινούσε την ολόφρεσκη διακλάδωση,- θέλοντας και μη- υπερασπίζοντας μια νέα εποχή, μια απλή, μια πολυσύχναστη μέρα.

Ανάμεσα στους φοίνικες και τις ιστορίες της Φοινίκης, μια κλασικά ορθάνοιχτη πόρτα παρέμενε σαν παρεμβατικό σύμβολο απέναντι στην συστημική μοίρα, αψηφώντας τις διδαχές του σήμερα σχεδόν με θρασύτατη θέση, ορίζοντας την ιστορία ανιστόρητη και προστατεύοντας τα μυστικά του παρελθόντος. Εκείνα που απλόχερα παρέδιδε στους μύστες που τώρα εξέταζαν με σηκωμένο φρύδι τους πέτρινους λέοντες. Ποτέ δεν είχε κάτσει να καλοσκεφτεί, να συνδυάσει- μα δεν είχε και με τι- τις μορφές , τις στάσεις, τις κουκίδες, τα rewind  των λίθινων, μικροσκοπικών γιγάντων που σουλάτσαραν σε εκείνη την αυλή, την ίδια που τόσες φορές επιχείρησε να εξερευνήσει ως παιδί.  Κι ύστερα να αποποιηθεί ως έφηβος, μέχρι να επιστρέψει με απαντήσεις που πέταγαν σαν πουλιά, σαν σμήνος την ώρα που χαίρονταν πως έπιασε ένα από αυτά. Εκείνο που τον περίμενε να το πιάσει. Η ώρα ήταν δώδεκα π.μ. ακριβώς, όταν άνοιξε το κλουβί ως ανούσιο μέτρο και το πουλί τον ευχαρίστησε τσιμπώντας του την περιέργεια στα χείλη.

 Η νέα γλώσσα του έφτανε να γλύψει από τα μάτια του την ταραχή μα και να διαμορφώσει μια ευχάριστη θολούρα στο μυαλό του, πως όλα θα διάβαιναν εν τέλη για ένα μακρύ κι ανεξερεύνητο ορίζοντα. Η σημασία της Ιθάκης είχε κωλοκάτσει στο κεφάλι του, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό με τον ποιητή καθώς επιθετικά, σκληρά και ονειρικά συνάμα δέχονταν τη θέση του ανάγοντάς την σε άπειρο  τη στιγμή που την όριζε ως έστω κάτι στη μέση του συγχρονισμένου στενού ανάμεσα στους κόσμους δίχως όνομα κι εκείνους που δε δέχτηκαν ποτέ το όνομά τους κι επαναστάτησαν μέσω της σιωπής, αφήνοντας του ηλίθιους να θεωρούν και τους ονειροπόλους να βρίσκουν. Ο Χριστόφορος άναψε το τσιγάρο του χαμογελώντας, αφήνοντας την τελετή της άνδρωσής του μετέωρη και μυστική, να γράφετε με σήματα καπνού, βιομηχανικών τσιγάρων και παπουτσιών που βούλιαζαν στη λάσπη του γεννήτορα ποταμού και τις κοινωνικές απαιτήσεις που κατέρρεαν καθώς σήκωνε την φτέρνα του από το χώμα. Κανένας άλλος ηθελημένος ήρωας, προστάτης και προμηθευτής σελίδων σε σκονισμένα βιβλία, κανένας άλλος μοιραίος ατάλαντος αρχηγός, κανένας βάρβαρος πολιτισμένος έναντι υποτιθέμενων βαρβάρων. Μονάχα θνητός, εκείνος που αντιλήφθηκε την ωραιότητας και αναγκαιότητα της απόλαυσης, της μόνης μας επιλογής προς την αθανασία. Η ζωή για την πεταλούδα ήτα μονάχα μια μέρα κι η αιωνιότητα ένας βάρος στους ώμους μας που έληγε τη στιγμή που άρχιζες να ζεις. Η πιο ποιητική και φιλοσοφική ρήση κρύβονταν σε ένα παλιό ρητό καθώς «η πέτρα που κυλούσε, ποτέ δε χορτάριαζε» κι εμείς ψάχναμε νέα χόρτα, ακόμη και συνθετικά για να σταματήσουμε την ολοφύσικη κατρακύλα. Δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από το φόβο της κατάληξης, η ύμνηση της πορείας, η δημιουργία αποφθεγμάτων σε σχέση με την αφετηρία, όλα για τον φόβο αυτού του γκέλ που οδηγούσε στον τερματισμό. Κανείς ποτέ δεν ύμνησε την σούμα.  Αναζητούσαμε μια τέλεια αρμονία την ώρα που περνούσε από μπροστά μας με φερετζέ κι εμείς δεν σταθήκαμε ούτε για δυο λεπτά, να σηκώσουμε το πέπλο και να της αφιερώσουμε μια ωραία έκθεση με βάση τον πουαντιγισμό και την εντύπωση, την έκφραση, τον μινιμαλισμό της φωνής της. Θα έλεγε κανείς πως μόνο οι ζωγράφοι κατάλαβαν κι εκείνοι άρχισαν ανάποδα να μετρούνε τα αστέρια, ξεκινώντας από την κουκίδα κι όχι από τον απέραντο ουρανό. Κι αφού πρόσθεσαν όλα τα αστέρια, ύστερα σκέφτηκαν την αφαίρεση κι έδωσαν ένα κάποιο κέντρο, κρυφά να μιλά στην καρδιά της επιστήμης που είχε αναρωτηθεί για τα χρώματα πριν καν ανάψει το κερί του  Rembrandt, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερα, αναίρεσαν και σήκωσαν παντιέρες που κρύβονταν μέσα στα χώματα κι υποψιάζονταν ατελείς ζωοφόροι, την μεγάλη εικόνα. Εκπνοή, εισπνοή, συγχαρητήρια, μόλις ήρθες στον κόσμο.


Wednesday, March 23, 2022

 

Κεφάλαιο δωδέκατο, δεύτερη πράξη... κάθε αρχή και δύσκολη. Μια σκέψη πάνω στην αρχή του επόμενου κεφαλαίου, τα γεγονότα σιωπούν για λίγο , οι σκέψεις συναντιόνται μες την σιωπή και οι θνητοί αναρωτιόνται πως θα μπορούσαν να συντηρήσουν την αθανασία της νιότης.




Κεφάλαιο δωδέκατο

 

Πόσο περίεργο ήταν να είσαι άνθρωπος…. Ένας μη έγκυρος κωδικός που σε πείσμα των νόμων απορροφώνταν από το σύστημα θαρρώντας πως αφομοιώνονταν, την στιγμή που εκείνος αφομοίωνέ τα πάντα. Εκείνος που θαρρούσε πως όλα τα όριζε την στιγμή που το άγνωστο όριζε εκείνον κι ο supervisor  καπνίζοντας το πούρο του ή ακούγοντας προσεχτικά κρατώντας ένα ποτήρι σφράγιζε κι έσχιζε δουλειές χρόνων, δρόμους και σχέδια αιώνων αφήνοντάς σε το ίδιο αβοήθητο, μικρό και τιποτένιο όσο  οι δικοί σου υφιστάμενοι., χαρίζοντάς σου παράλληλα τη δύναμη της καταστροφής και της αρχειοθέτησης όταν εσύ το μόνο που ήθελες ήταν σταυρόλεξα με δύσκολες λέξεις και διακοπές. Κι έτσι κατέβαινες για πρώτη φορά στην «εργατική τάξη» κι ασπαζόσουν το χάος ή τον κουμμουνισμό, τον χριστιανισμό ή την μοίρα, τον εαυτό σου ή τον δίπλα σου δίχως ποτέ να καταλάβεις ή να καταφέρεις να ζήσεις χωρίς την ευθηνή, του κόσμου που ναυάγησε κάποτε. Να ζήσεις. Κι εκεί επιλέχτηκε το άψογο κουμπί. Ο φόβος του θανάτου κι η αναγνώριση της θνητότητας. Ένα κουμπί στραμμένο προς τα εκεί που δεν ήξερες πως στρίβει για να σε προστατέψει  από μια συνειδητοποίηση που θα σε έκανε μη παραγωγικό ή μια που θα σε έκανε επαναστάτη. Χρόνια τώρα , οι καλλιτέχνες μιλούσαν , τραγουδούσαν για το κουμπί μα το μόνο που μπορούσες να ακούσεις, ευτυχισμένε, ζηλευτέ εαυτέ και φίλε ήταν η στροφή της στρόφιγγάς. Κι έκανες τα κρακ της, ζωή, έρωτα, καλοσύνη, βρίσκοντας χίλιους τρόπους να αποφεύγεις τον ήχο, κάποτε τον υιοθέτησες κιώλας κι είπες εγώ, ΕΓΩ τον ορίζω κι από μένα προέρχεται, για να τον εξηγήσεις. Τον έκανες παιδιά, τραγούδια, πρόσωπα, λέξεις κι εικόνες για να τον ξορκίσεις, συμφιλιώθηκες μα είχες πάντα πίσω την ουρά , πρόσεχες και την σκιά σου στα κλεφτά κι έτρωγες το μήλο αφήνοντας να τρέξουν τα ζουμιά, να πλημμυρίσει αυτό που λέμε στόμα. Κι ύστερα σκέφτηκες πόσες φορές του είχες σφίξει το χέρι, πόσες φορές τον συνάντησες και τον νίκησες με την αθανασία που χάραζες στον αέρα, την πιο μετέωρη οικοδομή, μια ασταθή αρχιτεκτονική πατέντα που παλάντζαρε, γκρεμίζονταν και ξαναχτιζόταν από το τίποτα. Πόσες φορές τον γκρέμισες από τον θρόνο με το γέλιο σου και πόσες τον χαιρέτησες τον ακούμπησες σα μόνη λύση κι ύστερα  άναψες το φως κι έκανες την συμφωνία. Του πρόσφερες την αθανασία σου κι εκείνος σου έδωσε έναν μικρό γυμνό και φτερωτό θεό στα χέρια, για αντάλλαγμα και σου ‘πε να τον μεγαλώσεις, να τον ταΐσεις να τον διδάξεις κι ύστερα να τον αφήσεις για να πετάξεις με τα φτερά του. Κι εσύ συμφώνησες. Κι ήταν η πρώτη φορά που έβλεπες τον κόσμο από ψηλά και δε φοβόσουν το ύψος γιατί δεν υπήρχε πια πέσιμο, δε φοβόσουν τον θάνατο, το άγνωστο, το παράξενο, την ένταση και την ηρεμία γιατί εκείνος τα είχε πάρει όλα από εσένα για σένα, γιατί εκείνος σήκωνε τα βάρη, του κόσμου κι αλάφρωνε το βράδυ τις πλάτες σου, σε πήγαινε διακοπές και αν το παραδεχόσουν θα έλεγες πως δε χρειάστηκες ποτέ σταυρόλεξα να περάσεις την ώρα σου. Θα έλεγες πως τα ήξερες όλα και δεν σε πείραζε που δεν ήξερες τίποτα. Ο ΕΡΩΤΑΣ, εκείνος που έκανε την ύπαρξή μας την αβάσταχτη να είναι εντάξει και να αξίζει τους επίγειους πόνους της. Εκείνος που μας έκανε όμορφους στον καθρέφτη, έξυπνους στις διαλέξεις , επιδέξιους κι ευχάριστους, εκείνος που μας έδινε ταυτότητα, φωνή και προσωπικότητα, εκείνος που άδειαζε το μυαλό μας και μας έκανε ανόητες μηχανές, εκείνος που έδιωχνε το φόβο του θανάτου. Κι από το τίποτα του μακρόκοσμου γινόμασταν το κέντρο του σύμπαντος και βασιλείς στον μικρόκοσμο του μυαλού μας. Ένα ανθισμένο παρτέρι δίπλα στο σκουπιδοτενεκέ κι εσύ να μυρίζεις την άνοιξη, να βλέπεις μόνο εκείνο. Να ανθίζεις μέσα στο χιόνι και να ψηλώνεις δημιουργώντας ουρανούς εκεί που χαμηλώνουν τα σύμπαντα. Ένα υπέροχο παράδοξο που ξεδιψούσε με αλάτι κι ανέπνεε στη άπνοια, που είχε φωνή τη στιγμή που κανείς δεν πρόσεχε κι όλοι κουβέντιαζαν τα μεγάλα και τα ατέλειωτα ενώ εσύ ένιωθες να τα ζεις. Αλήθεια, σοφούς ή ανόητους, τι μας κάνει ο έρωτας αν όχι απλά ζωντανούς αειθαλείς και πρωτοπόρους;

Κι η απουσία του;

Ας μην πούμε άλλες βαρύγδουπες λέξεις, απλώς δοκιμάστε το φαγητό σας δίχως το αλάτι κι ύστερα σας προκαλώ να μου μηνήσετε κακό για την αρμύρα, να πιστέψετε πως μπορείτε δίχως αυτή κι έπειτα να ζήσετε έναν ανάλατο βίο.. Τι θα έχει η γλώσσα να θυμάται και τι η μνήμη να ανακαλεί; Πως θα ξεχωρίσουν οι μέρες και πως οι ώρες θα συνεχίζονται;

Sunday, March 20, 2022

Απόσπασμα από  το μυθιστόρημα πάνω στο οποίο δουλεύω. Πράξη δεύτερη, κεφάλαιο ενδέκατο.  Ο Χριστόφορος, η Σωτηρία και ο κύριος Φωτεινός βρίσκονται πια στην Αφρική, αναζητώντας έναν τρόπο να φτάσουν στην Αλεξάνδρεια., κάνοντας παρόλα αυτά μια μικρή στάση.  Ας τους ακολουθήσουμε εκεί που συνορεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, η φαντασία με τον ρεαλισμό κι εμείς με εσάς και με' όλους...



Χριστίνα Κοντούλη.




Κεφάλαιο ενδέκατο

 

Οι ώρες στο καράβι πέρασαν γρήγορα. Ο κόκκινος ήλιος του αφρικάνικου πρωινού χρωστούσε στους ναύτες και τους επιβάτες των πλοίων τα σπαρταριστά ναύλα τους.  Δέχονταν μονάχα ενέχυρα, ενέχυρα ψευδαισθήσεων, φιλοσοφικών πεποιθήσεων και παραθέματα ανόητων Δον Κιχότιδων , ταξιδιωτών ανάμεσα σε θάλασσα και ξέρα. Η δίψα βρίσκονταν μονόδρομος….

Όταν έφτασε το καράβι ήταν κιόλας, σούρουπο… Η Σωτηρία με το γαλάζιο παλτό της στέκονταν στην πρύμνη σαν μοναδικό εκκρεμές που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ανάμνηση και στην εξόρυξη της πραγματοποιημένης διασταλτικότητας του χώρου καθώς ο Χριστόφορος σφίγγονταν στο παλτό του μη ξέροντας τι να προσμένει. Χωμένος στο ενδιάμεσο των αποχρώσεων της άμμου, καμωμένος από ζάχαρη και ζέστη περπατούσε με βήμα βαρύ και σκεφτικό καθώς ο κύριος Φωτεινός ακολουθούσε σε μια μικρή απόσταση, παρατηρώντας τα βήματά του. Τα φώτα της Αιγύπτου, νοσταλγικά, λασπωμένα και υγρά, φορούσαν όλα τα πρόσωπα, τις εκφάνσεις της πραγματικότητας και της πραγματοποίησης δημιουργώντας κίβδηλα κύμβαλα που αλαλάζοντα στον ρυθμό της ανάσας, αναζητούσαν μια ομαδοποίηση έτοιμη στη συμφωνία ως έτοιμο φρούτο. Τα αποκαμωμένα νεωτεριστικά κτήρια των φτωχών γειτονιών και τα στιβαρά απομεινάρια του χρόνου, σαν τεκμήρια της ύπαρξης συγχωνεύονταν με τα μοντέρνα αρχιτεκτονικά θηρία και τις λεπτεπίλεπτες εκφάνσεις των πλούσιων δρόμων καθώς η τέχνη συναντούσε με μάτια θολά την ατεχνία και κοιμόταν ευχαριστημένη μαζί της, πίσω από την έρημο. Στα γαλάζια μάρμαρα των τεκέδων με τα ζωγραφισμένα κλωνάρια  και τις ποικιλίες των τσαγιών, εκεί που όλα έμοιαζαν με τεράστια λουτρά, εκεί που φύτρωναν τα κλαριά του σφενδάμου, ποτισμένα με τζίντζερ, μυρωδικά και καυτερά γλυκά, οι φατρίες χαιρετιόνταν αναγνωρίζοντας τα σεμέν και τις ραφές στο ρούχο.  Καταρράχτες αλκοολούχων μύριζαν μαστίχα και κάρδαμο διατηρώντας διακριτικά τα φώτα και τα πατρόν εξεζητημένα και πολύχρωμα.  Τα πρόσωπα στέκονταν ακίνητα δυσδιάστατα κι αφηρημένα … Κι η μουσική…. Η μουσική γεννούσε αδιάκοπα προκαλώντας τον ξένο να ενσωματωθεί με τα ξωτικά και να χαλαρώσει την ταυτότητα που θα απαρνιόνταν.

 Ένας θηλυπρεπής νεαρός πέρασε διασχίζοντας απαλά την Νηνεμία και κουνώντας  ελαφρά τον αντίχειρα πίσω από τα καρβουνένια μάτια του, έγνεψε να τον ακολουθήσουν. Τα μάτια της Σωτηρίας απομνημόνευσαν τα βήματά του…. Ο σταθμός ήταν κατάμεστος.

-Δε θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε απόψε.

-Το περίμενα…. Απόψε, διανυκτερεύουμε στην πόλη. Είπε ο κύριος Φωτεινός ψαχουλεύοντας τις τσέπες του για ένα σπίρτο. Η Σωτηρία του πρόσφερε τον αναπτήρα της.

-Τότε… να τον ακολουθήσουμε.

-Θα θέλει να μας πάει στους τεκέδες. Έκανε αδιάφορα και γνωστικά ο Χριστόφορος.

- Έχεις να πας κάπου καλύτερα;

Ο κύριος Φωτεινός χαμογέλασε, καθώς ο Χριστόφορος υποκρινόταν.

-Όχι… έκανε αλλάζοντας ρώτα. Η Σωτηρία έγνεψε στην τυχαία ιχνηλάτηση.  Ο νεαρός ίσα που φαίνονταν πια. Ο κύριος Φωτεινός έγνεψε κι εκείνος κι ύστερα την ακολούθησε. Ο Χριστόφορος έσβησε το τσιγάρο του στο έδαφος και προχώρησε εκεί που κανείς Κρυιεζής δεν είχε πει πως έχει πάει….Τα ψεύτικα φώτα της πλατείας τους ακολούθησαν στο παλιό λιμάνι, χαμηλώνοντας όλο ένα και περισσότερο, αφήνοντας το φεγγάρι να χαράξει τον χώρο. Ο παράξενος νεαρός χαμογέλασε και χώθηκε σε ένα στενό. Η παρέα τον ακολούθησε. Μέσα σε λίγα λεπτά η ανατολή είχε είδη υφάνει το δώρο της κι ένα παράξενο δωμάτιο θα γίνονταν τόπος λατρείας….

Μια παλιά ταπετσαρία με ινδιάνικους ρούνους  και κρεμαστές κουρτίνες από ξύλο και ξευδοκαθρέφτη πρόβαλε μπροστά τους καθώς δυο μακριές κουρτίνες από κόκκινο βελούδο, έπεφταν βαριές πίσω από την σκηνή, διαχωρίζοντας σε βαλίτσα του μυστήριού τα backstage , αναπλάθοντας ένα θολό όνειρο του Ingres tτη στιγμή που αναιρούσαν το κεκτημένο.  Τα μικρά κυκλικά τραπέζια, ντυμένα από φθηνή τσόχα και στίξεις αστεριών , έμοιαζε να κατευθύνονται σιγά σιγά προς την σκηνή, τόσο κοντά που σε λίγο θα ανέβαιναν πάνω, ενώ οι λάμπες από ξύλο και χρωματιστό μετάξι άφηναν μύθους και θρύλους στο ταβάνι, δημιουργώντας μια αίσθηση ουρανού. Ο μυστηριώδης νεαρός με τα σκούρα μαλλιά και τον ψηλό λαιμό τους έγνεψε να καθίσουν σε ένα τραπέζι χαμογελώντας. Οι μεγάλες βλεφαρίδες του κάλυπταν εξαίσια δυο ολοστρόγγυλες καστανές ίριδες που γυάλιζαν τρυφερά και πονηρά συνάμα κάτω από τα φτιαχτά φώτα.. Η Σωτηρία πλησίασε πρώτη. Ύστερα ακολούθησε το υπόλοιπο πλήρωμα.  Ο Χριστόφορος τράβηξε την ξύλινη καρέκλα από τις ενώσεις της πλάτης της και βρέθηκε απρόθυμα απλωμένος στον περιορισμένο χώρο. Ο κύριος Φωτεινός κάθισε  κι εκείνος ανάβοντας την πίπα του.

Το μικρό διασκεδαστήριο ήταν κατάμεστο από ανάσες που θόλωναν τα τζάμια των σκονισμένων παραθύρων. Η Σωτηρία έγειρε το κορμί της προς το παλιό μπαρ. Εκεί, εκτείνονταν στο μέσο μιας μπλε κουρτίνας, από σκούρο ύφασμα και μικρά χρυσαφένια φεγγάρια μια άλλη , διαφορετική σκηνή. Μια γυναίκα έγνεψε. Τα μαλλιά της ήταν ολόμαυρα και φουσκωτά, στο μέτωπό της κρέμονταν ένα χρυσίζον φυλαχτό και τα στήθη της ασφυχτικά ζουπιγμένα πίσω από ένα πολυκαιρισμένο μπεζ κορσέ έδιναν την εντύπωση πως κλάπηκαν από κάποιον αρχαίο μπαξέ που μύριζε πορτογαλικά σαγκουίνια. Στους ώμους της ήταν ριγμένο ένα πράσινο σάλι με κεντημένα λουλούδια καλύπτοντας  ένα βαθύ, μοβ πουκάμισο.  Το δέρμα της ήταν σκούρο και στολισμένο με διάφορα κρεμαστά κοσμήματα, στα χέρια, στο λαιμό ήταν ολόκληρη μια έκθεση σκαλιστών δημιουργημάτων, εξέπνεε έναν αέρα ονειρικής ανατολής σαν εκείνη που κυνηγούσαν κάποτε οι ζωγράφοι δυσαρεστημένοι από την σεμνοτυφία και τον συντηρητισμό. Τα μάτια της ήταν μπλε, όμοια με την κουρτίνα…

Η γυναίκα ετοίμασε τον δίσκο και το αγόρι περπάτησε θριαμβευτικά κι ευλύγιστα στην πασαρέλα κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στους θαμώνες. Ακόμη κι η Νανά θα ζήλευε την κίνηση του κορμιού του αφήνοντας τον Ζολά να αναζητά την επίγεια Αφροδίτη του σε κάτι πιο προχωρημένο, πιο… αρσενικό….σε ένα τρίτο φύλλο που δεν του είχε αποδοθεί η απαιτούμενη προσοχή. Ο νεαρός άφησε την ανώνυμη μποτίλια στο τραπέζι, χαμογέλασε κι ύστερα άφησε κάθε ποτήρι μπροστά στον νεοφερμένο. Μέσα στο πανχρωμικό μικρό καταγώγι η ζωή έμοιαζε πιο πραγματική, οι ανάσες κόβονταν με το μαχαίρι και τα μάτια υψώνονταν όλο ένα και πιο πιστά, τραβώντας τα χέρια προς τα πάνω, καθώς όριζαν την ύπαρξη διατηρώντας το δυναμικό μιας «εκκλησίας». Αυτή τη φορά όμως η λατρεία διέθετε πρόσωπα πίσω από την ανωνυμία. Ο εξόφθαλμος τεκές που κρύβονταν πίσω από τα ψαράδικα και τα αρχαία, παράθετε μια έκφανση της ζωής διαφορετική από εκείνη που είχε μάθει χωμένος στα βιβλία και στις φιλοσοφίες του, μια ζωή που δεν κινούνταν μόνο γύρω από το περίγραμμα σε δυσδιάστατη μορφή και αέρινους όρκους, αλλά μια τόσο επίγεια, με εμβαδό και μάζα. Μια έμπρακτη φυσική εξίσωση που μετουσιώνονταν σε πραγματικό χρόνο κι αναζητούσε χώρο να επεκταθεί, να χαθεί και να ριζώσει. Εκεί μέσα , ο φίλος μας χώρεσε επιτέλους κάπου. Εκεί που έτριζαν τα πλίνθινα ντουβάρια και η ανθρωπότητα, γλένταγε υπόγεια και υδάτινη , επαναστατική ως προς τους περιορισμούς κι αυθεντική, πέρα από πενταγραμικούς μονολόγους ιερογλυφικών και επιτακτικούς παράγοντες “αναγκαίας” ψηλής μύτης.

Το κρασί έρεε… τα λόγια χάνονταν μέσα στην οχλοβοή   κι ο Όμηρος σκόρπιζε τα συγκράματά του σαν πετσετάκια, αγκαλιάζοντας τον Τειρεσία που έγνεφε λάγνα πίσω από τα θηλυκά βρακιά του και τα φουσκωμένα του στήθια. Στο πάλκο στέκονταν μια γυναίκα με μακριά μαλλιά βαμμένα στα χρώματα των Ιρλανδών και μια ημίγυμνή περσώνα με φλουριά δεμένα στην ποδιά της, αστέρια στους γοφούς της και μια βαριά μυρωδιά από ανατολίτικα λουλούδια. Οι θαμώνες κοινωνούσαν μυστικά την πιο αληθινή τους φύση κι αναστέναζαν παραδίνοντας τις πληροφορίες τους στον κόσμο , καθώς τον κύκλωναν με χέρια που έμοιαζε να ξεμακραίνουν και πόδια που λύγιζαν. Το θέμα της θνητότητας γυρνούσε μονάχα στα βάσανα και στον έρωτα, για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως γυρνούσε και στην άφεση , εκείνη που μόνο ο άνθρωπος σε άνθρωπο μπορούσε να δώσει με το άγγιγμά του.  Μια πολύ διαφορετική συνθήκη, τη στιγμή της ανελέητης εξάρτησης, εκείνη που μόνο στο χορό μπορούμε να βιώσουμε, μόνο στο τραγούδι μπορεί να ακουστεί, εκείνη που σωπαίνει και σωπαίνει πάνω στη γνώση της κοινωνικής ανάγκης του ανθρώπου και την αποσιώπηση της λέξης από Άλφα.

-Γινόμαστε ένα μόνο όταν γινόμαστε. Και γινόμαστε μόνο όταν είμαστε απόλυτα θνητοί μα δίχως την αντίληψη της θνητότητάς μας. Συλλογίστηκε ρουφώντας μια γουλιά από το ποτήρι του.  Τα αφρικάνικα τύμπανα λυγούσαν το σώμα της χορεύτριας με τρόπους που οι μύες διατυμπάνιζαν πως δεν μπορούσαν κι οι άνθρωποι λύγιζαν κι εκείνοι πάνω στο σώμα της, χτυπούσαν κάτω, σηκώνονταν και έμπλεκαν τα μαλλιά τους όπως τους δρόμους τους, σαν να ήταν η τελευταία, η πρώτη, η καμία κι επόμενη φορά που θα ξανασυναντιόταν.  Η Σωτηρία κοπάνισε το ποτήρι της στο τραπέζι. Οι θαμώνες σαν νύμφες, σαν ξωτικά την αγκάλιασαν και την έφεραν δίπλα τους δίχως κανείς να προλάβει να το αντιληφθεί , να επικροτήσει πριν από εκείνους ή να φέρει αντίρρηση Η χορεύτρια χαμογέλασε κι έπεσε πίσω σε ένα άλμα εμπιστοσύνης. Τα τύμπανα λάλησαν αργά κι η φωνή της πλημμύρισε τον χώρο καθώς ο κύριος Φωτεινός χαμογελούσε από το μπαρ σε μια ακολουθία συμφωνιών όμοια με την μουσική που γεννιόταν.

-Φεγγάρι…. Φεγγάρι

Φεγγαράκι μου, σαν γιασεμί

Σα γιασεμί

Σα γιασεμί στα χείλη, αμάν

Σου τραγουδάω την αυγή,

Να την κρατάς, να την κρατάς

Να την κρατάς στο δείλι,

Αμάν, να την κρατάς στο δείλι.

Μέλι πικρό, μελί γλυκό, μέλι μου πως το λένε

Μέλι βγάζουν οι μέλισσες από όσους δεν το λένε

Δεν το’ πα μια, δεν το’ πα δυο, καθόλου δεν το λέω

Μα με έχει πνίξει ο καημός, αμάν

Μα με έχει πνίξει ο καημός

Και στα κρυφά σου, κλαίω. Αμάν

Και στα κρυφά σου, κλαίω.

 Σύρε να πεις τη μέλισσα, λουλούδι να τρυγήσει

Να στάξει της αγάπης μου, το στόμα της να λύσει

Αμάν, το στόμα της να λύσει.

Και σα μελίσσι, μάτια μου μέλι να με γεμίσει

Αμάν,

Άνοιξη να μυρίσει.

 

Ο Χριστόφορος την κοίταζε, ανάμεσα στα ψεύτικα μαργαριτάρια στις εικόνες των τοίχων που σχημάτιζαν ξανά εκείνη την όαση στην παλάμη και τα ανατολίτικα όργανα. Κοφτές φόρμες με διακλαδώσεις πίσω από τα λόγια και κρουστές γλώσσες που σαν γάτες, έβρισκαν τις θέσεις τους εκεί που υποτίθεται πως βρίσκονταν η σιωπή… Οι μουσικοί άρχισαν να την ακολουθούνε. Ο Χριστόφορος ζαλισμένος ανέβηκε στην σκηνή και ψιθυρίζοντας στο αυτί του πιανίστα κάθισε στην θέση του διακριτικά. Τα χέρια του βρέθηκαν στην φυσική τους θέση.

-Απάνεμο και στεναγμός είναι τα δικά σου μάτια,

Κορίτσι μου. Πρόφερε ζαλισμένος καθώς οι θαμώνες σε σπαστά ελληνικά ή σε ψιθυριστά αραβικά, επανέλαβαν.

Εγύρισα την Αφρική, εγύρισα την Χώρα, στην ξενιτιά τα μάτια μου,

Γυρεύαν μια ώρα

Μια ώρα μες στα στήθια σου, στις στήλες της Βαγδάτης, στης Βενετίας τα νερά, στους δρόμους της Αρράντης.

Εχώρεσα για να σου πω, φωνή μέσα στ’ αηδόνι , κοινώνησα με το ψωμί

Του κούκου, και του γκιώνη.

Κι ένα πουλί απόμενα, να κράζω μες στα χρόνια, πίσω απ’ το Σαρακήνικό μέσα στο φινιστρίνι

Μάταια προσμένω το θεό και μάτια δε μου δίνει,

Μόνο κρατά το βλέμμα του στραμμένο , λυπημένο,

στης ευταξίας τα νερά, σαν το’χουν καμωμένο

κι εγώ που τάξη ήθελα, που νόμισα πως ήξερα μα τίποτα δεν ξέρω,

 ό,τι είχα μπρος σου άφησα κι ό,τι έχω μπρος σου φέρω.

Των ξένων να’μαι παραγιός, θεός καλός της Σίβας, κι ανόητος στην κλίνη σου, έρμαιο κάθε μοίρας

Κορίτσι μου,

καθώς προσπαθώ να μεταφράσω τους δρόμους του φεγγαριού και τα σινιάλα των χτεσινών ψαράδων

εκεί χάνομαι ξαφνικά όταν βγαίνει ο ήλιος,

 θαρρώ πως ειρωνεύομαι ή ονειρέυομαι.

Πλημμυρίζουν,  τα δέλτα των ποταμών, γίνομαι σκόνη κι ακολουθώ,

Σε μια αρχαία γη , τα μάτια μου πάνω σου κι εγώ αναπνέω

Παραπαίω,

 ό,τι έγινα ξεγίνομαι ,παραδίνομαι.

Οι μοίρες με μοίραναν κι εγώ δε πήγα ποτέ στη γιορτή.

Σαν μι αρχαία πομπή

Ακολούθησα το σώμα σου,

τώρα είμαι άλλο ένα χρώμα σου,

Το ταξίδι προσπερνά, ένα βήμα μπροστά,

Βρίσκεται πάντοτε η λύση

Μα το νυχτερινό κουκούτσι καθώς περιμένει να απολύσει,

Σηκώνεται στον αέρα, αποχωρίζεται κι αναρωτιέται, αν δεν βρίσκει τον δρόμο γιατί το φεγγάρι έχρησε εσένα στη θέση σου

Κρατώ μια όαση και μια κόλαση στην παλάμη κι αποφασίζω την σκέψη σου,

Την εικόνα σου, σαν το άστρο της Ιερουσαλήμ , θα σε ακολουθήσω ελπίζοντας για μια απάντηση καθώς χαιρετίζω τις άλλες.

 Δίδαξε με καθώς βρέχομαι από τη ζωή, μάθε μου να τιθασεύω τις στάλες

Κι αν, αν κορίτσι μου δεν ξέρεις πως

Μάθε μου να μυρίζω την βροχή κι εγώ θα ιχνηλατήσω τους χάρτες του κόσμου

Στην άκρη του ώμου

Θα κρεμάσω τις σκέψεις μου, κάθε μέρα να διαλέγεις κι έναν.

Το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι το ξημέρωμα

Κορίτσι μου, ξάπλωσέ με, χάδεψέ με, κοίμισέ με, δώσε μου όνειρα αμέρωτα.

Κι εγώ θα σου φτιάξω όμορφες μέρες. Θα σου πλέξω ξημερώματα και θα γεννήσω ήλιους να δύουν στο ποτάμι, ήλιους να σβήνουν με μια κίνηση των βλεφάρων σου.

Άφησε μονάχα τους φάρους σου, γαλάζιους και διάφανους στο νερό

Κι άσε με στεριά να σε λέω..

 

-Βάλε τους δυο ποτήρια.

-Κόκκινο αφεντικό; Έκανε η γυναίκα αδιάφορα σκουπίζοντας ένα ποτήρι.

-Κόκκινο φίλη, έκανε ο κύριος Φωτεινός κι αφήνοντας τα χρήματα στη μπάρα άναψε την πίπα του και πήρε μια πιο όρθια στάση, έτοιμος να προχωρήσει. Η γυναίκα τον τράβηξε από το μπράτσο.

- Είσαι σίγουρος; Μου άφησες πολλά.

-Πες πως σου τα δίνω προίκα. Χαμογέλασε εκείνος. Φαίνεται να’ χεις καλό αυτί..

-Προίκα; Μη νόμισες πως θα σε πάρω; Αν και… όμορφος είσαι. Όμως μου πέφτεις κομματάκι μικρός…

-Θα εκπλαγείς τότε, αν σου πω, πως δεν είμαι.

- Πόσο είσαι δηλαδή;

-Να βγάλω τα καλοκαίρια;

-Βγάλε και τους χειμώνες και τα φθινόπωρα τότε.

-Κι η άνοιξη;

-Αυτή είναι πάντοτε μια, να μου πεις γι’ αυτή.

-Μμμ… ναι γι’ αυτή… αν και… τι άλλο μπορώ να πω για εκείνη, άκου… όλα ειπώθηκαν. Έκανε χαμογελώντας ελαφρά. Το πρόσωπό του έδειχνε ευχαριστημένο.

-Ερωτευμένοι ε;

- Ναι κατά πως φαίνεται και..

-αρκετά ηλίθιοι να κάνουν εύκολη τη ζωή τους;

-Είδες , δεν έχεις μόνο καλό αυτί αλλά και καλό μάτι.

Η γυναίκα γέλασε.

-Κι εσένα ποια είναι η ιστορία σου; Έκανε τεντώνοντας το κορμί της προς το μέρος του.

-Εγώ; Εγώ δεν είμαι κανένας, τίποτα ενδιαφέρον σε έναν δασκαλάκο. Υπάρχω κι εγώ , αυτό είναι όλο.

-Μάλιστα, κάποιος λοιπόν που έχει πολύ ενδιαφέρον και ξέρει πολλά για να πει.

-Πόσες ζωές σου φτάνουν;

-Πόσες έχεις φίλε μου;

-Θα εκπλαγείς αν σου πω.

-Είμαι σίγουρη. Κι αυτοί πως κόλλησαν μαζί σου;

- Εγώ κόλλησα. Μεγάλη η ζωή για να υπάρξεις χωρίς καλούς φίλους κι έχω την εντύπωση πως μαζί τους …μα για στάσου, εγώ ρωτώ ή εσύ;

- Έχει σημασία;

-Όχι, γι’ αυτό αποκτά πολύ. Είσαι έξυπνος άνθρωπος, κράτησε την προίκα μου, θα κρατήσω την δική σου. Ίσως να έχεις δίκιο και να’ ναι καλύτερα να αφήσουμε τις πιθανότητες να κυλίσουν και να διεκδικήσουν την θέση τους…. Ξέρουμε είδη πολλά για να παρέμβουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Η άνοιξη θα κάνει τα κουμάντα της.

-Μιλάς παράξενα…μα συμπαθητικά. Θέλω να μάθω, πες μου κι άλλα…

- Αν ζητάς να μάθεις δε μπορώ να σου αρνηθώ.

-Αν θέλεις να μείνεις…κοιμάμαι μόνη, πίσω από το παραβάν στα παρασκήνια, η  κουβέρτα μου έχει κεντημένα αστέρια.

-Σου αρέσουν τα αστέρια;

-Ναι, νομίζω φαίνεται.. έκανε παρουσιάζοντας τον χώρο με μια κίνηση των χεριών της.

-Ναι… φαίνεται… φαντάζομαι πως έχεις συνηθίσει τις κλωστές τους, ίσως… ίσως πάμε να δούμε εκείνα που οι κλωστές τους δεν φαίνονται.  Θα μου περιγράψεις την ύφανση;

-Αν στην περιγράψω, εσύ τι θα βλέπεις;

-Ό,τι μπορούν να μου δώσουν τα μάτια σου.

-Τότε δάσκαλε να πάμε, να σε δασκαλέψω. Γέλασε η γυναίκα. Ο κύριος Φωτεινός χαμογέλασε κι εκείνος και προσφέροντας το μπράτσο του έκανε μια κίνηση αυθορμητισμού, τραγουδώντας με τον τρόπο του τα δικά του μυστήρια δίχως να παραθέσει νότα. Η γυναίκα έγνεψε στον νεαρό και ύστερα βγήκε από το μπαρ αφήνοντας την ποδιά της να πέσει κάτω. Το κατάμεστο μαγαζί έμοιαζε με ένα όνειρο, με έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα που επιτέλους κατάφερνε να αποδώσει την κίνηση του κόσμου με μια στατική εικόνα. Μια εικόνα που σμιλεύονταν κι ακινητοποιούταν σα φωτογραφία καθώς περιδιαβαίναν ανάμεσα στην ανάμνηση, αλά μπρατσέτα. Ο κύριος Φωτεινός έκλεισε το μάτι στον Χριστόφορο ενώ αποχωρούσε κι εκείνος χαμογέλασε μετουσιωμένος στο ανατολίτικο όνειρο. Η Σωτηρία έγνεψε κουνώντας το κεφάλι κι ύστερα γύρισε και κοίταξε ο ένας τον άλλο επαναφορτίζοντας την καλλιτεχνική απόδραση και την επίγεια λιτανεία. Ο αέρας ζεστός και δροσερός ταυτόχρονα , παρέσερνε τα λόγια σαν πουλιά και γέμιζε τον χώρο μια ευωδία νοσταλγικής ταυτοποίησης και αποσυγκρότησης. Όλα ήταν ρευστά και μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, το μόνο που διέκρινε καθαρά ήταν τα μάτια της κι εκείνη τα δικά του.

Η ζωή συνεχίζονταν, οι άνθρωποι χάραζαν τα μονοπάτια τους, ή έξυναν τον κώλο τους στον ύπνο, σιχτίριζαν τα άστρα ή  τα διέσχιζαν.. Κανείς δεν πρόσεξε τον έρωτα που απολάμβανε το ποτό του στα πίσω τραπέζια. Με κόκκινα μαλλιά και σκούρα μάτια, τυλιγμένος σε παρθένα χρώματα , φορούσε στο κεφάλι ανατολές που μόνο οι ερωτευμένοι μπορούσαν να διακρίνουν καθώς ξάπλωναν στην σκηνή κι εκτοξεύονταν, παγώνοντας για άλλη μια φορά τον χρόνο.

Τα δάχτυλα του Χριστόφορου έτρεχαν στα πλήκτρα διατηρώντας πάντα τον κορμό του ήρεμο και το πρόσωπό του ελαφρώς ροζέ είτε από το κρασί είτε από τη ζέστη της αρχαίας ηπείρου, είτε από την συγκίνηση της ενοποίησής του με τον κόσμο, σε ένα απλό μαγαζί, ανάμεσα σε τοίχους και φθηνές διακοσμήσεις, ένιωθε ξανά ελεύθερος, ελεύθερος και δυνατός καθώς η  Σωτηρία τύλιγε απαλά τα χέρια της γύρω του και χάιδευε με την ανάσα της τον λαιμό του. Ό,τι είχε να πει είχε ειπωθεί.  Δεν ήταν καν σίγουρο αν βγήκε ποτέ από την κρυψώνα της γλώσσας του ή αν τραγούδησε μέσα του, εκείνο το μυστήριο δυναμώνοντας, όχι πια για λύση μια για κάτι άλλο, κάτι γλυκό. Η μέλισσα ύφανε στα χείλια του το μέλι της και το τρύγησε μέσα από τα δυνατότερα θεμέλια της ύπαρξής του καθώς το εναπόθετε στον βωμό του παρεξηγημένου θεού. Η αλλεπάλληλη καθημερινότητα και η ηρεμία της, εκείνη η ασυγκίνητη κι αδιαπέραστη μοναξιά, μακρινές και καθησυχασμένες χαιρετούσαν εμπειρικά, από απόσταση, σαν ξεχασμένοι σταθμοί που κάποτε συγκέντρωναν τα βήματά του και σαν μανάδες πια, έγνεφαν τον απογαλακτισμό, περήφανες καθώς έβλεπαν το τέκνο να μεγαλώνει. Είχε χρόνια να τραγουδήσει.. την τελευταία φορά που το έκανε βρίσκονταν και πάλι στην παλιά ήπειρο των πρώτων ανθρώπων. Κι η Σωτηρία με την αστείρευτη ζωντάνια της και την δίψα της για περιπέτεια, με την σχεδόν δασκαλική της διάσταση και την  εύστοχη παρατηρητικότητα της, σε έναν καιρό που οι ρυθμοί εντείνονταν, του παρείχε εκείνο το εσωτερικό κι εξωτερικό καταφύγιο που τόσο είχε ανάγκη. Την υπόσχεση του αύριο και την υπόσταση του χτες με ένα κλείσιμο του ματιού, με ένα νεύμα, που έκανε το ακυβέρνητο καράβι χάρτινο παιχνίδι, και το χάος κήπο ατέλειωτο. Έμοιαζε σαν σταθερά, σαν μίτος της Αριάδνης, σαν θαύμα κι επιστημονικό διάγγελμα, σαν σφραγίδα για την ομορφιά του κόσμου, του επίγειου, του ακατανόητου, του πολύπλοκου χώρου και χρόνου. Το πρώτο φεγγάρι της άνοιξης ανέτειλε μέσα του ισορροπώντας τον ατέρμονο χειμώνα και το αποπνικτικό καλοκαίρι ορίζοντας τον καιρό σε αίθριο και τα μποφόρ σε δροσερό αεράκι.

Τα ποτά έρχονταν κι άφηναν άδεια τα ποτήρια σε κλάσματα των δευτερολέπτων, τα χέρια αντάμωναν κι οι αναμνήσεις έμοιαζε να παίζουν σε διαφορετικά πάνελ ειδήσεις περασμένων καιρών από το αρχείο. Παραγγέλματα νευρικών απολήξεων και συναισθηματικού πλούτου έρεαν γεμίζοντας τα ταμία άυλο χρυσό, αφήνοντας λίγο πιο πλούσια τη σκηνή και τους θαμώνες για απόψε. Οι ανώνυμοι διασκεδαστές, δίχως μάσκες, δίχως ονόματα, με θολά , ιμπρεσιονιστικά πρόσωπα σε pixels, καμωμένα από διαθλάσεις κι ανακλάσεις φωτός, χειροκρότησαν τους θεατές κι εκείνοι υποκλίθηκαν ευχαριστημένοι, επευφημώντας την διαδραστική παράσταση καθώς ο νεαρός αντάμωνε μια παρέα από φούξια περιστέρια και οι ταξιθέτριες σκούπιζαν την αυλή, την ώρα που ο Χριστόφορος και η Σωτηρία κρατώντας τα χέρια τους εξαφανίζονταν αργά μέσα στους διαδρόμους της πόλης. Στο μπαρ, ένα χαρτί στερεωμένο δίπλα στη ζάχαρη έγραφε τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου.  Ο έρωτας άφησε τελευταίος το διασκεδαστήριο κι αφού έκλεισε τα φώτα, αποσύρθηκε πεταρίζοντας το μάτι στη σερβιτόρα. Η ψυχή πέταξε τα ρούχα της κι έλαμψε διάφανη κι ακόμη ανθρώπινη μέσα στο σκοτάδι. Ύστερα πήρε στα χέρια της την διεύθυνση του ξενοδοχείου και χαμογέλασε στον Έρωτα. Απόψε θα γιόρταζαν την επέτειό τους μεταξύ των θνητών, επινοώντας βαλίτσες και ονόματα , ένα παιχνίδι μεταξύ αθανάτων.