Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο-συνέχεια....
"Όταν διηγούνταν του ήταν εύκολη η δημιουργία από το μηδέν, μα στη ζωή δεν είχε ιδέα πως να κάνει το λεμόνι πέτρα κι ούτε ήταν σίγουρος πως η φόδρα θα έλαμπε το ίδιο με το μετάξι, κι αν το έκανε, θα ήταν τάχα καλό;"
της Χριστίνας Κοντούλη
Οι
επτά αδερφές έκλεισαν τα μάτια και χαμογέλασαν ορίζοντας την αυγή κι ύστερα
φώναξαν την βροχή για ένα κρασί, σε μια ταβέρνα χωμένη στα βάθη του σύμπαντος.
Μέσα από τα κόκκινα μαλλιά του Διονύσου, μικρά τσιγκελωτά αμπέλια ξεπηδούσαν
φτάνοντας μέχρι τα τραπέζια των διασκεδαστών που σερβιρίζονταν με self service πρωτόκολλά, τραγουδώντας
καντάδες στις Ατλαντίδες. Η Άρτεμης έπαιρνε το απογευματινό beauty
sleep της κάπου στον αστερισμό
του ταύρου καθώς η Αλκυόνη άφηνε πίσω της του ταραγμένους χειμώνες κι ακολουθούσε
την ουράνια άνοιξη. 233 μοίρες κάτω από το στραφτάλισμα της πέτρας.
Η
Σωτηρία τράβηξε το γαλάζιο μαντίλι από τους ώμους της και μιμήθηκε το ρυθμό των
κυμάτων. Καθώς το έφερνε στο πρόσωπό της, μια απαλή διάφανη ομίχλη σχηματίζονταν
μπροστά της συνοψίζοντας το τώρα, το χτες κι ίσως το αύριο σε έναν ονειρικό παροξυσμό,
πλαισιωμένο από αραβικές μελωδίες και πολυπολιτισμικούς διαδρόμους ξεχασμένων
καλλιτεχνών που χαιρετούσαν με το καλέμι στα χέρια και υποκλίνονταν φορώντας
λευκά, αφήνοντας πια την εικόνα να μεσουρανήσει τις απορίες των μεταγενέστερων
καθώς μετουσιώνονταν σε διάφανα αστέρια.
-Ξέρεις
ποιος είναι ο μεγάλος έρωτας Χριστόφορε; έκανε
γέρνοντας πίσω από τα αγάλματα σαν να δημιουργούσε το άνοιγμα και την
αδιέξοδο… Ποτέ άλλοτε ο λαβύρινθος δεν είχε τη χροιά του παραδείσου.
-Όχι
Σωτηρία…δεν ξέρω, έκανε ήρεμα. Η φωνή του ήταν σταθερή. Τα μάτια του όμως κάλπαζαν
στην έρημο αναζητώντας να ξεδιψάσουν. Τα μάτια της γυάλιζαν, παγωμένο νερό,
υπόγειο, στο γέννημα του νέου πλανήτη.
-
Ο ήρεμος Χριστόφορε… ο αφανής...οι μικροί έρωτες φουσκώνουν και ξεφουσκώνουν
στο ανοιγόκλειμα των ματιών κι ύστερα χάνονται. Κάποτε οι έρημοι ήταν οάσεις.
Θέλεις να μάθεις πως διατηρείτε ο ωκεανός; Τα χέρια της πλησίασαν το πρόσωπό
του και του έκλεισαν τα μάτια. Μια αίσθηση ανακούφισης πλημμύρισε το κορμί του.
-
Πως;
-Κυλάει…
ανακυκλώνεται… ρέει.. υπάρχει. Δέχεται, είναι
-Τόσα
ρήματα….κάνει επιτέλους κάτι;
-Δέχεται, κι έτσι…συνεχίζει… να είναι…έκανε φιλώντας το
λαιμό του κι ύστερα το σαγόνι του. Δέχεται όλες τις προσφορές κι εκείνος
προσφέρει πίσω. Ο Χριστόφορος γύρισε με τα μάτια κλειστά και τραβώντας την
κοντά του , σβάρνισε τα μάγουλά του στα καρβουνένια μαλλιά της κι ύστερα χαμήλωσε
τα χείλια του στα χείλια της. Η γλώσσα της άγγιξε την δική του κι ύστερα χάθηκε
στο παρελθόν. Εκείνος άνοιξε τα μάτια του, μπρος του δεν υπήρχε τίποτα.
-Έρημος,
ψιθύρισε… τόσα πρόσωπα κι εμείς είμαστε μόνοι.. έκανε στρέφοντας το κορμί της στα
καμπυλώματα των πέτρινων χεριών και των άκαμπτων βημάτων.
Κλείσε
τα μάτια σου ξανά ! είπε κι ακολουθώντας τη δημιουργία της στάθηκε πάλι πίσω
του απλώνοντας τα δάχτυλά της μέσα τα υφάσματα που σκέπαζαν όμορφα το κορμί
του. Ένας πνιχτός αναστεναγμός ανέβηκε από τα δάχτυλά των ποδιών του, στους μηρούς,
στην κοιλιά στο στήθος του, στο λαιμό του, στο σαγόνι κι ύστερα έφτασε στη
γλώσσα.
Τώρα
πες μου, πως νιώθεις…
-Χαμένος,
έκανε γέρνοντας πίσω το κεφάλι του καθώς τα χείλια της κυλούσαν στο λαιμό του, είθε
να μη βρεθώ ποτέ…!
-
Εγώ πάντα θα σε βρίσκω
-Μόνο
εσύ
-Μόνο
εσύ έκανε απλώνοντας τα χέρια της γύρω του. Ο Χριστόφορος φίλησε το λαιμό της και
άφησε την αρμύρα να μπει στα ρουθούνια του κάνοντας τη θεωρητική φυσική πράξη καθώς
ο χρόνος επιβραδύνονταν επικίνδυνα μέσα σε μια απλή, ανθρώπινη αποθήκη. Το
χτες, το παρόν και το μέλλον εξερευνούσε για λίγο την καμπυλότητα κι αφήνονταν
στην διάθεση του κύκλου ορίζοντας τον χώρο σύμφωνα με μια ανθρωποκεντρική
προσέγγιση. Ο περιεχόμενος μεταλάβαινε το δικαίωμα του βαφτιστή και τα ονόματα τεντώνονταν ως που να χωρέσουν
τον ξενιστή που θα αλλοίωνε ευτυχώς και επιτυχώς το σώμα που είχε ξεχάσει την
εξελικτική του πορεία. Ήταν στα αλήθεια παράξενο πως ένα άγγιγμα μπορούσε να διευρύνει
και να καταρρίψει ό,τι περίμενε να χάσει τα όρια κι ό,τι εκλιπαρούσε να
καταστραφεί. Τα φύλλα , οι ορισμοί και
οι προορισμοί μίκραιναν μέχρι που χάνονταν σε ένα δυνατό παφ, σκορπίζοντας
πούδρα με το μπόλιασμα κι αφήνοντας το ακατόρθωτο να γίνει για τη συνέχεια της πορείας.
Εκεί που η λεμονιά άρχιζε να βγάζει μήλα, ο Χριστόφορος ξάπλωσε στον ίσκιο και
γέννησε το βασιλικό μπάσταρδο που έσπειρε η γυναίκα, την απορία. Κι ύστερα
κολύμπησε στην θάλασσα γυμνός καθώς το παιδί γεννούσε τα αυγά του στο κύμα . Η
μάνα, πάνω στο βράχο, συνηγορούσε για την ομαλή αποκοπή, την μετάβαση και το
μοίραμα που θα άφηναν τα αστέρια. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωθε τόσο ρευστός, τόσο
ακαθόριστος κι αόριστος που θα μπορούσε να γλιστρήσει από την χαραμάδα της πόρτας
στο αύριο το ίδιο ευκολά όσο γλιστρούσε στις χαραμάδες των ρωγμών του χτες, πίσω από τους πληγωμένους αγκώνες των παλαιών
ευρημάτων. Δεν επιθυμούσε τίποτα άλλο
παρά ένα μπόλιασμα, μια συνάντηση, για πρώτη φορά επιθυμούσε να είχε άδικο, να
ήταν ανόητος, κι όλα όσα αναζητούσε να βρίσκονταν κάτω από την γλώσσα εκεί που
δεν τόλμησε να ψάξει ποτέ. Οι φιλόσοφοι του έκλειναν το μάτι κι εκείνος
τραβώντας το πέπλο από τα μαλλιά της τους άφηνε για άλλη μια φορά στην υπόθεση
, καθώς η ιστορία, υπόγεια, παλλόμενη και πληγωμένη έγλυφε τις πληγές τις για
άλλη μια φορά, διατηρώντας τα αυλάκια σαν απόδειξη για εκείνο που δε μπόρεσε να
κατανοήσει κι όχι εκείνο που έζησε.
O Χριστόφορος
έκλεισε τα μάτια κι άπλωσε τα χέρια του στο σκοτάδι, την ώρα που η αιωνιότητα
τον αγκάλιαζε, μέσα από τα μεγάλα παράθυρα με τις καμάρες ο ήλιος απλώνονταν
πρώτα στις φτέρνες κι ύστερα στο πρόσωπο, μην αφήνοντας κανένα σημείο έξω από
την αθανασία. Ο Αχιλλέας νικημένος χαμήλωσε την ασπίδα και καθώς υποκλίνονταν
μετατράπηκε σε πέτρα, σκαλισμένος από τα γεγονότα, τις οπτικές και την
παράδοση, χάθηκε μέσα στον χρόνο αφήνοντας μονάχα το σκληρό χνάρι του στον
ορίζοντα. Ο άνθρωπος μεταμορφώθηκε σε
πουλί και το σκασε από τα χείλια του Ομήρου, προσδοκώντας κάτι καλύτερο… ένα
τηλέφωνο ίσως, το άγχος ενός ραντεβού, την αγαπημένη του εκπομπή στο ραδιόφωνο,
ένα ζεστό ντους, μια πολύχρωμη συνθετική πιζάμα…αφήνοντας τα βάρη της αιωνιότητας
στους επόμενους ανόητους όταν εκείνος θα απολάμβανε την θνητότητα στην πληρότητά
της. Λίγες μέρες φθηνών διακοπών, αναπάντεχων ευτράπελων και φθηνών αλκοολούχων σε κάποια άσημη
παραλία. Φοιτητής των Erasmus
πιά,
θα ξαναπάταγε τα χώματα της Τροίας, όχι ως πολιορκητής μα πολιτισμικά
πολιορκημένος, από εικόνες, χρώματα και μυρωδιές που θα απήγαγε στον
φωτογραφικό φακό του. Αυτή τη φορά θα κρατούσε low
profile.
Ο Πάτροκλος σαν μια τρανς πεταλούδα θα χαμογελούσε πίσω από ένα παγωτό με γεύση
φράουλα, φορώντας τα σμιχτά φρύδια της Βρισηίδας και βάφοντας τα νύχια του στο
χρώμα του λωτού. Η Σωτηρία άφησε το
μαντίλι της να πέσει, να καλύψει σαν πέπλο την πραγματικότητα κι η μετέωρη
ιστορία, τράβηξε τα παράταιρα γυαλιά της, αποδέχτηκε την μυωπία της για λίγο… Ο
Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του καθώς εκείνη άνοιγε την πόρτα της αυλής. Σε
λίγο όλα θα ήταν ένα όνειρο, όπως πάντα, ένα όνειρο που διαρκούσε λίγο ή που
προλάβαινε όλα τα σημεία της ύπαρξης κι άφηνε το σενάριο στο μαξιλάρι.
Από
παιδί λάτρευε την τηλεμεταφορά, αν θα μπορούσε να έχει μια ανεξήγητη ικανότητα
θα ήταν ο τρόπος να προφταίνει την στατικότατα της εικόνας την ώρα που εκείνη
συνέχιζε να βρίσκεται σε κίνηση. Μισούσε την διάρκεια των ταξιδιών αλλά ανυπομονούσε
πάντοτε για τον προορισμό, νόμιζε βλέπετε πως οι απαντήσεις έρχονταν στο τέλος.
Πως η απάντηση απαιτούσε τη σταθερότητα. Με μεγάλη του απογοήτευση διαπίστωνε
σιγά σιγά πως η απάντηση ήταν η ουρά της
ερώτησης και σαν γάτα διέθετε πολλές ζωές κι άλλες τόσες ουρές να την συντροφεύουν.
Κι αφού δε η ανθρωπότητα δεν προσέφερε αυτή την δυνατότητα, την έβρισκε στα
βιβλία, τον κινηματογράφο, στην μουσική, στην ποίηση και σε ό,τι μπορούσε να
του προσφέρει προορισμούς χωρίς το βασανιστήριο του ταξιδιού και των
παρελκόμενών του. Προς αποφυγή παρεξηγήσεων, ο φίλος μας λάτρευε την εναλλαγή,
αντιπαθούσε ωστόσο την γραφειοκρατία. Για εκείνον οι εικόνες έπρεπε να βρίσκονται
πίσω από πόρτες κι όχι στο βάθος μακρινών διαδρόμων. Άλλωστε ένας αχνώδης
χαρακτήρας προτιμά την κατάσταση και όχι την κλιμάκωση, ακόμη κι αν η μια ήταν
αλληλένδετη με την άλλη.
Η
λύση ενός γρίφου, ενός μυστηρίου, ήταν άλλη υπόθεση, εκεί απολάμβανε την
διαδικασία της σκέψης, τι κρίμα όμως που ακόμη τον διακατείχε η προληπτικότητα
του διαχωρισμού κι η αποστροφή τόσο από το γενικό όσο και από το μετεωρισμό του
ειδικού. Οι λέξεις εφευρέθηκαν για την χάρη της επικοινωνίας όμως κάποιες
λέξεις πυροδοτούσαν ατυχείς εικόνες και πολυδάπανα συναισθηματικές αξιώσεις που
δεν ήταν σε θέση να δεχτεί ούτε καν να αναιρέσει. Κι εκεί, όταν βρίσκονταν
μπροστά στο αδιέξοδο, έκλεινε τα μάτια προσδοκώντας μια κάποια κερκόπορτα, μια
διαφυγή, αρκετά δυνατή ώστε να τον επαναφέρει στον κόσμο που επιθυμούσε.
Χιλιάδες κόσμοι στο κεφάλι του, χιλιάδες νησιά, νέα, ανεξερεύνητα, χτισμένα με το
βήμα κι όχι με πέτρα, τόποι απαράμιλλής ομορφιάς κι ασχήμιας και στη μέση ένας κόσμος
ευτυχώς χειρότερος , ευτυχώς ομορφότερος από ό,τι προβλέψει, μα οι δυνατότητές
του ήταν μικρές. Το τοπίο πάντοτε άψογο, οι πρωταγωνιστές κι οι κομπάρσοι στην
τύχη… Κατά βάθος η μάστιγα δεν ήταν παρά ο φόβος της απώλειας του ελέγχου. Στους
κόσμους του ο πρώτος λόγος ήταν δικός του ακόμη κι όταν επέμενε να τον
παραχωρήσει σε εξωτερικούς παράγοντες, στην πραγματικότητα ωστόσο, οι
εξωτερικοί παράγοντες είχαν πάντα αυτό τον πρώτο, τον δυνατότερο λόγο, θέτοντας
σε διαθεσιμότητα, ένα εξαιρετικό μα όχι παντοδύναμο σκηνοθέτη. Όταν διηγούνταν
του ήταν εύκολη η δημιουργία από το μηδέν, μα στη ζωή δεν είχε ιδέα πως να
κάνει το λεμόνι πέτρα κι ούτε ήταν σίγουρος πως η φόδρα θα έλαμπε το ίδιο με το
μετάξι, κι αν το έκανε, θα ήταν τάχα καλό; Δεν είχε παρά να αφήσει τα ρούχα
του, να βγάλει το καπέλο και καθώς θα άγγιζε το πάτωμα, να δηλώσει παλιάτσος,
να αποκηρύξει κάθε όνομα και κάθε εικόνα και να δεχθεί πως δεν ήταν παρά ένας διασκεδαστής,
να αφήσει πίσω του όλες τις συνεπείς διαστάσεις και να χρηστεί βασιλιάς των
τρελών ζωγραφίζοντας στο πρόσωπό του δάκρυα και ντύνοντας το κορμί του με
κουρέλια, έτσι που κάτω από το φως να μοιάζει πιο ανθρώπινος από την έννοια που
φόραγαν οι περισσότεροι άνθρωποι στο δικό τους κορμί τους. Κι ύστερα να
απολαύσει την επιδοκιμασία αφού σε ένα ψεύτικο δάκρυ η ανθρωπότητα έτεινε να αποδέχεται
κάπως και το πραγματικό. Αν κάτι του είχε διδάξει η επιστροφή ήταν εκείνο το
άτιμο “τα πάντα ρέει” όταν τα πάντα ρέουν. Κι ό,τι ρέει δεν μπορεί να παραμένει
όμοιο κι ό,τι ρέει δεν μπορεί να περιοριστεί κι ούτε να προχωρεί μέσα σε όρια…
Άλλωστε
η μόνη σοφία της ανθρωπότητάς βρίσκονταν στην αποστροφή της απέναντι στους κήρυκες
και στην ταύτιση, έστω κι αν γίνονταν μυστικά, με τους παλιάτσους… Οι κήρυκες της
καθημερινότητας αποποιούνταν κι αποδοκίμαζαν τους συνονόματους όταν καταλάβαιναν
πως οι ίδιοι, δεν ήξεραν στην πραγματικότητα καμία αλήθεια και δεν κατείχαν
κανένα προσωπικό έστω βίωμα τόσο δυνατό και ορόσημο, ώστε να θεμελιώσει τα
αισθήματα της ανθρωπότητας πάνω σε κοινά ή κενά δοκάρια. Ήταν στ’ αλήθεια
παράξενο πως βρίσκαμε κι εφευρίσκαμε τόσους κανόνες να δαμάζουμε, να κατευθύνουμε
και να παρουσιάζουμε την υποτιθέμενη λογική κι ο μόνος πραγματικός κανόνας, να παραγκωνίζονταν
σε μια θεατρική παράσταση για την ελίτ και μια περφόρμανς του δρόμου για τον
λαουτζίκο. Ναι… τον λαουτζίκο….. μια λέξη που απόπνεε μια εσάνς αστείου όταν
ποτέ δεν μπορέσαμε να χριστούμε λαός… Κι η τέχνη, η υψηλή γοητεία της επεξήγησης,
έσκυβε χρόνια τώρα το κεφάλι στον ήχο του νομίσματος και τις αξιώσεις των gallery, των μεγάλων μουσείων
και των λαμπερών ωδείων ξεχνώντας να ημερώσει το θηρίο και να κριτικάρει τον “πολιτισμό»,
συμβαδίζοντας μαζί του ακόμη κι όταν στέφονταν με το στερητικό άλφα. Η μόνη
ανάσα, η μόνη στιγμή του συναισθήματος, πόσα, ω πόσα, πόσα χρόνια τούρλωνε τον
κώλο και προσεύχονταν με τα μάτια κλειστά σε ό,τι δημιουργήθηκε να αμφισβητήσει;
Άκουσε, είδε, σώπασε, κι ο κόσμος πόνεσε κρυφά από την δύναμη της σιωπή της, ή
μήπως μίλησε με τα λάθος λόγια τη λάθος στιγμή και την πήραν για σύμφωνο μέλος
αφήνοντάς της το πεδίο ελεύθερο; Όπως και να ’χει, ο Χριστόφορος κατέβασε το
καπέλο, κατεβάζοντας όλα τα λάθη του κι αφού τα άφησε στο πάτωμα, τα κοίταξε από ψηλά και γέλασε μαζί τους. Ύστερα
σήκωσε το καπέλο του και φόρεσε το άδειο ύφασμα στο άδειο του κεφάλι,
ενημερώνοντάς το για τις αλλαγές. Τα μάτια του περπάτησαν τον χρόνο κι όπως περπατούσε
μαζί τους, άφησε πίσω ό,τι τον βάραινε και ξεχνώντας εκείνη την αίσθηση της αθανασίας,
άφησε τα πόδια του να σύρουν το βήμα και να το παν εκεί που ήταν η φύση τους να
ταξιδέψουν. Με φόβο κι ανυπομονησία έκανε το πρώτο δρασκέλισμα και σαν αρχαίος
και μικροσκοπικός οργανισμός, έκοβε τις πλάτες του από την πέτρα και βγήκε έξω
από το νερό αφήνοντας τον ήλιο να λούσει τα βλέφαρά του και να στεγνώσει τα
πόδια του.
No comments:
Post a Comment