Saturday, April 9, 2022

Επόμενο κεφάλαιο. Οι φίλοι μας βρίσκονται πια στην Αλεξάνδρεια. Ο Χριστόφορος  πρόκειται να επισκεφτεί το πατρικό του σπίτι καθώς το όνειρο ανασυντίθεται και αναπλάθετε. Δεν πειράζει αν δεν καταλαμβάνεται ή αν δυσκολεύστε με την ροή, άλλωστε οι μισές ιστορίες, η μισή αλήθεια δηλαδή, δημιουργεί την υπόλοιπη μέσα μας. Το νερό πάντα ρέει με τον τρόπο του μα και με εκείνον που νομίσαμε ήδη.......


Κεφάλαιο δέκατο τρίτο

 

Οι μηχανές τους τραίνου έσερναν ρυθμικά τις πόλεις της Ανατολής, χτυπώντας τα ονόματά τους στην επιφάνεια των χωμάτων ορίζοντας την διαδρομή πρώτα με σίδερο κι ύστερα νοητά, ανακατασκευάζοντας τους χάρτες των αιώνων καθώς άφηναν πίσω μυστικές κατοικίες θαμμένες στην έρημο. Στο χαρτί υψώνονταν σκέψεις κι εκείνες που θαρρούσαν πως θα έμεναν με χοντρή στάμπα μέσα στα σχήματα των λέξεων, τώρα τραβούσαν πίσω κι έπεφταν στο κενό, έτοιμες να αγκαλιάσουν τον ήλιο. Ο κύριος Φωτεινός έκλεισε επιτέλους το βιβλίο και άλλαξε πόδι. Η Φθία της Μαρμαρικής εξαϋλώνονταν αφήνοντας τον Ηρόδοτο, incognito  να μασουλά σταφίδες στο κουπέ, αναπολώντας κάποια παλαιότερη εποχή που δεν είχε προφτάσει, ως ρομαντικότερη ή ατυχώς ανακριβή στην περιγραφή της. Η Αφροδίτης της Ναύκρατης και του Flainders Petrie ξάνοιγε τις λαμπερές αχτίδες κάτω από τα υδάτινα μάτια της, προσκαλώντας τους ξένους , τους άγνωστους κι εκείνους τους γνωστούς που δε έμαθαν να αφήνουν την εικόνα ανεξερεύνητη, απαθή μέσα στον χρόνο. Ο Χριστόφορος χτυπούσε το δάχτυλο στο τζάμι σκεφτικός ενώ η Σωτηρία κοιμόταν δίπλα του ταξιδεύοντας με στο ταξίδι.. Ίσως να μπορούσε να βγει από το στενό βαγόνι και να περπατούσε στις όχθες του Νείλου βουτώντας τα πόδια της ανάμεσα στα καλάμια, τη λάσπη και τα αρχαία χρυσόψαρα που λαμπύριζαν τα βράδια. Τα χέρια τους πλεγμένα και ριγμένα ανάμεσα στα πόδια τους μαρτυρούσαν μια ανάγκη συνεχούς επαφής ή μια ενδόμυχη φοβία ξαφνικής αποχώρισης, σφίγγοντας το ένα το άλλο κάθε φορά περισσότερο  όταν τραντάζονταν οι ρόδες στη γραμμή. Κι απέναντι ο ξένος, ο άγνωστος, πιθανός ο ίδιος ο Ηρόδοτος που ασπάστηκε την αθανασία θυσιάζοντας την ηρεμία του για την έξαψη της παρατήρησης και της καταγραφής του στενού κι ατέλειωτου χώρου… ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε.

-Pardonnez moi monsieur, avez vous une cigarette? Είπε ο άνδρας χαμογελώντας ευγενικά. Ο Χριστόφορος και ο κύριος Φωτεινός γύρισαν προς το μέρος του.

-Mais bien sur, bien sur, ici! Αποκρίθηκε ο φίλος μας και βγάζοντας την ταμπακέρα του από το σακάκι, του πρόσφερε τσιγάρο. Ο “ Hρόδοτος” χαμογέλασε ξανά και τραβώντας ένα κούνησε το κεφάλι ευχαριστώντας τον. Ο κύριος Φωτεινός του πρόσφερε φωτιά. Πίσω από την φλόγα ένα καλοδεμένο πρόσωπο ξεχώριζε ανάμεσα σε μακριά μούσια και χρυσαφένια μυωπικά γυαλιά. Τα μάτια του είχαν ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα , η μύτη του ήταν μακριά και τα γκρίζα μαλλιά του πλούσια και χωρισμένα στην μέση, σταματούσαν πάνω από τα αυτιά του αφήνοντας μια ελαφριά στρώση πιτυρίδας στους ώμους του. Φορούσε ένα σακάκι στο χρώμα της καρύδας κι ένα καρό πουκάμισο, πρόχειρα κουμπωμένο με μερικά κουμπιά να έχουν χάσει τον δρόμο τους και να έχουν ενωθεί με λάθος τρύπες. Το παντελόνι του κρύβονταν κάτω από μια σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα και τα παπούτσια του θαμπά και γδαρμένα μαρτυρούσαν τα πολλά τους βήματα.

-Est- ce votre premiere fois en Egypte?

-Νοn, je suis ne ici. Ma famille vit a Alexandrie..

-Je ne suis qu’un touriste.. έκανε ο κύριος Φωτεινός στρίβοντας ένα τσιγάρο.

Vous aussi?

-Je vais a Alexandrie pour une conference, je suis professeur d’ archeology. Notre nom est Romano Vassili Pond.

-Vous aves dit archeologue?

-Oui bien sur.

-Mon parents sont archeologues, Kriezis est le nom de ma famille

-Oui bien sur bien sur! Je les connais.. Je suppοse que tu es le petit fils, pas mais si petit d’ apres ce que je vois.

-Oui je le suis Christophe. Avons nous recontre dans le passe?

-Oui alors tu es trop jeune pour t’ien souvenir

-Je suis heureux que on se revoit

-Moi aussi mon ami! Vous etes venu pour la conference? Est u aussi archeologue?

Ο Χριστόφορος γέλασε ρίχνοντας μια ματιά στον κύριο Φωτεινό. Ο κύριος Φωτεινός ανταπέδωσε το βλέμμα του .

-Mais non, je viesde voir le mien.

-Σε αυτή την περίπτωση υποθέτω πως θα τα ξαναπούμε φίλε μου! Έκανε ο άντρας και χαμογελώντας πήρε το καπέλο του κάνοντας μια θεατρική κίνηση χαιρετισμού.

- Μιλάτε ελληνικά..

- Bien sur μιλώ, η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα. Μα αυτά θα έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε. Άλλωστε είμαι καλεσμένος σας.

-Καλεσμένος μας;

-Μα ναι, όπως καταλαβαίνω δεν ήξερες.  Μαζί όπως φαίνεται θα κάνουμε ακόμη ένα ταξίδι.

-Monsieur Ρομάνο!

-Ναι

-Μπορώ να ρωτήσω κάτι;

-Μα βέβαια, μα βέβαια φίλε μου.

-Είστε φίλος μου; Έκανε ο Χριστόφορος σηκώνοντας το φρύδι του. Ο άντρας κοντοστάθηκε. Ύστερα γύρισε προς το μέρος του με αινιγματικό ύφος. Ο κύριος Φωτεινός σήκωσε τα μάτια.

- Στο «μάτι» βρίσκεται η απάντησή μου, αν μπορείτε να διακρίνεται. Άλλωστε, μονάχα ένας εξαιρετικά τρελός ή παράξενα γνωστικός θα έκανε μια τέτοια ερώτηση κι εκείνος που απαντά δε θα μπορούσε να είναι, παρά θεότρελος. Είπε και σηκώνοντας την βαλίτσα του βγήκε από το κουπέ την στιγμή που το τραίνο σφύριζε το τέρμα. Καθώς έφευγε , ένα μικρό γαλάζιο πουλί ξεκινούσε το πέταγμά του από την άκρη του λαδιού καπέλου. Οι δυο φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο με έκπληξη.

- Μμμ φτάσαμε; Τι έγινε; Έκανε η Σωτηρία τεντώνοντας το κορμί της.

- Όχι Σωτηρία, μόλις πετάξαμε.

-Τι εννοείς, φτάσαμε ή όχι; Είπε και αναδεύοντας τα μαλλιά της τράβηξε το κίτρινο παλτό από πάνω της.

- Μπορεί να φύγαμε από την Αρράντη αλλά η Αρράντη δεν φαίνεται να έφυγε από μας… Η θάλασσα δεν ήταν αρκετή για να απομακρυνθούμε….μέσα στα κύματα έκρυβε τα γαλάζια φτερά της… είπε σκεπτικός. Η Σωτηρία σηκώθηκε απρόθυμα και τον κοίταξε παραξενευμένη καθώς ο κύριος Φωτεινός της έκλεινε το μάτι και έβγαινε από το κουπέ.

Ο παλιός σταθμός,οι κήποι του Al Montazah με τα παράξενα λουλούδια, ο στύλος του Πομπήιου  από γρανίτη του Ασσουάν κι αιγυπτιακό μονόλιθο, οι ψηλές πολυκατοικίες που αντανακλούσαν το χρώμα της άμμου και της θάλασσας, με τους γυρτούς φοίνικες και τα στενά πεζοδρόμια, με τις ρεκλάμες και τις διαφημίσεις πάνω από τις τέντες των μικρών μαγαζιών και τα καφέ με θέα τη θάλασσα. Τα σπίτια των παλιών λογίων και τα βήματα των ποιητών χαραγμένα στις πέτρες, ελεύθερα και στιβαρά έτσι όπως τα θέλησαν κι όχι όπως τα ζήσαν, να επεξηγούν την ποίηση σαν την ταχύτερη πτήση, την πιο διακριτική, εκείνη που ξεκινά από τα μάτια, κατεβαίνει στη γλώσσα και ταξιδεύει στα αυτιά. Κάνει κρότο μονάχα στην προσγείωσή, όταν βρίσκει την καρδιά σου. Οι αεροδιάδρομοι σκαμμένοι στα σύννεφα, τυφλοί, ψάχνουνε πάντα τον φάρο…

-*Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα, ακούσθει

Αόρατος θίασος να περνά

Οι μουσικές εξαίσιες, με φωνές

Την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

Που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

Που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φέυγει.

Προ πάντων μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

Ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,

 μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό , σα θαρραλέος

Σαν που σου ταιριάζει, σε που αξιώθηκες, μια τέτοια πόλη

Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

Κι ‘ακουσε με συγκίνησην, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

 

Συλλογίστηκε ο Χριστόφορος .

-Σαν έτοιμος από καιρό….σα θαρραλέος…. Ψιθύρισε κι έκανε το πρώτο βήμα στον σταθμό. Κι ύστερα αντιστρέφοντας τον Καβάφη, αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια που ήξερε και ξεκίνησε να την γνωρίσει και πάλι, σκεπτόμενος πια πως η Ιθάκη είναι μια κατάσταση, η ικανότητα να κρατάς σφιχτά το σπίτι σου όπου και να’ σαι και όπου είσαι να φτιάχνεις το καταφύγιό σου δίχως να σε περιορίζει η γεωγραφία. Αν μέσα σου έφερνες το αραξοβόλι, δεν χρειάζονταν ποτέ να ρίξεις άγκυρα. Ο ποιητής είχε δίκιο, μας ίσως και να έκανε λάθος… Κι ο Χριστόφορος μετρούσε στα μπαγκάζια του τον έρωτα κι ίσως τώρα να μπορούσε να διπλώσει και χωρέσει το σπίτι, έμενε μόνο να ρωτήσει τον ποιητή, μα αυτό θα έμελλε να το ρωτήσει στον χρόνο. Η Μίσρ υγρή κι άνυδρη ταυτόχρονα, γεμάτη αντιφάσεις και μυστήρια θεμελίωνε τον δρόμο μεταξύ του ονείρου και της κυνικής  πραγματικότητας., ανάγοντας αιώνες τώρα το σώμα σε πνεύμα και το πνεύμα σε σώμα, αφήνοντας τους θνητούς να αναρωτιούνται αν ήταν ένας ξένος κι αφιλόξενος πλανήτης εν πλανήτει ή ένας κηπουρός που κρυφά φύτευε σπάνιους σπόρους σε ένα μπαξέ από φίλντισι και λάσπη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν τελικά στην Ρώμη κι ανάμεσα στα μονοπάτια της παλιάς πόλης, οι αυτοκράτορες έμοιαζε να ξυπνούν για λίγο και να αποτίνουν χαιρετισμό τους διασκεδαστές που αρνιούνταν τον πόλεμο ως κακόβουλο αστείο και κρατούσαν μονάχα την εβένινη βαρκάδα σαν σύμπραξη της μέρας και της νύχτας. Κι εκεί… στο τελείωμα άφηναν έναν κατακόκκινο δρόμο, αστραφτερό, χρωματισμένο από το ρόδι, να τρέχει τα δευτερόλεπτα της πολύτιμης θνητής ώρας. Διαγράφοντας στο στρώμα μονάχα την πορεία του ήλιου και τις υφές του μεταξιού. Η Σωτηρία προχωρούσε μπροστά καθώς εκείνος κι ο κύριος Φωτεινός ακολουθούσαν, λες κ ήξερε τον δρόμο χάνονταν κι εμφανίζονταν μέσα στα διακλαδιζόμενα  στενάκια, αφήνοντας μονάχα τα καρβουνένια μαλλιά της να ξεχωρίζουν στον αέρα. Το σώμα της συγχωνεύονταν με τον κόσμο του λιμανιού σκορπίζοντας αυτή την αίσθηση της αρμύρας, να οδηγεί τα μετόπισθεν.  Δίπλα στις εντοιχισμένες καφετέριες με τις ξύλινες καρέκλες και τα κρεμαστά γιασεμιά, σε ένα μικρό στενό απέναντι από την θάλασσα, το σπίτι με τους φοίνικες και τις λεμονιές ορθώνονταν παμπάλαιο, μεγάλο, βαμμένο με τα χρώματα του ιριδίζοντα ωκεανού στα παραθυρόφυλλα, τις κορνίζες και τις κολώνες  και το υπόλοιπο κίτρινο, παιδί της ερήμου.

Ο Χριστόφορος κόμπιασε για μια στιγμή, άλλος βγήκε κι άλλος τώρα θα έμπαινε από την πόρτα. Ύστερα η αρμύρα παρέσυρε τα νεοφερμένα χνώτα του μακριά και χάιδεψε τα μαλλιά του, τεντώνοντας τους λαιμούς των νεραντζιών σαν τις χορδές μια τεράστιας

 

*(Κ.Π. Καβάφης, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον )

άρπας που λύγιζαν με την θύμηση και δέχονταν την νέα επιθυμία. Ο κύριος Φωτεινός έβγαλε το καπέλο, κι  ασυναίσθητα τον ακολούθησε κι εκείνος στην πράξη.

 

H θύμηση της γοργόνας πλημμύρισε την σκέψη του φτιάχνοντας μια γέφυρα με λέξεις κρυμμένες κάτω από τα διάφανα λέπια της ουράς της καθώς τίναζε τα νερά κι αναμόχλευε το υπάρχον σύμπαν συντάσσοντας ένα άλλο, ξένο, θολό, ανεξερεύνητο μα οικείο. Η γυναίκα άγγιξε το μάνταλο με το λιοντάρι εν κινήσει και ρίχνοντάς το στο έδαφος προχώρησε. Πρωτόπλαστη, καμωμένη από το ίδιο ταπεινό και απέραντο καμίνι της γης, αδιόρατη, η στιγμή της ευτυχίας του ανθρώπου ευνοούνταν με τον ήχο μιας μονταρισμένης σκηνής στο βλέμμα της. Την ώρα που πετάριζε τα βλέφαρά της χιλιάδες πουλιά φτερούγιζαν πίσω από το πρόσωπό της κι εκείνος το μόνο που έβλεπε ήταν η μαύρες φτερούγες να ξεκολλούν από τις μακριές τρίχες πάνω από τα μάτια της και σαν μια συνέχεια της εικόνας να αποκαλούνται σε άγνωστες γλώσσες, αποκομμένες και να χάνονται στον ουρανό που μιμούνταν το χρώμα των ματιών της. Ο κόσμος να χάνονταν κι εκείνος γύρω της κι εμφανίζονταν σαν την μύτη, την πρώτη παραλία του ΝΕΟΥ κόσμου.

Ενώ προχωρούσαν στον κήπο, ένιωθε σαν να έβλεπε για πρώτη φορά τα πάντα. Όλα μύριζαν όπως τα  χάρτινα κομμάτια ενός πάζλ που άλλοτε ένωνε φωτιές κι άλλοτε έσκαβε εναέρια τούνελ ανάμεσα στα αστέρια. Άλλωστε η Ανατολή του είχε μάθει να βλέπει πολυδιάστατα και να δέχεται τη σταθερά, τη στιγμή που πάλευε να την καταρρίψει. Το όνειρο, διατηρούσε ρίζες στις χώρες του Ήλιου, ρίζες που κατάφερναν να επικοινωνούν ακόμη και τον κενό χώρο τη στιγμή που ένας άλλος καινός εμφανίζονταν. Το κενό και το καινό μπορεί να γράφονταν διαφορετικά μα το ένα χτίζονταν εκεί που το άλλο διευρύνονταν και διερευνώνταν Στους θύλακες της ρίζας που χάνονταν, ο σπόρος ξεκινούσε την ολόφρεσκη διακλάδωση,- θέλοντας και μη- υπερασπίζοντας μια νέα εποχή, μια απλή, μια πολυσύχναστη μέρα.

Ανάμεσα στους φοίνικες και τις ιστορίες της Φοινίκης, μια κλασικά ορθάνοιχτη πόρτα παρέμενε σαν παρεμβατικό σύμβολο απέναντι στην συστημική μοίρα, αψηφώντας τις διδαχές του σήμερα σχεδόν με θρασύτατη θέση, ορίζοντας την ιστορία ανιστόρητη και προστατεύοντας τα μυστικά του παρελθόντος. Εκείνα που απλόχερα παρέδιδε στους μύστες που τώρα εξέταζαν με σηκωμένο φρύδι τους πέτρινους λέοντες. Ποτέ δεν είχε κάτσει να καλοσκεφτεί, να συνδυάσει- μα δεν είχε και με τι- τις μορφές , τις στάσεις, τις κουκίδες, τα rewind  των λίθινων, μικροσκοπικών γιγάντων που σουλάτσαραν σε εκείνη την αυλή, την ίδια που τόσες φορές επιχείρησε να εξερευνήσει ως παιδί.  Κι ύστερα να αποποιηθεί ως έφηβος, μέχρι να επιστρέψει με απαντήσεις που πέταγαν σαν πουλιά, σαν σμήνος την ώρα που χαίρονταν πως έπιασε ένα από αυτά. Εκείνο που τον περίμενε να το πιάσει. Η ώρα ήταν δώδεκα π.μ. ακριβώς, όταν άνοιξε το κλουβί ως ανούσιο μέτρο και το πουλί τον ευχαρίστησε τσιμπώντας του την περιέργεια στα χείλη.

 Η νέα γλώσσα του έφτανε να γλύψει από τα μάτια του την ταραχή μα και να διαμορφώσει μια ευχάριστη θολούρα στο μυαλό του, πως όλα θα διάβαιναν εν τέλη για ένα μακρύ κι ανεξερεύνητο ορίζοντα. Η σημασία της Ιθάκης είχε κωλοκάτσει στο κεφάλι του, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό με τον ποιητή καθώς επιθετικά, σκληρά και ονειρικά συνάμα δέχονταν τη θέση του ανάγοντάς την σε άπειρο  τη στιγμή που την όριζε ως έστω κάτι στη μέση του συγχρονισμένου στενού ανάμεσα στους κόσμους δίχως όνομα κι εκείνους που δε δέχτηκαν ποτέ το όνομά τους κι επαναστάτησαν μέσω της σιωπής, αφήνοντας του ηλίθιους να θεωρούν και τους ονειροπόλους να βρίσκουν. Ο Χριστόφορος άναψε το τσιγάρο του χαμογελώντας, αφήνοντας την τελετή της άνδρωσής του μετέωρη και μυστική, να γράφετε με σήματα καπνού, βιομηχανικών τσιγάρων και παπουτσιών που βούλιαζαν στη λάσπη του γεννήτορα ποταμού και τις κοινωνικές απαιτήσεις που κατέρρεαν καθώς σήκωνε την φτέρνα του από το χώμα. Κανένας άλλος ηθελημένος ήρωας, προστάτης και προμηθευτής σελίδων σε σκονισμένα βιβλία, κανένας άλλος μοιραίος ατάλαντος αρχηγός, κανένας βάρβαρος πολιτισμένος έναντι υποτιθέμενων βαρβάρων. Μονάχα θνητός, εκείνος που αντιλήφθηκε την ωραιότητας και αναγκαιότητα της απόλαυσης, της μόνης μας επιλογής προς την αθανασία. Η ζωή για την πεταλούδα ήτα μονάχα μια μέρα κι η αιωνιότητα ένας βάρος στους ώμους μας που έληγε τη στιγμή που άρχιζες να ζεις. Η πιο ποιητική και φιλοσοφική ρήση κρύβονταν σε ένα παλιό ρητό καθώς «η πέτρα που κυλούσε, ποτέ δε χορτάριαζε» κι εμείς ψάχναμε νέα χόρτα, ακόμη και συνθετικά για να σταματήσουμε την ολοφύσικη κατρακύλα. Δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από το φόβο της κατάληξης, η ύμνηση της πορείας, η δημιουργία αποφθεγμάτων σε σχέση με την αφετηρία, όλα για τον φόβο αυτού του γκέλ που οδηγούσε στον τερματισμό. Κανείς ποτέ δεν ύμνησε την σούμα.  Αναζητούσαμε μια τέλεια αρμονία την ώρα που περνούσε από μπροστά μας με φερετζέ κι εμείς δεν σταθήκαμε ούτε για δυο λεπτά, να σηκώσουμε το πέπλο και να της αφιερώσουμε μια ωραία έκθεση με βάση τον πουαντιγισμό και την εντύπωση, την έκφραση, τον μινιμαλισμό της φωνής της. Θα έλεγε κανείς πως μόνο οι ζωγράφοι κατάλαβαν κι εκείνοι άρχισαν ανάποδα να μετρούνε τα αστέρια, ξεκινώντας από την κουκίδα κι όχι από τον απέραντο ουρανό. Κι αφού πρόσθεσαν όλα τα αστέρια, ύστερα σκέφτηκαν την αφαίρεση κι έδωσαν ένα κάποιο κέντρο, κρυφά να μιλά στην καρδιά της επιστήμης που είχε αναρωτηθεί για τα χρώματα πριν καν ανάψει το κερί του  Rembrandt, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερα, αναίρεσαν και σήκωσαν παντιέρες που κρύβονταν μέσα στα χώματα κι υποψιάζονταν ατελείς ζωοφόροι, την μεγάλη εικόνα. Εκπνοή, εισπνοή, συγχαρητήρια, μόλις ήρθες στον κόσμο.


No comments:

Post a Comment