Οι ιστορίες του μπλε λαγού
- Ο κύκλος
της Χριστίνας Κοντούλη
Λένε πως ερωτευόμαστε
όποιον απαντά στην ερώτηση. Κάθομαι με τα χέρια στο χώμα, τα μάτια μου φεύγουν
στον ορίζοντα και τα χείλια μου ρωτούν καθώς καίγεται η Καρχιδόνα, ποιος είμαι;
Μοιάζω με ό,τι προστάξατε, μοιάζω με ό,τι καημένη ποιότητα κράτησα ήρεμη,
μαντρωμένη κι ανεπαίσθητη από τα ακόμα πριν την γέννησή μου; Μοιάζω με ό,τι δε
σας αγγίζει; Ίσως να μοιάζω με ό,τι σας φτάνει , ίσως να μοιάζω με αρρώστια
μεταδοτική, ίσως να μοιάζω με το τέλος. Δες άγνωστο πλάσμα το πρόσωπο αυτό που
φέρω μπρος σου και πες μου με τι μοιάζω; Ερωτευόμαστε τον καθρέφτη, τον
καθρέφτη του κάποτε, τον καθρέφτη του τώρα, τον καθρέφτη που ευελπιστούμε να
φτάσει το τότε και να μας δείξει το καινούργιο, τον καλύτερο εαυτό ή τάχα ένα
κόσμο που αυτός ο καλός(χαζή λέξη) ο δυνατά ήρεμος εαυτός μπορεί επιτέλους να
είναι μέρος του; Εμείς, αναγκαστικά μοναχικοί, αναγκαστικά ορατοί, αναγκαστικά
κι αόρατοι κυνηγούμε ατέρμονα κι απελπιστικά ένα οποιοδήποτε «εμείς» μπας και
πάψουμε να είμαστε παρείσακτοι κάπου. Μπας και μας χωρέσει αυτός ο κόσμος
τελικά ή μπας και τον χωρέσουμε εμείς εντέλει στα μελλοντικά μας σχέδια, στα
ασφαλή όνειρά μας, στα μικροσκοπικά κι απλά μυαλά μας. Μπας και κοιμηθούμε ένα
βράδυ χωρίς άγχος, χωρίς ξύδια, χωρίς ανούσιες υποταγές, χωρίς προστακτικές,
μακάρια υπνωμένες δοτικές κι επιτακτικές κλιτικές στο τετράδιό μας.
Αλήθεια μάθαμε τίποτα στο
σχολείο πέραν του να μιλούμε όμορφα; Να σκεφτόμαστε όμορφα; Να πράττουμε
όμορφα; Να νιώθουμε όμορφα; Πότε κανείς μας
δίδαξε την ομορφιά βρεγμένη από τα μάτια της υπαρξιακής αλλοφροσύνης ή της
ταπεινής ματαιότητας; Πότε είδες για τελευταία φορά την ομορφιά να ανατέλλει κι
ύστερα πότε κατάλαβες πως ήταν η τελευταία φορά; Ερωτευόμαστε την δυνατότητα της εκπλήρωσης,
την πιθανότητα του αγνώστου, την ματαιότητα του τέλειου. Πως μπορούν όλα τούτα
να χωρούν σε ένα ζευγάρι μάτια;
Ερωτευόμαστε την
επανάσταση που θέλουμε να δημιουργήσουμε, ερωτευόμαστε την πραγματικότητα πάνω
στην οποία θέλουμε να επαναπαυτούμε, ερωτευόμαστε το σώμα που απλώς μας δείχνει
το δρόμο, τη φωνή που μας τραβά σαν στιγμιαία ιπτάμενο, cartoon των
50s κοντά
στο γλυκό, τα βλέφαρα που ανοιγοκλείνουν στο ρυθμό του ονόματός μας.
Ερωτευόμαστε, για μια φορά μοναδική, ναι μόνο για μια, βλέπουμε τον κόσμο όπως
είναι, δίχως την ανθρώπινη παρέμβαση, δεν είναι αστείο; μέσα από τα μάτια του
ανθρώπου αναγνωρίζουμε την ομορφιά της
ανυπαρξίας του, Μέσα από τα άγια μάτια του βλέπουμε τον παράδεισο που
καταχράστηκαν πρόγονοι κι απόγονοι, συναντούμε την τελειότητα της ανυποστασίας
του εδεμικού κήπου και την ουτοπική ανάγκη της non finitο αναζήτησης. Κάποιοι είπαν, πως αναζητούμε το
ταιριαστότερο ταίρι στα γονίδιά μας, εκείνο το ων που θα ολοκλήρωνε τα ελλιπή
μας κύτταρα με τα δικά του, εκείνο το ταίρι που θα μας έδινε τους επιθυμητούς
απογόνους. Κι όμως στα μάτια του έρωτα καραδοκεί η μεγαλύτερη μάχη, εκείνη της
φύσης με την αφύσικη συμπεριφορά του ανθρώπου, δε θέλουμε συνεχιστή, θέλουμε
επανάσταση, θέλουμε ό,τι δε μας θέλει, θέλουμε ότι δε φτιάχτηκε για μας χωρίς
την έγκρισή μας, θέλουμε ό,τι μας αφήνει να μη σταματήσουμε να θέλουμε ποτέ.
Θέλουμε να θέλουμε ή και να μη θέλουμε τίποτα, θέλουμε, θέλουμε, θέλουμε.
Φοβάμαι όταν θα σταματήσουμε να επιθυμούμε.
Ίσως να αναγνωρίζουμε την άθλιά επιστασία του
ανθρώπινου γένους στον κόσμο, κάπου μέσα μας, τα γονίδιά μας, ίσως κι εκείνα να
ποθούν το τέλος μας κι έτσι μυρίζουμε, ζητούμε, ξεθάβουμε εκείνο που μας
θυμίζει τον απαραίτητο θάνατό μας. Εκείνο που θα μας ξεπλύνει από όλη την
ανθρωπότητα κι ύστερα θα μας φορέσει στέμμα της ευθύνες της, θα μας χλευάσει
και θα μας προκαλέσει να βρεθούμε αντιμέτωποι με κάθε μας κύτταρο. Ο έρωτας
είναι ο καθρέφτης, ο έρωτας είναι εμείς, ο έρωτας είναι η αγάπη του ανθρώπου
για τη φύση, ο έρωτας είναι το κουμπί προειδοποίησης πριν την έκρηξη. Ο έρωτας
δεν έχει κορμί, αδύνατο να έχει, το κορμί είναι ο έρωτας, η φωνή είναι ο
έρωτας, τα μάτια ο προδότης. Ο έρωτας είναι η μόνη αποδεκτή μάσκα, η μόνη, η
πιο άγρια, εκείνη που γαντζώνεται πάνω στο δέρμα και το σχίζει, το κομματιάζει
διαγράφει κάθε πληροφορία κι ύστερα χτίζει. Τίποτα δυνατότερο από την αδυναμία του
έρωτα. λυπάμαι όσους σαπίσουν μόνο στο θάνατο, λυπάμαι όσους δε διαλύθηκαν, δε
σάπισαν, λυπάμαι όσους δε πέθαναν μπροστά σε ένα ζευγάρι μάτια. Λυπάμαι όσους
δεν έθαψαν εαυτούς μπροστά στο μεγαλείο τούτου του καθρέφτη. Κι ύστερα
χαίρομαι, για εκείνους που αναστήθηκαν από το χώμα κι είδαν πως χώμα δεν
υπήρξαν ποτέ, χαίρομαι για εκείνους που αναλήφθηκαν αγνοί, ξένοι, ατέλειωτοι
και εξιλεωμένοι ανάμεσα στα εκστασιασμένα βλέφαρα της γέννας. Δυο φορές γεννιέσαι, τη μια
ανήμπορος, τυφλός, τυλιγμένος στο αίμα, σφυριλατιμένος στους πόνους της μάνας
κι ύστερα γυμνός, ορθάνοιχτος ανάμεσα στους πόνους σου και στο δικό σου αίμα,
αθάνατος. ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Επινοήσαμε θεραπείες,
επεμβάσεις, κρέμες, αλοιφές, προσευχές και μαντζούνια προσπαθώντας να
αποφύγουμε το θάνατο, κι όμως ο μόνος δρόμος προς την αιωνιότητα εμφανίζεται
μπροστά μας όταν πια έτοιμοι περνούμε την πόρτα του θανάτου. Μη γελιέστε, μια
φορά πεθαίνουμε, κάποιοι δε πέθαναν καν κι όμως βαδίζουν προς την σήψη. Ναι μια
φορά πεθαίνουμε αν είμαστε τυχεροί, φορώντας το προσωπείο του έρωτα,
αποχαιρετώντας κάθε τι ανθρώπινο, εκεί βρίσκουμε την ανθρωπιά μας. Αν δε σε
σκότωσε ένα ζευγάρι μάτια, αν έζησες ύστερα από τον έρωτα, τότε σίγουρα δεν τον
έχεις γνωρίσει.
ἐράω - ἐρῶ, ιωνικός τύπος: ἐρέω
1.
είμαι ερωτευμένος
2.
επιθυμώ σφόδρα
3.
κάνω εμετό, αδειάζω, εκκενούμαι
Αδειάζω ό,τι είμαι, ό,τι έμαθα,
ό,τι έχω για να χωρέσω ό,τι επιθυμώ. Κι ύστερα το έρω και το αίρω μπορεί να μη
γράφονται το ίδιο μα ακούγονται όμοια…Κι ίσως συμβαίνει αυτό γιατί όταν ερωτεύεσαι
αναιρείς , όμως δεν είναι ίδια γιατί ό,τι κι αν αναιρέσεις η ομορφιά πάντοτε
μένει αναλλοίωτη, πάντοτε μένει εκεί, δική σου. Η κυριότητα, η κατοχή, η απόκτηση,
ωστόσο δεν υποδηλώνουν την εξουσία που
ασκείς, αλλά την εξουσία που σου ασκείτε. Ό,τι ονομάζεις δικό σου, είναι ό,τι
του ανήκεις εσύ, ό,τι δόθηκες, ό,τι θέλησες, ό,τι είσαι.
Και τώρα να, κάθισε εδώ, πιες ένα ποτήρι και
πες μου πόσο φοβάσαι το τέλος ή πόσο έτοιμος είσαι κι ύστερα, όταν δε θα το
περιμένεις θα σε ρωτήσω, εσένα που όλα τα έζησες, εσένα που όλα τα έκανες πες
μου λοιπόν, πως βαδίζεις ανάμεσα στους νεκρούς, πως ανέπνευσες ανάμεσα στους
ζωντανούς όταν ούτε πέθανες ποτέ ούτε ποτέ έχεις ζήσει; Κι ύστερα θα με
ρωτήσεις τι είναι η ζωή; Κι εγώ δε θα πω τίποτα, μονάχα θα ανασάνω. Κι όταν
ρωτήσεις τι είναι ο θάνατος, τότε θα κλείσω τα μάτια, θα ψάξω μες στη σκέψη μου
κι ανασέρνοντας εκείνα τα μάτια θα σου δώσω την καλύτερη ανάσα μου κι αυτή ας
είναι η τελευταία δήλωσή μου για απόψε. Αν αναρωτιέσαι ακόμα, αν δεν κατάλαβες,
η ζωή και ο θάνατος είναι τα άκρα μιας μεγάλης ανάσας σε ένα μη γωνιακό σύστημα,
η ζωή και ο θάνατος λοιπόν είναι δυο σημεία αναφοράς πάνω σε έναν ολοστρόγγυλο
κύκλο. Η αρχή είναι αυτός, το τέλος είναι ο ίδιος. Ακριβώς γιατί δεν μπορεί να
γίνει μεγαλύτερος όταν σχηματιστεί κι έπειτα από την απεικόνισή του δεν μπορεί
να καταλάβει άλλο χώρο στο τετράδιο. Μέσα σε ένα αχανές –από την επίπεδη θέση μας-
σύμπαν, μέσα σε ένα μικρό κι ασήμαντο-από την οπτική μας- πλαίσιο, βρίσκεται η
πραγματικότητα της ύπαρξής μας.
Κι ο έρωτας; Θα μου πεις,
που χωρά, που συμβαίνει; Ο έρωτας είναι το χρώμα που επεμβαίνει σε αυτή την
στρόγγυλη ανάσα κι ομορφαίνει όχι μονάχα
το σχήμα αλλά και όλο το τετράδιο, μια σταλιά χρώμα , μια βούλα, μια μουτζούρα,
ένα τυχαίο γεγονός που όχι μόνο ζωντάνεψε τον κύκλο ή το χαρτί αλλά άλλαξε και
τη διάθεση ίσως, αυτού που κάθονταν στο θρανίο. Αν ένα χρώμα μέσα σε ένα σχήμα
μπορεί να επηρεάσει τόσους μακρινούς από αυτό εξωτερικούς παράγοντες, φαντάσου
τώρα φίλε μου τι έκανε σε αυτό το σχήμα. Ο έρωτας είναι η μόνη μας ανάσα στην
ύπαρξη, μια ανάσα δυνατή να βγει εκτός πλαισίου ενώ ακόμη στρογγυλοκάθεται μέσα
του. Μια ασήμαντη στιγμή μα τόσο σημαντική ταυτόχρονα, έτοιμη να αλλάξει τον
κόσμο.
Εύχομαι μόνο το επόμενο βράδυ, να μιλήσουμε με
σχήματα και χρώματα, το επόμενο βράδυ να μου υποσχεθείς πως θα ανταλλάξουμε
αναπνοές πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, πως θα ανταλλάξουμε αναπνοές πάνω σε
γράμματα, λέξεις και ήχους και τότε θα συναντηθούμε και θα συνομιλήσουμε, αν
είμαστε τυχεροί, θα ξαποστάσουμε πάνω στο τραγούδι ενός ερωτευμένου, εκεί που
τα σχήματα και τα χρώματα αποκτούν ήχους κι ανακυκλώνονται , αθάνατοι κι
αγέραστοι παρέα με όσους δε γνωρίσαμε κι όμως αναγνωρίζουμε τα πρόσωπά τους.
Εκεί θα βρούμε τους όμοιους μας, εκεί θα είμαστε εμείς κι ας ήρθαμε όλοι μόνοι
σε αυτή τη συνάντηση, αυτό το ατέλειωτο βράδυ θα ναι η δική μας φιέστα.
Πλημμυρισμένοι από ομορφιά, ασήμαντοι, πολύχρωμοι κι ηχηροί, απίστευτα γεμάτοι,
θα σκάσουμε σαν τεράστιο πυροτέχνημα και θα φωτίσουμε την νύχτα για λίγο καθώς
θα καθώς οι κύκλοι μας σαν σαπουνόφουσκες
θα μοιάζουν με αιώνιες παντιέρες.
Ο Λάβδαν σηκώθηκε εξτατικός
κι αφού χάιδεψε το κεφάλι του γάτου που γουργούριζε απλωμένος στο πάτωμα άνοιξε
το ψυγείο και πέταξε ένα μπουκάλι με λίγο ξινισμένο κρασί. Η Τζούντιθ είχε
κοιμηθεί από ώρα πάνω στα απομεινάρια μαλακών ερώτων σαν τα τσιγάρα της κι ο
Μέρι την παρακολουθούσε φοβούμενος από τον επικείμενο έμετό που επρόκειτο να
μαζέψει αν γύριζε από την άλλη. Το ρολόι έδειξε 3 κι ένας ακόμη κύκλος της ώρας
προμηνύονταν βαρετός και τραγελαφικά αποστειρωμένος μέσα στην καραντίνα. Ο
Χερνάντεζ έριξε λίγη μπύρα στο ποτήρι του και βάλθηκε να παρατηρεί εραστές
παλιάτσους στο ταβάνι ενώ ο Λάβδαν κούμπωνε το παντελόνι του γυρνώντας από την
τουαλέτα. Τα μάτια της Γιουλέτ κλειστά και πεταριστά κάπου τώρα
συνειδητοποιούσαν μέσα στο όνειρο την ανάσα κι ύστερα ξοδεύονταν
μικροαστικά και ρεαλιστικά στον σύντροφο
που είχε διαλέξει χρόνια τώρα. Ο Λάβδαν σταμάτησε το πικ απ. Απαξίωσε τους μπάτσους
και τη γειτόνισσα κι άραξε σε ένα σαλόνι με τέσσερα άτομα κι ένα παράξενο
γούνινο ginger.
Τρεις ανθρώπους, ένα γάτο στην εφηβεία και μια ανάμνηση που κείτονταν αθόρυβη,
δυνατή και πολύχρωμη μέσα στον κύκλο της ύπαρξής του.
Το απόγευμα είχε περάσει
από την εκκλησία, στα δεξιά του ένα όμορφο πρόσωπο έμπαινε στο αχρησιμοποίητο
καφέ ενώ στα αριστερά του, η άνοιξη
μαρτυρούσε κρυφά την ομορφότερη ανάμνησή του, εκεί ανάμεσα στα ανθισμένα
τριαντάφυλλα των παρτεριών κάποτε η Γιουλέτ του είπε να φύγουν γιατί της μύριζαν
τα σκουπίδια.
https://www.blogger.com/blog/post/edit/preview/5655989070422499602/5605367375102762361
No comments:
Post a Comment