Tuesday, September 29, 2020

 

Οι εκ γενετής νεκροί και το ένα

 

Της Χριστίνας Κοντούλη


 

  

 

-Βαρέθηκα Σιμόν, βαρέθηκα

-Θέλω να σταθείς στα πόδια σου

-Εύκολο νομίζει μου ’ναι;

-Όχι, θέλω όμως να μάθω να μου πεις

-Σιμόν, γεννήθηκα λίγος, ή πολύς δε  ξέρω, αλήθεια κουράζομαι. Μέσα σαυτό το κεφάλι τόσα γιατί, κι ούτε μία, τόσο δα απάντηση..

 

 

 

 

 

Ανοίγει η αυλαία, τα χέρια της σαν προέκταση των καλωδίων πίσω από τα παρασκήνια τεντώνονται στον αέρα φωνάζοντας καθώς η φωνή μικραίνει, απομακρύνεται, λιγοστεύει και τελικά χάνετε.

Δεν μάθαμε να περπατάμε, μόνοι μας, μόνοι μας ήταν πάντοτε αδύνατο, περπατούσαμε πάντα πάνω στα χνάρια των άλλων, στα βήματα που ήδη κάποιος άλλος άφηνε πίσω του, σηκωνόμασταν τινάζοντας λίγο το περίγραμμά μας κι ύστερα βιαστικά και προσεκτικά βάζαμε το ένα πόδι σε κάποιο σκονισμένο καρέ και μπαίναμε μέσα.

Το παλιό θέατρο ανακαινισμένο από τις διάφορες πολεμικές απόψεις τις εποχής μας περιβάλει σαν αγριεμένη μήτρα. Στα σπλάχνα της πονεμένης λύκαινας ξεφυσούσαμε όλοι μαζί κάρβουνο, απελπισία και μια ανεξήγητη τρέλα. Απόψε δεν ήταν η σειρά της, δεν ξέρω τι την έκανε να σηκωθεί.. ίσως έφταιγε που είχε μάθει στα μπουλούκια κι έτσι οι γνώσεις τις ήταν ελλιπείς για το πως λειτουργεί μια παράσταση, ίσως πάλι ακριβώς επειδή έμαθε στα μπουλούκια να μην την ενδιέφεραν καθόλου οι κανόνες μας κι αυτή να μην ήταν μια πράξη άγνοιας ή κακοτροπιάς μα μια πράξη αλήθειας. Ίσως ακόμη να έφταιγε που δεν τρώγαμε πρωινό τον τελευταίο καιρό και να είχε αρχίσει να τα χάνει από την πείνα.

Η Αλίκη στη χώρα των γευμάτων, αυτό ήταν το πραγματικό όνομα της παράστασης. 3 και τέταρτο δίναμε αίμα, έπειτα περνούσαν οι γιατροί και κοίταζαν τα μάτια μας, στις 5 μάζευαν τους απείθαρχους και στις έξι τους έφερναν να δουν μια τελευταία φορά να ανοίγει η αυλαία. Έπειτα τους απομάκρυναν συνοπτικά κι εμείς μέναμε μόνοι ακούγοντας καλλίγραμμα βαλσάκια στο μεσοδιάστημα του ταΐσματος. Κι έπειτα πάλι για ύπνο. Άλλη μια σκληρή μέρα είχε περάσει ή μήπως ήταν μια ώρα;

Ο ύπνος δεν ήταν εύκολος, άλλοι έπαιρναν χάπια για να κοιμηθούν, άλλοι χτύπαγαν ρυθμικά τα δάχτυλα στα σανίδια των παρασκηνίων, άλλοι κρυφά αγκάλιαζαν κάτι ή κάποιον κι άλλοι έμεναν ξάγρυπνοι γιατί φοβόταν και δεν ήταν σίγουροι πια αν ξύπναγαν ή αν κοιμόταν με τον εφιάλτη.

Ο πομπός μετέδιδε τα ψέματα όσο εύκολα μετέδιδε τα βήματα του βαλς και τα πόδια χόρευαν ασυναίσθητα πια, απογυμνωμένα από την ευχαρίστηση, παραδομένα στο σίγουρο πάτημα, βαριεστημένα.

Δυο περιστέρια το ένα πίσω από το άλλο ακολουθούσαν την μουσική πάνω στο χοντρό σύρμα που χώριζε τον ουρανό από το κτήριο. Ήταν ευχάριστο που και που να βλέπεις και κάτι που είχε άγνοια κινδύνου μα ακόμα κι αυτή η εικόνα όταν γίνονταν συχνά άρχιζε να διαστρεβλώνεται παράξενα και τα αθώα περιστέρια να μοιάζουν πια με ρουφιάνους έτοιμους να χέσουν από ψηλά και να καταδείξουν τον επόμενο. Ήταν κυριολεκτικά οι καταδότες του κώλου.

Τα Σαββατοκύριακα είχαμε ρεπό. Τότε κατεβαίναμε στους δρόμους μόνοι ολομόναχοι, με συντροφιά τα ξένα βήματα των αγνώστων και χορεύαμε πια πάνω σε αόρατες πατημασιές που χορογραφημένες κι εκείνες οδηγούσαν για άλλη μια φορά στη Δευτέρα.

Στους δρόμους λαμπερά φωτάκια και συνεχόμενες μουσικές από τα μεγάφωνα  έμοιαζαν να χλευάζουν τη γκρίζα ανθρώπινη μάζα που περνούσε από κάτω.

«Μόνοι, θα είστε πάντα μόνοι, δεν κάνει ούτε καν να κοιτάζεστε, θα πρέπει να προχωράτε μακριά ο ένας από τον άλλο, μην αγγίζεστε, μην ανοίγετε καν το στόμα, προς το παρόν μπορείτε να αναπνέετε, μην το παρακάνετε όμως»,

έλεγαν και ξαναέλεγαν, τώρα με ακόμη πιο χρωματιστές διαφημίσεις, τόσο ψεύτικα κι άσχημα χρωματιστές που αν είχες συνηθίσει στο γκρίζο σε ζάλιζαν κι έφευγες ακόμη πιο γρήγορα για τη δουλειά. Ααα ναι στη δουλειά δεν υπήρχε πρόβλημα, εκεί δεν ήταν κακό η συναναστροφή -με εγκράτεια φυσικά- αλλά, εκεί μπορούσες να κοιτάξεις, να μιλήσεις, αν χρειάζονταν και να ακουμπήσεις.  Μπορούσες και να πεθαίνεις, βέβαια μόνο όταν αυτό εξυπηρετούσε το σύστημα, όταν δεν αποτελούσες πια εκμεταλλεύσιμη ύλη.

Ο άνθρωπος βλέπεται είχε μάθει να εκμεταλλεύεται τα πάντα κι έτσι δεν ήταν τόσο δύσκολο να εκμεταλλευτεί και τον άνθρωπο, κι ο καλύτερος τρόπος να εκμεταλλευτείς κάποιον είναι η απομόνωση, η αποξένωση…. η μοναξιά δημιουργούσε πάντοτε εύκολη λεία. Κι ύστερα τσακισμένος καθώς ήσουν τότε, ήσουν έτοιμος να δουλέψεις και με πόση χαρά θα έκανες αυτή τη δουλειά, ό,τι και να ήταν, αρκούσε που δεν ήσουν για λίγο μόνος κι έτσι δεν έφερνες αντίρρηση, καμιά αντίρρηση, καμιά σκέψη. Κάθε φορά ανάμενα την ώρα της αυλαίας με απίστευτη προσμονή, σαν το παιδί που περιμένει το γλυκό να πέσει για ύπνο. Μόλις άνοιγε τούτη η σκοροφαγωμένη κουρτίνα, το μισογκρεμισμένο θέατρο μεταμορφώνονταν σε υπέρλαμπρο ναό και πως δεν θα ήταν, αφού όλοι, εκεί κάναμε στα αλήθεια τις προσευχές μας.

Κι όταν έλεγε το σενάριο πως πρέπει να αγκαλιαστούμε τότε να δεις, πόση η χαρά, πόση η αγκαλιά, πόση αγάπη, όταν έπρεπε να ξεκολλήσουμε αναμεταξύ μας τότε ήταν δε, που πραγματικά πονούσαμε λες και ξεσκίζονταν ένα κομμάτι από το κορμί μας. Πάνω στη σκηνή, όταν άναβαν τα φώτα, δεν ήμουν, δεν ήσουν, δεν ήταν, είμασταν το κορμί. Ένα, ένα τεράστιο πλατωνικό ανθρωποειδές ,εμπλουτισμένο στις μέρες μας, με περισσότερα χέρια και πόδια, με δεκάδες δάχτυλα και μάτια, και χιλιάδες τρίχες μαλλιών και άπειρα στόματα. Το κορμί ήταν η τροφή μας, η λογική μας, η ψυχραιμία, το θάρρος μας, το κορμί ήταν τα όνειρά μας.

Σιγά σιγά όμως κι ενώ περνούσε ο καιρός το κορμί θέριευε και μεγάλωνε, το κορμί ένιωθε, ζητούσε κι έτσι το κορμί κοίταξε γύρω του και είδε αυτή τη φορά πίσω από τα φώτα…. Μια μέρα είχαν φέρει άλλο ένα τσούρμο απείθαρχους. Ρίξαμε μια ματιά όπως πάντα πίσω από την κουρτίνα όταν ακόμη τα φώτα της σκηνής δεν ήταν ανοιχτά, κάτι παράξενο υπήρχε στην εικόνα απέναντί μας, κάτι παράξενο πλανιόνταν και στον αέρα γύρω μας, το κορμί δεν ένιωθε καλά, κάτι έλειπε, κάποιος έλειπε… Κοιταχτήκαμε όλοι, σχεδόν λες κι είχαμε συνεννοηθεί, οι ματιές μας ανταλλάχτηκαν με τόση γρηγοράδα όπως θα περνούσε μια πληροφορία στο νευρικό σύστημα ενός οργανισμού. Το λάθος είχε εντοπιστεί. Ένας από εμάς καθόταν τώρα απέναντί μας, ένας από εμάς ήταν τώρα στη θέση του θεατή.

Για πρώτη φορά η συνείδηση δεν περιορίστηκε στο πέρασμα άλλης μιας μέρας, για πρώτη φορά δεν ένοιαζε κανέναν αν αυτή η μέρα θα τέλειωνε, αν θα συνεχίζονταν αύριο ή αν δεν θα έρχονταν ποτέ ξανά. Αποφασίσαμε . Αυτή ίσως θα ήταν η τελευταία μέρα μα σίγουρα θα ήταν και η πρώτη.

 Ο φροντιστής άνοιξε την αυλαία αργά. Τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης φάνηκαν να δυσανασχετούν, δυο αλλαγές, σε λίγο έρχονταν η Τρίτη.

Οι απείθαρχοι μας κοίταζαν αποσβολωμένοι, καθώς  προχωρούσαμε μπροστά στην σκηνή ένας ένας, όλοι, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, φωτιστές, καθαριστές, ταξιθέτες, όλοι όσοι κρύβονταν στο καβούκι των παρασκηνίων τώρα έβγαζαν όλοι μαζί το κεφάλι της χελώνας από το σώμα της. Το κορμί άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε, το κορμί άνοιξε τα μάτια του και είδε. Με ένα βλέμμα ρίξαμε το σύστημα, με ένα βήμα πετάξαμε το λάβαρο τους συστήματος από μέσα μας κι αφού ξεριζώσαμε τα γρανάζια τότε φυτέψαμε τη νάρκη και ετοιμαστήκαμε. Απλώσαμε τα χέρια μιας και πιάνοντας ο ένας του άλλου σφίξαμε με δύναμη, η νάρκη οπλίστηκε ήταν έτοιμη κι αυτή. Το κορμί κοίταξε το κοινό και θαύμασε, το κορμί κατάλαβε, την ατέλειωτη, την ανυπόφορη μέρα, ίδια, απαράλαχτη, επίπεδη, υποδουλωμένη, αυτή τη μέρα που ζούσε βδομάδες, μήνες, χρόνια τώρα κι αποφάσισε να γυρίσει τη κολλημένη σελίδα στο ημερολόγιο και να γνωρίσει την επόμενη μέρα.  Όλοι ξέρουμε όμως πως για να ξημερώσει πρέπει να έρθει πρώτα η νύχτα κι έτσι έσβησε το φως. Το κορμί δεν μπορούσε άλλο να κρατηθεί, όρμισε μέσα στο πλήθος κι αγκάλιασε, το κορμί ερωτεύτηκε, το πλήθος ερωτεύτηκε κι εκείνο, το κορμί ξαναβρήκε το κομμάτι που έλειπε μα και κάτι παραπάνω, βρήκε ένα άλλο κορμί.

Η νάρκη εξερράγη.

Τίποτα δεν μπορούσε να μας κρατήσει πια μακριά, ούτε τα όργανα της αποτροπής και πρόληψης, ούτε το σύστημα, ούτε καν οι εαυτοί μας,

Σπάσαμε τις πόρτες, πηδούσαμε ανάμεσα στα σάπια ντουβάρια με τις ξεσκισμένες ταπετσαρίες κι αφήνοντας πίσω τους ξεπεσμένους μας εαυτούς, γίναμε ένα, ένα ακόμη μεγαλύτερο. Ορμίσαμε στους δρόμους φωνάζοντας, γελώντας, τραγουδώντας κι ουρλιάζοντας. Ανεβήκαμε στους στύλους, στα δέντρα και στα χαλάσματα και γκρεμίσαμε τα ψεύτικα φώτα, ύστερα αρχίσαμε να γκρεμίζουμε και το γκρίζο. Αρπάζαμε αγνώστους και τους αγκαλιάζαμε, τους φιλούσαμε στα χέρια και στα μάγουλα κι εκείνοι άρχισαν να χαμογελούν σαστισμένοι και να μας ακολουθάνε, σε λίγο το ένα ήταν τόσο μεγάλο που απλώνονταν σαν ποτάμι στην γκρίζα πολιτεία.  Απόψε πολεμούσαμε εμείς, απόψε καταστρέφαμε τον φόβο, σπάζαμε τη φυλακή, απόψε θα κάναμε απογραφή θυμάτων του έρωτα κι όχι του θανάτου κι αν ήταν να υπάρξει ένας θάνατος ας ήταν ο υποδουλωμένος μας εαυτός, ας ήταν τα μόνα πτώματα που θα μαζεύαμε από τις πλατείες εκείνα των φόβων μας.

Ξάφνου είδαμε το στρατό να πλησιάζει. Όργανα επιβολής ασφάλειας και αμούστακα στρατιωτάκια οπλισμένα σαν αστακοί, έθεσαν ένα φράγμα στη συζήτηση κι επιχείρησαν κρατικό μονόλογο. Όμως εμείς δεν ακούγαμε τίποτα πια, είχαμε σκοπό να δούμε την επόμενη μέρα. Το ένα έπεσε πάνω τους με ακατανίκητη ορμή κι εκείνοι συγχυσμένοι και απορημένοι δεν κατάφεραν, δεν πρόλαβαν να κάνουν τίποτα, το φράγμα άρχιζε να σπάει κι οι τάχα στιβαρές του πέτρες να γίνονται βότσαλα στον ποταμό μας. Κι ύστερα να τρίβονται με το κύμα και να αφομοιώνονται ως που δεν υπήρχε κανείς να μας πολεμήσει πια, κανείς να μας φοβερίσει.

 Όταν ξημέρωσε η μέρα η πολιτεία μας είχε πάψει πια να είναι γκρίζα. Στο απαλό φως της αυγής νιώσαμε την έκσταση του ζωγράφου καθώς ξανθά, πορτοκαλιά, μαύρα μαλλιά, πράσινα , καστανά, λαδιά και γαλάζια μάτια απλώνονταν παντού, χείλια κόκκινα και ροζ, σκούρα κι ανοιχτά δέρματα, για πρώτη φορά είδαμε το χρώμα των ρούχων μας καθώς η ομιχλώδης κατάσταση είχε περάσει. Το χώμα που σήκωναν στον αέρα οι μπότες του συστήματος, τώρα είχε γεμίσει τα υφάσματα που μας έντυναν σαν τα απομεινάρια της μάχης, κι είχε φύγει για τα καλά από τα μάτια μας. Κοίταξα γύρω μου, ήταν όλοι άγνωστοι, είμασταν όλοι μα όλοι άγνωστοι, μα αυτή τη φορά δεν είμασταν μόνοι, κανείς δεν ήταν μόνος του. Γύρω μου απλώνονταν το κορμί, το τεράστιο, το ανίκητο κορμί κι εγώ σαν μικροσκοπικό κύτταρο ξάπλωσα κάτω από τον ήλιο.

Κι αυτή που σας εξιστορώ είναι θαρρώ η μόνη ιστορία που ξέρω, όπου ο άνθρωπος νίκησε και νικήθηκε ταυτόχρονα με μόνη μυρωδιά θανάτου τους φόβους του, που σάπιζαν τώρα γρήγορα κι ήρεμα, ενώ τρώγαμε επιτέλους το πρώτο μας πρωινό στη λιακάδα….! Έβγαλα από την τσέπη μου το μικρό ημερολόγιο κι έσκισα για τα καλά τη Δευτέρα, σήμερα ήταν Τρίτη κι αύριο θα ξημέρωνε Τετάρτη, ο χρόνος κυλούσε ξανά. Κάτι νέο είχε γεννηθεί σήμερα και το όνομά του θα είχε όλα μας τα ονόματα, σήμερα γεννήθηκε το ένα.

 

 

 

Thursday, September 3, 2020

 

Ναυτικό ημερολόγιο- ενδιαμέσως γραμμών, ευθυγράμμιση οριζόντων στον ουρανό των άλλων

 

Της Χριστίνας Κοντούλη

 

 

 

Σε ένα μυστικό βασίλειο, μακρινό και μεγαλειώδες οι άνθρωποι τα κατάφερναν καλά. Σ’ ένα ακόμα πιο μακρινό βασίλειο καθόλου μεγαλειώδες, οι άνθρωποι τα κατάφερναν άσχημα. Τα δυο βασίλεια ωστόσο δεν ήταν τόσο μακριά το ένα από το άλλο, αντίθετα μοιράζονταν μονάχα μια γραμμή όπου ξεχώριζαν τα σύνορά τους. Στο βασίλειο της ευημερίας οι άνθρωποι ήταν μόνοι μα ήταν εντάξει με αυτό, δεν είχαν δική τους γλώσσα μα πάλι δεν παραπονιόταν. Το βασίλειο της ευημερίας έμοιαζε μερικές φορές σαν αποστειρωμένο εργαστήριο και κανείς δεν μπορούσε ούτε να φύγει ούτε να πάει. Ο βασιλιάς του ήταν ένας κύριος. Δεν ξέρω ποιος ήταν ο βασιλιάς τους, ούτε και άκουσα ποτέ τίποτα γι’ αυτόν μα και οι γνώσεις μου για τους κατοίκους είναι κάπως περιορισμένες. Από κάποιους τολμηρούς που πέρασαν κάποτε τα σύνορα μαθεύτηκε πως δεν συνέβαινε τίποτα εκεί κι έτσι σιγά σιγά ξεχάστηκε με το χρόνο.

Στο άλλο βασίλειο οι άνθρωποι ήταν παράξενοι, μοιράζονταν κάποια γλώσσα  αλλά ήταν τόσο δύσκολη που ούτε οι ίδιοι καλά καλά δεν κατάφερναν να τη μιλούν. Το βασίλειο αυτό ήταν τόσο δύσκολο να ελεγχθεί που οι βασιλιάδες του τα παρατούσαν και όριζαν νέους στη θέση τους, κι εκείνοι με τη σειρά τους άλλους κι άλλοι άλλους και κάπως έτσι πάει λέγοντας. Οι στέγες των σπιτιών ήταν τρύπιες, ετοιμόρροπες,  κι οι τοίχοι άσχημοι, σάπιοι, ξεφτισμένοι ωστόσο κάποιοι από τους κατοίκους επέμεναν να τους πλαισιώνουν με μικρούς κήπους που ανέβαιναν ήρεμα στις πέτρες κι αναμιγνύονταν σιγά σιγά με αυτές. έσκαβαν το χώμα ως που να συναντήσουν τις ρίζες του κι είτε τις φρόντιζαν και τις μεγάλωναν είτε τις μασουλούσαν  μα καμιά φορά τις κατάπιναν κιόλας. Από την άσχημη πολιτεία ακούγονταν το βράδυ τραγούδια, άμα ήξερες τα λόγια θα έλεγες πως ήταν πένθιμα ωστόσο τα περισσότερα είχαν χαρούμενο ρυθμό,  άλλα σιωπηλά, άλλα ψιθυριστά άλλα εκκωφαντικά, ζωηρά κι απότομα, φάλτσα, επηρεασμένα. Κι οι άνθρωποι που τα τραγουδούσαν είχαν πάντα έναν καημό, μια αδιόρατη , αμυδρή θλίψη στο βλέμμα, σαν αγκάθι αχινού , μια ενόχληση, στιλπνή, βυθισμένη.

Στην όμορφη πολιτεία στο κέντρο είχαν χτισμένη μια μεγάλη χωματερή, αποκλεισμένη από τους δρόμους, τα πεζοδρόμια και τους περαστικούς αγκαλιασμένη από βαριές αρχιτεκτονικές οπτασίες και μεγαλωμένη από το μεγάλωμα το καθενός, στέκονταν παγερή, ηλιοστάλαχτη και βρωμερή στο κέντρο της πόλης.  Είχε παρόλα αυτά έναν αέρα μεγάρου, μια αίσθηση κομψής αδιάφορης ωραιοποίησης, στιβαρή και ψεκασμένη καθημερινώς από μικροσκοπικούς αρωματοποιούς θύμιζε περισσότερο δημοτική βιβλιοθήκη παρά σκουπιδιάρα. Οι τζαμένιοι υπόνομοι ήταν τόσο καθαροί και λαμπεροί όπου πολύ συχνά διάφορες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις λάμβαναν χώρα στους δαιδαλώδεις υποστηρικτικούς διαδρόμους τους με χιλιάδες απαράλλαχτους μύστες να αναρωτιούνται και να χειροκροτούν χορωδιακά και άψυχα το έργο χωρίς να τους νοιάζει ακριβώς τι ήταν κι αν ήταν στο ταβάνι, στο πάτωμα ή μέσα στα νερά. Αρκούσε που κάποιος χτύπαγε τις παλάμες του κι όλοι απολάμβαναν των ήχο των δικών τους.

Τα σπίτια ήταν τετραώροφα. Σε κάθε όροφο έμενε και ένας πολίτης ξεκινώντας φυσικά από την κάστα. Οι χαμηλότερου ενδιαφέροντος κάστες έμεναν πάντα στους τελευταίους ορόφους έτσι ώστε να τους βρίσκεις πιο εύκολα στις σκάλες, ενώ οι υψηλότερες στους πρώτους δυο όπου συνήθως χτίζονταν και μεγαλύτερα διαμερίσματα. Τα ρούχα είχαν κι εκείνα τη δική τους μόδα. Λευκό για τις εξαιρετικές κάστες, γκρίζο για τις μέτριες, ριγέ για τις τελευταίες. Διακοσμητικοί κήποι από γυάλινα λουλούδια και χρυσαφένια ζώα βρίσκονταν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η παραλιακή άμμος είχε καλυφθεί από ένα φιλντισένιο υγρό που διατηρούσε την αρχική μορφή της πέτρας ωστόσο απέφευγε κάθε είδος φθοράς του «φυσικού περιβάλλοντος» κρατώντας το απομονωμένο από την αψύτητα της πατούσας. Μικροσκοπικοί γυάλινοι σωλήνες με καλλιγραφικές επιγραφές της OXYGEN PROVIDE –μη κερδοσκοπικής εταιρίας κρατικού απολογισμού ωραιότητας- παρείχαν το απαραίτητο οξυγόνο  για την διατήρηση της φυσικότητας αλλά και την αργή (φυσική) μετατροπή της αρχικής εικόνας.

Η ΦΡΕΣ ΛΑΙΤ ΟΞΙΤΖΕΝ ΚΟ(Μ)ΠΡΟΜΕΙΣΟΝ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤ εισήγαγε μάσκες τελευταίας τεχνολογίας όπου προσέφεραν την εμπειρία του καθαρότερου οξυγόνου μαζί με μια στιλιστική άποψη και τα γραφεία της εδρεύανε κάπου ανάμεσα στην θαλάσσια ζώνη της περιοχής και στις παρυφές ενός μικροκαμωμένου λόφου.  Μια τέλεια περιοχή για μια τόσο πολύτιμη εταιρία. Κανείς πια δεν κυκλοφορούσε χωρίς την μάσκα της ΦΛΟΚΙ κι όσοι είχαν παλιότερα μοντέλα περίμεναν με ανυπομονησία τη στιγμή που θα είχαν τους αντίστοιχους πόντους ώστε να φορέσουν κι εκείνοι τις τελευταίες ντιζαινάτες δημιουργίες του άκρως καταρτισμένου, και παγκοσμίως αναγνωρισμένου επιστημονικού-καλλιτεχνικού επιτελείου της φιλανθρωπικής αυτής εταιρίας. Οι πιο ψαγμένοι διέθεταν μάσκες ειδικού ντιζάιν βέβαια και πολλές φορές προσωπικών παραγγελιών με ελεγκτές αίματος, φυσικής λειτουργίας, πόντων αξίας αλλά και φυσικά σχεδίων που παρέπεμπαν σε καλτ αναμνήσεις του παρελθόντος.

 Η FOXY TOUCH συμπλήρωνε τις εποχικές εμφανίσεις με γάντια τελευταίας τεχνολογίας που έκαναν ακόμη και πρόβλεψη συνείδησης ενώ η δημοφιλέστατη  «ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ» συμπλήρωνε την χαριτωμένη τετράδα με ταριχευτικές μάσκες αντιγύρανσης όπου φωτογραφίζοντας το κυτταρικό υλικό αναδομούσαν πλήρως σε μερικούς μήνες το χαλασμένο στοκ, ξεσουφρώνοντας ακόμη και τις πιο απαιτητικές περιπτώσεις.

Οι άνθρωποι ήταν όμορφοι (;), οι άνθρωποι ήταν φρέσκοι (;), οι άνθρωποι ήταν ίδιοι, οι άνθρωποι ήταν γελοίοι (!) .

 

 Στην άσχημη πολιτεία οι άνθρωποι δεν ήταν πολύ διαφορετικοί από τα σπίτια τους, ούτε κι από τα ζώα, γκρεμισμένα ερείπια,  ξεπερασμένα μεγαλεία, ψυχολογική αστάθεια, γήρας. Αναξιόπιστη μόδα και πολύχρωμη διαφήμιση φωνακλάδων, απελπισμένων να αγγίξουν το ανέφικτο. Παραβατικότητα, αβεβαιότητα,” Πηγαίνουμε μπρος με σύμβολο την παλάντζα! “ Στην άσχημη πολιτεία ο θρήνος ήταν ο βασιλιάς.

Στις άκρες, στο λιμάνι, πολύχρωμα φώτα περασμένων αιώνων, σκουριασμένα κι απογαλακτισμένα νωρίς από την φαντασία του δημιουργού, ούρλιαζαν σαν πόρνη σε gold digging  οίστρο. Οι ψαράδες με πόδια γυμνά και κουρελιασμένα δίχτυα έψελναν ομοιοκατάληκτα στιχάκια στους βουτηχτές ως που να γυρίσουν συχνά με τα χέρια άδεια πίσω, ξορκίζοντας τον θάνατο και τη σήψη με οπισθοδρομικές μα σίγουρα ιδιαίτερες  τεχνικές. Η άμμος συνθλιμμένη από το κύμα και το οξυγόνο έμπαινε ανάμεσα στα δάχτυλα θυμίζοντας πως ό,τι ζει αλλάζει κι η γνώση γερνά.

«Η γνώση, η σοφία, είναι  ένας σάκος που γεμίζει όσο προχωράμε στον δρόμο μας κι όσο γεμίζει τόσο καμπουριάζουμε και το σώμα κυρτώνει κι όσο προσπαθούμε να τη σηκώσουμε τόσο κάνουμε μορφασμούς κι αυτοί διεκδικούν βίαια μια θέση στο πρόσωπό μας» . Ο καπετάνιος σα γέρικη κουκουβάγια, έσουρνε τα φτερά του σκορπίζοντας σοφιστείες στην πλώρη όταν ένιωθε μόνος του. Ο καπετάνιος είχε γεννηθεί στην όμορφη πόλη. Ο καπετάνιος ένιωθε μόνος συχνά.

Η άσχημη πόλη δεν διέφερε από καμιά πόλη του παρελθόντος κι ούτε ήταν μη αναμενόμενη σαν πόλη του μέλλοντος. Ήταν τραγική, θλιβερή, εκθαμβωτικά μίζερη μα σίγουρα καθόλου στάσιμη, ούτε μια στάλα βαρετή. Ναι μπορεί να είχε μια εσάνς παρελθόντος μα σίγουρα ήταν μια πόλη του μέλλοντος άλλωστε το μέλλον πάντα είναι γεμάτο αβεβαιότητα, προσεχείς κίνδυνους, άγνωστες περιπέτειες κι ίσως γιατί όχι, πιθανή νηνεμία, αποστασιά, «καμιά γαλήνη δεν έχει τη γεύση της ζεστασιάς αν δεν έρχεται από τη γεύση της τρικυμίας….» έλεγε ο καπετάνιος… Στο λιμανάκι είχε ένα μικρό καφέ, εκεί απαγκιάσαμε για το βράδυ και δέσαμε στην προκυμαία το μικρό βαπόρι μας. Η άλλη πλευρά, στο μεγάλο πόρτο ήταν κατάμεστη στις φωνές και τα ξεκατινιάσματα, η πόλη μεγάλωνε κυκλικά μα ο καπετάνιος κι οι δυο ανθυποπλοίαρχοι προτιμούσαν κι εκείνοι όπως κι εγώ να αράξουμε στους αστραγάλους του παράξενου βασιλείου. Έτσι κατεβάσαμε ένα ανιχνευτικό και γυρίσαμε τον κόλπο προς τα πίσω. Το μεγάλο καράβι έδεσε στα ανοιχτά. Οι άλλοι προτίμησαν το μεγάλο λιμάνι.

Κοιτούσα τους ανθρώπους, το πήγαινέ λα τους με ζάλιζε ώρες ώρες  μα με ευχαριστούσε κάπως αυτή η εικόνα αναποφασιστικότητας  , αυτό το μπέρδεμα επιθυμιών ήταν προτιμότερο από την έλλειψη επιθυμίας, την τακτικότητα της απαλλοτρίωσης που θα προσέφερε το διπλανό βασίλειο εφόσον κάναμε εκεί την επίσκεψή μας. Ακόμη κι εκεί κάποια πλοία, όπως τα ανατροφοδοτικά (οξυγόνου,) ήταν αν όχι καλοδεχούμενα σίγουρα οπωσδήποτε ανεκτά.

Εγώ έβγαλα ένα αυτοσχέδιο μπλοκάκι και ξεκίνησα να κλέβω τις όψεις των περαστικών φυλακίζοντας μερικές στιγμές τους σε κλουβάκια από κινέζικο ρυζόχαρτο την ώρα που ήταν πολύ απασχολημένοι για να ζητήσουν πίσω τους εαυτούς που πρόσθετα στη συλλογή μου. Οι ΄σύντροφοι είχαν ριχτεί με χαρά στο φαΐ και κάθε τόσο τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Αυτό το εύθραυστο γυαλί έμοιαζε ξαφνικά τόσο γερό, πως θα μπορούσε να μην είναι, άλλωστε χωρούσε αιώνες τώρα τα βάσανα και την χαρά τόσων και τόσων.

Στη μέση της πόλης ένας τεράστιος φάρος δήλωνε την παρουσία του αναπνέοντας βαριεστημένα και σιγά τη χαρτογράφηση χιλιάδων οριζόντων. Ποτέ δεν υπήρξε ένας ορίζοντας, πάντοτε κοιτούσαμε την κατεύθυνση με νέα μάτια κι ήταν πολλά τα μάτια που κοίταζαν στο ίδιο σημείο χαράζοντας άλλες πορείες παρόλα αυτά…

Το δωμάτιό μου στο πανδοχείο, είχε θέα στα σύνορα. Σύνορα…. Δεν ήταν παρά μια νοητή γραμμή κι όμως τόσα χρόνια ελάχιστοι την είχαν περάσει.

Η όμορφη, η γυάλινη πολιτεία έσβηνε τέτοια ώρα τα φώτα της κι έκανε μπάνιο με αντισηπτικό. Περιηγούνταν σιωπηλά στις ρυθμίσεις του ψυγείου και λοιπών ηλεκτρικών ειδών κι έπειτα βάζοντας στη μοριακή συντήρηση  ένα μπολάκι φαγητού μαγειρεμένο στον ατμό έκλεινε τα μάτια κι αποκοιμιόνταν με κακές παραλλαγές του Truman show.

Εγώ δεν είχα ούτε σαπούνι, τα μαλλιά μου είχαν κοκαλώσει σαν γλιστερά χέλια καπνισμένα στην αλμύρα ενώ κάποια εξελιγμένη μορφή σκόρου είχε αφήσει στο σεντόνι μου τρύπες σε φα μείζονα.  Οι τοίχοι του πανδοχείου ΕΥΤΥΧΙΑ  είχαν την όψη ημιξεπετσιασμένης μπανάνας μα κατά τα άλλα το δωμάτιο ήταν υπέροχο. Κάτω από το περβάζι και κάθετα της συμβατικής οπτικής πλευράς της «θέας» μου, ένας φροντισμένος μα άγριος κήπος ύψωνε τα φύλλα του προσπαθώντας να μου τραβήξει την προσοχή. Μέσα από ένα μεγάλο πεσμένο πιθάρι μια λεμονιά άπλωνε τις ρίζες της ανάμεσα σε παράσιτα και άλλα παράξενα λουλούδια ενώ στη μέση ελάχιστες πλάκες είχαν παραμείνει, ανασηκωμένες ελαφρώς  από την κλίση του εδάφους και την πολυκαιρία. Η υπόλοιπη αυλή καλύπτονταν από ένα καφεκόκκινο χώμα μισοκρυμμένο από τα χορτάρια. Η μυρωδιά των λουλουδιών κάλυπτε κάπως τη δική μου βρώμα… Ωστόσο η καλοκαιρινή άπνοια δε μ άφηνε να κοιμηθώ κι έτσι σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω να θαυμάσω από κοντά τα σύνορα.

Η παραλία ήταν κάτω από το σπίτι, οι σύντροφοί μου, αποσταμένοι από το ταξίδι και το πιόμα είχαν εξαφανιστεί κι έτσι υπέθεσα πως πήγαν για ύπνο. Στην αυλή δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο ένα γατίσιο μπασταρδάκι που κοιμόταν ανάσκελα. Αυτός ο γάτος, σκέφτηκα για μια στιγμή, πως σίγουρα ζει καλύτερα από όλους μας. Η στάση του κορμιού του έδειχνε μια εμπιστοσύνη, δεν ξέρω ακριβώς σε τι, αλλά  ήμουν σίγουρος πως ένιωθε ασφαλής. Τότε μου ήρθε μια περίεργη έξαψη! Έβγαλα τα ρούχα μου και τα άφησα πάνω στο πιθάρι. Όταν έμεινα γυμνός πια  ένιωσα ένα παράξενο γαργάλημα στο στήθος, μια αίσθηση που είχα να νιώσω από παιδί, σήμερα είχα όρεξη για σκανδαλιά…

Αφού βεβαιώθηκα πως δεν υπήρχε ψυχή  έτρεξα γρήγορα προς τη θάλασσα και με κρότο ανέμελου καρχαριοειδούς έσκασα με δύναμη διαταράσσοντας την νυχτερινή ζωή της υδάτινης έκτασης. Έκανα μακροβούτια και κολοτούμπες, πλατσούρισα στα ανοιχτά κι ύστερα με εκστατική φάτσα παρατηρούσα τα αστέρια που καθρεφτίζονταν από πάνω μου. Μέχρι που κάποια στιγμή μου ήρθε μια τρελή ιδέα. Αποφάσισα να κολυμπήσω στα σύνορα και να τα περάσω. Εδώ και χρόνια, αιώνες ίσως, κανένας βουτηχτής δεν είχε περάσει τα σύνορα χωρίς έγκριση τουλάχιστον….κι εγώ ίσως να ήμουν ο πρώτος.

Άρχισαν να κολυμπάω, όσο πλησίαζα η αβεβαιότητά μου γινόταν προσμονή, ο φόβος γίνονταν απαραίτητη ελπίδα, δεν ήξερα για τι ακριβώς, αλλά σίγουρα ήλπιζα, επιθυμούσα! Όσο πλησίαζα τόσο γέμιζα ευχαρίστηση, ένιωθα λες κι οδηγούσα μια επανάσταση, λες κι έκανα κάτι μοιραίο. Όταν έφτασα στην γραμμή σταμάτησα, μα πριν προλάβω να σκεφτώ ή να διστάσω έδωσα μια και βρέθηκα στην άλλη πλευρά.

Κολύμπησα μέχρι την ακτή. Δεν υπήρχε κανείς. Ξάπλωσα στο παγωμένο γυαλί διατήρησης και γελώντας  όσο πιο σιγανά μπορούσα άφησα το βλέμμα μου να πλανηθεί πάνω από τον ορίζοντα. Ο ουρανός ήταν ίδιος όπως πριν. Ο κόσμος φάνηκε τόσο απέραντος μέσα στο μικροσκοπικό του τσόφλι όσο μικρός μέσα στην απεραντοσύνη του.΄ Όσο ο ουρανός  παρέμενε σταθερός δεν ένιωθα φόβο, παρά μονάχα αυτή την έξαψη της σκανδαλιάς και την ήρεμη συνειδητοποίηση μιας μπαμπούσκας ομοιοτήτων.  Καθώς γυρνούσα στάθηκα για λίγο πάνω στο σύνορο. Η μεγαλύτερη ελευθερία βρίσκονταν στο αδέσποτο, ανάμεσα στα δυο βασίλεια, ανάμεσα στους δυο κόσμους. Μα καθώς ήταν απασχολημένες και οι δυο πλευρές στις γωνίες τους δε θα συναντιόνταν ποτέ στη μέση κι οι δυνατότητες αυτού του ορίζοντα δεν θα ήταν ποτέ εμφανείς. Ξάφνου πρόσεξα πως δεν ήμουν μόνος, κάποιος άλλος στέκονταν στη μέση μα λίγο πιο μπροστά. Το παράξενο πλάσμα κατευθύνθηκε προς το μέρος μου κι αφού έφτασε σε απόσταση 4 μέτρων σήκωσε ελαφρά το χέρι και με χαιρέτησε. Εγώ σαστισμένος του έγνεψα να βγάλει τη μάσκα. Ο άνθρωπος για λίγα λεπτά έμεινε ακούνητος, έπειτα σήκωσε τη μάσκα ως το μέτωπο κι ένα συμπαθέστατο πρόσωπο χαμογέλασε ευγενικά. Εγώ σάστισα για λίγο μα ανταπέδωσα το χαμόγελο, έπειτα ο καθένας πήρε το δικό του δρόμο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιό μου ένα μικρό τσαλακωμένο σαπουνάκι με άρωμα πούδρας βρίσκονταν στην άκρη του κομοδίνου μου, ξέπλυνα ευχαριστημένος τα αλάτια από πάνω μου κι αφού ξάπλωσα μοσχομυριστός και κουρασμένος έριξα μια ματιά στο δωμάτιο. Τα ρούχα μου απλωμένα στις καρέκλες δεξιά κι αριστερά από το κρεβάτι μου ανασηκώνονταν ελαφρώς από ένα απαλό αεράκι ενώ ο ευτυχισμένος μπασταρδάκος κουλουριάζονταν γουργουρίζοντας πάνω σε μια από αυτές. Από το παράθυρο φαίνονταν η γυάλινη πολιτεία , στιβαρή, παγωμένη κι ακλόνητη - μα όχι πια απροσπέλαστη -λαμπύριζε από μακριά. Κοιμήθηκα επιτέλους χωρίς σκέψεις, χωρίς να το καταλάβω, έσβησα.

Την άλλη μέρα, καθώς λιαζόμουν μασουλώντας κουλουράκια βουτύρου και κανέλας , οι σύντροφοί επέστρεφαν από το λιμάνι χαζογελώντας.

-Καλημέρα!

-Καλημέρα, μα τι έγινε γιατί γελάτε;

-Άμα σου πούμε θα γελάσεις κι εσύ…

-Τι πράμα;

-Χτες το βράδυ λένε οι ψαράδες είδανε έναν εξωγήινο να κολυμπά!

-Τι λέτε ρε; Έκανα εγώ φτύνοντας μερικά ψίχουλα στα μούτρα τους. Εκείνοι σκασμένοι από τα γέλια πιάστηκαν από έναν καναπέ μπαμπού και σωριάστηκαν μαζί με αυτόν στο χώμα.

-Έχει και καλύτερο περίμενε!

-Τι άλλο;

- Ακούστηκε στον ασύρματο ότι στο διπλανό βασίλειο είδαν οι θαλασσοφύλακες μια αρσενική γοργόνα!

-Ρε με δουλεύετε;

-ΑΧΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ, όχι αλήθεια, έτσι λένε, ήταν λέει ξαπλωμένος ένας άντρας γυμνός πάνω στο γυαλί διατήρησης και σίγουρα ήταν μισός ψάρι!

Εκείνη τη στιγμή τα κουλουράκια εκσφενδονίστηκαν από το στόμα μου με τη μορφή τορπίλης καθώς συνειδητοποιούσα σε ποιον αναφέρονταν, σε εμένα!

-Και δε μου λέτε, ο εξωγήινος είχε γυαλιστερό κεφάλι σαν να φόραγε μάσκα θαλάσσης;

-Ναι, εσύ που το ξέρεις;

-Θα το ‘δα στον ύπνο μου…

Είπα και γύρισα το βλέμμα μου προς τα σύνορα, ευχαριστημένος που κάποιος ακόμη, κάπου εκεί απέναντι, τα είχε αψηφήσει, 4 μέτρα πιο μπροστά.