Wednesday, September 18, 2019





  


Για τον Παύλο












Φθηνά παραμύθια για την ελίτ, ζωές με το μέτρο.


Της Χριστίνας Κοντούλη




Οι καμπάνες των τηλεοράσεων σήμαναν τον εσπερινό. Στα μέσα μαζικής δικτύωσης έπεσε το σύνθημα για το βράδυ κι αφού επαναλάβαμε το διάβασμα των ιερών άρθρων και ξέραμε τα λόγια καλά αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για τη λιτανεία. Υπέρ αναπαύσεως των ψυχών, ούρλιαξε το κράτος κι εμείς φωνάξαμε πίσω του ψιθυριστά, καμία ανάπαυση των καταδικασμένων. Ντυθήκαμε με μαύρα ρούχα, όχι τόσο από πένθος όσο από φόβο μήπως στο δρόμο αναγνώριζε κανείς το μέσα μας, τους λόγους που μας οδηγούσαν απόψε στο προσκύνημα, τους λόγους που θα ανάβαμε τσιγάρο με το άγριο φως κι άλλοι για να διατηρήσουμε την ηρεμία μας μες στο σκοτάδι. Υπήρχαν δυο ειδών φώτα, ήταν τα φώτα που ελπίζαμε να ανάψουν στη σκέψη και να δούμε τον φόβο, να τον παρατηρήσουμε, να μυρίσουμε τη μυρωδιά του, να νιώσουμε το χνώτο του του δίπλα μας κι έπειτα αρπάζοντας τον από τις τρίχες να καλπάσουμε πάνω του καταδικάζοντάς τον σε υποταγή για να γλυτώσουμε τη δική μας. Ύστερα ήταν τα φώτα των δρόμων, τεχνητά, άκομψα λουστραρισμένα λαμπιόνια, έρχονταν πλάι με τα φώτα των πλαστικών στρατιωτών που κράδαιναν μικρά ρόπαλα που τους χάρισε η μητερούλα κι ούρλιαζαν σαν σειρήνες ασθενοφόρων χτυπώντας για σένα, για μένα, για όλους, εμένα, εσένα κι όλους μας. Εμείς κρυβόμασταν από νωρίς στα σκοτάδια, μονάχα στο σκοτάδι άλλωστε έβλεπες το δυνατότερο φως. Εκείνοι φοβόταν το σκοτάδι, τσίριζαν, φώναζαν, έκλαιγαν κι απειλούσαν όταν νύχτωνε Αργότερα ψέκαζαν τις πόλεις τα βράδια με ιλουστρασιόν δακρυγόνα και στόλιζαν τις βαρύγδουπες στολές τους με χαμόγελα νέον για μας, για να τους βλέπουμε καλύτερα, να τους αναγνωρίζουμε καλύτερα, να υποτάξουν εκείνοι τα θηρία, τους φόβους που εμείς δεν προλάβαμε.
 Το κράτος αγόρασε κι άλλα στρατιωτάκια. Όσο περνούσαμε χρόνο ταΐζοντας τους οικόσιτους φόβους μας εκείνοι περνούσαν δίπλα στο παράθυρο και μας τάιζαν φόλες στον ύπνο, την άλλη μέρα έπρεπε να πληρώσεις περίθαλψη κι αν δεν είχες έπρεπε κάπου κάπως να την απαιτήσεις. Ήρθε ο καιρός που το κέρασμα δεν ήταν συνώνυμο της χαράς αλλά πληρωμή για τα αυτιά που νοικιαζόταν. 
-Φίλοι νοικιάζονται φίλοι, εκλεκτά αυτιά, δουλεύουν εισχωρώντας θυσία στο στόμα, στα χέρια , στα μάτια τους.
-Σύντροφοι, διαλεχτοί σύντροφοι, πρώτης ποιότητας εραστές, γονείς και δάσκαλοι, παιδιά ολόφρεσκα, η καλύτερη ποιότητα μόνο για σας, νοικιάζουμε αγκαλιές, οργασμοί με το κιλό, προσομοίωση της αγάπης. Νοικιάζουμε ευτυχία σε μπουκαλάκια κι έρωτα για τον καθρέφτη του αυτοκινήτου σας, ζώα προς τέρψη και διασκέδαση, ζώα για ζώα!
-Να σας βάλουμε λίγη ακόμη νεότητα, λίγο στρες;
-Μα μήπως με πειράξει;
-Παρακαλώ, παρακαλώ, είναι δημιουργικό, για σας μόνο τα καλύτερα.
Τώρα η Πολιτεία είχε νέες κάμερες. Καμουφλαρισμένα συναισθηματικά ράκη σούφρωναν τους μυς των προσώπων τους μπροστά στο φακό κι από πίσω ο κόσμος χειροκροτούσε ευχαριστημένος ρουφώντας τη σόδα που τους πρότειναν οι επικρατέστεροι γκουρού- influencers για να κάψουν τα κιλάκια των διακοπών. Γαλάζια χεράκια με παρατεταμένο τον μεγάλο και λυπημένες φατσούλες σαν ολοστρόγγυλα κουλουράκια κινούσαν στρεσαρισμένες μαριονέτες ξεφουρνίζοντας αλληλέγγυες διαδικτυακές μπούρδες για τα αρχαία δάση του νότου που καίγονταν. Ενώ ένα μάτσο καλοσμιλεμένες ευρωπαϊκές πέτρες διεκδικούσαν τις συνειδήσεις του κόσμου απλώνοντας τα χέρια για ελεημοσύνη και διατήρηση καθώς ένα μέρος τέχνης, μια πρέζα θρησκευτικής λαγνείας και μια καλή ρητορική υπέρ εθνικού θησαυρού αρκούσε να παραγκωνίσει το βλέμμα από την πραγματική είδηση  και να αδειάσει τις τράπεζες του μέλλοντος για να σώσει τις τράπεζες του παρελθόντος. Το μέλλον κατέβαζε το κεφάλι μασώντας το μαντίλι που έκλεινε το στόμα του καθώς το παρελθόν φόραγε στη γέρικη μασέλα του χρυσά δόντια.
Εμείς ανάψαμε το θερμοσίφωνα και βάλαμε τα χτεσινά ρούχα. Κάποιοι πήγαν νωρίτερα στο ναό και έβλεπαν τώρα το ντοκιμαντέρ, κάποιοι ίσιωναν τα μαλλιά τους και γέμιζαν τις τσέπες προφυλακτικά φράουλα μήπως σταθούν τυχεροί, κάποιοι άκουγαν δίσκους με τσέχικο πανκ στο σπίτι, κάποιοι κράτησαν το χέρι της μάνας στα δικαστήρια, κάποιοι θα πήγαιναν απόψε στη λιτανεία για το τζέρτζελο που δεν τους πρόσφερε η πόλη που σπούδαζαν, το χειμώνα, κάποιοι θα έτρωγαν ξύλο στο κατασταλτικό μέγαρο, κάποιοι θα έπιναν τον καφέ τους δυο στενά πιο δίπλα.  
Εμείς ανάψαμε ένα τσιγάρο πριν γίνει το νερό. Είχα χρόνια να πάω στον επιτάφιο όμως απόψε έμοιαζε σαν να ετοιμαζόμασταν για μια παρόμοια λιτανεία,  χωρίς ρασοφόρους κήρυκες κοράκων, χωρίς εξαπτέρυγα, χωρίς παπαδοπαίδια και προσκόπους, χωρίς βυζαντινούς αμανέδες και ακαταλαβίστικες προσευχές, λιβάνια και μύρα, χωρίς κεριά και λουλούδια, χωρίς σταυρούς. Ο δικός μας επιτάφιος μύριζε καμένη γη, πλαστικό και ξεβαμμένους τοίχους, είχε αμανέδες που έκαναν ρίμα και φθηνά κουτάκια μπύρας που τσαλακώνονταν εύκολα, δεν γύριζε τα τετράγωνα πάνω στα χέρια, ίδρωνε και καίγονταν μέσα στα χέρια μας, φώναζε συνθήματα κι έκανε πορείες στους δρόμους κυνηγημένος. Στην τηλεόραση δεν ακούγονταν πένθιμα εμβατήρια κι ούτε φέρναμε φως στο σπίτι με φαναράκια. Ανάβαμε τσιγάρα και προσευχόμασταν στον καπνό να μείνει λίγο φως στη σκέψη μέχρι να έρθουμε σπίτι.
Μόνο ο κόσμος έμοιαζε όμοιος, έσφιγγε τα χέρια κρυφά, ζητώντας ανάσταση, όχι ανάσταση νεκρών κορμιών, ανάσταση από καιρό νεκρωμένων εαυτών, συνειδήσεων, ανάσταση της φωνής του. Τότε κατάλαβα, εκείνοι ζητούσαν μια ξένη φωνή, εμείς ψάχναμε τη δική μας, πόσο γρήγορα αναρωτήθηκα ξεχνιέται η κατάσταση, πόσο θέλει για να γίνει παράδοση, πόσο θέλει για να χάσει το νόημά της; Όταν το σύστημα φοβάται την επανάσταση αφομοιώνει τον επαναστάτη… Χαίρομαι που δεν αφομοιώθηκες, χαίρομαι τώρα που δεν υποκλίνονται μπροστά σου, χαίρομαι που δεν έχεις εξαπτέρυγα κι ούτε γενειοφόρους γέροντες που αυτοαποκαλούνται παναγιότατοι και τέτοια, χαίρομαι που δεν σε ξέντυσαν από την ανθρωπιά γιατί αυτό σημαίνει πως δε σε έχουν ξεχάσει.
Λυπάμαι μόνο που έπρεπε απόψε να πάμε σε έναν επιτάφιο κι όχι σε μια συναυλία, λυπάμαι που έπρεπε να σε καταλάβουμε, λυπάμαι που δε καταλάβαμε χωρίς εσένα, λυπάμαι που θα ανάψουμε τσιγάρο για να σε μνημονεύσουμε, θα ήταν καλύτερα απλά να ανάβουμε τσιγάρο παρέα. Λυπάμαι που απόψε δε θα κάνεις μπάνιο να βγεις με τους φίλους, λυπάμαι που απόψε δε θα βάλεις τα χτεσινά, λυπάμαι που δε θα σφίξεις το χέρι της, λυπάμαι που για μας δεν θα είσαι απόψε μαζί μας. Τώρα μεγαλώσαμε κι αλλάξαμε, δεν θα ανάψουμε καντήλι για τα πνεύματα, ούτε θα προσκυνήσουμε την εικόνα της μάνας με τάματα και μαραμένα λουλούδια, προσκυνήσαμε τις μεγάλες μητέρες και προσφέραμε θυσία  για να νοιαστούν για μας, τώρα εμείς πως θα νοιαστούμε για τη μάνα; Η μάνα γέννησε, ανάθρεψε, μεγάλωσε το παιδί, η μάνα ζει. Το παιδί γέννησε, ανάθρεψε, μεγάλωσε ιδέες, το παιδί πέθανε. Η ιδέες συνεχίζουν να γεννούν, να αναθρέφουν, να μεγαλώνουν, το παιδί ζει μέσα τους.
Απόψε σκέφτηκα πως ήρθε ο καιρός να καταρρίψουμε τα λάβαρα των νεκρολάγνων, απόψε σκέφτηκα πως ήρθε ο καιρός να παλέψουμε για τους ζωντανούς γι’ αυτούς, για μας, πόσοι λίγοι έχουν κι έχουμε παλέψει; Ίσως αυτό να ήταν το πρόβλημα, ο κόσμος πάντοτε είχε στη διατήρηση το ένα μάτι. Μέσα από τη διατήρηση όμως θεριεύει κι αντικατάσταση, ποια ιδέα, ποιο δέρμα, ποια ζωή παραμένει ατόφια όταν παραποιείτε; Η φύση μιλά για κύκλους φθοράς και δημιουργίας κι εμείς αφύσικα μέναμε στη συντήρηση. Ίσως ήρθε ο καιρός να κάψουμε το χτες με τον αναπτήρα αν θέλουμε να σώσουμε το αύριο, ίσως ήρθε ο καιρός να πάψουμε να ταΐζουμε τους φόβους μας από φόβο μην μας φάνε καθώς είναι πεινασμένοι και να κλείσουμε το παράθυρο όταν κοιμόμαστε.
Δίπλα στο κρεβάτι στερεώσαμε τη φάκα για τους ποντικούς και κόψαμε λίγη σκέψη για δόλωμα, το νερό είχε γίνει. Φορέσαμε τα χτεσινά και λούσαμε καλά τα μαλλιά έτσι που να μη μυρίζει ο θυμός μας στους άλλους και μας κυνηγήσουν, έπειτα βγάλαμε το θηρίο στη βεράντα και κλείσαμε καλά το παράθυρο. Απόψε δεν είχε φόλες για μας, απόψε ας τις έτρωγε ο φόβος. Σκεφτήκαμε τις πιο όμορφες αγκαλιές και τις ράψαμε πάνω σε ψεύτικα πέτσινα κρεμώντας φιλιά στα αυτιά και τηλεφωνώντας σε καλούς φίλους. Δεν είχαμε λεφτά για κεράσματα, δεν είχαμε κάρτα αγορών να νοικιάσουμε ελπίδα, σκίσαμε τις συνταγές των ψυχολόγων και πλύναμε τα δόντια μας, απόψε θα κάναμε τη λιτανεία μια επανάσταση και τα βεγγαλικά της ανάστασης τα κρατήσαμε για μας. Το κράτος κοιμόταν ανάμεσα σε στρας και τροφαντές κωλοχράδρες σε παράθυρα ειδήσεων , πλαισιωμένες με κοστούμια υψηλής ραπτικής και ξινισμένες ανάσες ενώ εμείς ετοιμάζαμε το αναστάσιμο δείπνο της επομένης. Μόλις έδιναν το σύνθημα, υπέροχα φωτεινά πυροτεχνήματα ελεύθερων μικροσκοπικών ανθρώπων θα φώτιζαν τη νύχτα σχίζοντας τα εύθραυστα φωτάκια της υποταγής και σκορπίζοντας τα σε χαρτοπόλεμο.
Τότε και μόνο τότε, καθώς εκρήγνονταν οι σκέψεις μας στον αέρα θα έμενε η νύχτα ολόφωτη  καθώς η Πολιτεία θα έπεφτε πανικόβλητη μέσα στο μπλακ άουτ.

No comments:

Post a Comment