Sunday, August 25, 2019


Ναυτικό ημερολόγιο - Στην Ατάρ οι θεοί προσκυνούν τις κόκκινες κάλτσες


Της Χριστίνας Κοντούλη










Έμοιαζε σαν να προσεύχεστε με τα χέρια της καθώς λικνίζονταν στην μυστηριακή συχνότητα. Τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν με την μορφή κόκκινων εξωτικών πουλιών, γυρνούσαν γύρω από το πρόσωπό μου, δεν ήμουν σίγουρος, ίσως και να γυρνούσα γύρω της εγώ..


Μέσα στους καπνούς της Ατάρ, τα πρόστυχα γέλια των περαστικών που χλεύαζαν τη διασκέδαση μας προβάριζαν χειροκροτήματα από πορσελάνινα βαμμένα δόντια λίγο πριν την εκκλησία της Κυριακής ενώ δυο ανήλικοι δραπέτες κρύφτηκαν πίσω μας μέχρι να φτάσουμε κοντά στην είσοδο κι ύστερα ενσωματώθηκαν στην πολυκοσμία. Ο Ομάρ σκάλιζε μια μισοτελειωμένη φλογέρα μασουλώντας τις καυτερές πιπεριές του κι η Σπεράτζα έπαιζε ζάρια με τους ναυτικούς κάποιου αμερικάνικου βαποριού ξεκοκαλίζοντας τους μισθούς τους πριν ακόμη αγγίξουν το πάτωμα. Τέτοιες νύχτες όλη η Ατάρ ξεχύνονταν στους δρόμους με το πρόσχημα του καύσωνα, μια πόλη που θα ζήλευαν οι οπαδοί του Πουαντιγισμού καθώς αν άπλωνες ένα μεγεθυντικό φακό πάνω από τούτο τον παράξενο πίνακα τότε μόνο θα διέκρινες τις καταβολές του, μικρές χρωματιστές κουκκίδες στραγγισμένες απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης έλαμπαν αστραφτερά παραμορφωμένα κάτω από το χρυσαφένιο της πρόσωπο.
Ένας ξεχασμένος Άμμων Ρα με σπασμένη την αριστερή πλευρά του προσώπου του παρακολουθούσε μελαγχολικός το λιμάνι αναπολώντας τα περασμένα μεγαλεία του μετρώντας τα έξι καινούργια του τατουάζ που σήμαναν σιγά σιγά το τέλος άλλης μιας χιλιετίας. Έξω από το μαγειρείο ο Αφούσης έψαχνε το ζωνάρι του δίνοντας σαν αντάλλαγμα ευρέτρων σοφιστείες και καλησπέρες , μόνο που τώρα δυσκολεύονταν να σηκωθεί κι έτσι προέταζε το χέρι καρτερικά για λίγα ψηλά κι ό,τι άλλο είχε κανείς την όρεξη να του δώσει. Ο άλλος Κάσιος βρισκόταν δίπλα μου τώρα κι απ’ την αρχή του χρόνου, τον είχα ανταμώσει κάποτε σ’ ένα σκλαβοπάζαρο και τον πήρα μαζί μου να μου κρατά την αλυσίδα, μισή εγώ , μισή αυτός, δεν είχα παράπονο. Ο Γιάγκος ήτανε καλό παιδί μόνο που και που ξεχνιόταν μέσα στη βαρεμάρα του και μέτραγε τα άστρα τότε γέμιζε η μούρη του σπυριά και γύριζε την Ατάρ ψάχνοντας μαντζούνια για την χαμένη ομορφιά του. Ευτυχώς εμένα μ’ είχε δασκαλέψει η μάνα μου από μικρό κι έτσι μετρούσα τ’ αστέρια μόνο όταν έπεφταν.
Κάπου εκεί στα μέσα της νύχτας περάσαμε την αγορά των καλαμποκιών και δρασκελώντας βιαστικά τα στενάκια με τα προσευχητάρια των παλιών μανάδων βρεθήκαμε στο Zümrüt μπαχτσέ. Από τη μια η αρχαία αγορά κι από την άλλη πλευρά η αγορά των μυρωδικών και των κοσμημάτων, ενώ αν άφηνες το βλέμμα σου να περπατήσει κατά μήκος των ρευμάτων έφτανες μέχρι τα ψαράδικα που κατέληγαν στο γκρεμισμένο ναό της Αρτέμιδος στις εκβολές ενός οικόσιτου ποταμού . Οι απόγονοι των Σαρακηνών αναζητούσαν το Σάρας ανάμεσα σε γαλαζωπούς και χρυσοπράσινους καπνούς καθώς έσπαγαν και μοίραζαν το πλαστικό Γκράαλ κάτω από τις μύτες τουριστών σταυροφόρων που προσπαθούσαν να στηρίξουν τα selfie sticks ανάμεσα σε βαριά θωρακισμένες πανοπλίες παιδικών απωθημένων, νευρώσεων και ηρεμιστικών χαπιών. Στον αέρα πλανιόταν μια μυρωδιά θυμιάματος, ιδρωτίλας και ναφθαλίνης. Έτσι μύριζαν και τα παλιά σπίτια στο χωριό, μια ταμπλέτα σκληρής εργατιάς βουτηγμένη στο θρησκοπήγαδο κι έπειτα απλωμένη για να στεγνώσει στο βάθος ενός καθωσπρέπει ντουλαπιού στο ερμάρι. Καμιά φορά αναρωτιόμουν σαν παιδί αν έτσι έμοιαζε η λέξη μαυσωλείο, έπειτα μεγαλώνοντας είδα άλλα, πολύ πιο μεγάλα, πολύ πιο σκοτεινά που σαν ταξιδιωτικές βαλίτσες έφεραν πολλές στάμπες πάνω τους, πότε κράτος, πότε εθνική συνείδηση, πότε αστυνομία, πότε θρησκεία και πότε κοινωνική μέριμνα φροντίδας κι εκπαίδευσης επιθυμητών πολιτών. Όμως πάνε πια όλα αυτά, είχαν περάσει. Τώρα πάνω στα αποκαΐδια του απολίτιστου πολιτισμού μας ξαπωστάζαμε ευχαριστημένοι που επιβιώσαμε ακόμη μια φορά κι ονειρευόμασταν μέχρι το ηφαίστειο να καπνίσει και πάλι.
Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ωστόσο ήταν αυτή η επιμονή να αναζητούμε στολίδια από το παρελθόν για να ντύσουμε το γυμνό μας μέλλον. Σαν μια νύφη που ετοιμάζονταν για τον έγγαμο βίο τηλεφωνώντας στους πρώην εραστές της για ένα γρήγορο πριν την τελετή. Κι αυτό το γρήγορο κρατούσε μέρες, μήνες, αιώνες μα ίσως και να ήταν μια στιγμή που επαναλαμβάνονταν στη μνήμη της ξανά και ξανά ακόμη κι όταν γριά πια συνόδευε μια άλλη γενιά στη σύμβαση που εκείνη είχε μετανιώσει. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους του ανθρώπου ήταν να μετανιώσει κι όμως ό,τι κι αν πει αυτό που διάλεξε θα το διάλεγε ξανά και ξανά και ξανά γιατί αυτή είναι η φύση του.
Τα χέρια της Σεμέλης χαμήλωσαν κι αγκάλιασαν τον Δία σ’ ένα λιμάνι στην ανατολή, αυτή τη φορά θα ήταν συνετή και δεν θα του ζητούσε να της αποκαλύψει την πραγματική του φύση. Η Ήρα τύφλωνε τον Τειρεσία μορφάζοντας από αγανάκτηση κι έπειτα το βράδυ γλιστρούσε στην κάμαρά του και του ζητούσε να της μάθει τα μυστικά που είχε γνωρίσει στις δυο ζωές του. Κανείς ποτέ δεν είχε μάθει αυτή την απάτη…
Ο Γιάγκος ξάπλωσε στην άμμο να μετρήσει τα αστέρια. Είχε προμηθευτεί αρκετή αλοιφή από μια Βιετναμέζα σαμάνο κι ειδοποίησε τους ψαράδες να βρουν τον Σιμόν που έκανε τις τελετές του στα πόδια του Άμμωνα, αν πρήζονταν πάλι η μούρη του θα έσπαγε μερικά ασπράδια και θα έριχνε μερικά κόκαλα, έτσι θα ξόρκιζε την κατάρα. Ο Σιμόν ήταν ένας ψηλός γαλλοαφρικανός με τελετουργικά –όπως έλεγε- εμφυτεύματα στα μπράτσα (αν και όλοι ήξεραν πως τα είχε βάλει στην εφηβεία του για να εντυπωσιάσει την πρώτη του ερωμένη ) κι ένα μεγάλο τατουάζ λιβελούλα στο λαιμό. Είχαμε ταξιδέψει μερικές φορές μαζί και πάντα μας έβαζε σε περιπέτειες, όμως κανείς δεν μπορούσε να κρατήσει κακία σε κάποιον που γεννήθηκε κάτω από τον αστερισμό του ζυγού, σύμφωνα με τα λεγόμενά του…
Έδωσα ένα τσιγάρο στον Γιάγκο κι έπειτα τον άφησα πηγαίνοντας προς τα μαγειρεία. Στην παλιά πόλη οι ουρανοξύστες που κάποτε προπαγάνδιζαν ένα μέλλον γεμάτο υπέρλαμπρα και μακρινά τεχνολογικά επιτεύγματα τώρα έστεκαν σαν βουβά μισογκρεμισμένα τοτέμ αποκαλύπτοντας τα σάπια τους θεμέλια ενώ στον τρίτο όροφο ενός από αυτούς ένας κοκκινομάλλης πρώην τζογαδόρος , μισός Φιλανδός μισός Αρμένιος είχε στήσει τώρα ένα χαμάμ τόσο για χαλάρωση όσο και για όλες τις ορέξεις... Καθώς ανέβαινα στην «Αγία Πόλη» οι μυρωδιές των σαπουνιών χαριεντίζονταν μέσα στα ρουθούνια μου σαν τις οδαλίσκες ενός πίνακα του Ingres ενώ από τις κάσες των ανύπαρκτων πορτών γυμνοί άνθρωποι  ξαπλωμένοι κι ακίνητοι βαριανάσαιναν πλάι σε ξεφτισμένα ντουβάρια και θολές τζαμαρίες. Κάπου εκεί στις αρχές του άλλοτε προθάλαμου που οδηγούσε στον τέταρτο όροφο μια σειρά από μπάζα δημιουργούσε ένα πλατύ πέρασμα για τον διπλανό ουρανοξύστη. Στο βάθος ο Φάρος της Αλεξάνδρειας αντανακλούσε το φως των δρόμων στα γυαλιά μου περιπαίζοντας την μυωπία των ματιών βρίσκοντας καταφύγιο στη διαύγεια της άγριας φαντασίας με την οποία είχα προικισθεί από τα γεννοφάσκια μου. Σ’ αυτή τη ζωή τρεις ήταν οι προίκες μου, φαντασία, απορία, αμφισβήτηση. Τι καλύτερος μπούσουλας; Σκεφτόμουν ευχαριστημένος όταν ξαφνικά μια μικροσκοπική εικόνα αναστάτωσε την ταξιδιάρικη διάθεση του μυαλού μου. Σ’ ένα από τα πολλά δωμάτια του  Ναού των πολλών ονομάτων, ένα δωμάτιο ήταν καινό, στα άλλα διάφοροι άνθρωποι , διαφόρων θρησκειών, σκέψεων κι ελπίδων κάθονταν όπως πάντα τραγουδώντας νανουρίσματα στις γλώσσες τους, όμως σ’ εκείνο το μικρό δωμάτιο ξεχώριζε μονάχα μια σιλουέτα. Δεν ήξερα τι ακριβώς μα κάτι με τραβούσε να πλησιάσω. Στο βάθος του δωματίου μια γυναίκα κάθονταν σκυμμένη με την πλάτη προς το μέρος μου βουτώντας τα χέρια της σε μια λεκάνη τραγουδώντας ένα νανούρισμα σε μια γλώσσα που δεν μπορούσα να αναγνωρίσω. Κάθε τόσο έβγαζε μια κόκκινη κάλτσα από το νερό κι έπειτα την έδινε σε μια άλλη γυναίκα λίγο πιο πέρα, εκείνη την άπλωνε σ’ ένα σχοινί  κι ύστερα μια  Τρίτη το τραβούσε κι έπαιρνε την τελευταία κάλτσα τοποθετώντας τις σε ζευγάρια. Άλλες έμεναν από την αρχή ως το τέλος στην αρχικές τους θέσεις, άλλες τις άλλαζαν κι άλλες, εκείνες που ήταν ξηλωμένες είτε τις άφηναν στην άκρη είτε τις έριχναν σε ένα βαρέλι όπου έκαιγε μια αυτοσχέδια φωτιά. Αυτό συνεχίστηκε για τρεις νύχτες, την τέταρτη αποφάσισα να μπω στο δωμάτιο και να τους μιλήσω. Όμως όταν έφτασα εκεί δεν υπήρχε κανείς παρά μόνο η Σεμέλη. Έφυγα αθόρυβα, στο πρόσωπό της είχε την έκφραση της προσμονής, σε λίγο θα έφτανε ο Δίας.
Προσπέρασα βιαστικά τα μαγειρεία και αποφεύγοντας με γρήγορα τινάγματα των χεριών ένα κίτρινο σύννεφο από κάρυ έφτασα στη Σουμέρια. Ένας μελαψός νεαρός στην είσοδο κερνούσε σουμάδα και χαλβά. Καθώς με πήραν οι πρώτοι ήχοι του καφέ αμάν μασουλούσα είδη ένα κομμάτι επεξεργασμένο μούστο γεμιστό με σταφίδα και φουντούκι ενώ οι ονειροβάτες ποιητές αντάλλασσαν αφηγήσεις μουχλιασμένων βιβλίων από την αποθήκη της Αλεξάνδρειας. Στη μεσόγειο η στάθμη των νερών είχε ανέβει αρκετά κι έτσι οι παλιοί χάρτες με τους δρόμους των πειρατών είχαν καεί στα τζάκια των αγροτών του Νείλου. Η Μπαχάρ, η Ρόζα κι η Δισδεμόνα  χόρευαν κι έπιναν  τώρα μόνο για την πάρτη τους, χωρίς, αφέντες, αγαπητικούς και ζηλιάρηδες συζύγους διασκεδάζοντας μαζί με τις μαινάδες των Θηβών προσφέροντας αφοσίωση μονάχα στον Διόνυσο. Εκείνος με τα κόκκινα μαλλιά του πλεγμένα σαλαμάστρα, τυλιγμένος σ’ ένα λουλουδάτο κάλυμμα καναπέ λίκνιζε το μακρύ λαιμό του μιλώντας σε εφτά γλώσσες ταυτόχρονα, διασκεδάζοντας ινκόγκνιτο μαζί με τους θνητούς. Κάπου μέσα στους καπνούς μου φάνηκε πως είδα τον Φεντερίκο να ζωγραφίζει τσιγγάνες καλόγριες σ’ επίδοξους εραστές περνώντας πότε πότε τα δάχτυλά του ανάμεσα στις τούφες των μαλλιών του καθώς η Βερενίκη μετρούσε τα άστρα με τον Γιάγκο δείχνοντάς του τις ουράνιες μπούκλες της. Εγώ έριξα άλλη μια ματιά τριγύρω κι ύστερα κατέβηκα την ξύλινη σκάλα της εσωτερικής βεράντας πηγαίνοντας προς το μπαρ. Η Σπεράτζα έπαιζε τώρα  το επόμενο ποτό της στα ζάρια ενώ τιτίβιζαν με τον μπάρμαν ένα μυστικό έρωτα που πήγαινε πολλά χρόνια πίσω.
Έπειτα από κάμποση ώρα  ο Μανέ σταμάτησε να σκιτσάρει την μπαργούμαν κι ήρθε επιτέλους προς το μέρος μου.
-Α Φράνσις, με συγχωρείς, τώρα σε είδα. Πότε ήρθες;
-Έχουμε λίγες μέρες, δεν πρόλαβα να έρθω νωρίτερα
-Δεν πειράζει, θα μείνετε μέρες;
-Μπα όχι, ο καπετάνιος είχε κάτι δουλειές και καθυστερήσαμε, τώρα αύριο μεθαύριο θα ανέβουμε στα βόρεια πάλι.
- Η αδερφή σου τι κάνει; Είδα τον Φωτεινό, μου είπε πως θα πήγαινε να τη βρει στη Δήλο κι ύστερα θα πήγαιναν μαζί στο χωριό. Βρήκαν ένα αρχαίο ναυάγιο εκεί και χρειάζονταν χέρια, σκέψου, από την προηγούμενη χιλιετία!
- Ναι ο Φωτεινός μάζεψε όσους μπορούσε αλλά ακόμα δεν φτάνουνε, η αδερφή μου λέει πως το ναυάγιο ξεκίνησε από την παλιά πόλη στα μέρη μας και βυθίστηκε στη Δήλο.
-Ναι το άκουσα κι εγώ, ήταν ο Μπορίς κι ο Φινέας εδώ πριν κάτι μέρες, μου τα είπαν κι εκείνοι, έψαχναν τον Νηρέα με τους βουτηχτές αλλά ο Μπας είπε πως είναι σε άλλη δουλειά στην Ελβετία. Ορίστε το ποτό σου, έβαλα και ταμπάσκο –είναι από τις πιπεριές του Ομάρ- θα σ’ αρέσει.
Η μούσα άφησε το ποτήρι στον πάγκο κι επέστρεψε χαμογελαστή στον ζωγράφο καθώς οι σκέψεις έσβηναν σιγά σιγά μέσα στους ανατολίτικους δρόμους. Το Hejaz και το Niavent  έχτιζαν θεωρία επίτιμων παρατηρητών αιώνες τώρα, πλαταίνοντας τους στενούς τοίχους και τα στενά αισθήματα χωρώντας  τα φαντάσματα γενεών, ερώτων, πολιτισμών και μυστηρίων από το χτες ως το αύριο. Η μουσική δεν είχε χρόνο, η μουσική ίσως να ήταν η παλαιότερη ύπαρξη κι η μόνη αντίπαλος του θανάτου, η «πανταχού παρούσα», ακόμη και στη σιωπή.
Τότε την είδα πάλι. Έμοιαζε σαν να προσεύχεστε με τα χέρια της καθώς λικνίζονταν στην μυστηριακή συχνότητα. Τα χέρια της πήγαιναν κι έρχονταν με την μορφή κόκκινων εξωτικών πουλιών, γυρνούσαν γύρω από το πρόσωπό μου, δεν ήμουν σίγουρος, ίσως και να γυρνούσα γύρω της εγώ..  Θυμήθηκα τους στίχους του Καββαδία «…ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;…» Τα χέρια της μπλέκονταν ολοένα και πιο κοντά μου, τα λημνίσια μάτια της που με τρόμαζαν περισσότερο από την αγριεμένη βοή των κυμάτων της θάλασσας, ο δαίμονας ενός έρωτα που δεν είχε ακούσει το όνομά του. Κι η μουσική, ο ήχος αυτός που με ακολουθούσε από τα σπάργανα της ύπαρξής μου και σιωπούσε μονάχα δίπλα της, τώρα όλη η πόλη έμοιαζε να παίζει αυτό τον ήχο. Ζαλίστηκα, τα μάτια μου έκλεισαν.
Όταν ξύπνησα ο Γιάγκος στέκονταν πάνω από το κεφάλι μου παρατηρώντας με μ’ εκείνη την αστεία φάτσα που παίρνει κάποιος μπροστά σε κάτι ανεξήγητο.
-Τι; Ρώτησα προσπαθώντας να σηκωθώ.
-Τι έκανες χτες;
-Είχα πάει στη Σουμέρια, γιατί; Έκανα κοιτάζοντας γύρω μου. Ήμουν στην παραλία.
-Καλά κι εδώ πως βρέθηκες;
-Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Μα καλά, τι με κοιτάς έτσι; Σταμάτα, η φάτσα σου είναι αστεία και μου ‘ρχονται γέλια.
-Άμα σου ‘ρχονται γέλια εσένα, εγώ τι πρέπει να κάνω;
-Γιατί;
Ο Γιάγκος μου έκανε νόημα -με την ίδια πάντα γκριμάτσα- να κοιτάξω τα πόδια μου. Οι μπότες μου είχαν εξαφανιστεί, το ίδιο και οι κάλτσες μου, το μόνο που είχε μείνει ήταν μια κόκκινη κάλτσα… Σηκώθηκα όπως όπως κι αφού έσιαξα λίγο τα ρούχα μου ξεκινήσαμε για το πλοίο, εκεί είχα ένα δεύτερο ζευγάρι παπούτσια. Ωστόσο όταν φτάσαμε στις καμπίνες, ένα μικρό μπούγιο ήταν συγκεντρωμένο στην είσοδο.
-Μα δεν μπορώ να καταλάβω, τι έγινε, που είναι;
-Ηρεμήστε θα τα βρούμε
-Μα για πιο λόγο, ποιος;
-Τι έγινε; Ρώτησα τον καμαρότο
-Μια από τους επιβάτες που επιβιβάστηκαν χτες
-Ε τι;
-Έχασε τα παπούτσια της
-Ε; έκανα εγώ. Ο Γιάγκος γύρισε ρίχνοντας μου μια ματιά σκασμένος στα γέλια.
-Δεσποινίς! Φώναξα προχωρώντας ανάμεσα στους ναύτες, όταν έφτασα μπροστά δυο μεγάλα μάτια με κάρφωναν αγανακτισμένα. Τα μαλλιά της ήταν καστανόχρυσα όπως το μέλι στο φως κι είχε μερικές φακίδες γύρω από τη μύτη. Εγώ σήκωσα τότε το μπατζάκι μου και δείχνοντάς της την κόκκινη κάλτσα ξεσπάσαμε κι οι δυο σε γέλια. Η άλλη κόκκινη κάλτσα ήταν στο πόδι της! ‘Ένας αρχέγονος ήχος απλώθηκε στο δωμάτιο καθώς οι μοίρες γλίτωναν ένα ζευγάρι κάλτσες απ’ τη μπουγάδα. Η εποχή του υδροχόου είχε τελειώσει επίσημα. Ένα νέο ταξίδι μόλις είχε ξεκινήσει.


No comments:

Post a Comment