Thursday, April 28, 2022

 Τι είναι τέχνη; Ποια ταξίδια μπορεί να μας προσφέρει η ερώτηση αυτή; Κάθε πότε διεκδικεί από εμάς, από πριν, από μετά μας, την απάντησή της; Ας σκεφτούμε τον ορισμό της ως την εικόνα μια παραλίας, κι ας τρέξουμε, ας παίξουμε κι ας εξερευνήσουμε , αφήνοντας την φαντασία μας να κάνει το σκουπίδι αστρόπλοιο και τη μορφοποίηση , συνέντευξή μας, αναίρεση, σκοπό και καταφύγιο μιας άψογα ατελούς φύσης.

της Χριστίνας Κοντούλη




Κεφάλαιο δέκατο τέταρτο

 

 

Οι ώρες ταξίδευαν με την ταχύτητα του φωτός, οι μέρες... στην αγκαλιά της Ανατολής ο χρόνος έμοιαζε να διαστέλλεται κι εκείνος μαζί με την διάρκεια της ηλιακής επικράτειας. Συζητήσεις, ιστορίες, αγκαλιές κι απορίες, έστρωναν το κρεβάτι της μέρας του, μυστήρια έστρωναν τον καναπέ της ξάγρυπνης νύχτας και μια γλυκιά αναλαμπή σαν δροσερό νερό, ταράζονταν από ένα κουτάλι με βανίλια. Οι φιλόσοφοι στέκονταν βαρετά επιχρωματισμένοι και παράξενα επίχριστοι κι επιχρισμένοι ανάμεσα σε οδηγίες για την δημιουργία δαντελωτών μαντάλων και χειμερινών μπουφάν. Χαρούμενα πρόσωπα πόζαραν με χάρη στο φακό δίνοντας την εντύπωση πως ο παράδεισος βρίσκονταν σε μια κούπα με την επωνυμία ενός καφέ, γραμμένη σε άπταιστους καλλιγραφικούς χαρακτήρες σε μια εκ δυτικοποιημένη βόρεια γη, με γλαφυρό φόντο της προηγούμενης δεκαετίας. Η Νορβηγία ήταν το ίδιο μακριά όσο και το απέναντι νησί, η Πάφος και η Γουαδελούπη, το Μαρρακές, η Κωστάντζα και η Γαλλική Πολυνησία, η Ινδία των αποικιοκρατών, το Βυζάντιο, οι Κρήτες και η σφηνοειδής Β’. Κι οι φιλόσοφοι, δεν ήταν παρά κουρσάροι των εποχών και χρονοταξιδιώτες της αβέβαιης συνέχειας των εικόνων. Προφήτες με σιωπηλή συμφωνία αντί για σύμφωνο, εν δυνάμει φερέφωνα μιας ευρύτατης εποχής κι αλήτες του καλού κόσμου….

Τα αγάλματα του μουσείου στέκονταν άψογα τοποθετημένα σε μια αλληλουχία εποχών, ορίζοντας στην ιστορία περιόδους, θέτοντας αρχή, μέση και τέλος.. Ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε και έφυγε από την αίθουσα, οι ατέρμονες ερμηνείες τον κούραζαν πάντοτε, οι αυθεντίες δεν μπορούσε να είναι φυσικές παρά μόνο αφήνοντας την υπόνοια της κατάρρευσής τους. Καμιά πραγματική αυθεντία δεν θα επιθυμούσε να ερμηνευτεί  ως πραγματικότητα παρά μόνο ως πιθανότητα κι έτσι διατηρούσε αποστάσεις από την σχολαστικότητα, παραδεχόμενη μονάχα τον στοχασμό.

-Βαρέθηκα, θα βγω για ένα τσιγάρο στην αυλή… ψιθύρισε στον κύριο Φωτεινό και στην μεσαία αδερφή του. Ο μικρόκοσμος, ο μεσόκοσμος και ο μακρόκοσμος, ενσαρκωμένοι από τρείς θηλυκότητες στέκονταν με σηκωμένα φρύδια- βιολογική κληρονομιά; ,εξελικτική ανάγκη; Ποιος ξέρει;- σαν ευφάνταστοι μύκητες, προσφέροντας την αμφισβήτηση του τοπίου ήρεμα και σταθερά ενώ εκείνος πότιζε τις κατευθύνσεις τους με την απαξίωσή του στο υποτιθέμενο γεγονός κι απομακρύνονταν από την αίθουσα αφήνοντας τους αρχαίους να ησυχάσουν. Καθώς περπατούσε στους διαδρόμους του μουσείου προσπαθώντας να βρει την έξοδο ή έστω την αρχή της πομπώδους αυτής έκθεσης ένα χέρι τον τράβηξε από το μανίκι.

Οι αποθήκες των μουσείων, θυμίζουν τρομερά τις κουζίνες των σπιτιών και τα παρασκήνια των θεάτρων. Όλα τα ενδιαφέροντα πράγματα, οι καλύτερες συζητήσεις, οι πιο σπουδαίες απορίες κι οι μετέωρες απαντήσεις τους ΄κυλούσαν πάντοτε μακριά από την κοινή θέα, προτιμούσαν τους μικρούς χώρους, εκεί που η κοινωνικοποίηση γίνονταν με την ευλάβεια της κοινωνίας και καλωσόριζε τους πιστούς στο λαβύρινθο του λαγού. Η Αλίκη κατέβασε μονορούφι το μπουκάλι, η ετικέτα στο πλάι μεγάλωσε ξαφνικά καθώς εκείνη μετατρέπονταν σε αρχείο zip και μπορούσε να χωρέσει πίσω από τις μελανιές των γραμμάτων.

-Bonjour Christophe! Rapproce toi mon ami!  Έκανε ο φιλόσοφος τραβώντας μια γρήγορη ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Ο Χριστόφορος έγνεψε καταφατικά και ακολούθησε. Καθώς περνούσε το σκαλοπάτι ένας μικρός λαβύρινθος απλώνονταν μπροστά του. Τα όρια του χρόνου συναντούσαν εκείνα της τέχνης και σαν πυροτέχνημα έσβηναν στο αέρα δημιουργώντας μια ομιχλώδη εικόνα που διατηρούσε το μυστήριο σε μια πολυπολιτισμική αίσθηση απλωμένη σαν άλλο φρεσκοπλυμένο σεντόνι στο χάος. Το φως του ήλιου γλιστρούσε από τα παράθυρα γεννώντας μια ανθρωποκεντρική νότα στην ιστορία, ονομάζοντας για πρώτη φορά το υλικό ανάγοντάς το σε άυλο, διατηρώντας εκείνη την λεπτομέρεια πέρα από το μύθο, την ζωή. Η τέχνη διεκδικούσε το χρωματικό φάσμα και επέστρεφε στον χώρο και στον χρόνο ακέραιη, αποκτώντας σάρκα και οστά καθώς οι Πυγμαλίωνες κλείνοντας το μάτι στην νέα αποχή κι αποδεχόμενοι το ταξίδι αφήνονταν σε γήινες απολαύσεις και περιορισμούς που στέκονταν πίσω από την πλάτη του. Η μισάνοιχτη πόρτα χτύπησε… μια άγνωστη αραβική διάλεκτος έκανε τον καθηγητή να σχολάσει νωρίς το μάθημα κι ένα κρυφό τσούρμο ανθρώπων άφησε την αίθουσα το ίδιο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί κι εκείνος. Μικρές Αφροδίτες με εξωτικά χαρακτηριστικά πολλαπλών διαστάσεων και νεαροί δανδήδες πολλαπλών παραστάσεων, ποικίλοι και κάπως οικείοι άδειαζαν την αίθουσα, παίρνοντας μαζί τους μορφές που δεν υπήρξαν ποτέ, ξεσηκώνοντας πρόσωπα που μετρούσαν χιλιάδες χρόνια….

Για λίγο ένιωσε κι εκείνος σαν ταξιδιώτης του χρόνου. Τα βήματά του ακούσθηκαν εκκωφαντικά μέσα στην ησυχία… Έκλεισε τα μάτια του κι οι σκέψεις του «πέταξαν σαν πουλιά». Ύστερα έριξε μια ματιά στις φωλιές τους και στα αυγά από πέτρα που αντικατόπτριζαν το χτες. Ο χρόνος σταμάτησε.  Ο χρόνος επιβραδύνονταν μέσα από την τέχνη. Επιβραδύνονταν όσο είχε τη δυνατότητα της συνέχειας…. Ξάφνου δυο απαλά χέρια πλησίασαν το πρόσωπό του και έκλεισαν τα μάτια του.

-Άραγε το βράδυ… όταν όλοι λείπουν….Ξυπνά η ιστορία; Η τέχνη ξυπνά; Ψιθύρισε χαϊδεύοντας το δέρμα της.

-Γλεντούν; Κάνουν έρωτα; Σπάνε τα δεσμά της πέτρας….

-Ο χρόνος…σταματάει…ο χρόνος;

Τα χέρια της ..κυλούσαν σαν απάντηση, σαν παράδοξο στο κορμί του, κυλούσαν,  ορίζοντας και τοποθετώντας την διττότητα του χώρου σε συνάρτηση με τον χρόνο. Καθώς οι πραγματικότητες ξεχώριζαν και νέοι εφήμεροι πλανήτες δημιουργούνταν και τοποθετούνταν σε μια παράλληλη τροχιά, η φωνή της καλούσε σαν μυστηριακός αστρολάβος την πορεία να εισέλθει σε ένα προγραμματισμένο σχέδιο, να θέσει σε εφαρμογή την διαδρομή και να ζωντανέψει μυστικά και ταυτόχρονα, όλες εκείνες τις εποχές και τις ώρες που ο έρωτας αποκτούσε τη χροιά των θνητών και τη γεύση του νέκταρ. Χιλιάδες μυριάδες χείλια ενώνονταν κι άλλα τόσα αστέρια συγκρούονταν δημιουργώντας το δικό τους σύμπαν σε ένα πεδίο βολής που κανείς δεν έβγαινε αλώβητος και κανείς αλώβητος δεν ήθελε να φύγει. Ο χώρος παρέμενε σταθερός καθώς ο χρόνος καμπυλώνονταν κι ο χώρος καμπυλωμένος πια κι εκείνος διατηρούσε την σταθερότητα του χρόνου ορίζοντας την ως σχετικότητα κι ως ανάλογη την ώρα που τα αγάλματα χόρευαν απαξιώνοντας την σταθερή τους φύση μέσα σε μια άρρυθμη διάσταση συγκοινωνούντων, απροσπέλαστων δοχείων , ελαφρώς ταλαιπωρημένων από τον καιρό κι ανυπόφορα γεμάτων.

Sunday, April 24, 2022

 Η συνέχεια του κεφαλαίου 13 και το τέλος του.

 Οι πρωινές σκέψεις άλλοτε περιορίζονται σε ένα μυρωδάτο πρωινό κι άλλοτε σε μια αλληλουχία σκέψεων όπου η μια οδηγεί την άλλη, σκουντουφλώντας στο αρχέγονο ερώτημα, "τι συμβαίνει;" Κι ύστερα χάνεται στο πρώτο κρακ της φρυγανιάς...

της Χριστίνας Κοντούλη


Ένα θολό πλάνο της κάμερας σε μια εποχή που ακόμη δεν είχε φτάσει, κακά μπάσα και πουαντιγιστική εικόνα, υπερβολές στα κοστούμια και σκηνοθετημένα βλέμματα, λάθος γλώσσες σε λάθος χείλια, παραδώσεις που έσπαζαν και μια λαμπύριζέ τσάκιση, που γύριζε την σελίδα…; Ίσως πάλι να ήταν και μια θολή ανάμνηση, μια φωνή που πέταγε μέσα στο φάσμα του χρόνου με την ταχύτητα του φωτός και καθιστούσε το αντικείμενο ακίνητο, ακλόνητο κι αγέραστο σύμφωνα με την γωνία που στέκονταν ο παρατηρητής ή σύμφωνα με εκείνη που στέκονταν η σκέψη του. Η αντίληψη, θα μπορούσε να είναι κι ο πρώτος αντιρατσιστικός κανόνας, όποιος την έχει ξέρει πως υπάρχουν κι άλλες ακριβώς απέναντι, ξέρει πως δεν είναι ο μόνος και δεν μπορεί παρά να δεχτεί πως είναι ένας από τους πολλούς, καθώς βαδίζει μέσα στην προσωπική του αγωνία αναγάγωντας εκείνη των ξένων σαν πιθανή λύση στη δική του εξίσωση.

-Άτιμε Καββαδία, συλλογίστηκε καθώς ο μπούσουλας και το καράβι παραπέαν ανάμεσα στις πορείες σηκώνοντας μπαϊράκι ταυτόχρονα, έτσι που να ξορκίζουν τον δρόμο αφήνοντας στην τρέλα του, εκείνον που ξεστόμιζε την ερώτηση και θαρρούσε πως είχε τη δύναμη να χαράξει τον χάρτη.  Όχι, όχι δεν ήταν όνειρο τα γέλια της, η υπόσταση που μας όριζε και μας γεννούσε, η τύχη που είχε φερθεί καλά στη σύσταση της της ενσάρκωσης κι οι πενιχρές φιλοσοφίες που κατέρρεαν και ξαναχτίζονταν μπροστά της. Μπροστά σε τι; Σε ένα πλάσμα όπως όλα τα άλλα, σε μια τυχαία συνάρτηση που έμοιαζε να ορίζει το σύμπαν.

Οι δικοί του , καλοδέχτηκαν την Νηνεμία κι ο άνεμος κόπασε για λίγο στα ανατολικά. Όπως είχε προβλέψει, η αιτία ήταν ένα ψέμα μα άξιζε τον κόπο εκείνο το πρωινό κατάστρωμα, η βόλτα στην παραλία όπως και το ταπεινό άγγιγμα του σεντονιού πάνω στο πρόσωπο. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα , μόνο που έβλεπε τώρα στον καθρέφτη ένα καινούργιο στοιχείο. Ανήσυχο, γεμάτο απορίες  και σκαμπανεβάσματα, απομακρυσμένο από την πρώτη νιότη, ένα στοιχείο που έδινε μια τάση ασυνάρτητου χορού στο φρύδι του και μια μικρή ρυτίδα στο μάγουλό του, που σκιαγραφούσε τον χώρο. Μα ο χρόνος, παγωμένος σε ένα διαγαλξιακό ταξίδι,  στεγνός από άνεμο, αφαιρούσε από την εξίσωση τον ίδιο αριθμό που είχε προσθέσει, φέροντας ξανά το παιδικό είδωλο στην αντανάκλαση  οραματιζόμενος μονάχα μια υγρή εφηβεία και μια έξαψη που ξεπερνούσε ατάραχη ,τις φοβίες των άλλων ανθρώπων. Το ζενίθ της δόξας του απρόσκλητου, του παλιού, ορίζονταν με τις φλέβες του ήλιου. Εκεί που ο Νείλος, μυστηριώδης κι απροσάρμοστα πραγματικός, διηγούνταν τις λεπτομέρειες, προσθέτοντας ό,τι έλειπε, με το αλάτι. Κι ήταν παράξενο τούτη τη φορά οι αφηγήσεις της μέρα, οι εντροπίες του μεσημεριού να ξεπερνούν κατά πολύ εκείνες της ονειρικής νύχτας , που έμοιαζε  τώρα με κουρασμένο δημόσιο υπάλληλο που είχε έρθει η ώρα της σύνταξής του.

-«Εμείς τη νύχτα κοιμόμαστε, τη μέρα φτιάχνουμε έργα…»* ψιθύρισε λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος στον καναπέ του σαλονιού, ξεχνώντας εκείνη την παράφραση με την εναλλαγή της ώρας, που έκανε στα μικράτα του.  Η Σωτηρία τράβηξε το σάλι του καναπέ μέχρι τους ώμους του κι αφήνοντάς τον στο μεταίχμιο της αναπόλησης πήρε το βιβλίο από τα χέρια του και ρίχνοντας γύρω μια ματιά, κάθισε στην πολυθρόνα απλώνοντας τα πόδια της προς το μέρος του. Ύστερα από λίγο κοιμήθηκε κι εκείνη. Στα όνειρά της οι ψαράδες του ποταμού τραγουδούσαν σε υπέροχες άριες το ταξίδι καθώς πελώρια γυαλιστερά ψάρια έβγαιναν από τα κύματα σαν πουλιά και κούρνιαζαν ανάμεσα στα απομεινάρια αρχαίων ναών και μελλοντικών ήλιων που ακόμη δεν είχαν γεννηθεί για να ανατείλουν το βράδυ τους. Τα τείχη της Αρράντης χαμήλωναν αφήνοντας μονάχα τους μενεξέδες να φυτρώνουν στην άμμο, καθώς γύρω τους υψώνονταν οι Αλεξανδρινοί ήρωες που κάποτε ,κοιμόταν σαν όλους τους άλλους κι όλους τους επόμενους…. Ίσως να ροχάλιζαν σε πρίμο σεκόντο, ίσως να σφύριζαν απαλά με την ακολουθία του φλοίσβου , ίσως να έξυναν τη μύτη τους και να αλλάζαν κάθε τόσο πλευρό , ίσως και να μην κινήθηκαν καθόλου, όμοιοι με αγάλματα του παρελθόντος να άφησαν το μέλλον τους, να καλπάσει μέσα στο όνειρο, ορίζοντας με κόκκινες κλωστές τα επίπεδα της φυσικής ακολουθίας. Ίσως πάλι να έγιναν ξανά παιδιά και να έπαιξαν αμέριμνα με την άμμο, επιτρέποντάς  της να τρέξει στα γόνατα και να λασπώσει στα χέρια καθώς εκείνοι ενήλικες πια προσπερνούσαν χαμογελώντας, το παράδοξο. Το όνειρο έρεε ανάμεσα στα δάχτυλα, συνοψίζονταν κι αφιερώνονταν  στην επιθυμία, χτίζοντας το νέο σινικό εκεί που θα κατέρρεαν γερές πέτρες αιώνων, αφομοιώνοντας την πραγματικότητα ως άλλη επιδρομή, ως λαίλαπα κι ως νέα γη κι αρχέγονη κουλτούρα.

*Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι

 

 

Η πραγματικότητα ταυτίζονταν με την συνοχή, την αλληλουχία ή μήπως τελικά με ένα παζλ αμφίρροπων ισορροπιών όπου η επιλογή ήταν μονόδρομος κι ο έρωτας ως καθρέφτης των ταλαντεύσεων η μόνη σύνδεση με την αντίληψη κι εν τέλη την ανέλπιστη ισορροπία; Ήταν ο έρωτας η θέση που ορίζει την ταχύτητα της χρονική διαδρομής άρα και τη λύση της εξίσωσης ή έστω την πορεία; Ή μήπως μια τυχαία συνιστώσα που δημιουργούσε το νέο πρόβλημα ; Ερώτηση ή απάντηση  και γιατί όχι και τα δυο; Πάντα ανάλογα , οπωσδήποτε σχετικά, Ωστόσο ήταν σίγουρα αστείο, η ανυπαρξία της τέλειας εξίσωσης κι όμως η μόνη στιγμή τελειότητας μας, είναι εκείνη που είμαστε πιο ατελείς από ποτέ, η στιγμή που είμαστε ερωτευμένοι, η στιγμή που είμαστε τέλειοι…. Χημικές ενώσεις, απελευθερώσεις και επεξεργασίες, επανεκκίνηση. Κι ένα βαρύγδουπο «γνώθι σαυτόν» που άρχιζε πια να μοιάζει με γνέθω εαυτόν…καθώς νομίζοντας πως γνωρίζουμε ξεκινούσαμε να πλέκουμε εκείνο που τελικά πιστεύαμε πως είμασταν, μια αυτοεκπληρώμενη προφητεία έκλεβε τα φώτα της γέννησής μας κι άκουγε το τραγουδάκι των γενέθλιων της διακόπτοντας την πιθανότητα στη μέση. Η απάτη της αυτογνωσίας, ήταν κι εκείνη μια εκδοχή ή μια τυποποιημένη κατεύθυνση που χρόνια τώρα οριοθετούσε την εξελικτική πορεία; Πόσες φορές συνεχίζαμε να επαναλαμβάνουμε ή να διατηρούμε μια κατάσταση απλά και μόνο επειδή υπήρξε αρχικά ή επειδή συγκρατούσαμε την θεωρία της επιβεβαίωσης εαυτού; Θέλαμε απλά να έχουμε δίκαιο; Ακόμη κι αν γινόμασταν άδικοι απέναντί σε εμάς τους ίδιους; Η ανακαλούσαμε τάχα μια τυχαία αυθεντία που κατάφερε να τσαλακώσει ή να εξυψώσει το εγώ μας τόσο ώστε να θέσει εκ νέου τις ταλαντευόμενες βάσεις μας; Μήπως εν τέλη το σύστημα ήταν γερά θεμέλια ναι, πάνω σε ευπροσάρμοστες βάσεις δε; Το μυστικό βρίσκονταν άραγε στην διατήρηση μιας ανοιχτής πόρτας και όχι μιας σταθερής πορείας; Μπορεί ποτέ η πορεία να διατηρηθεί σταθερή τη στιγμή που ο κόσμος παραμένει εύπλαστος κι αν ναι, , τι χάνεις προσπερνώντας τις γωνίες; Με την παραδοχή της άγνοιας διατηρούμε την πιθανότητα της γνώσης; Με την αποδοχή του μετέωρου ισορροπούμε στον ανισόρροπο κόσμο; Κάπου ο Σωκράτης έκλεινε το μάτι μασουλώντας χουρμάδες στον ήλιο καθώς ένας νέος πλανήτης αποκτούσε την πρώτη του μορφή μέσω της επανάστασης. Ο κολυμβητής βγήκε στη στεριά κι έχτισε την κοινωνία. Η κοινωνία λάτρεψε ετεροχρονισμένα τον κολυμβητή και φορώντας του το στέμμα του ανόητου πορεύτηκε αυτοφυής κι ανόητη γιορτάζοντας μέσα στο τσόφλι την πνευματική της προσέλευση που απομάκρυνε τον φόβο του τέλους. Όμως το λάθος στον κώδικα δεν βρίσκονταν εκεί , όχι, όχι, το λάθος ήταν η αποκοπή από την ανακυκλωτική πορεία της φύσης  κι η αναγωγή της ανθρώπινης στασιμότητας σε κέντρο του σύμπαντος και εξελικτική πορεία. Αν ο κόσμος άλλαζε συνεχώς τότε πως ήταν δυνατή η στάση σε μια γενική αλήθεια; Θα μπορούσε εκείνος ο μικροοργανισμός που βγήκε από το νερό πριν εκατομμύρια χρόνια να μας είχε νικήσει με μια απλή κίνηση, η ανθρώπινη ευφυία ανταγωνίζονταν υπογείως την επαναστατικότητα μιας αμοιβάδας , αγνοώντας μια εκπληκτική κίνηση μάτ πάνω στο στρόγγυλο ταμπλό; Είχαμε είδη νικηθεί όταν σταματήσαμε να εξελισσόμαστε; Κι αν ναι, τότε αυτά τα λίγα λεπτά ύπαρξής μας στον κόσμο, δεν ήταν παρά ο απόηχος ενός κακού αστείου που κανένας δεν γέλασε. Είχαμε γίνει παρελθόν τη στιγμή που εγκατασταθήκαμε στην υπόνοια του μέλλοντος;

Οι αναστάσιμες καμπάνες περιορίστηκαν σε μια προσδοκία, μια ανάγκη που βασίστηκε στον βίαιο σχισμό των ματιών μας από την εικόνα, στον βίαιο σχισμό των αυτιών μας από τον ήχο, στην βίαιη αποκοπή μας από την απάντηση, αφήνοντάς μας με μια ερώτηση μετέωρη, μια παρουσίαση δίχως κοινό που τελικά ανακυκλώναμε τις λέξεις στον εαυτό μας.  Προσδοκούσαμε την επιστροφή, την απάντηση που θα έκανε τον μονόλογο , διάλογο, την παγωμένη ηρεμία γλυκιά φασαρία. Μα περιοριζόμασταν στην εικόνα, σε ένα σύνολο αναμνήσεων που θα έπαιζαν σε ένα τοπικό θερινό σινεμά, μια φορά στις 8 και μια στις 10 κι εσύ με ένα εισιτήριο, αν περίμενες λίγο, θα έβλεπες το έργο ξανά, ελπίζοντας να απολαύσεις μαζί με τα γλυκά και τα pop corn  σου και την αίσθηση, αδιαφορώντας για την μοναδικότητα, αχ τι ωραία που θα ήταν ακόμη και μια φθηνή κόπια! Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ για το ταξίδι κι ούτε μπορέσαμε να σκεφτούμε αυτή τη λέξη δίπλα στο θάνατο, έρχονταν άσχημος, θλιβερός, σκληρός δάσκαλος τσίριζε στα μεγάφωνα, «εδώ που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα’ρθεις» κι έτσι πάτησες παύση. Το ταξίδι περιορίστηκε σε συγκράματα ιδεαλιστών αλκοολικών και βασανισμένων σωμάτων. Το ταξίδι τελείωνε για την ανθρωπότητα κι έτσι τέλειωσε η ανθρωπότητα μαζί του. Κι εκεί νέοι κόσμοι δημιουργήθηκαν σε περιορισμένους κρεάτινους δρόμους. Το σώμα σταμάτησε, το πνεύμα άνθισε. Η ζυγαριά έγειρε κάνοντας κρότο.

Ο Χριστόφορος άνοιξε τα μάτια του και μύρισε τις πασχαλιές  δίχως να τις αγγίξει με την μύτη. Η άτιμη θνητότητα παραμόνευε διαταράσσοντας τις σκέψεις του στις ώρες της υποτιθέμενης ηρεμίας. Η ανάσταση σωμάτων έμοιαζε πάντα παράξενη, κρατούσε όμως την ανάσταση των σκέψεων και σε εκείνη είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες. Μικρές αναλαμπές διαττόντων αστέρων που έπεφταν γρήγορα μέσα στη σιωπή κρατώντας μας για λίγο συντροφιά, λάμποντας μαζί με την ανθρωπότητα και χαμηλώνοντας μαζί της. Τι όμορφα παράξενο να μοιάζουμε τόσο με τα αστέρια, κι ίσως αδιάφορα και λυπητερά ρομαντικό μέσα στο πέρασμα του χρόνου να μην έχουμε καταφέρει να ζήσουμε όσο ζει ένας ήλιος..

-.. φτιαγμένοι από αστερόσκονη κι όμως ποτέ δε γίναμε πλανήτες…. Συλλογίστηκε χαμογελαστά και γύρισε πλευρό. Λαμπεροί διάδρομοι σκόνης εκτελώνιζαν σωματίδια και νεκρά κύτταρα αφήνοντας πίσω μια αίσθηση δυνατού θορύβου που χάνονταν σιωπηλός στην αιωνιότητα. Καμιά φορά τα μάτια άκουγαν καλύτερα και τα αυτιά έβλεπαν πιο μακριά, τα λόγια ένιωθαν περισσότερο και το σώμα μιλούσε με άγνωστους διφθόγγους….

Η μέρα προβλέπονταν ηλιόλουστη, ανέφελη και ανώφελη , ζεστή, παραδεισένια.. Γεμάτη εαυτούς που νόμιζαν πως ήξεραν τα πρόσωπά τους και πρόσωπα που γνώριζαν την τέχνη του μακιγιάζ κι ως καμουφλάζ χρησιμοποιούσαν τις ολοκαίνουργιες μέρες των νέοσυσταθέντων  γενέθλιων τους  για να μαγέψουν ένα κοινό που θα ζούσε μόνο για απόψε. Οι μικροσκοπικές κι ασήμαντες μέρες μας είχαν την τάση να μοιάζουν αιώνες ατέλειωτοι, έτσι που να αντιλαμβανόμαστε την πρόσκαιρη συμβολή μας στο ευρύτερο “ψηφιδωτό” μονάχα από παλιά φιλμ και εικόνες που διατηρούνταν στο άσπρο-μαύρο. Το χρώμα άλλωστε είχε τη συνήθεια να ξεφτίζει γρήγορα, αλλά στην ώρα της ακμής του, ήταν πάντοτε έντονο.

Saturday, April 9, 2022

Επόμενο κεφάλαιο. Οι φίλοι μας βρίσκονται πια στην Αλεξάνδρεια. Ο Χριστόφορος  πρόκειται να επισκεφτεί το πατρικό του σπίτι καθώς το όνειρο ανασυντίθεται και αναπλάθετε. Δεν πειράζει αν δεν καταλαμβάνεται ή αν δυσκολεύστε με την ροή, άλλωστε οι μισές ιστορίες, η μισή αλήθεια δηλαδή, δημιουργεί την υπόλοιπη μέσα μας. Το νερό πάντα ρέει με τον τρόπο του μα και με εκείνον που νομίσαμε ήδη.......


Κεφάλαιο δέκατο τρίτο

 

Οι μηχανές τους τραίνου έσερναν ρυθμικά τις πόλεις της Ανατολής, χτυπώντας τα ονόματά τους στην επιφάνεια των χωμάτων ορίζοντας την διαδρομή πρώτα με σίδερο κι ύστερα νοητά, ανακατασκευάζοντας τους χάρτες των αιώνων καθώς άφηναν πίσω μυστικές κατοικίες θαμμένες στην έρημο. Στο χαρτί υψώνονταν σκέψεις κι εκείνες που θαρρούσαν πως θα έμεναν με χοντρή στάμπα μέσα στα σχήματα των λέξεων, τώρα τραβούσαν πίσω κι έπεφταν στο κενό, έτοιμες να αγκαλιάσουν τον ήλιο. Ο κύριος Φωτεινός έκλεισε επιτέλους το βιβλίο και άλλαξε πόδι. Η Φθία της Μαρμαρικής εξαϋλώνονταν αφήνοντας τον Ηρόδοτο, incognito  να μασουλά σταφίδες στο κουπέ, αναπολώντας κάποια παλαιότερη εποχή που δεν είχε προφτάσει, ως ρομαντικότερη ή ατυχώς ανακριβή στην περιγραφή της. Η Αφροδίτης της Ναύκρατης και του Flainders Petrie ξάνοιγε τις λαμπερές αχτίδες κάτω από τα υδάτινα μάτια της, προσκαλώντας τους ξένους , τους άγνωστους κι εκείνους τους γνωστούς που δε έμαθαν να αφήνουν την εικόνα ανεξερεύνητη, απαθή μέσα στον χρόνο. Ο Χριστόφορος χτυπούσε το δάχτυλο στο τζάμι σκεφτικός ενώ η Σωτηρία κοιμόταν δίπλα του ταξιδεύοντας με στο ταξίδι.. Ίσως να μπορούσε να βγει από το στενό βαγόνι και να περπατούσε στις όχθες του Νείλου βουτώντας τα πόδια της ανάμεσα στα καλάμια, τη λάσπη και τα αρχαία χρυσόψαρα που λαμπύριζαν τα βράδια. Τα χέρια τους πλεγμένα και ριγμένα ανάμεσα στα πόδια τους μαρτυρούσαν μια ανάγκη συνεχούς επαφής ή μια ενδόμυχη φοβία ξαφνικής αποχώρισης, σφίγγοντας το ένα το άλλο κάθε φορά περισσότερο  όταν τραντάζονταν οι ρόδες στη γραμμή. Κι απέναντι ο ξένος, ο άγνωστος, πιθανός ο ίδιος ο Ηρόδοτος που ασπάστηκε την αθανασία θυσιάζοντας την ηρεμία του για την έξαψη της παρατήρησης και της καταγραφής του στενού κι ατέλειωτου χώρου… ο Χριστόφορος χασμουρήθηκε.

-Pardonnez moi monsieur, avez vous une cigarette? Είπε ο άνδρας χαμογελώντας ευγενικά. Ο Χριστόφορος και ο κύριος Φωτεινός γύρισαν προς το μέρος του.

-Mais bien sur, bien sur, ici! Αποκρίθηκε ο φίλος μας και βγάζοντας την ταμπακέρα του από το σακάκι, του πρόσφερε τσιγάρο. Ο “ Hρόδοτος” χαμογέλασε ξανά και τραβώντας ένα κούνησε το κεφάλι ευχαριστώντας τον. Ο κύριος Φωτεινός του πρόσφερε φωτιά. Πίσω από την φλόγα ένα καλοδεμένο πρόσωπο ξεχώριζε ανάμεσα σε μακριά μούσια και χρυσαφένια μυωπικά γυαλιά. Τα μάτια του είχαν ένα ξεθωριασμένο γαλάζιο χρώμα , η μύτη του ήταν μακριά και τα γκρίζα μαλλιά του πλούσια και χωρισμένα στην μέση, σταματούσαν πάνω από τα αυτιά του αφήνοντας μια ελαφριά στρώση πιτυρίδας στους ώμους του. Φορούσε ένα σακάκι στο χρώμα της καρύδας κι ένα καρό πουκάμισο, πρόχειρα κουμπωμένο με μερικά κουμπιά να έχουν χάσει τον δρόμο τους και να έχουν ενωθεί με λάθος τρύπες. Το παντελόνι του κρύβονταν κάτω από μια σκοροφαγωμένη καμπαρντίνα και τα παπούτσια του θαμπά και γδαρμένα μαρτυρούσαν τα πολλά τους βήματα.

-Est- ce votre premiere fois en Egypte?

-Νοn, je suis ne ici. Ma famille vit a Alexandrie..

-Je ne suis qu’un touriste.. έκανε ο κύριος Φωτεινός στρίβοντας ένα τσιγάρο.

Vous aussi?

-Je vais a Alexandrie pour une conference, je suis professeur d’ archeology. Notre nom est Romano Vassili Pond.

-Vous aves dit archeologue?

-Oui bien sur.

-Mon parents sont archeologues, Kriezis est le nom de ma famille

-Oui bien sur bien sur! Je les connais.. Je suppοse que tu es le petit fils, pas mais si petit d’ apres ce que je vois.

-Oui je le suis Christophe. Avons nous recontre dans le passe?

-Oui alors tu es trop jeune pour t’ien souvenir

-Je suis heureux que on se revoit

-Moi aussi mon ami! Vous etes venu pour la conference? Est u aussi archeologue?

Ο Χριστόφορος γέλασε ρίχνοντας μια ματιά στον κύριο Φωτεινό. Ο κύριος Φωτεινός ανταπέδωσε το βλέμμα του .

-Mais non, je viesde voir le mien.

-Σε αυτή την περίπτωση υποθέτω πως θα τα ξαναπούμε φίλε μου! Έκανε ο άντρας και χαμογελώντας πήρε το καπέλο του κάνοντας μια θεατρική κίνηση χαιρετισμού.

- Μιλάτε ελληνικά..

- Bien sur μιλώ, η μητέρα μου ήταν Ελληνίδα. Μα αυτά θα έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε. Άλλωστε είμαι καλεσμένος σας.

-Καλεσμένος μας;

-Μα ναι, όπως καταλαβαίνω δεν ήξερες.  Μαζί όπως φαίνεται θα κάνουμε ακόμη ένα ταξίδι.

-Monsieur Ρομάνο!

-Ναι

-Μπορώ να ρωτήσω κάτι;

-Μα βέβαια, μα βέβαια φίλε μου.

-Είστε φίλος μου; Έκανε ο Χριστόφορος σηκώνοντας το φρύδι του. Ο άντρας κοντοστάθηκε. Ύστερα γύρισε προς το μέρος του με αινιγματικό ύφος. Ο κύριος Φωτεινός σήκωσε τα μάτια.

- Στο «μάτι» βρίσκεται η απάντησή μου, αν μπορείτε να διακρίνεται. Άλλωστε, μονάχα ένας εξαιρετικά τρελός ή παράξενα γνωστικός θα έκανε μια τέτοια ερώτηση κι εκείνος που απαντά δε θα μπορούσε να είναι, παρά θεότρελος. Είπε και σηκώνοντας την βαλίτσα του βγήκε από το κουπέ την στιγμή που το τραίνο σφύριζε το τέρμα. Καθώς έφευγε , ένα μικρό γαλάζιο πουλί ξεκινούσε το πέταγμά του από την άκρη του λαδιού καπέλου. Οι δυο φίλοι κοίταξαν ο ένας τον άλλο με έκπληξη.

- Μμμ φτάσαμε; Τι έγινε; Έκανε η Σωτηρία τεντώνοντας το κορμί της.

- Όχι Σωτηρία, μόλις πετάξαμε.

-Τι εννοείς, φτάσαμε ή όχι; Είπε και αναδεύοντας τα μαλλιά της τράβηξε το κίτρινο παλτό από πάνω της.

- Μπορεί να φύγαμε από την Αρράντη αλλά η Αρράντη δεν φαίνεται να έφυγε από μας… Η θάλασσα δεν ήταν αρκετή για να απομακρυνθούμε….μέσα στα κύματα έκρυβε τα γαλάζια φτερά της… είπε σκεπτικός. Η Σωτηρία σηκώθηκε απρόθυμα και τον κοίταξε παραξενευμένη καθώς ο κύριος Φωτεινός της έκλεινε το μάτι και έβγαινε από το κουπέ.

Ο παλιός σταθμός,οι κήποι του Al Montazah με τα παράξενα λουλούδια, ο στύλος του Πομπήιου  από γρανίτη του Ασσουάν κι αιγυπτιακό μονόλιθο, οι ψηλές πολυκατοικίες που αντανακλούσαν το χρώμα της άμμου και της θάλασσας, με τους γυρτούς φοίνικες και τα στενά πεζοδρόμια, με τις ρεκλάμες και τις διαφημίσεις πάνω από τις τέντες των μικρών μαγαζιών και τα καφέ με θέα τη θάλασσα. Τα σπίτια των παλιών λογίων και τα βήματα των ποιητών χαραγμένα στις πέτρες, ελεύθερα και στιβαρά έτσι όπως τα θέλησαν κι όχι όπως τα ζήσαν, να επεξηγούν την ποίηση σαν την ταχύτερη πτήση, την πιο διακριτική, εκείνη που ξεκινά από τα μάτια, κατεβαίνει στη γλώσσα και ταξιδεύει στα αυτιά. Κάνει κρότο μονάχα στην προσγείωσή, όταν βρίσκει την καρδιά σου. Οι αεροδιάδρομοι σκαμμένοι στα σύννεφα, τυφλοί, ψάχνουνε πάντα τον φάρο…

-*Σαν έξαφνα ώρα μεσάνυχτα, ακούσθει

Αόρατος θίασος να περνά

Οι μουσικές εξαίσιες, με φωνές

Την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου

Που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου

Που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.

Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,

Αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φέυγει.

Προ πάντων μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν

Ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου,

 μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.

Σαν έτοιμος από καιρό , σα θαρραλέος

Σαν που σου ταιριάζει, σε που αξιώθηκες, μια τέτοια πόλη

Πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,

Κι ‘ακουσε με συγκίνησην, αλλ’ όχι

με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,

ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,

τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου

κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.

 

Συλλογίστηκε ο Χριστόφορος .

-Σαν έτοιμος από καιρό….σα θαρραλέος…. Ψιθύρισε κι έκανε το πρώτο βήμα στον σταθμό. Κι ύστερα αντιστρέφοντας τον Καβάφη, αποχαιρέτησε την Αλεξάνδρεια που ήξερε και ξεκίνησε να την γνωρίσει και πάλι, σκεπτόμενος πια πως η Ιθάκη είναι μια κατάσταση, η ικανότητα να κρατάς σφιχτά το σπίτι σου όπου και να’ σαι και όπου είσαι να φτιάχνεις το καταφύγιό σου δίχως να σε περιορίζει η γεωγραφία. Αν μέσα σου έφερνες το αραξοβόλι, δεν χρειάζονταν ποτέ να ρίξεις άγκυρα. Ο ποιητής είχε δίκιο, μας ίσως και να έκανε λάθος… Κι ο Χριστόφορος μετρούσε στα μπαγκάζια του τον έρωτα κι ίσως τώρα να μπορούσε να διπλώσει και χωρέσει το σπίτι, έμενε μόνο να ρωτήσει τον ποιητή, μα αυτό θα έμελλε να το ρωτήσει στον χρόνο. Η Μίσρ υγρή κι άνυδρη ταυτόχρονα, γεμάτη αντιφάσεις και μυστήρια θεμελίωνε τον δρόμο μεταξύ του ονείρου και της κυνικής  πραγματικότητας., ανάγοντας αιώνες τώρα το σώμα σε πνεύμα και το πνεύμα σε σώμα, αφήνοντας τους θνητούς να αναρωτιούνται αν ήταν ένας ξένος κι αφιλόξενος πλανήτης εν πλανήτει ή ένας κηπουρός που κρυφά φύτευε σπάνιους σπόρους σε ένα μπαξέ από φίλντισι και λάσπη. Όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν τελικά στην Ρώμη κι ανάμεσα στα μονοπάτια της παλιάς πόλης, οι αυτοκράτορες έμοιαζε να ξυπνούν για λίγο και να αποτίνουν χαιρετισμό τους διασκεδαστές που αρνιούνταν τον πόλεμο ως κακόβουλο αστείο και κρατούσαν μονάχα την εβένινη βαρκάδα σαν σύμπραξη της μέρας και της νύχτας. Κι εκεί… στο τελείωμα άφηναν έναν κατακόκκινο δρόμο, αστραφτερό, χρωματισμένο από το ρόδι, να τρέχει τα δευτερόλεπτα της πολύτιμης θνητής ώρας. Διαγράφοντας στο στρώμα μονάχα την πορεία του ήλιου και τις υφές του μεταξιού. Η Σωτηρία προχωρούσε μπροστά καθώς εκείνος κι ο κύριος Φωτεινός ακολουθούσαν, λες κ ήξερε τον δρόμο χάνονταν κι εμφανίζονταν μέσα στα διακλαδιζόμενα  στενάκια, αφήνοντας μονάχα τα καρβουνένια μαλλιά της να ξεχωρίζουν στον αέρα. Το σώμα της συγχωνεύονταν με τον κόσμο του λιμανιού σκορπίζοντας αυτή την αίσθηση της αρμύρας, να οδηγεί τα μετόπισθεν.  Δίπλα στις εντοιχισμένες καφετέριες με τις ξύλινες καρέκλες και τα κρεμαστά γιασεμιά, σε ένα μικρό στενό απέναντι από την θάλασσα, το σπίτι με τους φοίνικες και τις λεμονιές ορθώνονταν παμπάλαιο, μεγάλο, βαμμένο με τα χρώματα του ιριδίζοντα ωκεανού στα παραθυρόφυλλα, τις κορνίζες και τις κολώνες  και το υπόλοιπο κίτρινο, παιδί της ερήμου.

Ο Χριστόφορος κόμπιασε για μια στιγμή, άλλος βγήκε κι άλλος τώρα θα έμπαινε από την πόρτα. Ύστερα η αρμύρα παρέσυρε τα νεοφερμένα χνώτα του μακριά και χάιδεψε τα μαλλιά του, τεντώνοντας τους λαιμούς των νεραντζιών σαν τις χορδές μια τεράστιας

 

*(Κ.Π. Καβάφης, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον )

άρπας που λύγιζαν με την θύμηση και δέχονταν την νέα επιθυμία. Ο κύριος Φωτεινός έβγαλε το καπέλο, κι  ασυναίσθητα τον ακολούθησε κι εκείνος στην πράξη.

 

H θύμηση της γοργόνας πλημμύρισε την σκέψη του φτιάχνοντας μια γέφυρα με λέξεις κρυμμένες κάτω από τα διάφανα λέπια της ουράς της καθώς τίναζε τα νερά κι αναμόχλευε το υπάρχον σύμπαν συντάσσοντας ένα άλλο, ξένο, θολό, ανεξερεύνητο μα οικείο. Η γυναίκα άγγιξε το μάνταλο με το λιοντάρι εν κινήσει και ρίχνοντάς το στο έδαφος προχώρησε. Πρωτόπλαστη, καμωμένη από το ίδιο ταπεινό και απέραντο καμίνι της γης, αδιόρατη, η στιγμή της ευτυχίας του ανθρώπου ευνοούνταν με τον ήχο μιας μονταρισμένης σκηνής στο βλέμμα της. Την ώρα που πετάριζε τα βλέφαρά της χιλιάδες πουλιά φτερούγιζαν πίσω από το πρόσωπό της κι εκείνος το μόνο που έβλεπε ήταν η μαύρες φτερούγες να ξεκολλούν από τις μακριές τρίχες πάνω από τα μάτια της και σαν μια συνέχεια της εικόνας να αποκαλούνται σε άγνωστες γλώσσες, αποκομμένες και να χάνονται στον ουρανό που μιμούνταν το χρώμα των ματιών της. Ο κόσμος να χάνονταν κι εκείνος γύρω της κι εμφανίζονταν σαν την μύτη, την πρώτη παραλία του ΝΕΟΥ κόσμου.

Ενώ προχωρούσαν στον κήπο, ένιωθε σαν να έβλεπε για πρώτη φορά τα πάντα. Όλα μύριζαν όπως τα  χάρτινα κομμάτια ενός πάζλ που άλλοτε ένωνε φωτιές κι άλλοτε έσκαβε εναέρια τούνελ ανάμεσα στα αστέρια. Άλλωστε η Ανατολή του είχε μάθει να βλέπει πολυδιάστατα και να δέχεται τη σταθερά, τη στιγμή που πάλευε να την καταρρίψει. Το όνειρο, διατηρούσε ρίζες στις χώρες του Ήλιου, ρίζες που κατάφερναν να επικοινωνούν ακόμη και τον κενό χώρο τη στιγμή που ένας άλλος καινός εμφανίζονταν. Το κενό και το καινό μπορεί να γράφονταν διαφορετικά μα το ένα χτίζονταν εκεί που το άλλο διευρύνονταν και διερευνώνταν Στους θύλακες της ρίζας που χάνονταν, ο σπόρος ξεκινούσε την ολόφρεσκη διακλάδωση,- θέλοντας και μη- υπερασπίζοντας μια νέα εποχή, μια απλή, μια πολυσύχναστη μέρα.

Ανάμεσα στους φοίνικες και τις ιστορίες της Φοινίκης, μια κλασικά ορθάνοιχτη πόρτα παρέμενε σαν παρεμβατικό σύμβολο απέναντι στην συστημική μοίρα, αψηφώντας τις διδαχές του σήμερα σχεδόν με θρασύτατη θέση, ορίζοντας την ιστορία ανιστόρητη και προστατεύοντας τα μυστικά του παρελθόντος. Εκείνα που απλόχερα παρέδιδε στους μύστες που τώρα εξέταζαν με σηκωμένο φρύδι τους πέτρινους λέοντες. Ποτέ δεν είχε κάτσει να καλοσκεφτεί, να συνδυάσει- μα δεν είχε και με τι- τις μορφές , τις στάσεις, τις κουκίδες, τα rewind  των λίθινων, μικροσκοπικών γιγάντων που σουλάτσαραν σε εκείνη την αυλή, την ίδια που τόσες φορές επιχείρησε να εξερευνήσει ως παιδί.  Κι ύστερα να αποποιηθεί ως έφηβος, μέχρι να επιστρέψει με απαντήσεις που πέταγαν σαν πουλιά, σαν σμήνος την ώρα που χαίρονταν πως έπιασε ένα από αυτά. Εκείνο που τον περίμενε να το πιάσει. Η ώρα ήταν δώδεκα π.μ. ακριβώς, όταν άνοιξε το κλουβί ως ανούσιο μέτρο και το πουλί τον ευχαρίστησε τσιμπώντας του την περιέργεια στα χείλη.

 Η νέα γλώσσα του έφτανε να γλύψει από τα μάτια του την ταραχή μα και να διαμορφώσει μια ευχάριστη θολούρα στο μυαλό του, πως όλα θα διάβαιναν εν τέλη για ένα μακρύ κι ανεξερεύνητο ορίζοντα. Η σημασία της Ιθάκης είχε κωλοκάτσει στο κεφάλι του, δημιουργώντας του έναν εκνευρισμό με τον ποιητή καθώς επιθετικά, σκληρά και ονειρικά συνάμα δέχονταν τη θέση του ανάγοντάς την σε άπειρο  τη στιγμή που την όριζε ως έστω κάτι στη μέση του συγχρονισμένου στενού ανάμεσα στους κόσμους δίχως όνομα κι εκείνους που δε δέχτηκαν ποτέ το όνομά τους κι επαναστάτησαν μέσω της σιωπής, αφήνοντας του ηλίθιους να θεωρούν και τους ονειροπόλους να βρίσκουν. Ο Χριστόφορος άναψε το τσιγάρο του χαμογελώντας, αφήνοντας την τελετή της άνδρωσής του μετέωρη και μυστική, να γράφετε με σήματα καπνού, βιομηχανικών τσιγάρων και παπουτσιών που βούλιαζαν στη λάσπη του γεννήτορα ποταμού και τις κοινωνικές απαιτήσεις που κατέρρεαν καθώς σήκωνε την φτέρνα του από το χώμα. Κανένας άλλος ηθελημένος ήρωας, προστάτης και προμηθευτής σελίδων σε σκονισμένα βιβλία, κανένας άλλος μοιραίος ατάλαντος αρχηγός, κανένας βάρβαρος πολιτισμένος έναντι υποτιθέμενων βαρβάρων. Μονάχα θνητός, εκείνος που αντιλήφθηκε την ωραιότητας και αναγκαιότητα της απόλαυσης, της μόνης μας επιλογής προς την αθανασία. Η ζωή για την πεταλούδα ήτα μονάχα μια μέρα κι η αιωνιότητα ένας βάρος στους ώμους μας που έληγε τη στιγμή που άρχιζες να ζεις. Η πιο ποιητική και φιλοσοφική ρήση κρύβονταν σε ένα παλιό ρητό καθώς «η πέτρα που κυλούσε, ποτέ δε χορτάριαζε» κι εμείς ψάχναμε νέα χόρτα, ακόμη και συνθετικά για να σταματήσουμε την ολοφύσικη κατρακύλα. Δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από το φόβο της κατάληξης, η ύμνηση της πορείας, η δημιουργία αποφθεγμάτων σε σχέση με την αφετηρία, όλα για τον φόβο αυτού του γκέλ που οδηγούσε στον τερματισμό. Κανείς ποτέ δεν ύμνησε την σούμα.  Αναζητούσαμε μια τέλεια αρμονία την ώρα που περνούσε από μπροστά μας με φερετζέ κι εμείς δεν σταθήκαμε ούτε για δυο λεπτά, να σηκώσουμε το πέπλο και να της αφιερώσουμε μια ωραία έκθεση με βάση τον πουαντιγισμό και την εντύπωση, την έκφραση, τον μινιμαλισμό της φωνής της. Θα έλεγε κανείς πως μόνο οι ζωγράφοι κατάλαβαν κι εκείνοι άρχισαν ανάποδα να μετρούνε τα αστέρια, ξεκινώντας από την κουκίδα κι όχι από τον απέραντο ουρανό. Κι αφού πρόσθεσαν όλα τα αστέρια, ύστερα σκέφτηκαν την αφαίρεση κι έδωσαν ένα κάποιο κέντρο, κρυφά να μιλά στην καρδιά της επιστήμης που είχε αναρωτηθεί για τα χρώματα πριν καν ανάψει το κερί του  Rembrandt, προσθέτοντας ολοένα και περισσότερα, αναίρεσαν και σήκωσαν παντιέρες που κρύβονταν μέσα στα χώματα κι υποψιάζονταν ατελείς ζωοφόροι, την μεγάλη εικόνα. Εκπνοή, εισπνοή, συγχαρητήρια, μόλις ήρθες στον κόσμο.