Απόσπασμα από το μυθιστόρημα πάνω στο οποίο δουλεύω. Πράξη δεύτερη, κεφάλαιο ενδέκατο. Ο Χριστόφορος, η Σωτηρία και ο κύριος Φωτεινός βρίσκονται πια στην Αφρική, αναζητώντας έναν τρόπο να φτάσουν στην Αλεξάνδρεια., κάνοντας παρόλα αυτά μια μικρή στάση. Ας τους ακολουθήσουμε εκεί που συνορεύει το όνειρο με την πραγματικότητα, η φαντασία με τον ρεαλισμό κι εμείς με εσάς και με' όλους...
Χριστίνα Κοντούλη.
Κεφάλαιο
ενδέκατο
Οι ώρες στο καράβι
πέρασαν γρήγορα. Ο κόκκινος ήλιος του αφρικάνικου πρωινού χρωστούσε στους
ναύτες και τους επιβάτες των πλοίων τα σπαρταριστά ναύλα τους. Δέχονταν μονάχα ενέχυρα, ενέχυρα
ψευδαισθήσεων, φιλοσοφικών πεποιθήσεων και παραθέματα ανόητων Δον Κιχότιδων ,
ταξιδιωτών ανάμεσα σε θάλασσα και ξέρα. Η δίψα βρίσκονταν μονόδρομος….
Όταν έφτασε το καράβι
ήταν κιόλας, σούρουπο… Η Σωτηρία με το γαλάζιο παλτό της στέκονταν στην πρύμνη
σαν μοναδικό εκκρεμές που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην ανάμνηση και στην εξόρυξη
της πραγματοποιημένης διασταλτικότητας του χώρου καθώς ο Χριστόφορος σφίγγονταν
στο παλτό του μη ξέροντας τι να προσμένει. Χωμένος στο ενδιάμεσο των αποχρώσεων
της άμμου, καμωμένος από ζάχαρη και ζέστη περπατούσε με βήμα βαρύ και σκεφτικό
καθώς ο κύριος Φωτεινός ακολουθούσε σε μια μικρή απόσταση, παρατηρώντας τα
βήματά του. Τα φώτα της Αιγύπτου, νοσταλγικά, λασπωμένα και υγρά, φορούσαν όλα
τα πρόσωπα, τις εκφάνσεις της πραγματικότητας και της πραγματοποίησης
δημιουργώντας κίβδηλα κύμβαλα που αλαλάζοντα στον ρυθμό της ανάσας, αναζητούσαν
μια ομαδοποίηση έτοιμη στη συμφωνία ως έτοιμο φρούτο. Τα αποκαμωμένα
νεωτεριστικά κτήρια των φτωχών γειτονιών και τα στιβαρά απομεινάρια του χρόνου,
σαν τεκμήρια της ύπαρξης συγχωνεύονταν με τα μοντέρνα αρχιτεκτονικά θηρία και
τις λεπτεπίλεπτες εκφάνσεις των πλούσιων δρόμων καθώς η τέχνη συναντούσε με
μάτια θολά την ατεχνία και κοιμόταν ευχαριστημένη μαζί της, πίσω από την έρημο.
Στα γαλάζια μάρμαρα των τεκέδων με τα ζωγραφισμένα κλωνάρια και τις ποικιλίες των τσαγιών, εκεί που όλα
έμοιαζαν με τεράστια λουτρά, εκεί που φύτρωναν τα κλαριά του σφενδάμου,
ποτισμένα με τζίντζερ, μυρωδικά και καυτερά γλυκά, οι φατρίες χαιρετιόνταν
αναγνωρίζοντας τα σεμέν και τις ραφές στο ρούχο. Καταρράχτες αλκοολούχων μύριζαν μαστίχα και
κάρδαμο διατηρώντας διακριτικά τα φώτα και τα πατρόν εξεζητημένα και
πολύχρωμα. Τα πρόσωπα στέκονταν ακίνητα
δυσδιάστατα κι αφηρημένα … Κι η μουσική…. Η μουσική γεννούσε αδιάκοπα
προκαλώντας τον ξένο να ενσωματωθεί με τα ξωτικά και να χαλαρώσει την ταυτότητα
που θα απαρνιόνταν.
Ένας θηλυπρεπής νεαρός πέρασε διασχίζοντας
απαλά την Νηνεμία και κουνώντας ελαφρά
τον αντίχειρα πίσω από τα καρβουνένια μάτια του, έγνεψε να τον ακολουθήσουν. Τα
μάτια της Σωτηρίας απομνημόνευσαν τα βήματά του…. Ο σταθμός ήταν κατάμεστος.
-Δε θα μπορέσουμε να
ταξιδέψουμε απόψε.
-Το περίμενα…. Απόψε,
διανυκτερεύουμε στην πόλη. Είπε ο κύριος Φωτεινός ψαχουλεύοντας τις τσέπες του
για ένα σπίρτο. Η Σωτηρία του πρόσφερε τον αναπτήρα της.
-Τότε… να τον
ακολουθήσουμε.
-Θα θέλει να μας πάει
στους τεκέδες. Έκανε αδιάφορα και γνωστικά ο Χριστόφορος.
- Έχεις να πας κάπου
καλύτερα;
Ο κύριος Φωτεινός
χαμογέλασε, καθώς ο Χριστόφορος υποκρινόταν.
-Όχι… έκανε αλλάζοντας
ρώτα. Η Σωτηρία έγνεψε στην τυχαία ιχνηλάτηση. Ο νεαρός ίσα που φαίνονταν πια. Ο κύριος
Φωτεινός έγνεψε κι εκείνος κι ύστερα την ακολούθησε. Ο Χριστόφορος έσβησε το
τσιγάρο του στο έδαφος και προχώρησε εκεί που κανείς Κρυιεζής δεν είχε πει πως
έχει πάει….Τα ψεύτικα φώτα της πλατείας τους ακολούθησαν στο παλιό λιμάνι,
χαμηλώνοντας όλο ένα και περισσότερο, αφήνοντας το φεγγάρι να χαράξει τον χώρο.
Ο παράξενος νεαρός χαμογέλασε και χώθηκε σε ένα στενό. Η παρέα τον ακολούθησε.
Μέσα σε λίγα λεπτά η ανατολή είχε είδη υφάνει το δώρο της κι ένα παράξενο
δωμάτιο θα γίνονταν τόπος λατρείας….
Μια παλιά ταπετσαρία με
ινδιάνικους ρούνους και κρεμαστές
κουρτίνες από ξύλο και ξευδοκαθρέφτη πρόβαλε μπροστά τους καθώς δυο μακριές
κουρτίνες από κόκκινο βελούδο, έπεφταν βαριές πίσω από την σκηνή, διαχωρίζοντας
σε βαλίτσα του μυστήριού τα backstage
, αναπλάθοντας ένα θολό όνειρο του Ingres tτη
στιγμή που αναιρούσαν το κεκτημένο. Τα
μικρά κυκλικά τραπέζια, ντυμένα από φθηνή τσόχα και στίξεις αστεριών , έμοιαζε
να κατευθύνονται σιγά σιγά προς την σκηνή, τόσο κοντά που σε λίγο θα ανέβαιναν
πάνω, ενώ οι λάμπες από ξύλο και χρωματιστό μετάξι άφηναν μύθους και θρύλους
στο ταβάνι, δημιουργώντας μια αίσθηση ουρανού. Ο μυστηριώδης νεαρός με τα
σκούρα μαλλιά και τον ψηλό λαιμό τους έγνεψε να καθίσουν σε ένα τραπέζι
χαμογελώντας. Οι μεγάλες βλεφαρίδες του κάλυπταν εξαίσια δυο ολοστρόγγυλες
καστανές ίριδες που γυάλιζαν τρυφερά και πονηρά συνάμα κάτω από τα φτιαχτά φώτα..
Η Σωτηρία πλησίασε πρώτη. Ύστερα ακολούθησε το υπόλοιπο πλήρωμα. Ο Χριστόφορος τράβηξε την ξύλινη καρέκλα από
τις ενώσεις της πλάτης της και βρέθηκε απρόθυμα απλωμένος στον περιορισμένο
χώρο. Ο κύριος Φωτεινός κάθισε κι
εκείνος ανάβοντας την πίπα του.
Το μικρό διασκεδαστήριο
ήταν κατάμεστο από ανάσες που θόλωναν τα τζάμια των σκονισμένων παραθύρων. Η
Σωτηρία έγειρε το κορμί της προς το παλιό μπαρ. Εκεί, εκτείνονταν στο μέσο μιας
μπλε κουρτίνας, από σκούρο ύφασμα και μικρά χρυσαφένια φεγγάρια μια άλλη ,
διαφορετική σκηνή. Μια γυναίκα έγνεψε. Τα μαλλιά της ήταν ολόμαυρα και
φουσκωτά, στο μέτωπό της κρέμονταν ένα χρυσίζον φυλαχτό και τα στήθη της
ασφυχτικά ζουπιγμένα πίσω από ένα πολυκαιρισμένο μπεζ κορσέ έδιναν την εντύπωση
πως κλάπηκαν από κάποιον αρχαίο μπαξέ που μύριζε πορτογαλικά σαγκουίνια. Στους
ώμους της ήταν ριγμένο ένα πράσινο σάλι με κεντημένα λουλούδια καλύπτοντας ένα βαθύ, μοβ πουκάμισο. Το δέρμα της ήταν σκούρο και στολισμένο με
διάφορα κρεμαστά κοσμήματα, στα χέρια, στο λαιμό ήταν ολόκληρη μια έκθεση
σκαλιστών δημιουργημάτων, εξέπνεε έναν αέρα ονειρικής ανατολής σαν εκείνη που
κυνηγούσαν κάποτε οι ζωγράφοι δυσαρεστημένοι από την σεμνοτυφία και τον συντηρητισμό.
Τα μάτια της ήταν μπλε, όμοια με την κουρτίνα…
Η γυναίκα ετοίμασε τον
δίσκο και το αγόρι περπάτησε θριαμβευτικά κι ευλύγιστα στην πασαρέλα κάνοντας
σλάλομ ανάμεσα στους θαμώνες. Ακόμη κι η Νανά θα ζήλευε την κίνηση του κορμιού
του αφήνοντας τον Ζολά να αναζητά την επίγεια Αφροδίτη του σε κάτι πιο
προχωρημένο, πιο… αρσενικό….σε ένα τρίτο φύλλο που δεν του είχε αποδοθεί η
απαιτούμενη προσοχή. Ο νεαρός άφησε την ανώνυμη μποτίλια στο τραπέζι,
χαμογέλασε κι ύστερα άφησε κάθε ποτήρι μπροστά στον νεοφερμένο. Μέσα στο
πανχρωμικό μικρό καταγώγι η ζωή έμοιαζε πιο πραγματική, οι ανάσες κόβονταν με
το μαχαίρι και τα μάτια υψώνονταν όλο ένα και πιο πιστά, τραβώντας τα χέρια
προς τα πάνω, καθώς όριζαν την ύπαρξη διατηρώντας το δυναμικό μιας «εκκλησίας».
Αυτή τη φορά όμως η λατρεία διέθετε πρόσωπα πίσω από την ανωνυμία. Ο εξόφθαλμος
τεκές που κρύβονταν πίσω από τα ψαράδικα και τα αρχαία, παράθετε μια έκφανση
της ζωής διαφορετική από εκείνη που είχε μάθει χωμένος στα βιβλία και στις
φιλοσοφίες του, μια ζωή που δεν κινούνταν μόνο γύρω από το περίγραμμα σε
δυσδιάστατη μορφή και αέρινους όρκους, αλλά μια τόσο επίγεια, με εμβαδό και
μάζα. Μια έμπρακτη φυσική εξίσωση που μετουσιώνονταν σε πραγματικό χρόνο κι
αναζητούσε χώρο να επεκταθεί, να χαθεί και να ριζώσει. Εκεί μέσα , ο φίλος μας
χώρεσε επιτέλους κάπου. Εκεί που έτριζαν τα πλίνθινα ντουβάρια και η ανθρωπότητα,
γλένταγε υπόγεια και υδάτινη , επαναστατική ως προς τους περιορισμούς κι
αυθεντική, πέρα από πενταγραμικούς μονολόγους ιερογλυφικών και επιτακτικούς
παράγοντες “αναγκαίας” ψηλής μύτης.
Το κρασί έρεε… τα λόγια
χάνονταν μέσα στην οχλοβοή κι ο Όμηρος
σκόρπιζε τα συγκράματά του σαν πετσετάκια, αγκαλιάζοντας τον Τειρεσία που
έγνεφε λάγνα πίσω από τα θηλυκά βρακιά του και τα φουσκωμένα του στήθια. Στο
πάλκο στέκονταν μια γυναίκα με μακριά μαλλιά βαμμένα στα χρώματα των Ιρλανδών
και μια ημίγυμνή περσώνα με φλουριά δεμένα στην ποδιά της, αστέρια στους γοφούς
της και μια βαριά μυρωδιά από ανατολίτικα λουλούδια. Οι θαμώνες κοινωνούσαν
μυστικά την πιο αληθινή τους φύση κι αναστέναζαν παραδίνοντας τις πληροφορίες
τους στον κόσμο , καθώς τον κύκλωναν με χέρια που έμοιαζε να ξεμακραίνουν και
πόδια που λύγιζαν. Το θέμα της θνητότητας γυρνούσε μονάχα στα βάσανα και στον
έρωτα, για πρώτη φορά συνειδητοποίησε πως γυρνούσε και στην άφεση , εκείνη που
μόνο ο άνθρωπος σε άνθρωπο μπορούσε να δώσει με το άγγιγμά του. Μια πολύ διαφορετική συνθήκη, τη στιγμή της
ανελέητης εξάρτησης, εκείνη που μόνο στο χορό μπορούμε να βιώσουμε, μόνο στο
τραγούδι μπορεί να ακουστεί, εκείνη που σωπαίνει και σωπαίνει πάνω στη γνώση
της κοινωνικής ανάγκης του ανθρώπου και την αποσιώπηση της λέξης από Άλφα.
-Γινόμαστε ένα μόνο όταν
γινόμαστε. Και γινόμαστε μόνο όταν είμαστε απόλυτα θνητοί μα δίχως την αντίληψη
της θνητότητάς μας. Συλλογίστηκε ρουφώντας μια γουλιά από το ποτήρι του. Τα αφρικάνικα τύμπανα λυγούσαν το σώμα της
χορεύτριας με τρόπους που οι μύες διατυμπάνιζαν πως δεν μπορούσαν κι οι
άνθρωποι λύγιζαν κι εκείνοι πάνω στο σώμα της, χτυπούσαν κάτω, σηκώνονταν και
έμπλεκαν τα μαλλιά τους όπως τους δρόμους τους, σαν να ήταν η τελευταία, η
πρώτη, η καμία κι επόμενη φορά που θα ξανασυναντιόταν. Η Σωτηρία κοπάνισε το ποτήρι της στο τραπέζι.
Οι θαμώνες σαν νύμφες, σαν ξωτικά την αγκάλιασαν και την έφεραν δίπλα τους
δίχως κανείς να προλάβει να το αντιληφθεί , να επικροτήσει πριν από εκείνους ή
να φέρει αντίρρηση Η χορεύτρια χαμογέλασε κι έπεσε πίσω σε ένα άλμα
εμπιστοσύνης. Τα τύμπανα λάλησαν αργά κι η φωνή της πλημμύρισε τον χώρο καθώς ο
κύριος Φωτεινός χαμογελούσε από το μπαρ σε μια ακολουθία συμφωνιών όμοια με την
μουσική που γεννιόταν.
-Φεγγάρι…. Φεγγάρι
Φεγγαράκι μου, σαν
γιασεμί
Σα γιασεμί
Σα γιασεμί στα χείλη,
αμάν
Σου τραγουδάω την αυγή,
Να την κρατάς, να την
κρατάς
Να την κρατάς στο δείλι,
Αμάν, να την κρατάς στο
δείλι.
Μέλι πικρό, μελί γλυκό,
μέλι μου πως το λένε
Μέλι βγάζουν οι μέλισσες
από όσους δεν το λένε
Δεν το’ πα μια, δεν το’
πα δυο, καθόλου δεν το λέω
Μα με έχει πνίξει ο
καημός, αμάν
Μα με έχει πνίξει ο
καημός
Και στα κρυφά σου, κλαίω.
Αμάν
Και στα κρυφά σου, κλαίω.
Σύρε να πεις τη μέλισσα, λουλούδι να τρυγήσει
Να στάξει της αγάπης μου,
το στόμα της να λύσει
Αμάν, το στόμα της να
λύσει.
Και σα μελίσσι, μάτια μου
μέλι να με γεμίσει
Αμάν,
Άνοιξη να μυρίσει.
Ο Χριστόφορος την
κοίταζε, ανάμεσα στα ψεύτικα μαργαριτάρια στις εικόνες των τοίχων που
σχημάτιζαν ξανά εκείνη την όαση στην παλάμη και τα ανατολίτικα όργανα. Κοφτές φόρμες
με διακλαδώσεις πίσω από τα λόγια και κρουστές γλώσσες που σαν γάτες, έβρισκαν
τις θέσεις τους εκεί που υποτίθεται πως βρίσκονταν η σιωπή… Οι μουσικοί άρχισαν
να την ακολουθούνε. Ο Χριστόφορος ζαλισμένος ανέβηκε στην σκηνή και
ψιθυρίζοντας στο αυτί του πιανίστα κάθισε στην θέση του διακριτικά. Τα χέρια
του βρέθηκαν στην φυσική τους θέση.
-Απάνεμο και στεναγμός
είναι τα δικά σου μάτια,
Κορίτσι μου. Πρόφερε
ζαλισμένος καθώς οι θαμώνες σε σπαστά ελληνικά ή σε ψιθυριστά αραβικά,
επανέλαβαν.
Εγύρισα την Αφρική, εγύρισα
την Χώρα, στην ξενιτιά τα μάτια μου,
Γυρεύαν μια ώρα
Μια ώρα μες στα στήθια
σου, στις στήλες της Βαγδάτης, στης Βενετίας τα νερά, στους δρόμους της
Αρράντης.
Εχώρεσα για να σου πω,
φωνή μέσα στ’ αηδόνι , κοινώνησα με το ψωμί
Του κούκου, και του
γκιώνη.
Κι ένα πουλί απόμενα, να
κράζω μες στα χρόνια, πίσω απ’ το Σαρακήνικό μέσα στο φινιστρίνι
Μάταια προσμένω το θεό
και μάτια δε μου δίνει,
Μόνο κρατά το βλέμμα του στραμμένο
, λυπημένο,
στης ευταξίας τα νερά,
σαν το’χουν καμωμένο
κι εγώ που τάξη ήθελα, που
νόμισα πως ήξερα μα τίποτα δεν ξέρω,
ό,τι είχα μπρος σου άφησα κι ό,τι έχω μπρος
σου φέρω.
Των ξένων να’μαι
παραγιός, θεός καλός της Σίβας, κι ανόητος στην κλίνη σου, έρμαιο κάθε μοίρας
Κορίτσι μου,
καθώς προσπαθώ να
μεταφράσω τους δρόμους του φεγγαριού και τα σινιάλα των χτεσινών ψαράδων
εκεί χάνομαι ξαφνικά όταν
βγαίνει ο ήλιος,
θαρρώ πως ειρωνεύομαι ή ονειρέυομαι.
Πλημμυρίζουν, τα δέλτα των ποταμών, γίνομαι σκόνη κι
ακολουθώ,
Σε μια αρχαία γη , τα
μάτια μου πάνω σου κι εγώ αναπνέω
Παραπαίω,
ό,τι έγινα ξεγίνομαι ,παραδίνομαι.
Οι μοίρες με μοίραναν κι
εγώ δε πήγα ποτέ στη γιορτή.
Σαν μι αρχαία πομπή
Ακολούθησα το σώμα σου,
τώρα είμαι άλλο ένα χρώμα
σου,
Το ταξίδι προσπερνά, ένα
βήμα μπροστά,
Βρίσκεται πάντοτε η λύση
Μα το νυχτερινό κουκούτσι
καθώς περιμένει να απολύσει,
Σηκώνεται στον αέρα,
αποχωρίζεται κι αναρωτιέται, αν δεν βρίσκει τον δρόμο γιατί το φεγγάρι έχρησε
εσένα στη θέση σου
Κρατώ μια όαση και μια
κόλαση στην παλάμη κι αποφασίζω την σκέψη σου,
Την εικόνα σου, σαν το
άστρο της Ιερουσαλήμ , θα σε ακολουθήσω ελπίζοντας για μια απάντηση καθώς
χαιρετίζω τις άλλες.
Δίδαξε με καθώς βρέχομαι από τη ζωή, μάθε μου
να τιθασεύω τις στάλες
Κι αν, αν κορίτσι μου δεν
ξέρεις πως
Μάθε μου να μυρίζω την
βροχή κι εγώ θα ιχνηλατήσω τους χάρτες του κόσμου
Στην άκρη του ώμου
Θα κρεμάσω τις σκέψεις
μου, κάθε μέρα να διαλέγεις κι έναν.
Το μόνο που μπορώ να
υποσχεθώ είναι το ξημέρωμα
Κορίτσι μου, ξάπλωσέ με,
χάδεψέ με, κοίμισέ με, δώσε μου όνειρα αμέρωτα.
Κι εγώ θα σου φτιάξω
όμορφες μέρες. Θα σου πλέξω ξημερώματα και θα γεννήσω ήλιους να δύουν στο
ποτάμι, ήλιους να σβήνουν με μια κίνηση των βλεφάρων σου.
Άφησε μονάχα τους φάρους
σου, γαλάζιους και διάφανους στο νερό
Κι άσε με στεριά να σε
λέω..
-Βάλε τους δυο ποτήρια.
-Κόκκινο αφεντικό; Έκανε
η γυναίκα αδιάφορα σκουπίζοντας ένα ποτήρι.
-Κόκκινο φίλη, έκανε ο
κύριος Φωτεινός κι αφήνοντας τα χρήματα στη μπάρα άναψε την πίπα του και πήρε
μια πιο όρθια στάση, έτοιμος να προχωρήσει. Η γυναίκα τον τράβηξε από το
μπράτσο.
- Είσαι σίγουρος; Μου
άφησες πολλά.
-Πες πως σου τα δίνω
προίκα. Χαμογέλασε εκείνος. Φαίνεται να’ χεις καλό αυτί..
-Προίκα; Μη νόμισες πως
θα σε πάρω; Αν και… όμορφος είσαι. Όμως μου πέφτεις κομματάκι μικρός…
-Θα εκπλαγείς τότε, αν
σου πω, πως δεν είμαι.
- Πόσο είσαι δηλαδή;
-Να βγάλω τα καλοκαίρια;
-Βγάλε και τους χειμώνες
και τα φθινόπωρα τότε.
-Κι η άνοιξη;
-Αυτή είναι πάντοτε μια,
να μου πεις γι’ αυτή.
-Μμμ… ναι γι’ αυτή… αν
και… τι άλλο μπορώ να πω για εκείνη, άκου… όλα ειπώθηκαν. Έκανε χαμογελώντας
ελαφρά. Το πρόσωπό του έδειχνε ευχαριστημένο.
-Ερωτευμένοι ε;
- Ναι κατά πως φαίνεται
και..
-αρκετά ηλίθιοι να κάνουν
εύκολη τη ζωή τους;
-Είδες , δεν έχεις μόνο
καλό αυτί αλλά και καλό μάτι.
Η γυναίκα γέλασε.
-Κι εσένα ποια είναι η
ιστορία σου; Έκανε τεντώνοντας το κορμί της προς το μέρος του.
-Εγώ; Εγώ δεν είμαι
κανένας, τίποτα ενδιαφέρον σε έναν δασκαλάκο. Υπάρχω κι εγώ , αυτό είναι όλο.
-Μάλιστα, κάποιος λοιπόν
που έχει πολύ ενδιαφέρον και ξέρει πολλά για να πει.
-Πόσες ζωές σου φτάνουν;
-Πόσες έχεις φίλε μου;
-Θα εκπλαγείς αν σου πω.
-Είμαι σίγουρη. Κι αυτοί
πως κόλλησαν μαζί σου;
- Εγώ κόλλησα. Μεγάλη η
ζωή για να υπάρξεις χωρίς καλούς φίλους κι έχω την εντύπωση πως μαζί τους …μα
για στάσου, εγώ ρωτώ ή εσύ;
- Έχει σημασία;
-Όχι, γι’ αυτό αποκτά
πολύ. Είσαι έξυπνος άνθρωπος, κράτησε την προίκα μου, θα κρατήσω την δική σου.
Ίσως να έχεις δίκιο και να’ ναι καλύτερα να αφήσουμε τις πιθανότητες να
κυλίσουν και να διεκδικήσουν την θέση τους…. Ξέρουμε είδη πολλά για να
παρέμβουμε με οποιονδήποτε τρόπο. Η άνοιξη θα κάνει τα κουμάντα της.
-Μιλάς παράξενα…μα
συμπαθητικά. Θέλω να μάθω, πες μου κι άλλα…
- Αν ζητάς να μάθεις δε
μπορώ να σου αρνηθώ.
-Αν θέλεις να μείνεις…κοιμάμαι
μόνη, πίσω από το παραβάν στα παρασκήνια, η
κουβέρτα μου έχει κεντημένα αστέρια.
-Σου αρέσουν τα αστέρια;
-Ναι, νομίζω φαίνεται..
έκανε παρουσιάζοντας τον χώρο με μια κίνηση των χεριών της.
-Ναι… φαίνεται…
φαντάζομαι πως έχεις συνηθίσει τις κλωστές τους, ίσως… ίσως πάμε να δούμε
εκείνα που οι κλωστές τους δεν φαίνονται. Θα μου περιγράψεις την ύφανση;
-Αν στην περιγράψω, εσύ
τι θα βλέπεις;
-Ό,τι μπορούν να μου
δώσουν τα μάτια σου.
-Τότε δάσκαλε να πάμε, να
σε δασκαλέψω. Γέλασε η γυναίκα. Ο κύριος Φωτεινός χαμογέλασε κι εκείνος και
προσφέροντας το μπράτσο του έκανε μια κίνηση αυθορμητισμού, τραγουδώντας με τον
τρόπο του τα δικά του μυστήρια δίχως να παραθέσει νότα. Η γυναίκα έγνεψε στον νεαρό
και ύστερα βγήκε από το μπαρ αφήνοντας την ποδιά της να πέσει κάτω. Το
κατάμεστο μαγαζί έμοιαζε με ένα όνειρο, με έναν ιμπρεσιονιστικό πίνακα που επιτέλους
κατάφερνε να αποδώσει την κίνηση του κόσμου με μια στατική εικόνα. Μια εικόνα
που σμιλεύονταν κι ακινητοποιούταν σα φωτογραφία καθώς περιδιαβαίναν ανάμεσα
στην ανάμνηση, αλά μπρατσέτα. Ο κύριος Φωτεινός έκλεισε το μάτι στον Χριστόφορο
ενώ αποχωρούσε κι εκείνος χαμογέλασε μετουσιωμένος στο ανατολίτικο όνειρο. Η
Σωτηρία έγνεψε κουνώντας το κεφάλι κι ύστερα γύρισε και κοίταξε ο ένας τον άλλο
επαναφορτίζοντας την καλλιτεχνική απόδραση και την επίγεια λιτανεία. Ο αέρας
ζεστός και δροσερός ταυτόχρονα , παρέσερνε τα λόγια σαν πουλιά και γέμιζε τον
χώρο μια ευωδία νοσταλγικής ταυτοποίησης και αποσυγκρότησης. Όλα ήταν ρευστά
και μέσα σε αυτή τη ρευστότητα, το μόνο που διέκρινε καθαρά ήταν τα μάτια της κι
εκείνη τα δικά του.
Η ζωή συνεχίζονταν, οι
άνθρωποι χάραζαν τα μονοπάτια τους, ή έξυναν τον κώλο τους στον ύπνο,
σιχτίριζαν τα άστρα ή τα διέσχιζαν.. Κανείς
δεν πρόσεξε τον έρωτα που απολάμβανε το ποτό του στα πίσω τραπέζια. Με κόκκινα
μαλλιά και σκούρα μάτια, τυλιγμένος σε παρθένα χρώματα , φορούσε στο κεφάλι
ανατολές που μόνο οι ερωτευμένοι μπορούσαν να διακρίνουν καθώς ξάπλωναν στην
σκηνή κι εκτοξεύονταν, παγώνοντας για άλλη μια φορά τον χρόνο.
Τα δάχτυλα του
Χριστόφορου έτρεχαν στα πλήκτρα διατηρώντας πάντα τον κορμό του ήρεμο και το πρόσωπό
του ελαφρώς ροζέ είτε από το κρασί είτε από τη ζέστη της αρχαίας ηπείρου, είτε
από την συγκίνηση της ενοποίησής του με τον κόσμο, σε ένα απλό μαγαζί, ανάμεσα
σε τοίχους και φθηνές διακοσμήσεις, ένιωθε ξανά ελεύθερος, ελεύθερος και
δυνατός καθώς η Σωτηρία τύλιγε απαλά τα
χέρια της γύρω του και χάιδευε με την ανάσα της τον λαιμό του. Ό,τι είχε να πει
είχε ειπωθεί. Δεν ήταν καν σίγουρο αν
βγήκε ποτέ από την κρυψώνα της γλώσσας του ή αν τραγούδησε μέσα του, εκείνο το
μυστήριο δυναμώνοντας, όχι πια για λύση μια για κάτι άλλο, κάτι γλυκό. Η
μέλισσα ύφανε στα χείλια του το μέλι της και το τρύγησε μέσα από τα δυνατότερα
θεμέλια της ύπαρξής του καθώς το εναπόθετε στον βωμό του παρεξηγημένου θεού. Η αλλεπάλληλη
καθημερινότητα και η ηρεμία της, εκείνη η ασυγκίνητη κι αδιαπέραστη μοναξιά,
μακρινές και καθησυχασμένες χαιρετούσαν εμπειρικά, από απόσταση, σαν ξεχασμένοι
σταθμοί που κάποτε συγκέντρωναν τα βήματά του και σαν μανάδες πια, έγνεφαν τον
απογαλακτισμό, περήφανες καθώς έβλεπαν το τέκνο να μεγαλώνει. Είχε χρόνια να
τραγουδήσει.. την τελευταία φορά που το έκανε βρίσκονταν και πάλι στην παλιά
ήπειρο των πρώτων ανθρώπων. Κι η Σωτηρία με την αστείρευτη ζωντάνια της και την
δίψα της για περιπέτεια, με την σχεδόν δασκαλική της διάσταση και την εύστοχη παρατηρητικότητα της, σε έναν καιρό
που οι ρυθμοί εντείνονταν, του παρείχε εκείνο το εσωτερικό κι εξωτερικό καταφύγιο
που τόσο είχε ανάγκη. Την υπόσχεση του αύριο και την υπόσταση του χτες με ένα
κλείσιμο του ματιού, με ένα νεύμα, που έκανε το ακυβέρνητο καράβι χάρτινο παιχνίδι,
και το χάος κήπο ατέλειωτο. Έμοιαζε σαν σταθερά, σαν μίτος της Αριάδνης, σαν
θαύμα κι επιστημονικό διάγγελμα, σαν σφραγίδα για την ομορφιά του κόσμου, του επίγειου,
του ακατανόητου, του πολύπλοκου χώρου και χρόνου. Το πρώτο φεγγάρι της άνοιξης
ανέτειλε μέσα του ισορροπώντας τον ατέρμονο χειμώνα και το αποπνικτικό
καλοκαίρι ορίζοντας τον καιρό σε αίθριο και τα μποφόρ σε δροσερό αεράκι.
Τα ποτά έρχονταν κι
άφηναν άδεια τα ποτήρια σε κλάσματα των δευτερολέπτων, τα χέρια αντάμωναν κι οι
αναμνήσεις έμοιαζε να παίζουν σε διαφορετικά πάνελ ειδήσεις περασμένων καιρών
από το αρχείο. Παραγγέλματα νευρικών απολήξεων και συναισθηματικού πλούτου
έρεαν γεμίζοντας τα ταμία άυλο χρυσό, αφήνοντας λίγο πιο πλούσια τη σκηνή και τους
θαμώνες για απόψε. Οι ανώνυμοι διασκεδαστές, δίχως μάσκες, δίχως ονόματα, με
θολά , ιμπρεσιονιστικά πρόσωπα σε pixels, καμωμένα από διαθλάσεις κι ανακλάσεις φωτός, χειροκρότησαν
τους θεατές κι εκείνοι υποκλίθηκαν ευχαριστημένοι, επευφημώντας την διαδραστική
παράσταση καθώς ο νεαρός αντάμωνε μια παρέα από φούξια περιστέρια και οι
ταξιθέτριες σκούπιζαν την αυλή, την ώρα που ο Χριστόφορος και η Σωτηρία
κρατώντας τα χέρια τους εξαφανίζονταν αργά μέσα στους διαδρόμους της πόλης. Στο
μπαρ, ένα χαρτί στερεωμένο δίπλα στη ζάχαρη έγραφε τη διεύθυνση ενός ξενοδοχείου.
Ο έρωτας άφησε τελευταίος το
διασκεδαστήριο κι αφού έκλεισε τα φώτα, αποσύρθηκε πεταρίζοντας το μάτι στη
σερβιτόρα. Η ψυχή πέταξε τα ρούχα της κι έλαμψε διάφανη κι ακόμη ανθρώπινη μέσα
στο σκοτάδι. Ύστερα πήρε στα χέρια της την διεύθυνση του ξενοδοχείου και
χαμογέλασε στον Έρωτα. Απόψε θα γιόρταζαν την επέτειό τους μεταξύ των θνητών,
επινοώντας βαλίτσες και ονόματα , ένα παιχνίδι μεταξύ αθανάτων.