Η
πριγκίπισσα και το μπιζέλι των νέων επαναλαμβανόμενων εποχών.
Της
Χριστίνας Κοντούλη
…Κι έβλεπα τον κόσμο να
πεθαίνει στα πεζοδρόμια, διάβαζα για συλλήψεις που ο νους μου δε μπορούσε να
συλλάβει, κυνηγητά, σε ένα τόπο που διατυμπάνιζαν καθημερινά την ελευθερία του.
Μια αιματοβαμμένη ελευθερία, μια ελευθερία που θα έπρεπε να θυμάται να κρατά σφιχτά,
μα ήξερε μονάχα να την κοιμίζει… Στους άλλους, τους απ’ έξω είχαμε γίνει
γραφικοί , αρκούσαν μερικά πλουμιστά αντίτυπα του Ζορμπά σε κάποιο περίπτερο κι
ο Antony
Quinn
να
στρίβει τους γοφούς και να υψώνει τα
χέρια σε ασπρόμαυρα καρέ παράθυρα κι άλλοι νόμιζαν, οι «δικοί μας» νόμιζαν πως μας
βλέπουν. Κοψίδια, πανηγύρια με ήχο κακής ποιότητας, χοροί και παραδόσεις που μιλούσαν πίσω από το τζάμι,
κανένας πολιτισμός, καμιά παιδεία, μονάχα μια cultίλα
να σε ψυχαγωγήσει φθηνά πριν να σε κάνει να κλάψεις. Πέτρες που ποτέ δεν
αγγίξαμε, ιστορίες που δεν θα μπορούσαμε να φανταστούμε, επαναστάσεις που
αγνοήσαμε κι άγιος ο θεός. Ζορμπάδες που περιπαίξαμε, Ζορμπάδες που στειρώσαμε
για μια μεζούρα τάξης. Τα άλλα, εκείνα, τα άσχημα, εκείνα που φώναζαν τα βράδια
στον ύπνο, εκείνα που έτρεχαν στις ταράτσες με κομμένη ανάσα να γλυτώσουν από
τα μικροσκοπικά κατασκοπικά αεροπλανάκια της νέας γενιάς, εκείνους που εξευτελίζονταν
μέσα στη μέση του δρόμου για μια στιγμή αγαλλίασης της εξουσίας, τα μανιασμένα
τραγούδια στα μπαλκόνια και τα βασανισμένα βλέμματα, το παιδί που πάτησε το Δεκέμβρη
με γυμνά πόδια το χαλί της μεγάλης εκκλησίας και την παπαδιά που έβριζε για τα
λασπωμένα χνάρια του, το μακαρόνι που σ’ έκαμε να χέζεις τα άντερά σου από την πολύκαιρη
χρήση του μα ευχόσουν να έφτανε την άλλη
μέρα, εκείνα, εκείνα πονούσαν κι έτσι τα αφήναμε απ’ έξω. Πόσα ξυπόλητα πόδια
αφήσαμε στο χιόνι φοβούμενοι πως θα λερώσουν την μικροσκοπική “ευτυχία” μας;
Όπως μας έμαθαν οι
μανάδες μας ανοίγαμε αργά και σταθερά το κουτί πρώτων βοηθειών μα δεν βάζαμε το
τσιρότο στην πληγή, δεν καθαρίζαμε το αίμα, μονάχα το τραβούσαμε και το επεκτείναμε
εντέλει κι ύστερα το μοιράζαμε σε φέτες και κλείναμε στόματα, κλείναμε μάτια κι
αυτιά και προσποιούμασταν πως βρισκόμασταν σ’ ένα γάμο την ώρα που το φέρετρο
έμπαινε στο χώμα.
Αδέρφια από σάρκα και
πνεύμα, ολοζώντανα, να αναπνέουν, με μάτια ολοστρόγγυλα, κατατρομαγμένα,
αδέρφια από νερό και θειάφι, αδέρφια από πολύβουα χαρτιά, προκηρύξεις της καινούργιας
τάξης, αναλώσιμα , τσαλακώσιμα χαρτιά στις χοντρές πνιγηρές παλάμες της εξουσίας.
Γνέφαμε το κεφάλι μπροστά τους τάχα με συμπόνια κι ύστερα παίρναμε στο τηλέφωνο
να καταγγείλουμε τον γείτονα, τον όμοιο, τον “συμπαθή πολίτη” τώρα που ήταν
ευκαιρία κι η ρουφιανιά ήταν της μόδας. Παραδέξου το, πάντοτε βλέπαμε δίπλα στη
λέξη Εδέμ τη λέξη ΜΟΝΟΣ. Kαι
το παράξενο; Τη βλέπαμε με ανακούφιση.
Εμείς δεν είχαμε κανένα αδερφό, παρά μονάχα αυτόν που μας υποδείκνυε το κράτος,
εκείνον που η εξουσία θέλησε, ο μόνος αδερφός μας ήταν μια υπόσχεση για τον
ερχομό ενός άδικου, θλιβερού μεσσία που θα επανέφερε μια εξουσία που ποτέ δεν
είχαμε. Οι πόλεις βαρούσαν προσοχή όταν βαρούσαν οι μπάτσοι, κι έντιμοι κυρ
Παντελίδες, έβγαζαν από την ντουλάπα τον χιτώνα του Νέρωνα καθώς στερέωναν την
περούκα του δικαστή στα διαμπερή πληγιασμένα μυαλά τους… Η Ρώμη καίγεται εις τους
αιώνας των αιώνων. Αμήν. Τώρα ο Νέρωνας δεν έμοιαζε τόσο κακός αφού είχες την
αφελή πίστη πως θα γλίτωνε το δικό σου σπίτι. Τώρα ο δικαστής είχε φιλικό
πρόσωπο αφού δε καταδίκαζε το δικό σου παιδί. Τώρα έβρισκες όμορφη την εξουσία
αφού κατάλαβες πως εσύ είσαι αυτός που τη συντηρεί.
Πίσω από τα
συρματοπλέγματα τα αδέρφια μας κοιτούσαν. Πίσω από τη μοναξιά των ευλογημένων μας
τοίχων τους κοιτούσαμε κι εμείς. Εμείς που σκύβαμε το κεφάλι το βράδυ και
σούρναμε τα γόνατα στους ναούς το πρωί, εμείς που βάζαμε το χέρι κρυφά κάτω από
τη φούστα της σερβιτόρας κι υγραίναμε την πίνα μας μέσα στα δάκρυά της καθώς
την φτύναμε και την μισούσαμε που ήμασταν τόσο λίγοι για να μας ποθήσει. Εμείς
που μισούσαμε τον εργάτη και τον χλευάζαμε, εμείς που ύστερα μισούσαμε το
αφεντικό που δε μας έδωσε την υπερωρία. Εμείς που μισούσαμε τη γυναίκα και την
περιγελούσαμε που δεν έκαμε παιδιά, εθνοφρουρούς δήθεν μεγαλείων που μας ανήκαν,
κι όταν εκείνα τα παιδιά ζητούσαν το δίκιο τους, το μερίδιό τους στον κόσμο τους
είπαμε κοφτά πως είναι μικροί για να θέλουν να υπάρξουνε, μικροί για να θέσουν τους
όρους τους για το δικό τους μέλλον, εμείς που μισούσαμε τους πούστιδες γιατί
δεν είχαμε τα κότσια είτε να ανοίξουμε την πόρτα της σκληρής ντουλάπας είτε να
αποδεχτούμε πως δε θα μας έπλαθαν νέα στρατιωτάκια από μπαγιάτικη ζύμη, εμείς
που καταδικάσαμε το ίδιο μας το κορμί γιατί
ακούσαμε ανθρώπους ανέραστους, ανθρώπους που κήρυτταν ευλογία κι η μεγαλύτερη ευλογία
δεν ήταν στο πλευρό τους ,η ευλογία του πόθου, του έρωτα. Εμείς που λέγαμε πως
ξέρουμε το καλό του ανθρώπου, εμείς που αδυνατούσαμε να δούμε το δικό μας καλό.
Εμείς ήμασταν, ακόμη κι αν γεννηθήκαμε τώρα, το παρελθόν μας είχε καταδικάσει
στην επανάληψη, τα λάθη των γονέων δεν παίδευαν πλέον τα τέκνα γιατί το μεγαλύτερο
λάθος τους ήταν τα ίδια τα τέκνα, νεοσσοί που έμαθαν να μισούν τα φτερά γιατί
φοβόνταν να πετάξουν. Τι μικροί που γίναμε, τι τιποτένιοι. Κι εσένα που στα λέω
τώρα αυτά, πως είναι τόσο σίγουρο πως δε σε νοιάζει. Το μόνο που έχεις μέσα σου
είναι ο κόσμος, έτσι πως με κοιτάς, που ανοίγεις τα όμορφα, τα νεανικά σου
μάτια με τόση ευλάβεια και άγνοια… αχ…. Μοιάζεις σαν αποκούμπι, το μόνο σκληρό
είναι το κορμί σου, καμιά σκληράδα πάνω σου, πόσο χαίρομαι που δεν ένιωσες ποτέ
τη μπότα της κοινωνίας να σου σκληραίνει τα μάτια. Θα μπορούσε κανείς να
πιστέψει στον παράδεισο κοντά σου, κίβδηλο πλάσμα που θα κληρονομήσεις τη
βασιλεία των ουρανών την στιγμή που τα βασίλεια της γης θα τυλίγονται στο
θάνατο και στη φλόγα. Μακάρι να είχα έστω και λίγο λίγη από αυτή την άγνοια,
τόση που να μπορέσω να ευτυχίσω… Μα βλέπεις θα ήταν χάρτινη η ευτυχία μου,
απαλή, απλή κι άνοστη σαν ένα κομμάτι χαρτί. Ένα κομμάτι χαρτί που κάποτε ήταν
δέντρο. Αν θες να δεις η μνήμη πως χάνεται δε χρειάζεται να ανοίξεις το
χαζοκούτι ούτε να ταξιδέψεις στα λόγια κάποιου έξυπνου ποιητή, σκέψου μονάχα
ένα δέντρο που κατέρρευσε και τώρα η Δρυάδα του σου σκουπίζει των κώλο. Έτσι είναι κι ο άνθρωπος, ενστερνίζεται το
δέντρο για να δημιουργήσει κωλόχαρτο. Να πάρε ένα κομμάτι, τράβα το, σκίσε το,
αν θες βάλτο στο όμορφό σου στόμα και μασούλησε το, έτσι χάνεται η μνήμη στον
άνθρωπο, έτσι σβήνει το φως πριν τον ύπνο.
Όμορφε άνθρωπε, εσύ με
το όμορφο κορμί σου, με τα ολοζώντανα χείλια σου, με μάτια που σπαρταράνε, εσύ
που σαν μπιμπελό, σαν ακριβό έργο τέχνης ξαπλώνεις την απλότητά σου στο κρεβάτι
μου έχοντας άγνοια κίνδυνου. Αν αύριο σου στηλιτέψουν το μυαλό και γίνεις κι
εσύ μια φωνή μέσα στις άνοστες πια τόσες, αν αύριο βεβηλώσουν αυτή σου την
άγνοια με σοφιστείες και τεχνάσματα, αν αύριο ο χρόνος παλέψει με την κοινωνία
για το πρόσωπό σου κι αν βρεις τις χαρακιές της δεύτερης να σου γερνούν την όψη
και να σου στερούν χρόνια που ο χρόνος δε σου στέρησε, να ξέρεις πως υπήρξες
μια στιγμή αθάνατος, εκείνη τη στιγμή που πρέσβευες τη μεγαλύτερη ευτυχία για
τον άνθρωπο, το μόνο παράδεισο που ποτέ θα γνωρίσει εκείνον που χτίζουν δυο
χέρια καλά ενός ανθρώπου γύρω σ’ έναν άλλο.
Μα αυτή είναι μια
ευτυχία ουτοπική, μια ευτυχία για λίγους, μια ευτυχία που απαιτεί απόλυτη ελευθερία,
μια ουτοπία τέτοια απαιτεί το είναι σου και ποιος αν σε ρωτήσω, θα έδινε τον
εαυτό του; Τις άλλες τις εκκωφαντικές, τις περίφημες, τις ευτυχίες που
ξεθωριάζουν είναι εύκολο να τις βρεις, πωλούνται στα περίπτερα, πωλούνται στα
σούπερ μάρκετ, τις παίρνεις με το κιλό, τις χάνεις ακόμη πιο εύκολα, τις ξεχνάς
σαν τη γεύση της τσίχλας μετά από ώρα. Τότε σου μένει μόνο ένα ανιαρό λαστιχένιο
φαγώσιμο που κολλάει στα δόντια σου… Χέρια.. πότε σκεφτήκαμε τη δύναμή τους;
Μπορούν να τυλιχτούν γύρω σου σα καταφύγιο, μπορούν και να σε πνίξουν. Όταν
ήθελα να με αγκαλιάσουν έμαθα να σφίγγονται γύρω από το λαιμό μου και να μου
κόβουν τον αέρα, όταν ήθελα να με αγγίξουν, γλώσσες μου έγλυφαν τις χούφτες και
σκορπούσαν τα αποτυπώματα μου στερώντας μου τον εαυτό, όταν ήθελα να με
καθοδηγήσουν μου έπαιρναν τα μάτια και φορούσαν στο κεφάλι μου τα δικά τους σα φωτοστέφανα,
όταν ήθελα να μιλήσω μου έσχιζαν τη γλώσσα .Κι ύστερα μου λέγαν, είσαι
ελεύθερος. Κι εγώ σα γνήσιος “επαναστάτης” θα πούλαγα την επανάσταση για λίγη
ευτυχία, θα έβγαζα τα μάτια μου να μη βλέπω, να γύμνωνα το σώμα μου και θα
έκλεινα το στόμα μου κι ύστερα θα άλλαζα κανάλι. Κι εκεί κάπου στην ακίνδυνη
επανάστασή μου κι αφού έχω νιώσει καλύτερα, θα προσπερνούσα τα ολόφρεσκα
γεγονότα και θα έβαζα μια μπαγιάτικη σειρά στην οθόνη για να ξεκουραστώ μα
ξέρεις κάτι δε με αφήνει τελευταία να χαλαρώσω, κάτι μου στερεί τον ύπνο μου,
κι όχι δεν είσαι εσύ, θα’ θελα τόσο να ήσουν, όχι όμως, στις σκοτεινές επάλξεις
του καναπέ, στο σύγχρονο κελί μου, κάτω από τον κώλο μου και το βολεμένο μου
πνεύμα ένα μικρό μπιζέλι επαναστατεί καλύτερα από μένα. Ένα μικρό μπιζέλι
απαιτεί και διεκδικεί την ηρεμία μου, ένα μικρό μπιζέλι μου στερεί τον
παράδεισο ουρλιάζοντας κάθε φορά που το
συναντά το σώμα μου κι έχει πάντα την κραυγή του πολέμου. Φοβάμαι πως σε λίγο
θα μεγαλώσει και δε θα μπορώ πια να κάθομαι, θα με αναγκάσει να σηκωθώ κι όταν
σηκωθώ, τότε θα βρω τον δικό μου παράδεισο, μα αυτός είναι καρπός του φιδιού
και του μήλου, αυτός θα μυρίζει βλέμματα καθαρά και θα έχει τη γεύση της φωνής
που δε προσκυνά, πολύ φοβάμαι πως μια μέρα αυτό το άτιμο μπιζέλι δε θα με
αφήσει να γονατίσω ξανά, θα μου στερήσει όλα τα προνόμια του δούλου και τότε η
προσευχή μου θα αποχτήσει ονόματα και σάρκες, τότε ο θεός μου θα περπατά δίπλα
μου κι ο μεσσίας του δε θα ταιριάζει σε κανένα υπέρτατο ον, δε θα υπόσχεται
ανάσταση νεκρών παππούδων, ούτε θα κάνει θαύματα, ο μεσσίας μου θα είναι μια
ανάμνηση ευτυχίας που θα σταυρώνεται με χέρια ανοιχτά και πλευρά αφύλαχτα, θα’
χει όνομα απροφήτευτο και σάρκινο πατέρα, κανένα αστέρι δε θα λάμψει γι’ αυτόν,
παρά μονάχα μάτια, άγρια, εξουθενωμένα, εξαγριωμένα μάτια που θα
διαπραγματεύονται την ομορφότερη κόλαση, την ελευθερία. Τότε εύχομαι να συναντηθούμε
ξανά κι αλήθεια ελπίζω να’ χεις τη γεύση του μήλου ή το γέλιο του ήλιου κάτω
από τη γλώσσα.