Tuesday, December 28, 2021

 Καλησπέρα φίλοι του μπλε λαγού, εδώ και ένα μήνα περίπου έχω ξεκινήσει την συγγραφή ενός μυθιστορήματος. Καιρό τώρα, κάποιοι φίλοι που διάβασαν τις ιστορίες μου, μου είχαν προτείνει να δημιουργήσω και μια ας πούμε, μεγάλου μήκους. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην αρχή της μέσης της ιστορίας μου η οποία βασίζεται σε μια ιδέα που είχα δεκατέσσερα χρόνια πριν. Σήμερα είμαι τριάντα χρονών και ομολογώ πως είχα προσπαθήσει αρκετές φορές να παρουσιάσω αυτήν μου τη σκέψη ωστόσο θα έλεγα πως δεν ήταν η κατάλληλη ώρα κι ήταν πολλά εκείνα που την εμπλούτισαν μέχρι σήμερα , ώστε να μπορέσω να σας παρουσιάσω ένα κεφάλαιο όπως πραγματικά υπήρχε στο μυαλό μου. Άλλωστε πολλές φορές γνωρίζουμε την εικόνα, ωστόσο τα λόγια δεν είναι πάντα κατάλληλα να την πλαισιώσουν, να την ζωγραφίσουν αν θέλετε, στο αυτί. Οι ιδέες μεγαλώνουν και ωριμάζουν μαζί μας, κάθε μια από αυτές, παρόλο που μπορεί μην παραθέτει την πραγματικότητα βασίζεται σε αυτήν με πολλούς τρόπους, με μια τυχαία κουβέντα, ένα βλέμμα, μια μυρωδιά, μια ανάμνηση, μια αγουροξυπνημένη μούσα που παραπαίει ανάμεσα στο υπαρκτό και στο ιδεατό, στο φανταστικό και στο γεγονός, χαρίζοντάς μας την ηρεμία της ανωνυμίας μέσα από τα χέρια ενός άλλου. Για απόψε θα παρακαλούσα να βάλετε ένα κρασί ή ένα τσάι στο ποτήρι σας, να ανάψετε ένα μόνο τσιγάρο και να διαλέξετε μια μουσική, ύστερα με δική μου ευθύνη σας προσκαλώ να χαθήτε για λίγο σε μια εικόνα και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας καθώς σας παραθέτω τα δικά μου με απόλητη φαντασία, και σίγουρη ειλικρίνεια. Μην βιαστύτε,  Η βιασύνη είναι βαρετή. Φορέστε το προσωπείο της αναζήτησης κατά την παραμονή σας στην αίθουσα και .αναρωτηθήτε .

Το μόνο στοιχείο που θα σας δώσω είναι πως βρίσκεστε μπροστά σε ένα μυστήριο κι αν διαλέξετε να ακολουθήσετε τον πρωταγωνιστή τότε να ξέρεται, το μυστήριο είναι μεγαλύτερο από όσο νομίζεται  κι εσείς ξεκινάτε από την μέση. Εύχομαι σύντομα να μπορέσω να διαλευκάνω τις τυχόν απορίες σας κι αν δεν σας κέρδισα τώρα με τις δικές μου απορίες, μια μέρα οι δικές σας να κερδίσουν τις ιστορίες μου. Ευχαριστώ για τον χρόνο που είδη διαθέσατε ώστε να διαβάσετε την εισαγωγή μου κι ύστερα ευχαριστώ για τον χρόνο που διαθέσατε για να μου χαρίσετε τις απορίες σας. Θυμηθήτε όμως, το μυαλό μας είναι δικό μας και γι'αυτό το λόγο δεν μπορεί ούτε να οδηγήσει, ούτε να προσβάλει κανέναν παρά μόνο εμάς τους ίδιους. Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται κι όποιος έχει το σπόρι, βρέχει απόψε.

Κοντούλη Χριστίνα






Πράξη Δεύτερη

 

 

Κεφάλαιο Πρώτο

 

Κοσμογονία!

 Εν αρχή είναι ο λόγος. Κι ο λόγος ήταν η αρχή της διάπλασης κοινωνιών και της ένταξης του ανθρώπινου δυναμικού σε ένα σύνολο με στόχο την επιβίωση και την προστασία. Οι αγέλες έδωσαν την θέση τους στις ομάδες κι οι ομάδες αποτέλεσαν μέσα στην πάροδο του χρόνου εστίες αναδιαρρύθμισης κι ομαλής ένταξης  στην γενική σκέψη, του νέου ανθρώπου, του επιθυμητού υποκειμένου για την ευημερία του συνόλου καθώς και την εικόνα του ανεπιθύμητου. Μέσα από την ζύμωση των δυο εννοιών γεννήθηκε το γκρι, καθώς τίποτα δεν αποτελούταν στα αλήθεια από άσπρο μαύρο, μα καθορίζονταν εξαιρετικά αιχμηρά από τις όποιες διαβαθμίσεις τους. Στα σβησίματα του φωτός και τις σκιάς, μπροστά και πίσω από την μούρη μας, γεννήθηκε το παρακράτος. Από την πρώτη κιόλας δόμηση της συντροφιάς, από την πρώτη κιόλας μάζωξη γύρω από την φωτεινή εστία υπήρξε και εκείνος που δεν μπόρεσε ποτέ να ζεσταθεί από αυτή, εκείνος που ποτέ δεν προχώρησε καθώς έχασε τα προνόμια της δύναμής του από την επικείμενη γνώση. Εκείνος, ο αδύναμος, λυπηρός άνθρωπος που σύνθεσε για πρώτη φορά στο κεφάλι του την λέξη εξουσία, επιθυμώντας την κατοχή της. Ο άναρχος κόσμος αναζήτησε για πρώτη φορά την αρχή. Με πρόσχημα την προστασία έναντι του ζωικού βασιλείου δημιουργήθηκε η κυριαρχία του αδυνάτου, του απροίκιστου, η κυριαρχία του παραγκωνισμένου.

Όταν ήταν μικρός συνήθιζε να κοιτάζει πάντα μπροστά. Ο κόσμος έμοιαζε σαν μια ατέλειωτη και πολλά υποσχόμενη ευθεία, ακόμη κι όταν έστριβε, παρέμενε μια ευθεία γι’ αυτόν, ένας ωκεανός επιλογών χαρακτηρισμένος από έναν μακρύ και καθαρό ορίζοντα, ένα καρτουνίστικο σύμπαν με τις ευκαιρίες να τραγουδούν λικνιζόμενες κάτω από τον ήλιο του παραμυθιού. Καθώς όμως μεγάλωνε άρχισε να αναπτύσσει μια… ιδιόμορφη θα έλεγε κανείς, συνήθεια. Άρχισε να κοιτάζει προς τα πάνω. Ξάφνου ο κόσμος ξεκίνησε να αποχτά περισσότερες κατευθύνσεις, δεν ήταν μόνο το μπροστά αλλά υπήρχε και το πάνω, το κάτω, το δεξιά, το αριστερά, το μπρος όσο και το πίσω. Ο χώρος δεν αποτελούνταν τελικά από μια ατέλειωτη πορεία όμοια με τα αμερικάνικα highways, όσο μεγάλωνε, έμοιαζε περισσότερο με λαβύρινθο, με ποντικοπαγίδα. Κι από την στιγμή που ο φίλος μας δεν βρίσκονταν ψηλότερα από αυτόν, τότε έπρεπε εκείνος να είναι το ποντίκι. Σκεφτόταν… στο νου του ήρθε μια μέρα, μια μέρα τόσο παράδοξη που έμοιαζε τέλεια καμουφλαρισμένη μέσα στην καθημερινότητα, ωστόσο εκείνος κατάφερε να την αναγνωρίσει. Περπατούσε στην οδό  Φοινίκης, είχαν μόλις πρωτοέρθει στην Αρράντη με την μητέρα του κι αναζητούσαν ένα σπίτι κατάλληλο να στεγάσει την οικογένειά τους τους μήνες των διακοπών. Έτσι συνήθιζαν να βολτάρουν ασταμάτητα στην πόλη παρατηρώντας τα σπίτια, τους δρόμους, την αρχιτεκτονική και να σχολιάζουν τα τυχόν λάθη των μηχανικών που μόνο οι καλλιτέχνες μπορούσαν να καταλάβουν. Η μητέρα του ζωγράφιζε τις ελεύθερες ώρες της κι έτσι είχε αναπτύξει μια δική της θεωρία για την πολεοδομική έκφραση του συνωστισμού των μεγάλων λιμανιών. Ήταν άνθρωπος της γης και της θάλασσας κι έτσι τα ύψη έδιναν στα νεύρα του ζωδιακού της κύκλου… Για εκείνη υπήρχε μονάχα άσχημο και όμορφο, το όμορφο ήταν πάντα λειτουργικό, το άσχημο, ήταν το ελλιπές, το κακώς μελετημένο. Θυμόταν λοιπόν τις βόλτες τους στην οδό Φοινίκης, εκείνος εξτασιασμένος, με το μικρό σιδερένιο του ποδηλατάκι θαύμαζε τον ορίζοντα καθώς η μητέρα του παραπονιόταν συνεχώς για την έλλειψη επιπέδων, Κάπου κάπου σταματούσε για να κάνει μια αναφορά στην κοσμογονία του Ηρόδοτου και μέσα από το μύθο του Προμηθέα και του Επιμηθέα να καταδικάσει τον κάθε στείρο από φαντασία αρχιτέκτονα, ανώνυμα πάντα και με μια αίσθηση αυθεντίας στα χείλη. Τότε δεν άκουγε, τα αυτιά του ήταν παραδομένα στα μικροσκοπικά μυστήρια των δρόμων, στις ρωγμές των πεζοδρομίων, στον καυτό ήλιο του μεσημεριού, στις ουρές των αδέσποτων γατιών και στο θρόισμα των φύλλων. Μεγαλώνοντας όμως οι λέξεις άρχισαν να παίρνουν πέτρα και σίδερο και να χτίζουν μπρος του την πολιτεία του θυμωμένου παιδιού που δεν είχε καταφέρει ακόμη να αποκοπεί από την επιθυμία του εντυπωσιασμού του γονέα. Ο άνθρωπος… δεν ήταν παρά ένα πεντάχρονο που τσίριζε για προσοχή, ένας έφηβος που αρνούνταν την προκαθορισμένη θέση του, που προσπαθούσε με μανία να αποδείξει πως ήταν καλύτερος από εκείνο που τον προόριζαν να γίνει. Ο άνθρωπος ήταν μέσα στους αιώνες μια φιγούρα ανωριμότητας που έκραζε την κακή του μοίρα γιατί δεν μεγάλωσε ποτέ, εκθειάζοντας παράλληλα την φύση του που ποτέ δεν έπρεπε να ωριμάσει. Αν μια φράση μπορούσε να μας χαρακτηρίσει ως ανθρωπότητα ήταν “θα σου δείξω εγώ”, μην ξέροντας ούτε πως να αποκτήσει, ούτε πως να γίνει, ούτε και τι να δήξει στο τέλος.

Χρόνια μετά πέρασε μια μέρα από την οδό Φοινίκων. Ο δρόμος είχε αλλάξει αρκετά, ίσως πάλι να μην είχε αλλάξει καθόλου και το μόνο που ήταν διαφορετικό να μην ήταν τίποτα άλλο παρά μόνο η σκέψη του. Ο δρόμος ήταν μεγάλος και ανοιχτός, θα μπορούσε να είναι κι ένας δρόμος διπλής κατεύθυνσης ωστόσο σε κάθε πλευρά του δέσποζαν, μεγάλες, πλατιές πολυκατοικίες. Κι αυτή τη φορά φάνταζαν τόσο ψηλές που ο ήλιος δεν έφτανε να αγγίξει την άσφαλτο. Κάτι μέσα του ανησυχούσε, ένιωθε σαν να περπατούσε σε ένα δάσος από πανύψηλα δέντρα κι εκείνος μικρός, μικροσκοπικός κι αδύναμος πρόσμενε ανά πάσα στιγμή κάποιο wild αμάξι να πεταχτεί και να τον κατασπαράξει με συνοπτικές διαδικασίες. Η πόλη είχε αντικαταστήσει την ζούγκλα. Καθώς προχωρούσε κοντά στην οδό Φιλανθρώπων , βρέθηκε στο τσίρκο για πρώτη φορά. Όχι, όχι, δεν ήταν ένα τσίρκο σαν εκείνο που θυμόταν παιδί, δεν υπήρχαν ακροβάτες και παρουσιαστές, ούτε απαλά βλέμματα ελεφάντων χωμένα μέσα στην σκληρή τους σάρκα, παρά μόνο ένα θέαμα χλευασμού. Ένας τεράστιος φοίνικας, δεμένος με σιδερένια σύρματα από τα μπαλκόνια μιας πολυκατοικίας, λεπτός στην αρχή και χοντρός όσο ψήλωνε, έγερνε λυπητερός, αταίριαστος δεσμώτης μέσα στο τροπικό τσιμέντο.  Τότε ήταν που σκέφτηκε για πρώτη φορά πως ο άνθρωπος δεν προσπαθούσε να κυριαρχήσει στην φύση, αλλά να την εκδικηθεί, να την εκδικηθεί που δεν του έδωσε κανένα εφόδιο να ενσωματωθεί παρά μόνο τρόπους να την μισήσει. Ο άνθρωπος, δεν σκέφτονταν πριν πράξει, ούτε μετά, σκέφτονταν πως να πράξει. Ο Προμηθέας και ο Επιμηθέας σαν κακοί γονείς του στέρησαν τα εφόδια, το ξέχασαν, τώρα εκείνος θα τους έκανε να ξεχάσουν την φύση κι όλα τα εφόδια που κακώς μοιράστηκαν κάποτε. Ο άνθρωπος δεν είχε φτερά να πετάξει κι ούτε χωρούσε στις τρύπες των δέντρων, έτσι έκοψε κι έριξε τα δέντρα για να φτιάξει πέτρινες φωλιές. Ο άνθρωπος δεν είχε γούνα για να ζεσταίνεται κι έτσι κυνήγησε και έγδαρε την γούνα των ζώων, ο άνθρωπος δεν είναι μεγάλα δόντια κι έτσι έφτιαξε μαχαίρια και μηχανές του κιμά. Ο άνθρωπος δεν είχε στον ήλιο μοίρα κι έτσι έκλεισε τον ήλιο έξω από τους δρόμους του. Ήταν η ζήση του ανθρώπου μια μακροσκελής κι ανούσια προσπάθεια εκδίκησης απέναντι στους θεούς; Ήταν ο άνθρωπος το παραμελημένο κομμάτι της δημιουργίας που μεγαλώνοντας αποφάσισε να κατηγορήσει τους “γονείς” του για το ατέρμονο βασανιστήριο της επιβίωσης; ήταν η κραυγή της φύσης έναντι στην μοναξιά και την αδιαφορία; Η μήπως ήταν το καλομαθημένο θρεφτάρι που ξαφνικά πετάχτηκε έξω από την εστία της φροντίδας πριν ακόμη μάθει να φροντίζει τον εαυτό του κι έτσι έχασε την ευκαιρία να φροντίσει τους υπόλοιπους; Η μήπως τελικά ήταν ο ευνοούμενος; Ο αγαπημένος; Εκείνος που μια μέρα θα φρόντιζε , μες στην αδυναμία του, τους δυνατούς;

Αν τώρα τον ρωτούσε κανείς τι ήταν η Εδέμ, θα έλεγε πως ήταν η παιδικότητα, το μήλο δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την εφηβεία. Η στιγμή που καταλαβαίνεις την σάρκα σου είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις την θνητότητά της. Ο Εβραϊκός κι ο Χριστιανικός θεός είπαν στον άνθρωπο μη μεγαλώσεις κι εκείνος μεγάλωσε παρά τις απαγορεύσεις τους, με την ενοχή του να μην είναι πια το μωρό του γονιού του. Η μητέρα ήταν πάντοτε πιο άγρια, πιο σκληρή, η φύση μιλούσε τη γλώσσα της αλήθειας, της ανακύκλωσης, η μητέρα ζητούσε την προστασία σου για να μεγαλώσει κι εκείνη, ζητούσε το μεγάλωμά σου όσο εκείνη επέστρεφε στην εμβρυακή της κατάσταση μέσα από το γύρας. Άλλωστε οι τέσσερεις εποχές δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τον κύκλο της φύσης, ένα εξαιρετικό παραμύθι έτοιμο να χωρέσει τις ερωτήσεις της ανθρωπότητας, να δεχθεί το ξύπνημα, τρυφερά όπως δέχονταν τον ύπνο. Να προσκομίσει τις αποδείξεις μιας έρευνας πάνω στην ανάγκη της μέρας. Ένας ολόκληρος χρόνος, η μέρα μας. Αν το σκεφτόταν με βάση την ζωή της πεταλούδας, τότε πόσα χρόνια ζούμε με τις μέρες μας, 365 αιώνες σε ένα χρόνο, μια αιωνιότητα. Μια αθάνατη λήψη.

 Ήταν ο άνθρωπος ο επιστάτης; αναρωτήθηκε. Κατ’ εικόνα και ομοίωση. Ελάχιστοι άνθρωποι κατάλαβαν πως ο γονιός επιθυμεί το παιδί βρέφος γιατί έτσι συντηρεί την δική του νεότητα. Σε ελάχιστους η φύση είπε το μυστικό, ελάχιστοι χάιδεψαν τα μαλλιά του πατέρα κι επιβεβαίωσαν πως η Εδέμ θα είναι πάντα εκεί, σε εκείνους επιβεβαίωσε ο πατέρας με ένα γιορτινό τραπέζι. Ίσως το πραγματικό μυστήριο να βρίσκονταν στην αντίληψη πως ο παράδεισος της αναζήτησης δεν έφυγε ποτέ, παρά μόνο έδωσε χώρο στην δημιουργία νέων παραδείσων, κρατώντας τον πρώτο ως σημείο αναφοράς κι όχι ως στάση επιστροφής. Ο γονιός παραμένει νέος μονάχα μέσα από την ασπίδα που χαρίζει στα παιδιά του κι όχι προσπαθώντας να την κρατήσει αιώνια απέναντι την εφηβεία τους. Η αναζήτηση συντήρησης της πρώτης σχέσης τους δεν είναι παρά κακό μπόντοξ σε μια ανόητη σάρκα. Ο καλός θεός μεγαλώνει μικραίνοντας, ο άνθρωπος θεριεύει  μεγαλώνοντας κι η φύση ήταν πάντα εκεί να βγάζει φωτογραφίες. Ίσως ο άνθρωπος να βρίσκονταν εδώ όχι για να τον βοηθήσουν οι θεοί να περάσει από τα 40 κύματα αλλά για να τους βοηθήσει εκείνος να περάσουν τα δικά τους. Ήταν ο άνθρωπος η γάτα των θεών; Κι ήταν τάχα οι θεοί που αναζητούσαν διακαώς την συντήρηση καθώς η λήθη σήμαινε θάνατο για εκείνους; Τα λόγια του Μίτια ίσως και να έκρυβαν κάποια αρχέγονη προφητεία… Η συντήρηση μήπως είχε στόχο την διατήρηση της αθανασίας των θεών; Δίχως πιστούς τι ήταν θεοί στο κάτω κάτω; Αυτή η σκέψη του θύμιζε κάπως την γιορτή των νεκρών, οι νεκροί δεν μπορούσαν να επιστρέψουν, ούτε να συνεχίζουν να υπάρχουν δίχως εκείνους που τους μνημόνευαν. Η υστεροφημία, ήταν στ’ αλήθεια η πραγματικότητα της αθανασίας; Κι αν ναι, που πήγαιναν, οι θεοί και οι θνητοί που δεν μνημονεύονταν;

Κι ύστερα τι ήταν αυτή η εμμονή με τον σοβαρό κι απόμακρο πατέρα, ήταν μια έκφανση της εξουσιαστικής διάθεσης του ανθρώπου πάνω στην ατέλειωτη δύναμη του θεϊκού; Ήταν ένα στενό κουτάκι που ζούπαγαν όπως όπως τα ανθρώπινα μυαλά την απέραντη δύναμη της ύπαρξης; Μπορεί ένα ποτήρι να χωρέσει την θάλασσα; Κι αν δεν μπορεί, τότε μια ανάμνηση πως μπορεί να την χωρέσει; Η ανάμνηση ωστόσο κατείχε το μυστικό της επέκτασης, η ανάμνηση ήταν τόσο μεγάλη όσο το μυαλό που την αποθήκευε. “Συν το ανάρχω σου πατρί”, ο άναρχος θεός, η ζωή δεν επιδέχονταν στην πραγματικότητα κανένα στένεμα, ούτε σε άφηνε να την πάρεις λίγο στο βολάν, χρησιμοποιώντας καρφίτσες. Άγνωστοι και γνωστοί, ατέλειωτοι ράφτες κι ατέλειωτοι μηχανικοί χωροταξίας , επιμελητές και επιστάτες, συνωμότησαν μια μέρα μέρα πάνω στο άπειρο προσπαθώντας να αποκρύψουν την αλήθεια προς όφελός τους κι αυτή ήταν η μέρα που οι θεοί γίναν θνητοί κι οι θνητοί απέχτησαν το όνομά τους. Ήταν η μέρα που δημιουργήθηκε η λέξη θάνατος. Κι ο θάνατος, δεν ήταν παρά μια διαταραχή. Ο ελεύθερος και σοφός πατέρας έγινε δικτάτορας και ιερός εξεταστής, η γενναιόδωρη ζωοφόρος μητέρα έγινε ταπεινή και μυστήρια σκλάβα. Τα φύλλα χωρίστηκαν, τα ατέλειωτα φύλλα, στριμώχτηκαν σε υγρά και στενά κουτιά, τα μυαλά πήραν το σχήμα του κουτιού τους. Η οικογένεια των πιθανοτήτων και τον επιλογών στάθηκε στην νέα εποχή με στρατιωτικά ρούχα και ηχογραφημένα μηνύματα. Ο άνθρωπος έπλασε κατ’ εικόνα και ομοίωση τους θεούς του. Ο κόσμος γνώρισε τον θάνατο την μέρα που αποφασίστηκαν οι συντεταγμένες του μεγέθους του. Έμεινε μόνο ένας στενός πλανήτης, αποκομμένος από το αχανές, πληγωμένος από τεχνητά σύνορα, ένα νεκροταφείο θεών κι ανθρώπων. Ανάμεσά τους όμως, υπήρξαν κι εκείνοι που στα κρυφά, συνέχισαν να λατρεύουν την πιθανότητα και να βρίσκουν ακόμη το απέραντο, στο στενό κύμα.

Κύμα ονομάζεται μια διαταραχή στον χώρο και στον χρόνο.  Ο όρος κύμα αποκαλύπτει την μεταφορά της διαταραχής συνήθως χρησιμοποιώντας κάποιο μέσο. Η αποκάλυψη αυτή, η μεταφορά διεξάγετε μέσω μιας παλμικής κίνησης του μέσου όπου έχει επιλεγεί. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα διατηρούν την διαταραχή αυτή ακόμη και στο κενό. Σε ένα ηλεκτρομαγνητικό κύμα η διαταραχή καθορίζεται από την ένταση του μαγνητικού και του ηλεκτρικού πεδίου. Τα κύματα του αρμυρού νερού διαταράσσουν μονάχα την επιφάνεια ωστόσο αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει αντίκτυπο, αντίστοιχη δράση και αντίδραση στο σώμα που επεμβαίνει στην επιφάνεια της θαλάσσης. Τα κύματα ωστόσο μεταφέρουν ενέργεια κι έτσι διαταράσσεται ότι βρίσκεται στην εμβέλειά τους, Η πρόβλεψη διατάραξης εξαρτάτε από την ενέργεια που έχει αποδοθεί.

Ανάμεσα στις μαλακές μεμβράνες των δακτύλων του τα herτz των κυμάτων  εναλλάσσονταν διατηρώντας  την συχνότητα σε μια σταθερά. Ο λόγος στέκονταν με μαύρα γράμματα, πομπώδης και σκούρος πάνω στα λεπτά χάρτινα φύλλα, ανάμεσα σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες και γραφικά διαφημίσεων. Μια παλιά φωτογραφία με ένα γελαστό πρόσωπο σμίλευε την τραγικότητα της κατάστασης μέσα από την ειρωνεία. Ένας νεότερος Δομένικος, λαμπερός και σίγουρος δέσποζε σε ένα κομμάτι επεξεργασμένο ξύλο, νωχελικός και αδιάφορος για το μέλλον, διθυραμβικός κι αφελής όσο η ίδια η ανθρωπότητα. Ο Χριστόφορος τσαλάκωσε τα φύλλα στα χέρια του και τα άφησε δίπλα του στο πεζούλι. Ο φθινοπωρινός αέρας είχε επιτέλους κατευνάσει την διαταραχή προσωπικότητας που έμοιαζε να παρουσιάζει τον τελευταίο καιρό και παγωμένος προμήνυε τον χειμώνα. Ο κήπος του νοσοκομείου έμοιαζε ξαφνικά μεγαλύτερος, βαρύς και χαώδης όπως ο αέρας είχε κάτι από την γραφή του άρθρου, κάτι από την προσωπικότητα του χαμένου νέου που υπήρχε πια μόνο μέσα από τις στίξεις του μελανιού.  Ο Χριστόφορος κάθονταν ασάλευτος. Πίσω του μερικές ανθισμένες τριανταφυλλιές αμφέβαλαν ακόμη για την εποχή και πλαισίωναν το σκηνικό του σε πείσμα του μήνα. Ήταν Δεκέμβρης, ωστόσο το φθινόπωρο κρατούσε πάντα περισσότερο στις κάτω χώρες , το ίδιο και η άνοιξη.

Τα πόδια του χτυπούσαν ρυθμικά τις πλάκες τις αυλής και τα χέρια του απολάμβαναν με ζογκλερικά τσιγάρων τις σκέψεις που κρατούσαν το βλέμμα του ακίνητο. Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα, ο Προμηθέας δεν του αρνήθηκε την χάρη ενός καταπραϋντικού και ξεφυσώντας μερικές τολύπες, προσπάθησε να βάλει το μυαλό του σε μια τάξη. Ξάφνου θυμήθηκε την Νινευή! Το βιβλίο δεν ήταν στα ρούχα του, σίγουρα ούτε στο κομοδίνο, ίσως να είχε χαθεί στην φωτιά…. Το μόνο που είχε προλάβει να δει ήταν αυτή η φωτογραφία, ίδια ολόιδια, τσουχτερή περνούσε στην αθανασία. Για μια στιγμή αποφάσισε να μην σκεφτεί, ένα υδάτινο τοίχος άρχισε να χτίζεται ανάμεσα σε εκείνον και τις πληροφορίες, μια ρυθμική διαταραχή που κρατούσε έξω επιταγές θεών και ανθρώπων.

Εκείνη την στιγμή ένα παλτό αγκάλιασε τους ώμους του και διατάραξε την συχνότητα των κυμάτων. Ο κύριος Φωτεινός στεκόταν από πάνω από το κεφάλι του, σαν αγέρωχος φοίνικας, ναι… φοίνικας…..αν θα μπορούσε να μοιάζει με κάποιο πουλί τότε σίγουρα ήταν φοίνικας, έτσι κι αλλιώς στον γλάρο κάτι δεν του κολλούσε.  Αποδεσμευμένος από ανόητες πλην καταστροφικές πολιτικές παρατάξεις και γελοίους φασίστες που έραβαν με κουρέλια την μορφή του ιπτάμενου μύστη, ο φοίνικας γλειμμένος από τις φλόγες της νοητής αντίστασης υπερτερούσε στον δρόμο της Φοινίκης. Τις εποχές της προεφηβικής του νεότητας του φάνηκε πως είδε πάνω από της πολυκατοικίες να πετά, το πουλερικό που αναγεννάτε από τις στάχτες του. Δεν μπορούσε καν να φανταστεί τότε πως κάποιοι θα έκλεβαν τα φωτεινά φτερά του για να χτίσουν άλλο ένα γελοίο ψευτοείδωλο. Τι ειρωνεία, δεν ήταν ποτέ οι άνθρωποι στο έλεος των θεών, θλιβερό συμπέρασμα, οι θεοί ήταν πάντα στο έλεος των ανθρώπων….

-Είναι νωρίς, τι κάνεις έξω;

-Θα’ πρεπε να μαι ξαπλωμένος κάτω από την ζεστή κουβέρτα μου, έτσι;

-Όχι, αν κάτι θα περίμενα από εσένα θα ήταν να βρίσκεσαι είδη τυλιγμένος στην γκρίζα κουβέρτα κάποιου επιβατικού.

-Με ετικέτα και νούμερο στο πλάι;

-Και μια κίτρινη κούπα καφέ στα χέρια σου. Δεν βρήκα κίτρινη κούπα, αλλά κι αυτή την κάνει την δουλειά της. Έκανε  κύριος Φωτεινός αφήνοντας στα χέρια του τον ζεστό καφέ. Ο Χριστόφορος ανάσανε το καϊμάκι. Ήταν παράξενο πως ένας βρασμένος κόκκος μπορούσε να σου δώσει τόση ηρεμία και ζεστασιά όσο άγχος και διαυγή αβεβαιότητα.

Έμαθες για τον Δομένικο.

-Αργά ή γρήγορα…

-Δεν ήταν ώρα να σου πούμε, ήσουν κουρασμένος, ίσως αυτή η γνώση σε κρατούσε περισσότερο καιρό…..στο κρεβάτι.

-Ναι, έκανες καλά. Και τώρα;

-Και τώρα;

-Και τώρα Γιάννη, τι θα γίνει;

- Ό,τι είναι να γίνει Χριστόφορε. Όχι όμως χωρίς στοιχεία.

Ο Χριστόφορος χαμογέλασε άθελά του. Ο κύριος Φωτεινός τον αγκάλιασε και χάιδεψε τον δεξί του ώμο.

-Υπάρχουν πολλοί που θέλουν να μου μιλήσουνε.

- Είσαι και μέντιουμ τώρα;

-*“Βάσανος η γνώση όταν άχρηστη σε όποιον την έχει είναι. Καλά το γνώριζα όμως σάστισα προς ώρας. Με πείραξε η Λήθη κι ήρθα”.

Ο κύριος Φωτεινός γέλασε. Ο Χριστόφορος έπιασε την εφημερίδα και ανοίγοντάς την στην σελίδα 28 , άπλωσε το δείκτη στην φωτογραφία κι ύστερα γύρισε στον ορίζοντά του. Ο κύριος Φωτεινός την πήρε στα χέρια και ρίχνοντας μια ματιά την έκλεισε αφήνοντάς την πίσω τους, κάτω από τις τριανταφυλλιές.

Γιάννη...

-Έλα

-Ξύπνησα αυτή τη φορά;

-Ναι, σίγουρα ξύπνησες, πες μου όμως, τι ονειρευόσουν τόσο καιρό;

- Τη θάλασσα της Αλεξάνδρειας.

Ο κύριος Φωτεινός χαμογέλασε κατεβάζοντας το κεφάλι του.

-Τώρα μας περιμένει η θάλασσα της Αρράντης.

- Λες να υπάρχουν αστέρια όταν κοιμόμαστε;

-Πάντα υπάρχουν Χριστόφορε, η σκέψη μας σβήνει όχι ο ουρανός.

- Έχεις δίκιο, ο ουρανός κρατά όλες τις πληροφορίες. Έκανε και τυλίγοντας το ράσο γύρω του σηκώθηκε από το πεζούλι.

Ξάφνου ένα άρωμα αρμύρας πλημύρισε την αυλή. Η γυναίκα τυλιγμένη στο γαλάζιο παλτό της εμφανίστηκε ανάμεσα στις φυλλωσιές.

 

*(Τα λόγια του Τειρεσία. Οιδίπους Τύραννος)

-Επιτέλους σας βρήκα, είναι ώρα να πηγαίνουμε.

-Που θα πάμε; Έκανε ο Χριστόφορος.

- Στο σπίτι μου, τα κανόνισα όλα, είμαστε έτοιμοι.  Έχουμε πολλά να πούμε Χριστόφορε και να με συγχωρείς.

-Γιατί; Έκανε παραξενευμένος.

-Γιατί πριν σε γνωρίσω αμφέβαλα για την ακεραιότητά σου.

Ο Χριστόφορος έγνεψε καταφατικά λες κι αποδέχονταν την πρόσθετη μοίρα και την αλλαγή της.

-Για την δικιά μου όμως, δεν αμφέβαλες. Έκανε περιπαιχτικά ο κύριος Φωτεινός.

-Όχι κύριε Φωτεινέ. Ούτε μια στιγμή.

Ο κύριος Φωτεινός χτύπησε χαρωπά την άκρη του καπέλου του καθώς άρπαζε από το μπράτσο τον σκεφτικό του φίλο.

-Όσο κοιμόσουν γνωριστήκαμε καλύτερα.

-Ναι ο κύριος Φωτεινός είναι ένας εξαιρετικός φίλος.

-Το ξέρω, δεν θα αμφέβαλα στιγμή. Είπε ο Χριστόφορος επαναλαμβάνοντας τα λόγια της καθώς έπιανε τον φίλο του αγκαζέ.  Ο κύριος Φωτεινός άπλωσε το χέρι του κι άρπαξε την Σωτηρία στην άλλη μισή αγκαλιά του.

- Είστε σίγουρη δεσποινίς Σωτηρία για την κατεύθυνσή μας;

-Μόνο αν είστε κι εσείς.

Οι δυο φίλοι έγνεψαν καταφατικά κι η τριάδα ακολούθησε την *κόκκινη κλωστή στα δάχτυλα, ελπίζοντας  την έξοδο του λαβυρίνθου.

 

*(αναφορά στον Ιαπωνικό μύθο)