Κράτος,
υπακοή, οικογένεια
Της
Χριστίνας Κοντούλη
Οι
γονείς….
-Όχι δεν έκαψα τις πατάτες,
κλείσε το παράθυρο καλύτερα, απ’ έξω έρχεται αυτή η μυρωδιά, μυρίζει η χούντα…. Έχεις συνηθίσει, γι’ αυτό δεν τη γνώρισες με
την πρώτη, πάντα μας τριγύριζε κάπως. Κλείστο το κωλοπαράθυρο, κοιμούνται τα
παιδιά… θα τη συνηθίσουν κι εκείνα! Τότε να δεις που θα ‘ρθουν εναντίον μας,
όχι γιατί τ’ αφήσαμε να ζήσουν στη βρωμιά, όχι γιατί τα μεγαλώσαμε μέσα στα
σκουπίδια, θα έρθουν εναντίον μας γιατί μας μυρίζει άσχημα, και μόνη μυρωδιά της
άνοιξης στα μάτια τους θα είναι αυτή η μπόχα. Κλείσε σε παρακαλώ το παράθυρο,
κλείσ’ το μέχρι να προλάβω να τους πω, μέχρι να προλάβουν να μάθουν, έστω μέχρι
να φανταστούν το άρωμα της ελεύθερης ύπαρξης κι ύστερα άνοιξέ το να μάθουν κι
εκείνα πως μυρίζει το σκυμμένο κεφάλι.
- Κλείσε τα φώτα, θα μείνουμε
απόψε με το κερί, δεν πρέπει να δουν τα χέρια σου να αναπνέουν, δεν πρέπει να
δουν τη σκέψη σου, άμα τη δουν φοβάμαι.. είμαστε χαμένοι.
-Απόψε κατέβηκα στο
μανάβικο.
-Τι είχε;
-Τίποτα, μονάχα παλιά memes και
κάτι σάπια likes.
-Κι από τροφή;
-Τίποτα.
-Πρέπει να πάμε στην
παλιά αγορά, εκεί θα βρούμε λίγο κρέας, έστω λίγα λάχανα.
-Έχεις δίκαιο, το μόνο
που μας έμεινε είναι αυτές οι πατάτες.
-Θυμάμαι τότε στη
σχολή, οι πατατοφάγοι ήταν ο αγαπημένος σου πίνακας. Το ένιωθες κάπως πως εκεί
θα γυρνούσαμε σε λίγο… Το ήξερες.
-Δεν ήξερα τίποτα.
Μακάρι να ήξερα, να έβλεπα, να μύριζα κάτι. Τώρα ίσως να είχαμε κάτι
περισσότερο, ίσως να έφτανε και για αύριο το φαΐ. Πόσες μας έμειναν;
-4. Μισή εσύ μισή
εγώ,1,5 για τον Γουστάβ και τη Μαρία
-Ναι, είναι στην
ανάπτυξη.
-Πιέρ!
-Τι είναι;
-Πεινάω!
-Κι εγώ πεινάω.
-Τα παιδιά λες να
πεινούν;
-Το εύχομαι. Θα ’χει μείνει
λίγη ανθρωπιά μέσα τους αν ακόμα πεινάνε.
-Κάποτε η πείνα έδιωχνε
την ανθρωπιά. Τώρα τη στιγματίζει.
-Με κοιτούν παράξενα
στο δρόμο. Ίσως να φταίει που μαύρισαν τα μάτια μου, ίσως κάτι να έχουν
υποψιαστεί… Ίσως φταίει που το σώμα μου αλλάζει, Μαρίνα δε μπορώ να τραφώ με
εικόνες, δεν μπορώ να ζήσω, δεν μπορούμε να ζήσουμε.
-Σςςς.. Πιέρ, θα σε
ακούσουν.
-Δε με νοιάζει, μ’ ακούς,
δε με νοιάζει.
-Για τα παιδιά,
υπόμεινε, βάσταξε, κρατήσου, τι θα γίνουν χωρίς εμάς, δε πρέπει να λυγίσουμε.
-Πρέπει να φάμε.
-Σε είδε κανείς στην
παλιά αγορά;
-Μόνο ο γείτονας.
-Χτες τον πήρανε.
-Ναι το είδα όταν
γυρνούσα. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα, είχε γίνει σα ρακούν..Λέγανε ότι είχε μόνο 400 likes.
-Ναι το άκουσα κι εγώ,
ελάχιστοι followers
- Κάποιου του ξέφυγε
στο μανάβικο, είπε πως καλλιεργούσε στην ταράτσα καρπούζια..
-Τα θυμάσαι τα
καρπούζια;
-Ναι ήταν γλυκά, είχα
φάει ένα κομμάτι όταν ήμουν μικρός. Ήταν κόκκινα.
- Είχαν γλύκα στη μέση,
γύρω γύρω ήταν ξινά όταν έφτανες στη φλούδα.
-Σταμάτα, δε μας λυπάσαι,
πονάει το στομάχι μου.
-Έχουμε τις πατάτες
ακόμα…
-Όχι, όχι είναι για τα
παιδιά.
-Και τι δεν θα ‘δινα,
για ένα κομμάτι καρπούζι.
-Είναι νύχτα, δε μας βλέπει
κανείς, ίσως να έχει μείνει ένα κομμάτι.
-Αχ ναι, ίσως μια
ροδαλή καρδιά.
-Γλυκιά στη μέση
-Θυμάμαι, γλυκιά στη
μέση.
-Σφίξε με, μην κάνω
καμιά τρέλα.
-Σφίξε με περισσότερο.
-Για τα παιδιά.
-Ναι για τα παιδιά.
…………………………………………………………………………..
Η
κόρη…
-Έχω μόνο 8.000 followers. Θα μείνω μόνη.
-Ναι… έτσι θα γίνει.
-Δε μπορείτε να κάνετε
κάτι, σας παρακαλώ, τον θέλω τον χρειάζομαι
-Ναι…. κάτι θα γίνει
Η κηδεία ήταν
συνοπτική, ο παπάς διάβασε τα ιερά status, οι τεθλιμμένοι συγγενείς ανέβασαν story κι
η κόρη κληρονόμησε τη συμπόνια τους. Την επόμενη μέρα ετοίμασε το γάμο. Η
μητέρα αναπαύτηκε πρόχειρα σ’ έναν ομαδικό τάφο και ξεχάστηκε γρήγορα. Ο
πατέρας την ακολούθησε καταπίνοντας την αδιαφορία της κοινωνίας. Το παιδί ήταν
χαρούμενο. Το παιδί ήταν ηλίθιο. Οι
γονείς, είχαν ξεχάσει να κλείσουν το τζάμι.
……………………………………………………………………………
Τα
αδέρφια…
-Χτες έγινε μαζευτική.
-Που σας βρήκε;
Στο σινεμά, μόλις που
πρόλαβα να ανεβάσω story.
-Ποιος σας έδωσε;
-Ο…
-Κατάλαβα, από καιρό δε
μου γέμιζε το μάτι .Οι άλλοι τι έγιναν;
-Απορρίφτηκαν
-Δεν πειράζει, ήρθε
καινούργια φουρνιά.
-Α ναι;
-Ναι ναι, πάλι καλά, η
αντίσταση επιδέχεται θυσίες. Το σημαντικό είναι να κρατήσουμε τον αριθμό.
-Έχεις δίκαιο.
-Ναι… σιώπα, ακούς;
-Σειρήνες!
- Μου έκανες like σήμερα;
-Όχι… το ξέχασα…
-Δεν πειράζει, θα τα
πούμε στην επόμενη ζωή.
-Θα σε θυμάμαι..
-Δηλώστε ύπαρξη,
επαναλαμβάνω, δηλώστε ύπαρξη.
-Ευγενία,40.000 likes, προφίλ φτερωτός ανελκυστήρας, εγχώρια.
Τελευταίος χορηγός old
days
reminder.
Δεν γνωρίζω το άλλο υποκείμενο, πιθανός εισβολέας.
-Άμεση απόρριψη,
παρακαλώ κρατήστε τις αποστάσεις.
-Τραγικό συμβάν, λυπούμαστε
που έπρεπε να το παρακολουθήσετε, η κυβέρνηση θα σας αποζημιώσει με καθημερινή διαφήμιση
4 εβδομάδων. Θυμηθείτε, σκεφτόμαστε ελεύθερα, ζούμε ελεύθερα, πεθαίνουμε όλοι
για όλους. Η οικογένειά σας θα σας παραλάβει σε λίγο. Τραγικό συμβάν,
λυπούμαστε που έπρεπε να το παρακολουθήσετε…..
………………………………………………………………………….
Ο
πατέρας…
-Τι θα γίνει μ’ αυτή τη
μυρωδιά
-Ποια μυρωδιά;
-Αυτή που μπαίνει από
το παράθυρο, βρωμάει όλο το σπίτι
-Δε μυρίζω τίποτα, τι
είναι αυτά που λες;
-Δεν το μυρίζεις; Βρωμάει
σου λέω
-Όχι μυρίζει όμορφα, τι
λες;
-Πατέρα, πατέρα πόσο
καιρό έχεις ανοιχτό το παράθυρο;
-Παιδί μου εμείς μάθαμε
να κοιμόμαστε με τα παράθυρα ανοιχτά
-Πατέρα κλείσε το
γαμίδι, θα πάθουμε ασφυξία.
-Μόνο στους αναρχικούς
βρωμάει ο αέρας μας, λέγε ρε καθίκι, που σε μπλέξανε;
……………………………………………………………………………
Οι
σύζυγοι…
-Φέρε το αποσμητικό.
-Από το πρωί αρωματίζεσαι,
τι το θέλεις;
-Να διώξω τη μυρωδιά
-Ποια μυρωδιά
-Καμιά, είναι στο μυαλό
μου.
-Αμάν, εσύ και οι
γκρίνιες σου, κοίτα μη γίνουμε ρεζίλι το βράδυ.
-Όχι δε θα γίνει
τίποτα, μου πέρασε.
-Ωραία, έλα τώρα να
δούμε τηλεόραση, σήμερα θα γίνει η απόρριψη, δεν πρέπει να το χάσουμε.
-Και τι θα γίνει με τους
απορριφθέντες;
-Εσένα τι σε νοιάζει;
-Τίποτα, απλώς ρωτάω.
-Περίεργα μου τα λες
σήμερα.
-Δεν είναι τίποτα, μάλλον
η αλλαγή του καιρού. Πάμε να δούμε τηλεόραση.
……………………………………………………………………………..
Οι
παππούδες…
-Πάρε αυτό παιδί μου,
το’ χα τάξει να στο δώσω όταν μεγάλωνες.
-Τι είναι;
-Είναι μια φωτογραφία
του παππού
-Αηδία! Πως είναι έτσι;
Αυτό το λες φωτογραφία; Δεν κινείτε, κι έχουν ξεθωριάσει τα χρώματα, τι έκφραση
είναι αυτή, το ξέρεις πως απαγορεύονται τα χαμόγελα, να δες αυτό είναι
φωτογραφία, χτες την ανέβασα. 10.00 likes όχι κι άσχημα, ίσως αν είχα πιο όμορφα μάτια…
πρέπει να τα φτιάξω δεν μοιάζουν αρκετά με anime.
-Έχεις τα μάτια μου..
-Ναι δυστυχώς, αυτές οι
πράσινες τρύπες, πρέπει να κλείσω ένα ραντεβού με τον ιατρικό καλλιτεχνικό
σύμβουλο.. Μα για πες μου, γιατί γελάει;
-Γελάει γιατί νίκησαν τους
φασίστες, τότε στον μεγάλο πόλεμο.
-Μα τότε λίγο πιο μετά
δεν νίκησε ο κυβερνήτης μας;
-Ναι, ύστερα νίκησε αυτός.
-Ευλογημένη μέρα,
σπουδαίος άνθρωπος.
-Ναι παιδί μου έτσι αυτοαποκαλούνται
οι φασίστες όταν νικήσουν.
-Τι είναι φασίστας
γιαγιά; Κάτι καλό σίγουρα, θα γίνω κι εγώ φασίστας μια μέρα;
- Δεν ξέρω παιδί μου,
εύχομαι πως όχι.
-Μα γιατί; Δε θες να με
δεις σπουδαίο άνθρωπο;
-Θέλω παιδί μου.
-Τότε θα γίνω φασίστας
σίγουρα.
-Παιδί μου κρυώνω,
μήπως να κλείσουμε το παράθυρο;
………………………………………………………………………….
Ο
γιος…..
Τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
άνοιξαν. Τα ψυχιατρεία άνοιξαν κι εκείνα, μόνο που τώρα δεν είχαν την ίδια
ονομασία, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης λέγονταν κέντρα θεραπείας, αποκατάστασης
και διαχείρισης τοξικού πληθυσμού ενώ τα ψυχιατρεία κέντρα ανάλυσης,
καθοδήγησης κι επανένταξης υποκειμένου. Οι υπουργοί έσφιγγαν τα χέρια χαρούμενοι
και πόσταραν φωτογραφίες από κοινωνικές εκδηλώσεις και τα συναφή ενώ ανόητα ανθρωποειδή
σφηνώνονταν ανάμεσα στα δάχτυλά τους ευχαριστημένα. Το βράδυ ξεγελούσαν την
πείνα τους με likes
και τροφαντές φατσούλες που δήλωναν συναίσθημα κι έκρυβαν τη μοναξιά τους σε
ένθερμους σχολιασμούς στις διαδικτυακές πλατφόρμες έτσι που να νιώθουν μια
κάποια παρουσία στο σπίτι, ουρλιάζοντας , φωνάζοντας και περιγελώντας τον
άνθρωπο που συνέχιζε την πορεία του ελεύθερα. Κάποιους τους χάσαμε στις φυλακές,
κάποιους τους απέρριψε το σύστημα και δεν έμεινε για μας ούτε ένα σάπιο κουφάρι
να θρηνήσουμε , τώρα δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε τα πρόσωπά τους, κάποιους τους
κλείσανε σε ηλιόλουστα κελιά και τους χαπακώσανε μέχρι να ξεχάσουν τα δικά τους
πρόσωπα, κάποιους τους χάσαμε στην πορεία. Και μείναμε ύστερα εμείς φοβισμένοι
κι ολόγιομοι, θερμαστές ενός καζανιού προσμένοντας τη μέρα που θα ξεχειλίσει
και θα μυρίσουμε ξανά τα πρόσωπα των δικών μας καθώς θα σχηματίζονται οι μορφές
που μας κλέψανε, πάνω στο κάρβουνο. Μέχρι τότε θα παραμένουμε στο σκοτάδι ολοστρόγγυλοι
και φωτεινοί, αυτόνομα, τραυματισμένα φεγγάρια, που περιμένουν το νυχτερινό
ουρανό να μπουκώσει με κάρβουνο. Μέχρι τότε θα φουρνίζουμε τους νεκρούς μας, τους
εξαθλιωμένους μας, τους ζωντανούς νεκρούς μας, τους εαυτούς μας κι εσείς πείτε
μου πως δεν έκαναν λάθος εκείνοι που πίστεψαν πως η κόλαση βρίσκεται επί γης.
Μα θέλω να με κοιτάζετε στα μάτια όταν το λέτε, θέλω τα αυτιά σας ανοιχτά όταν σας
διαψεύδουν όχι οι κραυγές των πιστών, ούτε οι κραυγές των πατριωτών, θέλω να με
κοιτάτε στα μάτια όταν θα σας διαψεύδουν οι κραυγές της οικογένειάς σας.
Σας φιλώ φιλικά, με τη
γλώσσα του φιδιού και σας μεταδίδω τη γεύση του μήλου. Κι αν δε κατάφερα με το
γράμμα μου να δαγκώσετε τη γνώση και να την νιώσετε στο λάρυγγα ίσως το
καταφέρω όταν αύριο με σύρουν κι εμένα σε κάποιο από αυτά τα «κέντρα». Οι
μεταφορείς είναι έξω από το σπίτι μας, σε λίγο θα σπάσουν την πόρτα, θα κάνουν
το σπίτι φύλλο και φτερό γι’ αυτό διάλεξα να κρύψω το γράμμα μου μέσα στον καλύτερο
καρπό που γεύτηκε ποτέ η ανθρωπότητα, αύριο όταν θα κόψεις αυτό το τελευταίο
μήλο να το φας, όταν θα πας να το πετάξεις ή έστω να το σηκώσεις, κάνε το με
ευλάβεια γιατί αυτά είναι τα τελευταία λόγια του παιδιού που μεγάλωσες, τα
τελευταία λόγια ενός αδικοχαμένου ανθρώπου κι αν δε σε λυγίσουν ούτε αυτά τότε
συγχαρητήρια έγινες αυτό που πάντοτε ήθελες, αυτό που προοριζόσουν να γίνεις.
Τότε πατέρα δε θα φταίει το ανοιχτό παράθυρο αλλά το λιγοστό μυαλό σου. Οι
φασίστες σπάνε την πόρτα, κάθε κρακ που ακούγετε είναι ο ήχος από τα σπασμένα
πλευρά μου, κάθε κρακ που δέχεται τούτο το ξύλο απόψε θα βρίσκεται στην πλάτη
μου, αν τσαλακώσεις το γράμμα μου θεώρησε τούτη την πόρτα ως τα τελευταία μου
λόγια.
Η οικογένεια….
Οι γονείς πέθαναν κάμποσες
βδομάδες μετά από πείνα, η κόρη προσπάθησε να αυτοκτονήσει ανεβάζοντας στάτους
με τις δεμένες φλέβες της. Τα αδέρφια αντάμωσαν το ένα το άλλο στοιβαγμένα σ’ ένα
ομαδικό τάφο κι ο πατέρας μόρφαζε ουρλιάζοντας στη γειτονιά πως το παιδί ήταν κάτι
που ποτέ δεν έγινε. Οι παππούδες αντάμωσαν τους άλλους σπουδαίους ανθρώπους κι
ο εγγονός ευτυχισμένος πια που εντάχθηκε στους φασίστες έσφιγγε με τα μικρά
χεράκια του το ευχαριστήριο χαρτί της κατάδοσης της γυναίκας που τον είχε
μεγαλώσει. Ο γιος άφησε την τελευταία του πνοή στις 3.33 την Τετάρτη. Η τελευταία
του λέξη ήταν «κρακ».