Δεν σταματούσαν ποτέ.
της Χριστίνας Κοντούλη
Δεν σταματούσαν ποτέ,
έγραφαν στους τοίχους αισθήματα. Πολύχρωμες χαίτες, παράξενα κοσμήματα, χέρια
σφιγμένα γερά, πρόσωπα όμοια πίσω από τη λάμψη της φλόγας. Ανάμεσα στις νεανικές
τους γλώσσες καταδίκαζαν, φυλάκιζαν κι αποδοκίμαζαν το κατεστημένο, γκρέμιζαν τις
φυλακές και τις αντικαθιστούσαν με τα σίδερα που έβγαιναν μέσα από τα μυαλά των
αρχηγών, τώρα ήταν πιο ευκρινής η εικόνα, το μήνυμα πιο άμεσο, εμείς δεν είχαμε
μάθει να επεξεργαζόμαστε, συνήθως βουλώναμε τα αισθήματά μας όπως βουλώναμε τα
αυτιά αφήνοντας μικρές χαραμάδες για να περάσει ό,τι μας συμφέρει.
Αυτοί δεν είχαν να
χάσουν τίποτα, οι άλλοι χάνοντας την ανθρωπιά τους, εκείνοι, εκείνοι ήταν που
είχαν χάσει μαζί της τα πάντα, όσο υπάρχει ανθρωπιά υπάρχει ο άνθρωπος, Αυτοί είχαν να πουν με βλέμματα, με χέρια, με
πόδια, με σκέψεις, αναστεναγμούς, αυτοί είχαν να πουν με τα πρόσωπά τους , τότε
δεν μπορούσαν να καταλάβουν πως δεν θα τους άκουγαν, δεν θα τους έβλεπαν, δεν
θα τους άγγιζαν, δεν θα τους σκέφτονταν οι άλλοι, είχαν συνηθίσει βλέπεις να
βλέπουνε πρόσωπα κι ήταν πολύ γι’ αυτούς να σκεφτούν πως οι άλλοι είχαν πάψει
πια να αισθάνονται, είχαν χάσει ό,τι ανθρώπινο, το μόνο που είχε μείνει από τα
πρόσωπά τους ήταν χλωμές αποσυντεθημένες μορφές που θύμιζαν τις μορφές που
υπήρξαν κάποτε. Τώρα παραφουσκωμένες αχόρταγες σκιές καλούσαν συμβούλιο
θανάτου.
Ποιος θα φοβόταν μια
σκιά; Αυτοί όχι. Δεν είχαν μάθει ακόμη πως δεν είναι η σκιά που προκαλεί ρίγος
αλλά αυτό που κρύβεται μέσα της… Ίσως αυτή η άγνοια κινδύνου να ήταν τελικά
αυτό που μας έσωσε. Εμείς λουφάξαμε, κλείσαμε πόρτες και παράθυρα, βάλαμε
μπλόκα στις χαραμάδες κι αφού βολευτήκαμε ήσυχα στις νέες μας φυλακές, τότε
σκίσαμε τα ρούχα μας και φτιάξαμε πανιά, αρκετά μακριά ώστε να κλείσουμε τα
μάτια, τα χείλια, τα αυτιά και τη μύτη κι όταν τελειώσαμε καθίσαμε γυμνοί στο
τραπέζι και προσποιηθήκαμε μια όμορφη οικογενειακή συνάθροιση. Έξω από τις νέες
μας φυλακές, δεν υπήρχε τίποτα, μέσα τους δεν υπήρχε πάλι τίποτα, το μόνο που
ξέραμε εκείνον τον καιρό ήταν το σκοτάδι. Ίσως γι’ αυτό να επαναλαμβάνεται η
ιστορία σαν επετειακή “γιορτή” γιατί πάντα υπάρχουμε εμείς που προτιμήσαμε μια
άλλη άγνοια, την εσκεμμένη.
Το σπίτι έτριζε κάθε
τόσο μα καθησύχαζα τα παιδιά λέγοντάς τους πως οι άνθρωποι χόρευαν κι όχι οι
σφαίρες. Τρώγαμε σε κενά πορσελάνινα πιάτα κι όταν έλεγαν τα παιδιά πως
πεινούσαν εμείς απαντούσαμε «βαρυστομάχιασες και δεν ξέρεις τι λες, πιες λίγη
σόδα να χωνέψεις».
Η εταιρία «ΕΚΠΕΔΕΥΣΗ» παρήγαγε
την δυνατότερη σόδα. Ήταν τόσο δυνατή όσο ένα ισχυρό ψυχεδελικό ναρκωτικό ,
ήταν το ισχυρότερο ναρκωτικό που μπορούσες να πάρεις κι αυτό μάλιστα δωρεάν,
διανέμονταν καθημερινά τουλάχιστον 10 φορές τη μέρα, από το σχολείο, τους γονείς,
τους φίλους, τους συγγενείς, τους γείτονες, το αφεντικό, από το ίδιο το κράτος.
Τα μέσα μαζικής εξημέρωσης προσέφεραν καθημερινά άφθονες ποσότητες σε μορφή τηλεοπτικών
σποτ, σήριαλ, εκπομπών , πολιτικών τοποθετήσεων κ.ο.κ. (και ούτω καθ’ εξής).
Αρκούσαν λίγα λεπτά για να χωνέψεις τα πάντα. Εμείς σαν πειθήνιοι και ταπεινοί
συνεχιστές της κληρονομιάς μας είχαμε μάθει πια να καταπίνουμε χωρίς απορίες,
ωστόσο το πρόβλημα ήταν αυτοί, αυτοί είχαν πάντα ερωτήσεις κι αφού δεν είχαμε
απαντήσεις, πίναμε λίγη ακόμη σόδα κ ξεχνούσαμε την ερώτηση. Οι ερωτήσεις ήταν
κακές, δύσκολες, οι ερωτήσεις μας απομάκρυναν από το πολυπόθητο σύστημα κι
εμείς που εκπαιδευτήκαμε να το συντηρούμε
δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τίποτα παρεκκλίνον. Τότε πίναμε λίγη ακόμη σόδα
για να χωνέψουμε τις παράξενες σκέψεις που μας δημιούργησε η απορία τους.
Μια μέρα γύρισα στο
σπίτι, η κόρη είπε πως ήρθε η άνοιξη, στον δρόμο μύριζε γιασεμιά.. Το βράδυ
έμεινε νηστική, έπρεπε να καταλάβει το λάθος. Η τηλεόραση είπε πως ακόμη ήταν
χειμώνας, το βράδυ σκεπαστήκαμε με διπλές κουβέρτες σε περίπτωση που η
θερμοκρασία έπεφτε κάτω από το μηδέν…
Οι άλλοι μου έδωσαν
σημαντική θέση, φαντάστηκα αμέσως την τσέπη μου φουσκωμένη από τα χάρτινα μέσα
αγοράς, ένιωσα όμορφα. Φαντάστηκα πιο γερά πορσελάνινα πιάτα, σατέν μαντίλια
στα μάτια και στα χείλια όλης της οικογένειας, ωτοασπίδες από βαμβάκι, φιλντισένια
καλύμματα μύτης κι ίσως ένα σπίτι στην εξοχή, να μην τρέμει όταν «χόρευαν»
αυτοί με τους άλλους. Γύρισα σπίτι, η γυναίκα είπε πως η κόρη ήταν άρρωστη.
-Μου είπε πως άκουσε τα
πουλιά να τραγουδάν.
Ήθελα να κλάψω. Η κόρη
έχανε το μυαλό της, όλοι ήξεραν πως τα πουλιά δεν τραγουδούσαν! Όλο το βράδυ
έμεινα στο προσκεφάλι της προσπαθώντας να την πείσω, της έδινα σόδα με το
κουταλάκι όπως όταν ήταν μικρή, μα εκείνη την έφτυνε στα σκεπάσματα. Δεν ήξερα
τι να κάνω. Εκείνο το βράδυ έμεινε νηστική κι εγώ δεν έκλεισα μάτι.
Όταν πήγα στη δουλειά
ήμουν κατάκοπος, οι άλλοι ρωτούσαν μα είπα πως απλά είχα στρεσαριστεί με το
καινούργιο μου πόστο και δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν έπρεπε να μάθουν, κανείς
δεν έπρεπε να μάθει τίποτα.. Δεν άντεχα τις απαντήσεις τους.. Άφησα τον καιρό
να περάσει, σκέφτηκα πως μαζί του θα περνούσε κι αυτή η κατάσταση.
-Η κόρη δεν είναι καλά,
φοβάμαι.
-Τι έχει;
-είπε πως φίλησε
κάποιον κι είχαν τα χείλια του τη γεύση της καυτερή πιπεριάς. Όλοι ξέρουμε πως
δεν υπάρχει φιλί , όλοι ξέρουμε πως η πιπεριά δεν έχει γεύση. Φοβάμαι, η κόρη
πεθαίνει, τι θα κάνουμε.
Η κόρη σηκώθηκε από το
κρεβάτι κι έπιασε το πρόσωπό μου. Για πρώτη φορά ένιωσα μια περίεργη αίσθηση, μια
αίσθηση χαράς μέσα στη λίπη. Γρήγορα όμως η χαρά μου έγινε βάσανο. Η κόρη έσκυψε
κοντά στο αυτί μου, τράβηξε το πανί και ψιθύρισε:
-Tα μάτια μου είναι πράσινα.
Γύρισα τρέμοντας στη
γυναίκα.
-Η κόρη πέθανε. Η κόρη
πήγε μαζί τους
-Με ποιους;
-Με αυτούς.
Η γυναίκα σωριάστηκε.
Άκουσα την κόρη να κλαίει. Για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα κλάμα τόσο καθαρά,
ήταν σπαραχτικό, σχεδόν όμορφο, είχε κάτι που έμοιαζε λογικό, αληθινό ,κάτι που
δεν μπορούσα να εξηγήσω.
-Τι είναι αυτό; Τι
κάνεις;
-Αυτό είναι το κλάμα.
-Γιατί είναι έτσι; Τι
είναι αυτό;
-Αυτό είναι η ερώτηση. Είπε
η κόρη δίνοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο. Έπειτα έφυγε κι εγώ έμεινα μόνος. Το
σκοτάδι είχε αρχίσει να αλλάζει, δεν ήμουν πια μέσα του, εκείνο έμοιαζε να
είναι μπροστά μου. Δεν είπα τίποτα στη γυναίκα, τίποτα στο γιο, τίποτα σε
κανέναν, αυτή ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα μόνος, η πρώτη φορά που ο χρόνος
φαίνονταν να έχει νόημα.
Πήγαιναν μέρες που δεν
φορούσα πια το μαντίλι στ’ αυτιά μου, κανείς δεν είχε καταλάβει τίποτα όμως εγώ
ένιωθα να καταλάβαινα πολλά.. Η φωνή της γυναίκας ήταν όμορφη. Η κόρη έλεγε
αλήθεια ή ο χαμός της με είχε ταράξει τόσο που είχα αρχίσει κι εγώ να τρελαίνομε,
μα τα πουλιά ήμουν σίγουρος πως τραγουδούσαν. Μια μέρα έκανα κάτι παράξενο,
έβγαλα το μαντίλι από τα χείλια μου κι έγλειψα το πιάτο, πάλι κανείς δεν
κατάλαβε τίποτα. Το πιάτο ήταν κρύο, άνοστο, έτσι δοκίμασα την χαρτοπετσέτα, όμως
όσο την μασούσα κολλούσε στη γλώσσα μου σαν πολτός και με ενοχλούσε. Δεν μου
άρεσε μα ήταν η τελειότερη αηδία της ζωής μου.. Έβαλα τα γέλια. Η γυναίκα
ρώτησε τη συμβαίνει, δεν είχα καμία απάντηση, κι εγώ αναρωτιόμουν. Εκείνο το
βράδυ δεν ήπια καθόλου σόδα, ούτε και τα επόμενα.
Ένα πρωινό, πήραν
τηλέφωνο από τη δουλειά, η γυναίκα είπε πως ήμουν άρρωστος, ο διευθυντής
ευχήθηκε περαστικά κι η εταιρία έστειλε ένα μπουκέτο λουλούδια. Η γυναίκα τα
έβαλε δίπλα στο κρεβάτι κι έπειτα έφυγε για την αγορά. Εγώ περίμενα μέχρι να
είμαι μόνος κι έβγαλα το πανί από τη μύτη. Η τηλεόραση είπε πως ο χειμώνας θα
κρατήσει κι άλλο, μα πως ήταν δυνατόν; Εγώ μύριζα την άνοιξη, αυτή πρέπει να
ήταν η μυρωδιά της! Έτρεξα γρήγορα στο ψυγείο, στα ράφια δεν υπήρχε τίποτα.
Άρχισα να ψάχνω σαν μανιασμένος, μα δεν υπήρχε τίποτα να δοκιμάσω, έγλειψα τα
λουλούδια, τα παπούτσια, τους τοίχους και τους πίνακες, έγλειψα τα τζάμια, τον
καθρέφτη , τα δάχτυλά μου, όμως δεν ήταν αρκετά. Τότε θυμήθηκα μια μηλιά που
έβγαινε στο παράθυρο της κόρης. Έτρεξα στο δωμάτιό της κι ανοίγοντάς το άπλωσα το χέρι μου κι έκοψα ένα μήλο. Έφερα
τον καρπό στα χείλια μου, ακόμη δεν μπορώ να περιγράψω τη μυρωδιά του, ούτε την
γεύση του μα ήξερα πως αυτό ήταν η γεύση. Τότε μια καινούργια απορία γεννήθηκε
μέσα μου κι έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια.
Ήταν ένα στρόγγυλο
κόκκινο, ναι έτσι πρέπει να έμοιαζε το κόκκινο. Τότε έβαλα τα κλάματα, έκλαψα
για ώρες, για μέρες, για μήνες, ίσως και για χρόνια, δεν ξέρω σίγουρα, μα όταν
γύρισε η γυναίκα είδα το πρόσωπό της για πρώτη φορά. Το πρόσωπό της με έκανε να
νιώθω χαρά άρα έτσι πρέπει να έμοιαζε η ομορφιά. Το σκοτάδι είχε τελειώσει.
-Τι συμβαίνει ; ρώτησε
η γυναίκα
- Είσαι όμορφη.
-Γιατί; Δεν έκανα κάτι.
- Το πρόσωπό σου είναι
όμορφο, τα ξανθά μαλλιά σου που σου λούζουν τους ώμους, τα χέρια σου, τα
μάγουλά σου που έχουν το χρώμα του μήλου.
-Συμφορά, ο άντρας
πεθαίνει. Έκανε η γυναίκα τρομαγμένη.
- Όχι δεν είναι
θάνατος, είναι χιλιάδες ερωτήσεις, είναι ζωή.
-Η ερώτηση είναι
θάνατος. Η γνώση είναι τρέλα. Ο άντρας
είναι νεκρός. Έκανε η γυναίκα. Οι μυς του προσώπου της συσπάστηκαν.
-Η ερώτηση είναι ζωή, η
γνώση είναι ελευθερία. Οι απαντήσεις χωρίς ερώτηση είναι ψέμα.
Η γυναίκα δάκρυσε. Το
πανί στα μάτια της βράχηκε, άρχισε να γλιστρά, το πανί στα χείλια της χαλάρωσε
κι εκείνο, τότε πήγα κοντά της και ελευθερώνοντας τα χείλια της έβαλα στο στόμα
της το μήλο. Η γυναίκα δάγκωσε. Το σκοτάδι είχε τελειώσει.
-Τα μάτια σου έχουν το
χρώμα του κορμού της μηλιάς, κοίτα, πιάσε τον, μύρισε, πως μπορεί αυτό να είναι
θάνατος;
-Τα μάτια σου έχουν το
χρώμα των φύλλων, πως μπορεί αυτό να είναι θάνατος;
Ύστερα θυμήθηκα το
φιλί. Η γλώσσα της είχε τη γεύση της γνώσης.
Κανένας δεν έμαθε
τίποτα, κανείς δεν είχε καταλάβει.
Ο γιός μας ανακοίνωσε,
οι άλλοι τον είχαν δεχτεί. Στρώσαμε το τραπέζι. Ο γιος ύψωσε το ποτήρι κι
ευχήθηκε. Έσφιξα το χέρι της γυναίκας με αγωνία, τα μάτια της πλημύρισαν φόβο καθώς ο γιός άγγιζε το πιάτο
του. Ζούλιξε τα κομμάτια του μήλου αηδιασμένος κι έπειτα τραβώντας ένα φλασκί
από το κοστούμι του ήπιε μερικές γουλιές σόδας.
-Τι είναι αυτό; Ούρλιαξε
-Είναι η γνώση. Είπα χαϊδεύοντας
του τα μαλλιά.
-Πως τολμάς να βάζεις
στο πιάτο μου το φαγητό τους; Τρελαθήκατε κι εσείς όπως η αδερφή; Είμαι ευυπόληπτος
πολίτης, τι θα έλεγαν οι άλλοι αν μ’ έβλεπαν με τούτο το αναρχικό πιάτο; Θα
έχανα τα πάντα γιατί εσείς διαλέξατε τον θάνατο; Δεν ξέρω τι σας έκαναν αυτοί
αλλά έννοια σας και μετρημένες οι μέρες τους, μετρημένες κι οι δικές σας αφού
διαλέξατε να αψηφήσετε το σύστημα. Ο γιός κατέβασε μερικές γουλιές σόδα κι αφού
χώνεψε σηκώθηκε αργά σφίγγοντας τα πανιά στο δέρμα του, έπειτα προχώρησε προς την
πόρτα.
10 ένστολοι έφηβοι
τυφλοί, μουγκοί, κουφοί, μας πέρασαν χειροπέδες στα χέρια. Το δέρμα τους είχε
ενωθεί πια με τα πανιά τους κι οι όψεις τους είχαν μια αίσθηση αποσύνθεσης,
κρύες παγωμένες μορφές, στυγνοί στυλοβάτες της αυριανής καταδίκης. Έτσι, σκέφτηκα,
πως πρέπει να μοιάζει το άσχημο.
-Ήμουν σίγουρος πως
κάτι δεν πήγαινε καλά μ’ εσάς. Μέρες τώρα ήξερα πως είστε μ’ αυτούς. Πως
μπορέσατε να μου το κάνετε αυτό;
-Όντως παιδί μου, είπε
η γυναίκα, πως μπορέσαμε να στο κάνουμε…;
Έσφιξα το χέρι της. Ο
γιος είχε πεθάνει. Η τελευταία ελπίδα ανθρωπιάς είχε χαθεί με την τελευταία
γουλιά σόδας.
-Συγνώμη γιέ μας.
-Μετανοείς λοιπόν για
τη βλακεία σου; Μετανοείς που με ντροπιάσατε;
-Μετανοώ γιε μας, που
σε μάθαμε να ντροπιάζεις την ανθρωπιά, μετανοώ που δεν επαναστατήσαμε νωρίτερα,
μετανοώ που δεν ανοίξαμε τα μάτια μας και τώρα έχεις κλειστά τα δικά σου.
Μετανοώ που έγινα συντηρητής της ανθρώπινης βλακείας όπως μου έμαθαν, μετανοώ
που δεν τόλμησα να αμφισβητήσω, μετανοώ και σου ζητώ συγνώμη για την ψυχή που
σου στέρησα. Είπα και φιλώντας τον στο μέτωπο προχώρησα να αντιμετωπίσω τις ευθύνες
της υποταγής μου. Η γυναίκα μου πενθούσε σιωπηλά το παιδί που είχε χάσει,
πενθούσε σιωπηλά τα παιδιά που θα χάνονταν εξαιτίας μας, η γυναίκα μου πενθούσε
για το χωνευτήρι που επισκευάζαμε, αυτό που θα μασουλούσε τώρα συνειδήσεις κι
αύριο θα ξέρναγε θάνατο, η γυναίκα μου έμαθε το θάνατο πριν το απόσπασμα έμαθε
το θάνατο που φέρνει η σόδα.
Στη φυλακή μάθαμε πως η
κόρη ήταν νεκρή, στη φυλακή μάθαμε πως η κόρη ήταν αθάνατη, η κόρη μας έζησε χτυπώντας
τα γρανάζια που παλεύαμε να επισκευάσουμε κι ο γιός μας πέθανε χτυπώντας εμάς,
χτυπώντας αυτούς για τα γρανάζια. Όταν σταθήκαμε στη σειρά έσφιξα το βλέμμα της
γυναίκας μου στο δικό μου, ο γιος μας σήκωσε το χέρι και περίμενε, το τελευταίο
που άκουσα ήταν οι πυροβολισμοί μα έχω ακόμα μια ελπίδα γιατί το τελευταίο που
είδα ήταν τα πανιά να πέφτουν από τα πρόσωπα. Έστω και τότε, έστω κι έτσι έδωσα
την τελευταία μου επιθυμία, τα παγωμένα, τα σαστισμένα μάτια τους να γέμιζαν
δάκρυα, δάκρυα εξιλέωσης για τα εγκλήματα που τους μάθαμε να κάνουν